Θέμα
Δεδικασμένο.
Περίληψη:
Η απόφαση που δέχεται την αγωγή διανομής και διατάσσει τη διανομή του επικοίνου αποτελεί από την τελεσιδικία της δεδικασμένο ως προς τα ιδανικά μερίδια όλων των κοινωνών (άρθρα 331 και 479 ΚΠολΔ)), οι δε διάδικοι ή εκείνοι που έγιναν διάδοχοι τους όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος της, μετά την τελεσιδικία της ως άνω απόφασης, δεν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν το μέγεθος των ιδανικών τους μεριδίων.
Αριθμός 290/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων - καλούντων: 1)Κ. Κ. του Π., 2)Δ. Κ. του Π. και 3)Μ. Κ. του Π., κατοίκων ..., ως εξ αδιαθέτων κληρονόμων της Λ. χας Π. Κ. το γένος Δ. Α., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Σπαγαδώρο.
Των αναιρεσίβλητων - καθών η κλήση: 1) Σ. συζ. Ε. Φ., το γένος Α. Α. και 2) Δ. συζ. Π. Β., το γένος Α. Α., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/2/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 27140/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 462/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 17/6/2010 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 664/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρουν οι καλούντες με την από 6/3/2013 κλήση τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 28-3-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 17/6/2010 αίτησης για αναίρεση της 462/2010 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από τις εκθέσεις επίδοσης .../14.5.2013 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης
προκύπτει, ότι, ύστερα από έγγραφη παραγγελία του πληρεξούσιου δικηγόρου των αναιρεσειόντων που επισπεύδουν τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της ένδικης, από 17.6.2010, αίτησης αναίρεσης κατά της οριστικής απόφασης 462/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης και της από 6.3.2013 κλήσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 20.11.2013), επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις αναιρεσιβλήτους, οι οποίες δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε υπέβαλαν έγγραφη δήλωση για παράστασή τους στο ακροατήριο κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, να προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων. II. Η απόφαση που δέχεται την αγωγή διανομής και διατάσσει τη διανομή του επικοίνου αποτελεί από την τελεσιδικία της δεδικασμένο ως προς τα ιδανικά μερίδια όλων των κοινωνών (άρθρα 331 και 479 ΚΠολΔ), οι δε διάδικοι ή εκείνοι που έγιναν διάδοχοί τους όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος της, μετά την τελεσιδικία της ως άνω απόφασης, δεν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν το μέγεθος των ιδανικών τους μεριδίων (ΑΠ 938/1996) και συνεπώς αγωγή ή ένσταση με τέτοιο αντικείμενο, για την εκ νέου δηλαδή διάγνωση του μεγέθους των ιδανικών μεριδίων των κοινωνών, ή που αφορά στο παραδεκτό της αγωγής διανομής, είναι απαράδεκτη, καθόσον προσκρούει στην αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου που απορρέει από την απόφαση που διέταξε τη διανομή (άρθρα 321, 322, 324, 325 και 330 ΚΠολΔ- ΑΠ 938/1996, ΑΠ 889/1985). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ήδη αναιρεσίβλητες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 5515/18-2-2004 αγωγή τους κατά της Λ. Χ. Π. Κ. και των ήδη αναιρεσειόντων, με την οποία ζήτησαν, πλην άλλων, περί των οποίων εδώ δεν πρόκειται, σύμφωνα με τα άρθρα 919 και 932 ΑΚ, εξαιτίας αναφερόμενης συμπεριφοράς του, με πρόθεση αντίθετης στα χρηστά ήθη, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν, τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης δίκασε ερήμην των τότε εναγομένων και με την 27140/2007 απόφασή του δέχτηκε ως προς το κεφάλαιο αυτό εν μέρει την ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής - έχοντας ήδη αποβιώσει η αρχικώς πρώτη εναγομένη και μητέρα των λοιπών εναγομένων, Λ. Χ. Π. Κ., στη θέση της οποίας, ως μόνοι κληρονόμοι της, υπεισήλθαν οι λοιποί εναγόμενοι (τέκνα της) - οι εν λόγω εναγόμενοι άσκησαν έφεση ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο με την προσβαλλόμενη 462/2010 απόφασή του - ενόψει του άρθρου 528 ΚΠολΔ - έκανε δεκτή την έφεση, και, αφού εξαφάνισε την ανωτέρω 27140/2007 απόφαση μόνο κατά το προεκτεθέν κεφάλαιο της αποζημίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και την κράτησε και τη δίκασε ως προς αυτό κατ' ουσίαν, δέχτηκε - και το Εφετείο - ως προς το κεφάλαιο αυτό εν μέρει την ανωτέρω αγωγή. Το Εφετείο, στα πλαίσια εξέτασης κατ' ουσίαν της έφεσης, δέχτηκε, ότι από την 2868/1979 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη, δεδομένου ότι η έφεση που ασκήθηκε κατ' αυτής απορρίφθηκε με την 120/1982 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, και η οποία εκδόθηκε επί της προηγούμενης από 4-2-1977 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 607/15.2.1977 ανωτέρω - με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 5515/18-2-2004 - αγωγής, ’. Α., κατά της αδελφής του, Λ. χας Π. Κ. (κατά τα άνω, πρώτης αρχικώς εναγομένης και μητέρας των λοιπών - επί της ένδικης, ως άνω, αγωγής - εναγομένων), απορρέει, κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ, δεδικασμένο ως προς το ζήτημα της συγκυριότητας που κρίθηκε παρεμπιπτόντως με την ανωτέρω 2868/1979 απόφαση και συγκεκριμένα "ως προς την ύπαρξη δικαιώματος συγκυριότητας επί των επίδικων ακινήτων των διαδίκων της δίκης επί της αγωγής διανομής κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου καθενός, το οποίο (δεδικασμένο) ισχύει υπέρ των ήδη εναγουσών, 1) Σ. συζ. Ε. Φ. και 2) Δ. συζ. Π. Β. - ήδη αναιρεσιβλήτων - ειδικών διαδόχων του ενάγοντος στη δίκη διανομής, ’. Α., και κατά της αρχικώς πρώτης εναγομένης και εναγομένης στην ίδια δίκη διανομής, Λ. χας Π. Κ.", και, συνεπώς, ότι οι ενστάσεις - που δεν προτάθηκαν στη δίκη για τη διανομή - ότι το μέγεθος των ιδανικών μεριδίων ανακριβώς δηλώθηκε, ως άνω, με την ανωτέρω (από 4-2-1977 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 607/15.2.1977) αγωγή διανομής, αφού υπήρχε και άλλη συγκυρία και ότι έπρεπε για το λόγο αυτό η αγωγή αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καλύπτονται από το δεδικασμένο αυτό. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά δέχτηκε ότι για τα ζητήματα που προεκτέθηκαν υπάρχει ως άνω δεδικασμένο από την ανωτέρω 2868/1979 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και συνεπώς οι πρώτος και δεύτερος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγοι της αναίρεσης, από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους, υπό την επίκληση της αναιρετικής αυτής πλημμέλειας, υποστηρίζεται το αντίθετο, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
III. Τα συναλλακτικά ήθη και οι συνήθειες, που αποτελούν τρόπους συμπεριφοράς οι οποίοι επικρατούν στις συναλλαγές, δεν περιέχουν κανόνες δικαίου. Ως εκ τούτου η παραβίασή τους δεν ιδρύει τον εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, εκτός αν η εφαρμογή τους επιβάλλεται από κανόνα δικαίου. Εξάλλου, για τη δημιουργία εθίμου, το οποίο συνιστά αυτοτελή πηγή δικαίου (άρθρο 1 ΑΚ) και η παραβίαση του οποίου ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθ. εδαφ. α' του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, απαιτείται μακρά, αδιάκοπη και ομοιόμορφη άσκηση εν συνηδήσει δικαίου, δηλαδή με την πεποίθηση των ασκούντων ότι εφαρμόζουν κανόνα δικαίου (ΑΠ 435/1994). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 α' του ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, με το να δεχτεί την ύπαρξη "ανύπαρκτου ουσιαστικά και νομικά στο πρόσωπο της πρώτης αρχικώς εναγομένης, Λ. Χ. Π. Κ. - μητέρας των αναιρεσειόντων, μόλις το 1982, δεδικασμένου και μάλιστα κατόπιν άκυρης και απαράδεκτης αγωγής διανομής μεταξύ του θείου ’. Α. του Δ. και της προαναφερθείσας μητέρας αυτών" και ακολούθως ότι οι εναγόμενοι (ήδη αναιρεσείοντες) με τη με αριθμό .../1998 δήλωσής τους αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της συμβολαιογράφου Λαγκαδά Σταυρούλας Αναστασοπούλου - Καζά, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, δήλωσαν εν γνώσει τους ψευδώς ότι το υπ' αριθ. 529 αγροτεμάχιο είχε παραχωρηθεί άτυπα από τον αρχικό κληρούχο Δ. Α. στον κληρονομηθέντα από αυτούς Π. Κ., σύζυγο της πρώτης αρχικώς εναγομένης και πατέρα των λοιπών, εν τέλει δε νε δεχθεί εν μέρει την ένδικη αγωγή κατά το προεκτεθέν κεφάλαιο της αποζημίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, παραβίασε "τα έθιμα και τα συναλλακτικά ήθη που επικρατούσαν το 1939 σ' όλη την ελληνική επικράτεια, αναφερόμενα στην υπόσταση ως προσωπικότητας πολιτικής και κοινωνικής της γυναίκας τότε με τον τρόπο που προικίζονταν, πριν μάλιστα από τη θέσπιση και εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ (ΑΝ 2250/15.3.1940)" και ειδικότερα ότι το έτος 1939 - οπότε η προαναφερθείσα πρώτη αρχικώς εναγομένη (μητέρα των αναιρεσειόντων) νυμφεύτηκε τον πατέρα τους, "ήταν συνηθέστατο φαινόμενο η άτυπη σύσταση προικός". Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, πέραν της αοριστίας του, γιατί δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα ποια τα παραβιασθέντα συναλλακτικά ήθη και ποια τα έθιμα, πρέπει να απορριφθεί, όσον αφορά "τα συναλλακτικά ήθη" ως απαράδεκτος, διότι έτσι που προβάλλονται, χωρίς δηλαδή να συναρτάται η εφαρμογή τους υποχρεωτικά από κανόνα δικαίου, δεν ιδρύει τον εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση λόγο αναίρεσης, όσον αφορά δε "τα έθιμα" ως αβάσιμος, διότι τα επικαλούμενα ανωτέρω περιστατικά δεν συνιστούν "έθιμα" με την προεκτιθέμενη έννοια, δηλαδή της μακράς, αδιάκοπης και ομοιόμορφης άσκησης με την πεποίθηση των ασκούντων ότι εφαρμόζουν κανόνα δικαίου. Τα αναφερόμενα στον ίδιο αναιρετικό λόγο και συγκεκριμένα, ότι "στην ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ των αντιδίκων, που συνεζητήθη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ερήμην (των ήδη αναιρεσειόντων), αναγράφονται ισχυρισμοί ψευδείς, αβάσιμοι, αναληθείς και παρουσιάζονται έγγραφα τα οποία έχουν χαλκευθεί..." ότι "δεν ηδυνήθη(σαν), δεδομένου ότι δικάστηκ(αν) ερήμην, να αποδείξ(ουν) ότι καθόλου "εκ του πονηρού" δεν ενήργης(αν) ενώπιον της συνταξάσης την πράξη συμβολαιογράφο και δεν απόκρυψ(αν) καμία πράξη τακτοποίησης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης ώστε να φαν(ούν) συννομείς, συγκύριες και συγκάτοχοι του παραπάνω ακινήτου εξ αδιαιρέτου εκάστη 25% και εξ (αυτών) η πρώτη σε ποσοστό 50% και φυσικά δεν γνώριζ(αν) καμία ύπαρξη αντιθέτου εγγράφου που να αφορά κάτι για την πρώτη εξ (αυτών)..."?ότι "οι προσαγόμενες υπεύθυνες δηλώσεις των αντιδίκων αν και συνετάγησαν ενώπιον Αρχής λόγω ημερομηνιακής αναληθείας δεν μπορεί να έχει συμβεί στην πραγματικότητα τούτο. Δηλαδή ο χρόνος που φαίνονται ότι τις υπέγραψαν δεν συμβιβάζεται με το χρόνο που φέρονται να ενήργησαν ως ανωτέρω...", τα οποία (όπως και άλλα συναφή που αναφέρονται) "αποδεικνύονται εγγράφως και με μάρτυρες, ιδιαίτερα δε ποιες υπογραφές είναι γνήσιες και ποιες πλαστές, με τις βεβαιώσεις που θα προσκομίσ(ουν) ειδικού γαρφολόγου", είναι παντελώς αόριστα, διότι με αυτά δεν εξειδικεύεται αναιρετική πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμοί 1 έως 20 του ΚΠολΔ. Σε κάθε πάντως περίπτωση πρόκειται για εκτίμηση πραγματικών γεγονότων η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). IV. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περιπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο, κατά το τρίτο μέρος του, κατ' ορθή εκτίμησή του, λόγο της αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στη δικανική του κρίση περί της παραδοχής της ένδικης αγωγής, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα την ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων τους, Η. Α. και Η. Τ., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, για την οποία συντάχτηκε η 4750/15.11.2001 πράξη του προαναφερόμενου Ειρηνοδίκη, την οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες, με τις προτάσεις τους της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προς απόκρουση του αγωγικού ισχυρισμού ότι προέβησαν στη με αριθμό .../1968 δήλωση αποδοχής κληρονομίας με απατηλά μέσα. Ο αναιρετικός αυτός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση ειδική μνεία, κατά την οποία τα περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων, αποδείχθηκαν, αφού συνεκτίμησε "και την υπ' αριθμ. 4750/15-11-2001 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης των μαρτύρων Η. Α. και Η. Τ., που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εκκαλούντες - εναγόμενοι, που αποτελεί μαρτυρία που δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης και λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο, αφού δεν αποτελεί ίδιο αποδεικτικό μέσο διάφορο των εγγράφων", σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και την παραπάνω βεβαίωση, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και την ένορκη αυτή βεβαίωση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17.6.2010 αίτηση των αναιρεσειόντων 1) Κ. Κ. του Π. κ.ά. για αναίρεση της 462/2010 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ