Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ποινή.
Περίληψη:
Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί για να είναι ορισμένοι, πρέπει να συνοδεύονται από τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους, αλλιώς δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να απαντήσει επ' αυτών. Δεν είναι αναγκαία η επιπρόσθετη αιτιολογία για τα στοιχεία που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για την επιμέτρηση της ποινής κατά το άρθρο 79 του ΠΚ. Εφόσον το δικαστήριο δέχτηκε ανελέγκτως ότι η πράξη τελέστηκε κατ' εξακολούθηση, ορθά επέβαλε στον κατηγορούμενο μία ποινή. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.
ΑΡΙΘΜΟΣ 773/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ -----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καραγκούνη, περί αναιρέσεως της 1009-1010/2009 αποφάσεως Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενους τους: 1) ..., 2) ... και 3) .... Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Ιουλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1079/09.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με παράθεση όλων των πραγματικών περιστατικών που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους. Αν δεν αναφέρονται τα ανωτέρω περιστατικά, ο σχετικός ισχυρισμός καθίσταται αόριστος και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επ' αυτού ή να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Μεταξύ των άνω ισχυρισμών περιλαμβάνονται και εκείνοι που αφορούν στη συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων κατά το άρθρο 84 του ΠΚ, οι οποίοι είναι ορισμένοι όταν παρατίθενται όλα τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους και δεν αρκεί η επίκληση μόνον της νομικής διάταξης που προβλέπει την αντίστοιχη ελαφρυντική περίσταση ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο αυτή είναι γνωστή στη νομική ορολογία. Περαιτέρω, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε Κ.Ποιν.Δ συντρέχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Εξάλλου υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος (θετική υπέρβαση) ή αρνείται να ασκήσει τη δικαιοδοσία την οποία έχει από το νόμο παρόλο ότι συντρέχουν οι όροι άσκησής της (αρνητική υπέρβαση). Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ, 1009-1010/2009 απόφασή του, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχτηκαν σχετικά με τους κατηγορουμένους στους οποίους περιλαμβάνεται και ο ήδη αναιρεσείων Χ, τα εξής: "Οι κατηγορούμενοι ετέλεσαν τις αποδιδόμενες σ' αυτούς πράξεις των ληστειών κατ' εξακολούθηση τετελεσμένων και σε απόπειρα, τις οποίες αυτοί ομολόγησαν αλλά επιπλέον αναγνωρίσθηκαν και από τους παθόντες. Ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των πράξεών τους αυτών, κατά τα στο διατακτικό ειδικότερα οριζόμενα". Περαιτέρω ως προς τον αναιρεσείοντα, δέχθηκε τα εξής: "Το Δικαστήριο δέχεται ότι κατά τον χρόνο τέλεσης των ως άνω πράξεων ο πρώτος κατηγορούμενος Χ ήταν μετεφηβικής ηλικίας. Το Δικαστήριο όμως απορρίπτει τους ισχυρισμούς αυτού περί του ότι αυτός κατά τους χρόνους τέλεσης των παραπάνω πράξεων του ήταν ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, λόγω της υπ' αυτού χρήσεως ναρκωτικών ουσιών ως και περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως της καλής συμπεριφοράς του για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι αυτός κατά την τέλεση των ως άνω πράξεών του ευρίσκετο υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, ούτε ότι αυτός συμπεριφέρθηκε καλά μετά την ως άνω πράξη του αφού αυτός έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών και κατά το μετά από αυτό χρονικό διάστημα. Επίσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσίαν ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου Χ περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης της ειλικρινούς μεταμέλειας αφού δεν αποδείχθηκε ότι αυτός επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των άνω πράξεών του". Μετά από αυτά το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο του ήδη αναιρεσείοντα και τον επέβαλε ποινή καθείρξεως έξη (6) ετών. Από την ανωτέρω αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε για ληστεία κατ' εξακολούθηση τετελεσμένη και σε απόπειρα και όχι κατά συρροή που είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως και επομένως ορθά το Δικαστήριο επέβαλε σ' αυτόν μία ποινή. Μάλιστα στο σκεπτικό επιμετρήσεως της ποινής αναφέρεται και το άρθρο 98 του ΠΚ μεταξύ των διατάξεων που προβλέπουν και τιμωρούν την πράξη και έτσι η αναφορά στο ίδιο σκεπτικό ότι πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 94 του ΠΚ, οφείλεται προφανώς σε παραδρομή.
Συνεπώς οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε και Η λόγοι αναιρέσεως, οι οποίοι συνίστανται στο ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα και καθ' υπέρβαση εξουσίας επέβαλε μία ποινή, ενώ έκρινε ως εφαρμοστέο το άρθρο 94 του ΠΚ, είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά από την πρόταση του Εισαγγελέα επί της ενοχής, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος ζήτησε " να κριθεί με επιείκεια ο πελάτης του για την πράξη της ληστείας και να του αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά της ειλικρινούς μεταμέλειας και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς, τέλος ζήτησε την εφαρμογή του άρθρου 36 ΠΚ περί μειωμένου καταλογισμού". Όπως διατυπώθηκαν οι ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμοί - αιτήματα περί αναγνωρίσεως της συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων και μειωμένου καταλογισμού (άρθρα 84 παρ. 2 δ και ε και 36 του ΠΚ), ήταν αόριστοι, κατά τα προαναφερθέντα και έτσι το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτούς ούτε να αιτιολογήσει την απόρριψή τους και η ως άνω αιτιολογία που διέλαβε για την απόρριψή τους ήταν εκ περισσού. Σχετικά με το σκεπτικό απόρριψης των ανωτέρω αυτοτελών ισχυρισμών, ο αναιρεσείων επικαλείται ότι περιέχεται σ' αυτό αντίφαση περί του αν αυτός έκανε ή όχι χρήση ναρκωτικών κατά το χρόνο τελέσεως των πράξεων, πλην όμως επειδή η αιτίαση αυτή αναφέρεται σε ισχυρισμούς που ήταν αόριστοι, δηλαδή σε σημεία για τα οποία δεν υπήρχε υποχρέωση του Δικαστηρίου να απαντήσει, η οποιαδήποτε αντίφαση δεν έχει έννομη σημασία και δεν επηρεάζει την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου. Επομένως ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας και αντιφατικής αιτιολογίας ως προς τα ανωτέρω σημεία, είναι αβάσιμος. Τέλος, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 79 ΠΚ "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφαση του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα, έλαβε υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε αυτός, αλλά και την προσωπικότητά του, για την εκτίμηση, δε των στοιχείων τούτων, χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση, χωρίς να είναι αναγκαία, επιπρόσθετη αιτιολογία και αναφορά άλλων περιστατικών. Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ περί ελλείψεως αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και κατά το ανωτέρω σημείο.
Συνεπώς η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, που δεν περιέχει άλλο λόγο, πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6-7-2009 αίτηση του Χ, για αναίρεση της υπ' αριθ. 1009-1010/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Απριλίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ