Θέμα
Απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης.
Περίληψη:
Έννομο συμφέρον, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως. Προκύπτει κυρίως από τη βλάβη που υφίσταται ο διάδικος ο οποίος επιδιώκει τον έλεγχο της αποφάσεως εν σχέσει με τον αντίδικό του, η ύπαρξη δε τέτοιας βλάβης κρίνεται από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ως άμεση συνέπεια της αποφάσεως λόγω δυσμενών αιτιολογιών. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη ελλείψη εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος].
Αριθμός 506/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία του Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Α. Φ. συζ. Θ., το γένος Ν. Τ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σωτήριο Σδούκο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/8/2002 αγωγή του Θ. Τ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άρτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 61/2004 του ιδίου Δικαστηρίου και 341/2010 του Εφετείου Ιωαννίνων, η οποία διορθώθηκε με την 74/2011 απόφαση του ίδιου Εφετείου, στο οποίο η αναιρεσίβλητη και ο Α. Τ. είχαν ασκήσει την από 28-1-2010 κύρια παρέμβασή τους. Την αναίρεση της απόφασης του Εφετείου ζητεί το αναιρεσείον με την από 2/6/2011 αίτησή του και τους από 31/10/2012 πρόσθετους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε: α) την από 30/9/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε 1) να απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου, 2) άλλως, αν δηλαδή η αίτηση αυτή κριθεί παραδεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά παραδοχήν του πρώτου, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγου της αιτήσεως αυτής. Και β) την από 8/11/2012 συμπληρωματική έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν οι από 31/10/2012 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, κατά της ίδιας αποφάσεως.
Ο πληρεξούσιος της παραστάσας αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική της δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τα άρθρα 68, 73, 556 § 2 και 566 § 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως αποτελεί η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος, το έννομο δε αυτό συμφέρον λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο και η έλλειψή του οδηγεί στην απόρριψη της αιτήσεως ως απαράδεκτης. Το έννομο συμφέρον για την άσκηση της αναιρέσεως προκύπτει κυρίως από τη βλάβη που υφίσταται ο διάδικος που επιδιώκει τον έλεγχο της αποφάσεως εν σχέσει με τον αντίδικό του, η ύπαρξη δε τέτοιας βλάβης κρίνεται από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ως άμεση συνέπεια της αποφάσεως λόγω δυσμενών αιτιολογιών.
Εν προκειμένω από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα. Με την πρωτόδικη υπ' αριθμ. 61/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας και κατά παραδοχήν της από 26-8-2002 αγωγής του Θ. Ν. Τ. κατά του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, αναγνωρίστηκε ότι ο ενάγων είναι κύριος του επίδικου ακινήτου, ήτοι ενός αγροτεμαχίου εμβαδού 927 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "Μύλοι" της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Αρταίων, με τα αναφερόμενα όρια, και το οποίο ως τμήμα της παλαιάς κοίτης του μη πλευσίμου ποταμού Αράχθου που εγκαταλείφθηκε οριστικά και μόνιμα το έτος 1948 από φυσικά φαινόμενα (πλημμύρες) περιήλθε αρχικά, κατά το άρθρο 1072 του ΑΚ, στην κυριότητα του Κ. Μ., ως κυρίου παραποτάμιου κτήματος, εφαπτομένου στο σημείο εκείνο του ποταμού, εν συνεχεία δε και λόγω άτυπης μεταβίβασης του επιδίκου από τον Κ. Μ. στον πατέρα του ενάγοντος Ν. Τ. και από τον τελευταίο στον ενάγοντα, εν έτει 1978, και της νομής έκτοτε του επιδίκου από τον ενάγοντα μέχρι την άσκηση της αγωγής (2002) και προηγουμένως από τους δικαιοπαρόχους του, την οποία (νομή των δικαιοπαρόχων του) προσμετρά (αν και εκ περισσού) ο ενάγων στη δική του νομή, περιήλθε (το επίδικο) στην κυριότητα του ενάγοντος με έκτακτη χρησικτησία (άρθρ. 974, 1045, 1051 του ΑΚ). Κατά της αποφάσεως αυτής το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την από 3-11-2004 έφεσή του ενώπιον του Εφετείου Ιωαννίνων, ενώπιον δε του ίδιου Εφετείου παρενέβησαν κυρίως, με το από 28-1-2010 δικόγραφο κύριας παρέμβασης κατά των αρχικών διαδίκων Θ. Τ. και Ελληνικού Δημοσίου, οι Α. συζ. Θ. Φ., αναιρεσίβλητη και Α. Τ.,, αδελφοί του ενάγοντος, και ζήτησαν να αναγνωρισθούν συγκύριοι, μετά του αρχικού ενάγοντος, του επιδίκου και δη ο μεν πρώτος κατά τα 2/4, η δε δεύτερη κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου, για την αναφερόμενη στην παρέμβαση ιστορική και νομική αιτία. Το Εφετείο Ιωαννίνων συνεκδίκασε την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου και την ειρημένη κυρία παρέμβαση και εξέδωσε σχετικώς την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 341/2010 απόφασή του, με την οποία και όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ' αριθμ. 74/2011 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, το Εφετείο α) έκρινε, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι το επίδικο είχε περιέλθει ως ανωτέρω στην κυριότητα του Κ. Μ. το έτος 1948 και ότι ο τελευταίος είχε μεταβιβάσει ατύπως, το έτος 1956, το επίδικο στον πατέρα των διαδίκων Ν. Τ., ο οποίος και το νεμόταν με τις αναφερόμενες πράξεις νομής, περαιτέρω όμως (έκρινε το Εφετείο) ότι ουδέποτε ο πατέρας των διαδίκων μέχρι τον θάνατό του εν έτει 1985 είχε παραχωρήσει τη νομή του επιδίκου (άτυπη μεταβίβαση) στον ενάγοντα γιό του Θ. Τ., ο οποίος ουδέποτε νεμήθηκε (ολόκληρο) το επίδικο για λογαριασμό του, και ότι, τέλος, το επίδικο, που είχε περιέλθει με έκτακτη χρησικτησία στην κυριότητα του πατέρα των διαδίκων, περιήλθε μετά τον θάνατό του, αφού ο τελευταίος δεν είχε συντάξει διαθήκη, στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του και δη κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου στη σύζυγό του και μητέρα των διαδίκων Παναγιώτα και στον καθένα από τους διαδίκους τρία τέκνα του, οι οποίοι και νέμονταν έκτοτε από κοινού, κατά το ανωτέρω ποσοστό της κληρονομίας έκαστος, το επίδικο, από τα ποσοστά δε αυτά εκείνο της μητέρας των διαδίκων καταλείφθηκε στον πρώτο παρεμβαίνοντα Α. Τ. με την αναφερόμενη δημόσια διαθήκη της τελευταίας (μητέρας των διαδίκων), ο οποίος αποδέχθηκε την κληρονομία αυτή της μητέρας του, όπως αποδέχθηκε για λογαριασμό της τελευταίας και εκείνην (κληρονομία) του πατέρα των διαδίκων και συζύγου της Ν. Τ.. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο 1) απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της πρωτόδικης ως άνω απόφασης, απορρίπτοντας, ειδικότερα, και τους πρωτοδίκως απορριφθέντες ισχυρισμούς και ήδη λόγους εφέσεως του Ελληνικού Δημοσίου με τους οποίους το τελευταίο υποστήριζε ότι το επίδικο είχε περιέλθει στη δική του κυριότητα βάσει του ν. 550/1915 λόγω αποκαλύψεώς του σε παλαιότερους χρόνους συνεπεία τεχνικών αντιπλημμυρικών έργων, άλλως βάσει του άρθρου 1 του ν. 116/1975 λόγω εγκαταλείψεώς του εξαιτίας της εκτελέσεως κατά το έτος 1974 των τεχνικών έργων του φράγματος Πουρναρίου Άρτης, και ότι επομένως το επίδικο, ως δημόσιο κτήμα, ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας τρίτου (από 11-9-1915, κατά τις διατάξεις των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21-6/3-7-1837, του ν. ΔΞΗ του 1912 και του άρθρου 21 του ν.δ. της 22-4/16-5-1926), 2) απέρριψε την κύρια παρέμβαση ως προς τον πρώτο παρεμβαίνοντα Α. Τ., επειδή ο τελευταίος δεν είχε μεταγράψει τις προρρηθείσες δηλώσεις αποδοχής κληρονομίας και δεν είχε καταστεί κύριος του επιδίκου κατά τα 2/4 εξ αδιαιρέτου ως κληρονόμος των γονέων του, όπως ισχυριζόταν με την κύρια παρέμβασή του, 3) δέχθηκε την κύρια παρέμβαση ως προς τη δεύτερη παρεμβαίνουσα Α. συζ. Θ. Φ., την οποία και αναγνώρισε συγκυρία του επιδίκου τίτλω κληρονομίας (συμβολαιογραφική αποδοχή της κληρονομίας του πατέρα της και μεταγραφή της σχετικής δήλωσης) κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου, ενώ τέλος, 4) απέρριψε και την ένδικη αγωγή του Θ. Τ., στηριζόμενη στην αποκλειστική νομή του ίδιου επί του ακινήτου και στην εντεύθεν έκτακτη χρησικτησία του επί του ακινήτου αυτού (επιδίκου), η οποία και δεν αποδείχθηκε, κατά τις προρρηθείσες παραδοχές του Εφετείου. Από τα ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε τελεσιδίκως η ανυπαρξία έννομης σχέσης και δη του επικαλούμενου από το Ελληνικό Δημόσιο εμπράγματου δικαιώματος του τελευταίου επί του επιδίκου, το οποίο είχε προβληθεί από το δημόσιο πρωτοδίκως και στο Εφετείο, με την απορριφθείσα ως άνω έφεσή του, προς απόκρουση της αγωγής του αντιδίκου του Θ. Τ. (μεταγενεστέρως και με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις του προς απόκρουση και της κύριας παρέμβασης). Κατά της ως άνω παραδοχής του Εφετείου για ανυπαρξία δικαιώματος κυριότητας του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου επί του επιδίκου και της αντίθετης παραδοχής ότι το επίδικο είχε περιέλθει κατά κυριότητα αρχικά στον παρόχθιο ιδιοκτήτη Κ. Μ. και εν συνεχεία στον πατέρα (τουλάχιστον) των διαδίκων Ν. Τ. (περαιτέρω δε κατά νομήν, τουλάχιστον, στους διαδίκους κληρονόμους του τελευταίου), ζητήματα που κρίθηκαν κατά την εξέταση της αγωγής και της εφέσεως του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, το Ελληνικό Δημόσιο δεν άσκησε αναίρεση, αφού με την κρινόμενη αίτησή του, την οποία άλλωστε στρέφει μόνο κατά της δεύτερης από τους κυρίως παρεμβάντες Α. Φ., όχι δε και κατά του ενάγοντος εφεσιβλήτου Θ. Τ., δεν προσβάλλει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για τις ανωτέρω παραδοχές της και το στηριζόμενο σ' αυτές διατακτικό (απόρριψη της έφεσης του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου). Η τελική επομένως παραδοχή του Εφετείου, στηριζόμενη στις προαναφερθείσες παραδοχές του, ότι η παρεμβαίνουσα είναι συγκυρία του επιδίκου κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου και η κατ' ακολουθίαν τούτου παραδοχή της κύριας παρέμβασης της τελευταίας, περιορίζουσα την αντιδικία μεταξύ των διαδίκων αδελφών ως προς τα ποσοστά του καθενός επί του επιδίκου, δεν προκαλεί βλάβη στο αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, ως αντίδικο της αναιρεσίβλητης-παρεμβαίνουσας, αφού το σχετικό με την παραδοχή της παρέμβασης διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται σε διαφορετικές από εκείνες ως προς την απορριφθείσα έφεση του αναιρεσείοντος δυσμενείς (για το αναιρεσείον) αιτιολογίες, οι οποίες αιτιολογίες, όπως και η διάταξη της προσβαλλομένης περί απορρίψεως της εφέσεως του Ελληνικού Δημοσίου, δεν θίγονται ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως του τελευταίου κατά της παρεμβάσης Α. Φ.. Επομένως το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει έννομο συμφέρον, υπό την προεκτεθείσα έννοια, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεώς του κατά της παρεμβάσης Α. Φ., και η αίτηση αυτή, όπως διαμορφώθηκε με τους από 31-10-2012 πρόσθετους λόγους (που άλλωστε μη νομίμως ασκήθηκαν μετά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 24-10-2012), είναι, σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, απορριπτέα και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176, 183, 191 § 2 του ΚΠολΔ, 22 ν. 3693/1957).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-6-2011 αίτηση και τους από 31-10-2012 πρόσθετους λόγους του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 341/2010 αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ