Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Τραπεζική επιταγή, Ανώνυμη εταιρία.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση. Απόρριψη λόγων αίτησης αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και έλλειψη αιτιολογίας. Η παύση πληρωμών της εκπροσωπουμένης από τον αναιρεσείοντα ανώνυμης εταιρίας προ της εκδόσεως των επίμαχων επιταγών δεν επηρεάζει το αξιόποινο, ούτε αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως.
Αριθμός 1912/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Βασίλειο Φράγγο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Μπουραντά, περί αναιρέσεως της 26001/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και 98742/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών και το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με τις ως άνω αποφάσεις τους διέταξαν όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτές και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτών, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιουνίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 900/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 79 παράγραφος 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με τις σ' αυτό ποινές. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτηση του απαιτείται αφενός μεν έκδοση έγκυρης επιταγής, ήτοι συμπλήρωση των κατά νόμο στοιχείων επί του εντύπου και υπογραφή του εκδότη, αφετέρου δε έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο οπωσδήποτε της πληρωμής και γνώση του εκδότη για την έλλειψη αυτή. Για να είναι, δηλαδή, αξιόποινη η πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αρκεί ο εκδότης αυτής σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόμη και ως ενδεχόμενο και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Όταν, συνεπώς, στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής διαλαμβάνεται ότι ο δράστης ενήργησε εκ προθέσεως (εκ δόλου), σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 79 παράγραφος 1 του Ν. 5960/1933, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα. Άρα, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για το παραπάνω έγκλημα δεν είναι απαραίτητο να γίνεται σ' αυτή και ειδική αναφορά σε "γνώση" του εκδότη της επιταγής για την ανυπαρξία διαθεσίμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα, όπως απαιτούσε η προαναφερόμενη διάταξη πριν από την τροποποίηση της από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972. περαιτέρω, το αξιόποινο του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής δεν επηρεάζεται από την έλλειψη κάθε αιτίας ή οφειλής του εκδότη, γιατί το έγκλημα αυτό, ενόψει της φύσεως της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση η μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής χωρίς να ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής, δεδομένου ότι στο πεδίο του ποινικού δικαίου δεν ερευνάται η αιτία εκδόσεως. Ούτε αίρεται το άδικο της πράξεως αν η ενσωματωμένη στην επιταγή απαίτηση είναι μη αγώγιμη ή δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του εκδότη, λόγω του ανύπαρκτου ή παράνομου της αιτίας. Αρκεί η επιταγή ως αξιόγραφο να έχει τα τυπικά στοιχεία της εγκυρότητας. Εξάλλου, το άρθρο 79 παρ. 1 Ν. 5960/1933 δεν παραπέμπει στο άρθρο 534 Εμπ. Ν., ούτε και κατ' άλλο τρόπο το τελευταίο αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 79 παρ. 1 Ν. 5960/1933, οπότε, σε περίπτωση εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής του άρθρου 534 Εμπ. Ν., να τίθεται ζήτημα εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής του άρθρου 79 παρ. 1 Ν. 5960/1933.
Συνεπώς, ούτε από τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 Ν. 5960/1933, ούτε από κάποια άλλη, προκύπτει ότι, αν ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είχε, κατά το χρόνο εκδόσεως της, πτωχεύσει ή παύσει τις πληρωμές του, ως έμπορος, το γεγονός τούτο επιδρά στο κύρος της επιταγής ή στο αξιόποινο της συμπεριφοράς του και ειδικότερα ότι αίρει τον άδικο χαρακτήρα ή εξαλείφει το αξιόποινο αυτής.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος, από τον Άρειο Πάγο, της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 26001/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων για έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών ανασταλείσα, και χρηματική ποινή 1.200 Ευρώ. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής το Δικαστήριο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα μνημονευόμενα κατά κατηγορία αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα:
"στην Αθήνα, στις 15-10-2003 και 15-9-2003 αν και γνώριζε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, εξέδωσε ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας "Χ Εμπορική Εταιρεία Άρης Α.Ε." τις με αριθμούς ...- επιταγές της Αγροτικής Τράπεζας ποσού 11.000 € και 7.340 € αντίστοιχα σε διαταγή Ψ, οι οποίες ενώ παρουσιάσθηκαν από τον τελευταίο ως νόμιμο κομιστή, στις 17-10-2003 και 22-9-2003 δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης αντίστοιχου κεφαλαίου. Ούτε από τη διάταξη του άρθρου 79 §1 του ν.5960/1933 "περί επιταγής" ούτε από κάποια άλλη προκύπτει ότι αν ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είχε κατά τον χρόνο έκδοσής της, παύσει τις πληρωμές του ως έμπορος, επιδρά το γεγονός αυτό στο αξιόποινο της πράξης του. Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι υπ' αυτού έκδοση των ως άνω ακάλυπτων επιταγών έγινε μετά την παύση των πληρωμών του, πλην τούτο ουδεμία έχει, κατά τα προεκτεθέντα, έννομη σημασία (ΑΠ 1277/20040, Γ.Ν.Π. Νόμος) και για το λόγο αυτό ο ισχυρισμός του κρίνεται απορριπτέος. Η έκδοση δε ακάλυπτων επιταγών μετά το χρόνο παύσης πληρωμών εντείνει το δόλο του κατηγορουμένου και γι' αυτό δεν συντρέχει περίπτωση να του αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις των μη ταπεινών αιτίων, ούτε δε και της ειλικρινούς μεταμέλειας, αφού δεν έχει καταβάλει ούτε μέρος του οφειλόμενου ποσού".
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 §1 του Ν.5960/1933, την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παρεβίασε. Η ειδικότερη αντίθετη αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι η μη πληρωμή των επιταγών οφείλεται στην κήρυξη της ανωτέρω εταιρείας σε κατάσταση πτωχεύσεως, είναι αβάσιμη, διότι η κήρυξη σε κατάσταση πτωχεύσεως της ΑΕ που εκπροσωπούσε, δεν επηρεάζει το αξιόποινο της συμπεριφοράς αυτού (κατηγορουμένου) και ειδικότερα δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα, ούτε εξαλείφει το αξιόποινο του άνω εγκλήματος. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ. πρώτος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Όταν δε, συντρέχουν περισσότερες τέτοιες ελαφρυντικές περιστάσεις, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, κατά την επιμέτρηση της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, θεωρούνται και (υπό β') "το ότι ο υπαίτιος στην πράξη του ωθήθηκε όχι από ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης", (υπό δ') "το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του".
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ζήτησε δια του συνηγόρου που τον εκπροσωπούσε στη δίκη "να του αναγνωρισθούν ελαφρυντικά άρθ. 84 §2β και μεταμέλειας". Ο ισχυρισμός αυτός, έτσι όπως προβλήθηκε, είναι εντελώς αόριστος και ως εκ τούτου το δικαστήριο δεν υπείχε υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτόν, στον οποίο εκ περισσού απήντησε. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ., κατ' εκτίμηση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση, ως αβάσιμη. Η ίδια αίτηση καθ' ο μέρος στρέφεται κατά της πρωτόδικης υπ' αριθ. 98742/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, είναι απαράδεκτη, διότι αυτή έχει εξαφανισθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16 Ιουνίου 2010 αίτηση του Χ, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 98742/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και 26001/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ