Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1419 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Σωματεμπορία.




Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για σωματεμπορία κατ' επάγγελμα άρθρου 351 § 1, 2, 4δ ΠΚ. Απόρριψη λόγου αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 1419/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Βασίλειο Φράγγο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Απριλίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 46/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας. Το Συμβούλιο Εφετών Κέρκυρας με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Νοεμβρίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1729/09. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη, με αριθμό 136/14-4-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο δικαστήριό σας, σύμφωνα με τα άρθρα 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την υπ' αριθμ. 5/2009 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατά του υπ' αριθμ. 46/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κερκύρας, και εκθέτω τα ακόλουθα: 1) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κερκύρας με το υπ' αριθμ. 154/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε ενώπιον του ΜΟΔ περιφερείας Εφετείου Κερκύρας που θα οριστεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Κερκύρας τον πιο πάνω κατηγορούμενο αναιρεσείοντα προκειμένου να δικαστεί για σωματεμπορία κατ' επάγγελμα. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 36/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κερκύρας με το οποίο απορρίφθηκε η έφεση αυτού. Ακολούθως, το τελευταίο αυτό βούλευμα αναιρέθηκε με την υπ' αριθμ. 974/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου αφενός μεν διότι, παρά το σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου δεν κλήθηκε να λάβει γνώση της Εισαγγελικής προτάσεως την οποία θα υπέβαλε ο Εισαγγελέας Εφετών στο Συμβούλιο Εφετών, αφετέρου δε διότι απορρίφθηκε σιγή το αίτημά του να κληθεί και παραστεί ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, προκειμένου να παράσχει εξηγήσεις και διευκρινίσεις επί της εις βάρος του κατηγορίας και έτσι παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα κρίση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών που θα συνεκροτείτο από άλλους δικαστές. Επί της εφέσεως που άσκησε ο παραπάνω αναιρεσείων κατηγορούμενος εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 46/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κερκύρας με το οποίο απορρίφθηκε η έφεση αυτού και επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα. Κατά του ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κερκύρας στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης. Επειδή η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (άρθρα 473 παρ. 1 και 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) αφού ασκήθηκε την 30-11-2009 ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα είχε επιδοθεί στον αναιρεσείοντα την 4-12-2009 δια θυροκολλήσεως και στον αντίκλητο αυτού την 20-11-2009. Επί πλέον ασκήθηκε η αναίρεση από δικαιούμενο σε άσκηση αυτής πρόσωπο (άρθρα 463, 482 Κ.Π.Δ.) και περιέχει ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος. 2) Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την από τις διατάξεις αυτές απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και του τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου (Α.Π. 1705/2008 Π.Χρ. ΝΘ', 651, Α.Π. 492/2007 Π.Χρ. ΝΗ'130 και Α.Π. 18/2008 Π.Χρ. ΝΗ, 831). Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των παρ. 1,2,4 περ. δ' του άρθρου 351 Π.Κ., όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 8 του Νόμου 3064/2002 "1. Όποιος με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού, μέσου ή την επιβολή ή την κατάχρηση εξουσίας προσλαμβάνει μεταφέρει ή προωθεί εντός ή εκτός της επικρατείας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον, πρόσωπο με σκοπό να προβεί ο ίδιος ή άλλος στη γενετήσια εκμετάλλευσή του τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ. 2. Με την ποινή της προηγουμένης παραγράφου τιμωρείται ο υπαίτιος αν, για να πετύχει τον ίδιο σκοπό, αποσπά τη συναίνεση προσώπου με τη χρήση απατηλών μέσων ή το παρασύρει, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση του, με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων. 4. Με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα έως εκατό χιλιάδων ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους αν η πράξη α)..... β)..... γ)..... δ)..... τελείται κατ' επάγγελμα. Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων ενεργητικό ή παθητικό υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι άνδρας ή γυναίκα. Η πράξη αυτή είναι αξιόποινη όταν ο δράστης ενεργεί με σκοπό να προβεί ο ίδιος ή άλλος στη γενετήσια εκμετάλλευση κάποιου προσώπου, προς επίτευξη δε του σκοπού αυτού ο υπαίτιος είτε αποσπά τη συναίνεση του προσώπου αυτού, με τη χρήση απατηλών μέσων, είτε το παρασύρει εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση του με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων. Η έννοια της απόσπασης της συναίνεσης με απατηλά μέσα δίδεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου σε σχέση με το αδίκημα της μαστροπείας και εφαρμόζεται εν προκειμένω αναλογικά ως "παραπλάνηση" της εργαζομένης. Ως απατηλά μέσα νοούνται εκείνα που είναι ικανά να δημιουργήσουν στο θύμα πλάνη ως προς το σκοπό της προσλήψεως (βλ. Γάφος Τεύχος Ε' σελ. 77-78, Μπουρόπουλος Ερμ. Ποιν. Κώδικος Τόμος Β' 619). Ως τοιαύτα νοούνται "και οσάκις η ενήλικος γυνή προσληφθεί προς άσκηση δήθεν επαγγέλματος εντίμου ή εις θέσιν μη υποχρεούσαν αυτήν εις την πορνείαν". Το θύμα συχνότατα πιστεύει στις περιπτώσεις αυτές ότι θα εργασθεί λ.χ. ως χορεύτρια ή τραγουδίστρια κ.λ.π. Παρασύρει σημαίνει ενέργειες που αποσκοπούν να πείσουν ένα πρόσωπο να επιδοθεί στην πορνεία που πιθανότατα δεν θα προέβαινε άνευ των ενεργειών αυτών. Κατά δε τους Γάφο - Μπουρόπουλο ως ανωτέρω, παρασύρει σημαίνει το να μετατοπίζει το θύμα από τον τόπο της κατοικίας του ή διαμονής του σε άλλον τόπο (ημεδαπής ή αλλοδαπής) όπου πρόκειται να ασκήσει το επάγγελμα της πόρνης. Όσον αφορά τις έννοιες "εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση του" πρέπει να λεχθούν τα εξής: Με τον όρο "εκμετάλλευση" ο νομοθέτης αποσκοπεί στη συμπεριφορά εκείνη, η οποία αποβλέπει στην αποστέρηση από το εκμεταλλευόμενο πρόσωπο της δυνατότητας αυτοκαθορισμού των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης προκειμένου το πρόσωπο που προβαίνει στην εκμετάλλευση να αποκομίσει σε βάρος του οφέλη. Για δε την "ευάλωτη θέση" η ερμηνεία της θα πρέπει να γίνει προς την κατεύθυνση που είχε ακολουθήσει το τμήμα νομοτεχνικής επεξεργασίας σχεδίων και προτάσεων νόμων της διεύθυνσης επιστημονικών μελετών της Βουλής κατά την επεξεργασία του σχεδίου του Ν. 3064/2002. Στην εκεί σχετική έκθεσή του αναφέρεται ότι "περισσότερο επιτυχής ήταν η προγενέστερη διατύπωση του κειμένου της διάταξης, σύμφωνα με την οποία ο υπαίτιος τιμωρείται με την ποινή της προηγούμενης παραγράφου αν, για να πετύχει τον ίδιο σκοπό αποσπά τη συναίνεση προσώπου που βρίσκεται σε ανάγκη, με υποσχέσεις, δώρα κ.λ.π.". Έτσι σε ευάλωτη θέση θα μπορούσε να αναφερθεί ότι βρίσκονται (ενδεικτικώς) ιδίως τα πρόσωπα εκείνα τα οποία αντιμετωπίζουν πρωτίστως οικονομικά αλλά και οικογενειακά ή προσωπικά προβλήματα και εν γένει βρίσκονται σε ένδεια. Τα πρόσωπα που έρχονται στη χώρα μας από ξένες χώρες, αλλοδαπές κυρίως γυναίκες στερούμενες κυριολεκτικά ακόμα και τα απολύτως αναγκαία προς το ζην, που θέλουν να εργαστούν ευπρεπώς και αξιοπρεπώς και όχι να διενεργούν ασελγείς πράξεις, πρόσωπα τα οποία έρχονται με την ελπίδα και προσδοκία μιας καλύτερης ζωής, αλλά αγνοούν παντελώς την ελληνική γλώσσα και ως εκ τούτου είναι δύσκολη η ανεύρεση εργασίας, προσέτι δε αγνοούν τις συνθήκες ζωής και εν γένει την ελληνική πραγματικότητα. Σε σχέση με την αρχική της μορφή η νέα διάταξη του άρθρου 351 Π.Κ. έχει ευρύτερο εκείνης περιεχόμενο, καθόσον προβλέπει και άλλες νομοτυπικές μορφές του εγκλήματος οι οποίες σε συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποκλείεται να συντρέχουν ή να εναλλάσσονται, ενώ διεύρυνε το σκοπό του δράστη, τον οποίο δεν περιορίζει μόνο στην πορνεία, αλλά επεκτείνει γενικότερα στην εκμετάλλευση της γενετήσιας ζωής. Η κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος της σωματεμπορίας αποτελεί διακεκριμένη περίπτωση αυτής (Α.Π. 2003/08 Π.Χρ. ΝΘ/803). Στην υπό κρίση περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Κερκύρας που το εξέδωσε, έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο ορθώς παρέπεμψε τον παραπάνω αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στο ακροατήριο του ΜΟΔ περιφερείας του Εφετείου Κερκύρας, που θα προσδιοριστεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Κερκύρας για να δικαστεί για το έγκλημα της σωματεμπορίας κατ' επάγγελμα (άρθρο 351 παρ. 1,2,4 στοιχ. δ' και 6 Π.Κ.). Δέχθηκε δηλαδή το Συμβούλιο Εφετών, ότι από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, που υπάρχουν στη δικογραφία και συγκεντρώθηκαν κατά την κύρια ανάκριση και την αστυνομική προανάκριση που προηγήθηκε αυτής και συγκεκριμένα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν νόμιμα, από τα δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα σε συνδυασμό με την εξέταση του κατηγορούμενου ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων και την απολογία του, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος είναι ιδιοκτήτης καταστήματος σνακ-μπαρ με την επωνυμία "...", που βρίσκεται στην ... και ειδικότερα επί της οδού ... στην περιοχή που είναι γνωστή ως "Εμπορικό Κέντρο". Στην Υποδιεύθυνση Ασφάλειας ... είχαν περιέλθει πληροφορίες ότι ο κατηγορούμενος, ενεργών κατ' επάγγελμα και εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση αλλοδαπών γυναικών που εργάζονταν στο κατάστημα του ως σερβιτόρες, προωθούσε αυτές στην πορνεία με πελάτες του καταστήματος. Μετά απ' αυτά οργανώθηκε και υλοποιήθηκε επιχείρηση της Ασφάλειας, η οποία προσημείωσε τέσσερα χαρτονομίσματα των 50 ευρώ και συγκεκριμένα τα με αριθμ. ..., ..., ... και ... χαρτονομίσματα, συνολικής αξίας 200 ευρώ. Ακολούθως τις πρώτες πρωινές ώρες της 12ης Νοεμβρίου 2006 ο ..., αστυνομικός της ανωτέρω υπηρεσίας, μετέβη στο προαναφερόμενο κατάστημα του κατηγορούμενου και προσποιούμενος τον πελάτη παρήγγειλε ένα ποτό, το οποίο του σέρβιρε ο εργαζόμενος ως μπάρμαν, .... Εντός ελάχιστου χρόνου μία εκ των εργαζόμενων στο κατάστημα γυναικών και συγκεκριμένα η ..., ρωσικής υπηκοότητας, πλησίασε τον αστυνομικό, του συστήθηκε ως ... και του ζήτησε να της κεράσει ένα ποτό, όπως και έγινε. Ακολούθως και αφού η μεν αλλοδαπή είχε ήδη καταναλώσει συνολικά τρία ποτά ο δε αστυνομικός δύο, ο τελευταίος ζήτησε από την πρώτη να συνευρεθούν ερωτικά εκτός του καταστήματος. Η εργαζόμενη αποκρίθηκε πως για το ζήτημα αυτό έπρεπε να συνεννοηθεί με τον κατηγορούμενο και ιδιοκτήτη του καταστήματος, τον οποίο και του υπέδειξε. Πράγματι ο τελευταίος ζήτησε την άδεια του κατηγορούμενου για να συνευρεθεί ερωτικά με τη γυναίκα πού εργαζόταν στο κατάστημα του, αφού δε έγιναν οι σχετικές συνεννοήσεις, ζήτησε να μάθει τι αντάλλαγμα έπρεπε να καταβάλει αφενός για τα ποτά που κατανάλωσε ο ίδιος και η ανωτέρω εργαζόμενη, αφετέρου για την επικείμενη ερωτική τους συνεύρεση. Ο κατηγορούμενος ζήτησε το συνολικό ποσό των 200 ευρώ εκ των οποίων το ποσό των 55 ευρώ αντιστοιχούσε στα καταναλωθέντα από τον αστυνομικό (2x5=10) και από την εργαζόμενη (3x15=45) ποτά ενώ το υπόλοιπο ποσό των 145 ευρώ αντιστοιχούσε στο αντάλλαγμα της ερωτικής τους συνεύρεσης. Έτσι, ο αστυνομικός κατέβαλε για τις παραπάνω αιτίες τα τέσσερα προσημειωμένα χαρτονομίσματα των 50 ευρώ. Ακολούθως, του ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο να αποχωρήσει και να αναμένει την εργαζόμενη στο αυτοκίνητο του έξω από τα καταστήματα. Προτού εξέλθει του καταστήματος ο αστυνομικός περιέγραψε στον κατηγορούμενο το αυτοκίνητο του, προκειμένου να του στείλει εκεί την κοπέλα με την οποία επρόκειτο να συνευρεθεί ερωτικά ενώ ο ίδιος (αστυνομικός) εισήλθε στην τουαλέτα από όπου και ενημέρωσε τηλεφωνικά την υπηρεσία του για την εξέλιξη της επιχείρησης. Αμέσως μετά εξήλθε του καταστήματος κατευθύνθηκε προς το όχημα του όπου και κατέφθασε εντός ολίγου και η προαναφερθείσα εργαζόμενη, η οποία ενημερώθηκε άμεσα για την ιδιότητα του και οδηγήθηκε στην Υποδιεύθυνση Ασφάλειας .... Μετά την αποχώρηση του ανωτέρω αστυνομικού εισήλθαν στο κατάστημα αστυνομικοί της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας και συνέλαβαν τον κατηγορούμενο στην κατοχή του οποίου, μετά από τη διενεργηθείσα σωματική έρευνα, βρέθηκαν τα τέσσερα προσημειωμένα χαρτονομίσματα των 50 ευρώ, που του είχε καταβάλει ο προσποιούμενος τον πελάτη αστυνομικός προκειμένου να συνευρεθεί ερωτικά με την εργαζόμενη στο κατάστημά του αλλοδαπή. Μάλιστα η τελευταία στην ένορκη κατάθεση της αναφέρει ότι στο παρελθόν και συγκεκριμένα κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 2006, μετά από πληροφορίες που είχε λάβει στην ... από άλλη αλλοδαπή που γνώριζε τη δραστηριότητα του κατηγορούμενου, πήγε για να εργασθεί στο κατάστημα του τελευταίου με τη συμφωνία να κρατάει συντροφιά σε πελάτες του καταστήματος του (κονσομασιόν) έναντι αμοιβής, που θα ανερχόταν στο ποσό των 10 ευρώ για κάθε ποτό που θα την κερνούσε ο εκάστοτε πελάτης. Επιπλέον, από τις ένορκες καταθέσεις και των άλλων τεσσάρων εργαζόμενων στο κατάστημα του κατηγορούμενου γυναικών προέκυψε, ότι την ίδια συμφωνία, ως προς το είδος των υπηρεσιών και ως προς το ύψος της αμοιβής τους, είχαν κάνει και οι τελευταίες με τον κατηγορούμενο. Περαιτέρω προέκυψε ότι η "παρέα" που προσέφεραν οι ανωτέρω εργαζόμενες στους πελάτες του κατηγορούμενου με την κατανάλωση των ποτών αποσκοπούσε στη σεξουαλική διέγερση των τελευταίων ενώ επιπλέον προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος παρείχε σ' αυτές και στέγη σε μισθωμένα από τον ίδιο διαμέρισμα στην περιοχή ... της ... έναντι ιδιαίτερα χαμηλού υπομισθώματος ύψους 5 ευρώ ημερησίως. Ακολούθως, από την κατάθεση ανωτέρω αλλοδαπής προέκυψε ότι αυτή διέκοψε για λίγες μέρες την προπεριγραφόμενη εργασία της και μετέβη στην ... όπου είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον κατηγορούμενο προκειμένου να επανέλθει προς εργασία στο κατάστημα του στη .... Στην επικοινωνία τους αυτή ο κατηγορούμενος της κατέστησε σαφές ότι για την επανασχόλησή της στο κατάστημα του θα έπρεπε αυτή να συνευρίσκεται ερωτικά με θαμώνες του καταστήματος, οι οποίοι, αφού θα είχαν προηγουμένως συνεννοηθεί προς τούτο με τον ίδιο, θα του κατέβαλαν ακολούθως και το σχετικό οικονομικό αντάλλαγμα, μέρος του οποίου θα απέδιδε αυτός στην ως άνω αλλοδαπή. Ο τελευταίος όρος έγινε αποδεκτός από την προαναφερόμενη αλλοδαπή λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης στην οποία αυτή βρισκόταν, σε γνώση της οποίας εξάλλου τελούσε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Επιπλέον, από την ίδια κατάθεση προέκυψε ότι, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του τελευταίου δεκαημέρου του Οκτωβρίου του 2006, και οι λοιπές εργαζόμενες τότε στο κατάστημα του κατηγορούμενου αλλοδαπές συνευρίσκονταν ερωτικά με θαμώνες του καταστήματος οι οποίοι κατέβαλαν το σχετικό προς τούτο οικονομικό αντάλλαγμα στον κατηγορούμενο. Ο ίδιος στην απολογία του αρνείται την κατηγορία και ισχυρίζεται ότι οι αλλοδαπές γυναίκες που εργάζονται στο κατάστημα του προσφέρουν μόνο την συντροφιά τους στους πελάτες και για τον λόγο αυτό αμοίβονταν. Επίσης στην έφεση του υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη αλλοδαπή (παθούσα), επειδή ήθελε να κερδίζει περισσότερα χρήματα πλησίαζε τους πελάτες του καταστήματος και ερχόταν με αυτούς σε ερωτική επαφή με αμοιβή εκτός του καταστήματος και εν αγνοία αυτού. Οι ισχυρισμοί του αυτοί όμως, δεν κρίνονται πειστικοί δοθέντος ότι βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στα χέρια του τα χρήματα που ο δήθεν πελάτης αστυνομικός είχε καταβάλει για την ερωτική του συνεύρεση με την ως άνω αλλοδαπή (παθούσα). Τα παραπάνω περιστατικά καταδεικνύουν ότι ο κατηγορούμενος απασχολούσε πολλές αλλοδαπές γυναίκες ως σερβιτόρες στο κατάστημα του τις οποίες είχε εγκαταστήσει και διέμεναν σε μισθωμένα από αυτόν διαμερίσματα έναντι πολύ χαμηλού μισθώματος (5 ευρώ ημερησίως). Η συμπεριφορά αυτή όπως προειπώθηκε, φανερώνει την πρόθεση του να έχει τις κοπέλες αυτές υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του, ώστε να μπορεί να τις χρησιμοποιεί όπως αυτός ήθελε, εν προκειμένω να εκδίδονται και με τους πελάτες του καταστήματος του, γεγονός που φανερώνει τον σκοπό του για πορισμό εισοδήματος από την πράξη αυτή, η οποία με τον τρόπο που τελέσθηκε φέρει την επιβαρυντική μορφή του εγκλήματος της σωματεμπορίας κατ' επάγγελμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Κερκύρας, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την αξιούμενη από τις διατάξεις των αρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε, ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 351 παρ. 1,2,4 εδ. δ' και 6 Π.Κ. όπως το τελευταίο άρθρο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 3064/2002, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Αβασίμως υποστηρίζεται ότι το βούλευμα δεν έχει αιτιολογία, για το λόγο ότι το Συμβούλιο στο σκεπτικό και στο διατακτικό του διαλαμβάνει την εισαγγελική πρόταση αφού, η αναφερόμενη πρόταση, εκθέτει με σαφήνεια κα πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συναφείς συλλογισμοί με τους οποίους κρίνεται ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, και ως εκ τούτου επιτρεπτώς συντάσσεται με αυτή και η κρίση του Συμβουλίου. Εξάλλου, επαρκώς αιτιολογείται η κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως για την οποία παραπέμπεται, με την αναφορά στο βούλευμα πραγματικών περιστατικών από τα οποία το Συμβούλιο άγεται σε κρίση για τη συνδρομή της ως άνω επιβαρυντικής περίστασης. Με βάση τις σκέψεις αυτές, οι λόγοι αναίρεσης εκ του άρθρου 484 παρ. 1 δ' Κ.Π.Δ., για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας του βουλεύματος πρέπει, ως αβάσιμοι, να απορριφθούν. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 δ' Κ.Π.Δ., που προέβλεπε λόγο αναίρεσης του βουλεύματος για παράλειψη αναγραφής του σχετικού άρθρου του ποινικού νόμου καταργήθηκε με την παρ. [1] του άρθρου 42 του Ν. 3160/2003 (από 30-6-2003). Εντεύθεν, ο συναφής λόγος αναίρεσης για τη μη παράθεση στο βούλευμα του άρθρου του Π.Κ., με βάση το οποίο παραπέμπεται ο αναιρεσείων στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, ανεξαρτήτως του ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα που επικύρωσε το πρωτόδικο δεν είχε υποχρέωση να παραθέσει την ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εν πάση περιπτώσει περιέχεται στο πρωτόδικο παραπεμπτικό. Τέλος, ο έκτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι παραβιάσθηκε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ που προβλέπει την αρχή της δίκαιης δίκης, διότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν παραθέτει τη συγκεκριμένη ποινική διάταξη που ο αναιρεσείων παραβίασε, είναι απαράδεκτος, διότι η παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης που καθιερώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης του βουλεύματος, πέρα από τους περιοριστικούς λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 484 Κ.Π.Δ. (ολ. Α.Π. 464/1992), εκτός αν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπόμενους στο άρθρο αυτό λόγους, πράγμα που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, αφού η παράλειψη αναγραφής του σχετικού άρθρου δεν συνιστά λόγο αναίρεσης και εν πάση περιπτώσει περιέχεται στο πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα. Μετά από όλα αυτά πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Ι) Να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 5/2009 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατά του υπ' αριθμ. 46/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κερκύρας Και
ΙΙ) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον παραπάνω αναιρεσείοντα. Αθήνα 22-3-2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Ψάνης"
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 351 του ΠΚ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 8 του Ν. 3064/2002 "Όποιος με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου ή την επιβολή ή την κατάχρηση εξουσίας προσλαμβάνει, μεταφέρει ή προωθεί εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει με η χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον πρόσωπο με σκοπό να προβεί ο ίδιος ή άλλος σε γενετήσια εκμετάλλευσή του, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ". Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου "με την ποινή της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται ο υπαίτιος αν, για να πετύχει το σκοπό του, αποσπά τη συναίνεση προσώπου με τη χρήση απατηλών μέσων ή το παρασύρει εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση του με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων". Κατά δε την παράγραφο 4 του ίδιου "με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος, αν η πράξη: δ) τελείται κατ' επάγγελμα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του εδαφ. στ' του άρθρου 13 ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρ. 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από τη υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι, για την συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του Ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχέτίσης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος όπως σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, όπως και στο έγκλήμα της σωματεμπορίας του ως άνω άρθρου 351 ΠΚ. Β) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και γ) είναι επιτρεπτή η εξ' ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής και στην πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών που έχει ενσωματωθεί στο πρωτόδικο βούλευμα, στο οποίο συμπληρωματικά αναφέρεται, στην οποία (πρόταση) εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά, και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 46/2009 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Κέρκυρας δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερόμενων στο άνω βούλευμα αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος είναι ιδιοκτήτης καταστήματος σνακ-μπαρ με την επωνυμία "...", που βρίσκεται στην ... και ειδικότερα επί της οδού ... στην περιοχή που είναι γνωστή ως "Εμπορικό Κέντρο". Στην Υποδιεύθυνση Ασφάλειας ... είχαν περιέλθει πληροφορίες ότι ο κατηγορούμενος, ενεργών κατ' επάγγελμα και εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση αλλοδαπών γυναικών που εργάζονταν στο κατάστημα του ως σερβιτόρες, προωθούσε αυτές στην πορνεία με πελάτες του καταστήματος. Μετά απ' αυτά οργανώθηκε και υλοποιήθηκε επιχείρηση της Ασφάλειας, η οποία προσημείωσε τέσσερα χαρτονομίσματα των 50 ευρώ και συγκεκριμένα τα με αριθμ. ...,..., ... και ... χαρτονομίσματα, συνολικής αξίας 200 ευρώ. Ακολούθως τις πρώτες πρωινές ώρες της 12ης Νοεμβρίου 2006 ο ..., αστυνομικός της ανωτέρω υπηρεσίας, μετέβη στο προαναφερόμενο κατάστημα του κατηγορούμενου και προσποιούμενος τον πελάτη παρήγγειλε ένα ποτό, το οποίο του σέρβιρε ο εργαζόμενος ως μπάρμαν, .... Εντός ελάχιστου χρόνου μία εκ των εργαζόμενων στο κατάστημα γυναικών και συγκεκριμένα η ..., ρωσικής υπηκοότητας, πλησίασε τον αστυνομικό, του συστήθηκε ως ... και του ζήτησε να της κεράσει ένα ποτό, όπως και έγινε. Ακολούθως και αφού η μεν αλλοδαπή είχε ήδη καταναλώσει συνολικά τρία ποτά ο δε αστυνομικός δύο, ο τελευταίος ζήτησε από την πρώτη να συνευρεθούν ερωτικά εκτός του καταστήματος. Η εργαζόμενη αποκρίθηκε πως για το ζήτημα αυτό έπρεπε να συνεννοηθεί με τον κατηγορούμενο και ιδιοκτήτη του καταστήματος, τον οποίο και του υπέδειξε. Πράγματι ο τελευταίος ζήτησε την άδεια του κατηγορούμενου για να συνευρεθεί ερωτικά με τη γυναίκα πού εργαζόταν στο κατάστημα του, αφού δε έγιναν οι σχετικές συνεννοήσεις, ζήτησε να μάθει τι αντάλλαγμα έπρεπε να καταβάλει αφενός για τα ποτά που κατανάλωσε ο ίδιος και η ανωτέρω εργαζόμενη, αφετέρου για την επικείμενη ερωτική τους συνεύρεση. Ο κατηγορούμενος ζήτησε το συνολικό ποσό των 200 ευρώ εκ των οποίων το ποσό των 55 ευρώ αντιστοιχούσε στα καταναλωθέντα από τον αστυνομικό (2x5=10) και από την εργαζόμενη (3x15=45) ποτά ενώ το υπόλοιπο ποσό των 145 ευρώ αντιστοιχούσε στο αντάλλαγμα της ερωτικής τους συνεύρεσης. Έτσι, ο αστυνομικός κατέβαλε για τις παραπάνω αιτίες τα τέσσερα προσημειωμένα χαρτονομίσματα των 50 ευρώ. Ακολούθως, του ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο να αποχωρήσει και να αναμένει την εργαζόμενη στο αυτοκίνητο του έξω από τα καταστήματα. Προτού εξέλθει του καταστήματος ο αστυνομικός περιέγραψε στον κατηγορούμενο το αυτοκίνητο του, προκειμένου να του στείλει εκεί την κοπέλα με την οποία επρόκειτο να συνευρεθεί ερωτικά ενώ ο ίδιος (αστυνομικός) εισήλθε στην τουαλέτα από όπου και ενημέρωσε τηλεφωνικά την υπηρεσία του για την εξέλιξη της επιχείρησης. Αμέσως μετά εξήλθε του καταστήματος κατευθύνθηκε προς το όχημα του όπου και κατέφθασε εντός ολίγου και η προαναφερθείσα εργαζόμενη, η οποία ενημερώθηκε άμεσα για την ιδιότητα του και οδηγήθηκε στην Υποδιεύθυνση Ασφάλειας .... Μετά την αποχώρηση του ανωτέρω αστυνομικού εισήλθαν στο κατάστημα αστυνομικοί της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας και συνέλαβαν τον κατηγορούμενο στην κατοχή του οποίου, μετά από τη διενεργηθείσα σωματική έρευνα, βρέθηκαν τα τέσσερα προσημειωμένα χαρτονομίσματα των 50 ευρώ, που του είχε καταβάλει ο προσποιούμενος τον πελάτη αστυνομικός προκειμένου να συνευρεθεί ερωτικά με την εργαζόμενη στο κατάστημά του αλλοδαπή. Μάλιστα η τελευταία στην ένορκη κατάθεση της αναφέρει ότι στο παρελθόν και συγκεκριμένα κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 2006, μετά από πληροφορίες που είχε λάβει στην ... από άλλη αλλοδαπή που γνώριζε τη δραστηριότητα του κατηγορούμενου, πήγε για να εργασθεί στο κατάστημα του τελευταίου με τη συμφωνία να κρατάει συντροφιά σε πελάτες του καταστήματος του (κονσομασιόν) έναντι αμοιβής, που θα ανερχόταν στο ποσό των 10 ευρώ για κάθε ποτό που θα την κερνούσε ο εκάστοτε πελάτης. Επιπλέον, από τις ένορκες καταθέσεις και των άλλων τεσσάρων εργαζόμενων στο κατάστημα του κατηγορούμενου γυναικών προέκυψε, ότι την ίδια συμφωνία, ως προς το είδος των υπηρεσιών και ως προς το ύψος της αμοιβής τους, είχαν κάνει και οι τελευταίες με τον κατηγορούμενο. Περαιτέρω προέκυψε ότι η "παρέα" που προσέφεραν οι ανωτέρω εργαζόμενες στους πελάτες του κατηγορούμενου με την κατανάλωση των ποτών αποσκοπούσε στη σεξουαλική διέγερση των τελευταίων ενώ επιπλέον προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος παρείχε σ' αυτές και στέγη σε μισθωμένα από τον ίδιο διαμέρισμα στην περιοχή ... της ... έναντι ιδιαίτερα χαμηλού υπομισθώματος ύψους 5 ευρώ ημερησίως. Ακολούθως, από την κατάθεση ανωτέρω αλλοδαπής προέκυψε ότι αυτή διέκοψε για λίγες μέρες την προπεριγραφόμενη εργασία της και μετέβη στην ... όπου είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον κατηγορούμενο προκειμένου να επανέλθει προς εργασία στο κατάστημα του στη .... Στην επικοινωνία τους αυτή ο κατηγορούμενος της κατέστησε σαφές ότι για την επανασχόλησή της στο κατάστημα του θα έπρεπε αυτή να συνευρίσκεται ερωτικά με θαμώνες του καταστήματος, οι οποίοι, αφού θα είχαν προηγουμένως συνεννοηθεί προς τούτο με τον ίδιο, θα του κατέβαλαν ακολούθως και το σχετικό οικονομικό αντάλλαγμα, μέρος του οποίου θα απέδιδε αυτός στην ως άνω αλλοδαπή. Ο τελευταίος όρος έγινε αποδεκτός από την προαναφερόμενη αλλοδαπή λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης στην οποία αυτή βρισκόταν, σε γνώση της οποίας εξάλλου τελούσε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Επιπλέον, από την ίδια κατάθεση προέκυψε ότι, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του τελευταίου δεκαημέρου του Οκτωβρίου του 2006, και οι λοιπές εργαζόμενες τότε στο κατάστημα του κατηγορούμενου αλλοδαπές συνευρίσκονταν ερωτικά με θαμώνες του καταστήματος οι οποίοι κατέβαλαν το σχετικό προς τούτο οικονομικό αντάλλαγμα στον κατηγορούμενο. Ο ίδιος στην απολογία του αρνείται την κατηγορία και ισχυρίζεται ότι οι αλλοδαπές γυναίκες που εργάζονται στο κατάστημα του προσφέρουν μόνο την συντροφιά τους στους πελάτες και για τον λόγο αυτό αμοίβονταν. Επίσης στην έφεση του υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη αλλοδαπή (παθούσα), επειδή ήθελε να κερδίζει περισσότερα χρήματα πλησίαζε τους πελάτες του καταστήματος και ερχόταν με αυτούς σε ερωτική επαφή με αμοιβή εκτός του καταστήματος και εν αγνοία αυτού. Οι ισχυρισμοί του αυτοί όμως, δεν κρίνονται πειστικοί δοθέντος ότι βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στα χέρια του τα χρήματα που ο δήθεν πελάτης αστυνομικός είχε καταβάλει για την ερωτική του συνεύρεση με την ως άνω αλλοδαπή (παθούσα). Τα παραπάνω περιστατικά καταδεικνύουν ότι ο κατηγορούμενος απασχολούσε πολλές αλλοδαπές γυναίκες ως σερβιτόρες στο κατάστημα του τις οποίες είχε εγκαταστήσει και διέμεναν σε μισθωμένα από αυτόν διαμερίσματα έναντι πολύ χαμηλού μισθώματος (5 ευρώ ημερησίως). Η συμπεριφορά αυτή όπως προειπώθηκε, φανερώνει την πρόθεση του να έχει τις κοπέλες αυτές υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του, ώστε να μπορεί να τις χρησιμοποιεί όπως αυτός ήθελε, εν προκειμένω να εκδίδονται και με τους πελάτες του καταστήματος του, γεγονός που φανερώνει τον σκοπό του για πορισμό εισοδήματος από την πράξη αυτή, η οποία με τον τρόπο που τελέσθηκε φέρει την επιβαρυντική μορφή του εγκλήματος της σωματεμπορίας κατ' επάγγελμα". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Κερκύρας, απορρίπτοντας την, από τον κατηγορούμενο ασκηθείσα, κατά του υπ' αριθ 154/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κερκύρας έφεση ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό, με σαφήνεια , πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα κυρία ανάκριση και αστυνομική προανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και στις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ', 351 παρ. 1, 2, 4δ του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς έτσι, να στερήσει το βούλευμα από νόμιμη βάση, κρίνοντας ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του αναιρεσειόντος στο ακροατήριο. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες αφού α) το σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος δεν είναι αντιγραφή της προτάσεως του Εισαγγελέως, ανεξάρτητα από ότι είναι επιτρεπτή η εξ' ολοκλήρου η συμπληρωματική αναφορά του Συμβουλίου στην πρόταση του Εισαγγελέως. Β) αναφέρεται σαφώς ο τρόπος τον οποίο μετήλθε ο αναιρεσείων για να παρασύρει την παθούσα αλλοδαπή γυναίκα ... (όπως και τις άλλες αλλοδαπές γυναίκες), εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση της, με την παραδοχή ότι έθεσε ο αναιρεσείων ως όρο για την πρόσληψη της στην εργασία του, την συνεύρεσή της, αντί αμοιβής, με πελάτες του καταστήματός του, όπως και τον επιδιωκόμενο περαιτέρω σκοπό του, συνιστάμενο στην γενετήσια εκμετάλλευση της άνω γυναικός, γ) αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία κατηγορουμένου) τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την άνω κρίση του, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο ανάγκη, αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο. Δ) αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα η συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της πράξεως, την κρίση του δε αυτή στηρίζει το Συμβούλιο, στην υποδομή που είχε διαμορφώσει με την εποπτεία και έλεγχο που ασκούσε στην άνω παθούσα, (και τις λοιπές αλλοδαπές γυναίκες), και τη διαμονή της σε υπομισθωμένο διαμέρισμα, χαμηλού μισθώματος, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, και από την οποία προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος. Οι λοιπές αιτιάσεις που περιέχονται στους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο, λόγους της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών και γι' αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ του Κ.Ποιν.Δ, πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος, λόγοι αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Επίσης οι πέμπτος και έκτος, λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν, ως απαράδεκτοι, διότι η μη παράθεση στο βούλευμα του άρθρου του ΠΚ βάσει του οποίου παραπέμπεται ο αναιρεσείων στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως, μετά την κατάργηση του υπό στοιχείο δ' του άρθρου 484 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ, λόγου αναιρέσεως (με το άρθρο 50 παρ. 4 του Ν. 3160/30-6-2003), εξ αυτού δε του λόγου δεν θεμελιώνεται παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, και εντεύθεν λόγοι αναιρέσεως του βουλεύματος.
Κατ' ακολουθίαν, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξόδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.ποιν.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθ 5/30-11-2009 αίτηση του Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθ. 46/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου 2010 H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή