Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 575 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Συρροή εγκλημάτων.




Περίληψη:
Πλαστογραφία μετά χρήσεως -συρροή (πραγματική) με απάτη. Αιτιολογία καταδικαστικής απόφασης. Όχι απόλυτη ακυρότητα που φέρεται ότι συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο: 1) με τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο εγγράφου που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο και προσδιοριζόταν η ταυτότητά του (η διαταγή πληρωμής) και 2) με την αναφορά από παραδρομή ότι εξετάσθηκαν και μάρτυρες υπεράσπισης, ενώ αυτό δεν συνέβη. Λόγοι αίτησης αναίρεσης καταδικαστικής απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Απόρριψη αυτών ως αβάσιμων.




Αριθμός 575/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ... που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κωνσταντέλλο περί αναιρέσεως της 919/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.

Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαΐου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 724/2009.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 §1 του ΠΚ όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Στοιχειοθετείται δε αντικειμενικώς όταν αυτός καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο αυτού τρίτον και δώσει σ' αυτόν τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση ή να παραπλανηθεί ο τρίτος. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 386 §1 του ΠΚ προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης στοιχειοθετείται αντικειμενικώς όταν ο δράστης με παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών γεγονότων πείθει κάποιον σε πράξη ή ανοχή, από την οποία βλάπτεται στην περιουσία του ο τελευταίος, ή τρίτος, ανεξάρτητα αν με αυτήν επιτυγχάνεται ή όχι το παράνομο περιουσιακό όφελος, στο οποίο αποσιωπούσε ο δράστης, υποκειμενικώς δε όταν ο δράστης γνωρίζει τα ουσιαστικά περιστατικά της πράξεως αυτής και θέλει να τα παραγάγει. Είναι δε δυνατόν, από την πράξη αυτή του δράστη, άλλο πρόσωπο να παραπλανάται και άλλο να ζημιώνεται. Από αυτό συνάγεται ότι οι παραπάνω πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης συρρέουν αληθώς και ουδεμία απορροφά την άλλη διότι κάθε μια είναι αυτοτελής και στοιχειοθετείται από διαφορετικά περιστατικά, αφού ειδικότερα η επίτευξη της παραπλάνησης και της βλάβης στην περιουσία του περιπλανωμένου ή του τρίτου, που αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως της απάτης, δεν αποτελούν αντίστοιχα και στοιχεία της υποστάσεως ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο διαπράξεως της πλαστογραφίας.
Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το Δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ιδιαίτερη αιτιολόγηση για την ύπαρξη δόλου στα εγκλήματα που τελούνται από δόλο δεν είναι αναγκαία. Όταν όμως για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής, και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπέρχειλη αντικειμενική υπόσταση), όπως είναι επί των εγκλημάτων της πλαστογραφίας και της απάτης, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στον πρόσθετο αυτόν σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν την ύπαρξή του. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα από αυτά, πρέπει όμως, να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου κλπ), ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο αυτών και όχι ορισμένα από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Τέλος η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτή συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ακόμα, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510 §1 περ. Ε' του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 919/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στα ... κατά το προ της 10-4-2002 χρονικό διάστημα, αφού έλαβε από τον Ε1 την υπ' αριθμ. ...επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, από το λογαριασμό που αυτός (Ε1) τηρούσε στην ως άνω Τράπεζα, τη νόθευσε, αλλοιώνοντας το ποσό αυτής τόσο αριθμητικώς όσο και ολογράφως, από 1.548 σε 7.548 και θέτοντας στη θέση "σε διαταγή", η οποία αφέθηκε κενή από τον εκδότη Ε1, το όνομα του εγκαλούντος (Ζ1) καθώς και την υπογραφή του στη θέση του πρώτου οπισθογράφου και τη σφραγίδα του "Ζ1. - Σιδηρές Κατασκευές - ... - ΑΦΜ... ΔΟΥ ..." που είναι πλαστή και διαφορετικά τυπωμένη από τη γνήσια, διότι λείπει ο αριθμός τηλεφώνου. Τα ανωτέρω στοιχεία τα έθεσε χωρίς συναίνεση τόσο του εκδότη της επιταγής, ο οποίος του την είχε δώσε ως επιταγή ευκολίας, όσο και του εγκαλούντος, ο οποίος αγνοούσε πλήρως την ύπαρξη της επιταγής, με σκοπό να εμφανίζεται στους καλόπιστους τρίτους - κομιστές της επιταγής ότι την κατέχει ως νόμιμος κομιστής από οπισθογράφηση. Περαιτέρω έκανε χρήση της πλαστογραφημένης επιταγής, διότι τη μεταβίβασε στον Φ1 σε εξόφληση οφειλής του προς αυτόν, ο οποίος την προσκόμισε στην ως άνω Τράπεζα, αλλά δεν πληρώθηκε, έλλειψη υπολοίπου. Ο κατηγορούμενος κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο παρέστησε ψευδώς στον Φ1 ότι η παραπάνω επιταγή είναι καθόλα νόμιμη, ότι την κατείχε ως νόμιμος κομιστής αυτός, η οποία του μεταβιβάσθηκε με οπισθογράφηση από τον εγκαλούντα που είναι πρόσωπο φερέγγυο, όπως και ο εκδότης, τελώντας εν γνώσει της αναλήθειας αυτών, με σκοπό να πείσει τον Φ1, να δεχθεί την επιταγή ποσού 7.548 ευρώ και να ωφεληθεί παράνομα ο ίδιος, με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του εγκαλούντα και του Ε1, κατά των οποίων ο Φ1 εξέδωσε διαταγή πληρωμής, ζητώντας το άνω ποσό και τους τόκους.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων που του αποδίδονται, πλην όμως να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μετάνοιας (άρθρο 84 §2 περ.δ' ΠΚ). Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για τις αποδιδόμενες σ' αυτόν πιο πάνω αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως εννέα (9) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή, προς 4,40 ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού τούτο εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων που συρρέουν πραγματικά (αληθινά), για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 §1α, 27 §1, 94 §1, 216 §1 και 386 §1α του ΠΚ, της οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Επίσης προσδιορίζεται ο τρόπος με τον οποίο ο αναιρεσείων τέλεσε την καθεμία των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε συμπληρώνοντας παράνομα στοιχεία της ως άνω αναφερόμενης επιταγής και αλλοιώνοντας το αναφερόμενο σ' αυτήν προς πληρωμή χρηματικό ποσό από 1.148 σε 7.148 ευρώ και παραδίδοντάς τη στη συνέχεια, ως έγκυρη και προερχόμενη από φερέγγυα πρόσωπα στον Φ1, που έπεισε ψευδώς ότι υπάρχει αντίκρυσμα στην πληρώτρια Τράπεζα για πληρωμή της. Τέλος διέλαβε ειδική αιτιολογία για το δόλο του αναιρεσείοντος και ιδιαίτερα για τον σκοπό του να παραπλανήσει με τη χρήση της νοθευμένης - πλαστής επιταγής τους μεταγενέστερους δικαιούχους της και ιδιαίτερα τον Φ1 στον οποίο κατέληξε η παραπάνω επιταγή για την εξόφληση, πλην ματαίως, αντίστοιχης οφειλής του κατηγορουμένου προς αυτόν, που παράλληλα εξαπάτησε. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς του συνηγόρου του που τον εκπροσώπησε στη δευτεροβάθμια δίκη, είναι απαράδεκτη και εντεύθεν απορριπτέα, καθόσον όπως προκύπτει σαφώς από τα επισκοπούμενα ταυτόχρονα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά του Δικαστηρίου εκείνου ο συνήγορος του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος δεν υπέβαλε κάποιο αυτοτελή ή ελλιπτικό της αιτιολογίας ισχυρισμό. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες υπό την επίκληση της έλλειψης αιτιολογίας, κατ' επίφαση, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επομένως οι από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Εξάλλου, με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και ειδικότερα: α) του ότι αναγνώσθηκε μία διαταγή πληρωμής, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά της και έτσι στερήθηκε το από το άρθρο 358 ΚΠΔ υπερασπιστικό δικαίωμά του να προβεί σε δηλώσεις-εξηγήσεις για το αποδεικτικό αυτό μέσο και β) του ότι αναγράφεται στα πρακτικά ότι εξετάσθηκαν και μάρτυρες υπερασπίσεως, ενώ τούτο δεν συνέβη. Από την επιτρεπτή όμως επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ταυτάριθμων πρακτικών συνεδρίασης του Δικαστηρίου προκύπτει ότι πράγματι αναγνώσθηκε "η διαταγή πληρωμής" (βλ. 4η σελίδα προσβαλλόμενης απόφασης), χωρίς να αναγνωσθεί και κάποια άλλη και έτσι να δημιουργείται σύγχυση μεταξύ αυτών, ήταν δε αυτή που εκδόθηκε με αίτηση του παθόντος-κομιστή της πλαστής επιταγής Φ1 και αποτελούσε το σώμα του εγκλήματος της απάτης, η δε ως άνω βεβαίωση ότι αναγνώσθηκε είναι πλήρης ως προς την ταυτότητά της και ο συνήγορος του αναιρεσείοντος είχε ως εκ τούτου τη δυνατότητα να προβεί σε οιαδήποτε δήλωση ως προς το αποδεικτικό αυτό μέσο, όταν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου εκείνου ρώτησε εάν χρειάζεται κάποιος από τους παράγοντες της δίκης καμία συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση, πλην αυτός απάντησε αρνητικά (βλ. τέλος 4ης σελίδας της προσβαλλόμενης απόφασης). Ακόμη ως προς το ζήτημα του ότι αναγράφεται στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης πως εξετάσθηκαν και μάρτυρες υπεράσπισης πρέπει να αναφερθεί ότι τούτο οφείλεται σε πρόδηλη γραφική παραδρομή του Δικαστηρίου, χωρίς από την τοιαύτη αναγραφή ο αναιρεσείων να στερήθηκε οιοδήποτε υπερασπιστικό του δικαίωμα, ούτε άλλωστε επικαλείται ο ίδιος τέτοια στέρησή του. Επομένως ο από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 §1 περ.δ' του ίδιου Κώδικα λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Μετά από όλα τα παραπάνω και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 §1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8 Μαΐου 2009 αίτηση του ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 919/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Μαρτίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή