Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1380 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ηθική αυτουργία, Ψευδής καταμήνυση, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Έλλειψη αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μαρτύρων και ηθική αυτουργία στην ψευδορκία. Αναιρεί και παραπέμπει.





Αριθμός 1380/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ειρήνη Αθανασίου (ορισθείσα προς συμπλήρωση της συνθέσεως, με την υπ' αριθ. 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Απριλίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Πάλλη, περί αναιρέσεως της 76/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6.2.2008 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 351/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως προς τον αναιρεσείοντα Ανάργυρο Βαλαβάνη για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος ο οποίος περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι η γενόμενη καταμήνυση είναι ψευδής. Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 224 παρ.1 και 2 ΠΚ προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος, απαιτείται α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι αντικειμενικώς ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ.α' ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ. β) διάπραξη από άλλον της πράξεως αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ιδιαίτερη αιτιολόγηση για την ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαία. Όταν όμως για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένων περιστατικών, άμεσος δηλαδή δόλος ή σκοπός [επί των εγκλημάτων με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση] επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (ειδικότερα επί των εγκλημάτων της ψευδορκίας μάρτυρα και της ψευδούς καταμήνυσης), η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο τη γνώση, όσο και το σκοπό. Ειδικά επί ηθικής αυτουργίας, η αιτιολογία, για να είναι η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη, πρέπει να διαλαμβάνει και τον τρόπο και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στο φυσικό αυτουργό, την απόφαση να εκτελέσει την αξιόποινη πράξη που αυτός τέλεσε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε, ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά, στο φυσικό αυτουργό, την απόφασή του για την τέλεση της πράξεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του Π.Κ., ψευδορκία μάρτυρα διαπράττει, όποιος εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας, ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του Π.Κ., ψευδή καταμήνυση διαπράττει, και όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν και κατά το άρθρο 46 παρ. 1 στοιχ. α' του Π.Κ., ηθικός αυτουργός είναι εκείνος που προκαλεί σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Και τα τρία αυτά εγκλήματα προϋποθέτουν άμεσο δόλο, δηλαδή τη γνώση ορισμένων περιστατικών, ενώ το δεύτερο από αυτά είναι και έγκλημα σκοπού, δηλαδή εκτός από το βασικό δόλο ως προς την πράξη, προϋποθέτει και σκοπό επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 76/2008 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ1, με την από 13.10.2000 μηνυτήρια αναφορά του προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθήνας, κατεμήνυσε τον εγκαλούντα, ότι δήθεν ο τελευταίος πλαστογράφησε την ιδιόγραφη διαθήκη της θείας του ....... και στη συνέχεια κατέθεσε αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε τη δημοσίευση και την κήρυξη της διαθήκης αυτής πλαστής, ενώ το αληθές είναι ότι η διαθήκη αυτή ήταν γνήσια και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναληθείας των παραπάνω καταμηνυθέντων από τον ίδιο, απέβλεπε δε με την πράξη του αυτή να ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του πολιτικώς ενάγοντος, όπως και πράγματι ασκήθηκε, για την πράξη της πλαστογραφίας, για την οποία εκδόθηκε το υπ' αριθ. 1162/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του τώρα πολιτικώς ενάγοντος για πλαστογραφία μετά χρήσεως και απάτη επί δικαστηρίου. Το εν λόγω βούλευμα έχει καταστεί αμετάκλητο. Εξάλλου, να σημειωθεί, ότι η παραπάνω αναφορά που υπέβαλε ο ίδιος ο κατηγορούμενος στον Εισαγγελέα, στην προκείμενη περίπτωση υπέχει θέση μηνύσεως (βλ. σχετ. ΑΠ 1709/2003). Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, αποδεικνύεται ότι οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων, εξεταζόμενοι ως μάρτυρες ενόρκως ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών, που ενεργούσε προανάκριση κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα επί της από 13.10.2000 ανωτέρω μηνύσεως του συγκατηγορουμένου τους Χ1, κατέθεσαν στις 17.1.2001, ο Χ2: "Σας καταθέτω ότι στις αρχές του 1998 ευρισκόμουν στο γραφείο του μηνυτή και εκεί είχε έλθει ο Ψ1 και παρουσία μου ομολόγησε ότι είχε πλαστογραφήσει τη διαθήκη της θανούσας θείας του και έτσι κληρονόμησε κάποια γραφεία που βρίσκονται στην Αθήνα, στην οδό .....", ο δε Χ3: "Σας καταθέτω ότι είμαι συνεργάτης του μηνυτή ........ και την ώρα που είχα μπει στο γραφείο του κ. Χ2, δεν θυμάμαι ημεροχρονολογία, άκουσα να συζητούν με τον κ. Χ2 ότι πριν λίγο ήλθε στο γραφείο ο κ. Ψ1 και του είπε ότι έχει πλαστογραφήσει την επίδικη διαθήκη και έτσι γλύτωσε πολλά χρήματα", ενώ τα παραπάνω ήσαν ψευδή και οι μάρτυρες - κατηγορούμενοι τελούσαν εν γνώσει της αναλήθειας των κατατεθέντων απ' αυτούς, αφού η αλήθεια ότι η επίμαχη διαθήκη ήταν γνήσια, όπως προκύπτει και από τη διαταχθείσα και διενεργηθείσα γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, ουδέποτε δε ο Ψ1 είχε ομολογήσει την πράξη της πλαστογραφίας (ούτε, κατά την κοινή λογική, υπήρχε τέτοιος λόγος) στο γραφείο του Χ1 και η εν λόγω ψευδείς καταθέσεις τους σχετίζονταν ουσιαστικά και διαδικαστικά με την όλη υπόθεση. Τέλος, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι την απόφαση στους παραπάνω δύο τελευταίους κατηγορουμένους, να τελούσαν την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, σε βάρος του εγκαλούντος, προκάλεσε ο πρώτος κατηγορούμενος, Χ1, με πειθώ και φορτικότητα. Συνακόλουθα, ενόψει της σε βαθμό πλήρους δικανικής πεποιθήσεως βεβαιότητας για την αλήθεια των κατηγοριών, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι των πράξεων που τους αποδίδονται και ειδικότερα ο πρώτος των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα που τέλεσαν οι δύο τελευταίοι και της ψευδορκίας μάρτυρα οι δεύτερος και τρίτος. Με τις παραδοχές και σκέψεις αυτές το Εφετείο κήρυξε ενόχους τον πρώτο κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα για ψευδή καταμήνυση και ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μαρτύρων και τους δεύτερο και τρίτο κατηγορουμένους - αναιρεσείοντες για ψευδορκία μαρτύρων. 3. Όμως η ως άνω αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, καθόσον ούτε στο σκεπτικό αλλ' ούτε και στο διατακτικό της απόφασης, εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν και εντεύθεν να θεμελιώνουν την εκ μέρους των αυτουργών των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μαρτύρων γνώση ότι καθόσον αφορά τον πρώτο αναιρεσείοντα ήταν ψευδές το περιεχόμενο της από 13-10- 2000 μηνύσεώς του αφού μόνη η αναφορά σ ' αυτή ότι εκδόθηκε το υπ' αριθμ.1162/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία για πλαστογραφία και απάτη επί δικαστηρίω κατά του ήδη πολιτικώς ενάγοντος δεν αρκεί για να καταδείξει τη γνώση αφού το προμνησθέν βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών εκδόθηκε μεταγενέστερα της μηνύσεως, και καθόσον τους δεύτερο και τρίτο αναιρεσείοντα ότι επίσης ήταν ψευδή αυτά που κατέθεσαν ενόρκως, καίτοι η γνώση αυτή δεν είναι καθόλου αυτονόητη από όσα στο σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης εκτίθενται. Περαιτέρω, δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε, ότι ο ηθικός αυτουργός πρώτος αναιρεσείων προκάλεσε με πειθώ και φορτικότητα, στους φυσικούς αυτουργούς δεύτερο και τρίτο αναιρεσείοντες, τις αποφάσεις για την τέλεση των πράξεων της ψευδορκίας. Μετά από αυτά, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως και να αναιρεθεί η απόφαση, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 76/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Μαΐου 2008.


Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή