Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 368 / 2015    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.




Περίληψη:
Έκδοση ακάλυπτων επιταγών- 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933.
1.Αβάσιμοι οι από ο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. Η τυχόν κρυπτόμενη αιτία εκδόσεως και αν τυχόν επρόκειτο για επιταγές ευκολίας, είναι αδιάφορη για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, διότι το έγκλημα αυτό, ενόψει της φύσεως της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση και μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής χωρίς να ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής, δεδομένου ότι το αξιόποινο δεν επηρεάζεται από το υποστατό και το κύρος της αιτίας εκδόσεώς της τυπικά έγκυρης τραπεζικής επιταγής.
2. Βάσιμος ο προβαλλόμενος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχείο Η' ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας εν μέρει κατά τη διάταξή της που κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα και επέβαλε ποινή και για την παραπάνω μία παραγραφείσα υφόρο κατά ν. 4198/2013 πράξη και, στη συνέχεια, να διαβιβασθεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών η απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, προκειμένου αυτός να την θέσει στο αρχείο.




ΑΡΙΘΜΟΣ 368/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσούλα Παρασκευά (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Χ. Ω. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Βασιλειάδου-Παχούλη, περί αναιρέσεως της 3617/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Ιανουαρίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 140/2014.
Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, να παραπεμφθεί μόνον για την επιβολή νέας ποινής, για τις λοιπές επιμέρους πράξεις και να διαβιβασθεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας η υπ'αριθμ. 3835/2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, για τις δικές του κατά νόμον ενέργειες,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής" (κατά την αρχική του διατύπωση και προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972), ορίζετο, "εκείνος που εκδίδει εν γνώσει επιταγή μη πληρωθείσα, επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή ή με εκατέρα των ποινών αυτών". Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 και ορίσθηκε ότι, "εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Κατά το ίδιο άρθρο 79 παρ. 1 του άνω ν. 5960/1933, περί επιταγής, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/72, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ.1 περ. α του Ν.2408/1996, ορίζεται πλέον ότι "εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από πληρωτή γιατί δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το "εν γνώσει" της προηγούμενης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι, το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά μεν, α) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, β) υπογραφή του εκδότη, στη θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, γ) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και δ) έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, δόλος, η ύπαρξη του οποίου δεν απαιτείται να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, για δε την ύπαρξή του αρκεί η γνώση του εκδότη για την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Με την νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος)δόλος και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως. Άρα, για να είναι, δηλαδή, αξιόποινη η πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αρκεί ο εκδότης αυτής σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόμη και ως ενδεχόμενο και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Όταν, συνεπώς, στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής διαλαμβάνεται ότι ο δράστης ενήργησε εκ προθέσεως (εκ δόλου), σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα. Ήτοι, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για το παραπάνω έγκλημα δεν είναι απαραίτητο να γίνεται σ' αυτή και ειδική αναφορά σε "γνώση" του εκδότη της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, όπως απαιτούσε η προαναφερόμενη διάταξη πριν από την τροποποίησή της από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος της καταδικαστικής απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό με αριθμό 3617/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, σε δεύτερο βαθμό, για τη πράξη της εκδόσεως πέντε ακάλυπτων επιταγών κατ'εξακολούθηση (παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933), με την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2 β ΠΚ, σε μία ποινή φυλακίσεως 30 μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι από τα μνημονευόμενα κατ' είδος, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή: "Στη Λάρισα στους κάτωθι αναφερόμενους χρόνους, ως νόμιμος εκπρόσωπος-Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας "Χ.-Ω. ΑΤΕ ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ", με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, εν γνώσει του εξέδωσε επιταγές που δεν πληρώθηκαν στον πληρωτή, διότι δεν είχε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής. Ειδικότερα: 1) Στις 27-5-2008 εξέδωσε την υπ' αριθμ... μεταχρονολογημένη επιταγή με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης 30-11-2008, πληρωτέα στην "PROBANK", ποσού 4.000 ευρώ, σε διαταγή του ιδίου, η οποία μεταβιβάστηκε νόμιμα με οπισθογράφηση στην εγκαλούσα εταιρία "Κ. Κ.-Α. Λ. Ο.Ε." και ενώ εμφανίστηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή την 4-12-2008 δεν πληρώθηκε ελλείψει αντικρίσματος, 2) σε διαταγή της εγκαλούσης ανώνυμης εταιρείας "ΔΙΟΦΙΛ Α.Ε." στις 8-8-2008 εξέδωσε την υπ' αριθμ. ... μεταχρονολογημένη επιταγή πληρωτέα παρά της "PROBANK", με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 15-12-2008, ποσού 23.325,74 ευρώ, η οποία ενώ εμφανίστηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή την 15-12-2008, δεν πληρώθηκε ελλείψει αντικρίσματος, 3) σε διαταγή της εγκαλούσης ανώνυμης εταιρείας "ΔΙΟΦΙΛ Α.Ε." στις 8-8-2008 εξέδωσε την υπ' αριθμ. ... μεταχρονολογημένη επιταγή πληρωτέα παρά της "PROBANK", με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 31-12-2008, ποσού 23.000,00 ευρώ, η οποία ενώ εμφανίστηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή την 19-12-2008, δεν πληρώθηκε ελλείψει αντικρίσματος. Επιπλέον, στη Λάρισα την 1-12-2008, ως Πρόεδρος, Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της "Ε.ΔΙ.ΚΑΤ. Α.Ε.", εν γνώσει του εξέδωσε επιταγές που δεν πληρώθηκαν στον πληρωτή διότι δεν είχε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της Πληρωμής. Συγκεκριμένα, εξέδωσε δύο μεταχρονολογημένες επιταγές, και ειδικότερα τη με αριθμό ... επιταγή με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 15-6-2009 και τη με αριθμό ... επιταγή με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 30-6-2009, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας "Κ. Κ.-Α. Λ. O.E."-"Stile Homeliving", πληρωτέες στην "PROBANK", ποσού 30.000 ευρώ εκάστη, οι οποίες ενώ εμφανίστηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις 8-1-2009, δεν πληρώθηκαν ελλείψει αντικρίσματος. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος". Με βάση τις παραδοχές του αυτές το δευτεροβάθμιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αριθμό 3617/2013 απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος κατ'εξακολούθηση, ως εκδότης, νόμιμος εκπρόσωπος και διευθύνων σύμβουλος ΑΕ, τις αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην αναφερόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως τροποποιήθηκε, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται νόμιμης βάσης. Δεν ήταν δε αναγκαία και ιδιαίτερη αναφορά στην αιτιολογία, της από μέρους του κατηγορουμένου γνώσεως του ακαλύπτου των αναφερόμενων πέντε επιταγών, τις οποίες αυτός εξέδωσε, ούτε περιστατικών από τα οποία συνάγεται η γνώση αυτή, αφού όπως αναφέρθηκε για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αρκεί πλέον (μετά δηλαδή την ισχύ από το έτος 1972 του ν.δ. 1325/1972) ο απλός δόλος και δεν είναι αναγκαίος ο άμεσος δόλος, η εν γνώσει δηλαδή ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως. Επίσης δεν είναι απαραίτητο για την πληρότητα της παραπάνω αιτιολογίας να αναφέρεται και ότι επήλθε βλάβη και ποία στους εγκαλούντες, σε διαταγή των οποίων εκδόθηκαν οι άνω μη πληρωθείσες κατά την ημέρα της νόμιμης εμφανίσεώς τους στην πληρώτρια τράπεζα επιταγές, από την έκδοση των ανωτέρω ακάλυπτων επιταγών, η δε τυχόν κρυπτόμενη αιτία εκδόσεως και αν τυχόν επρόκειτο για επιταγές ευκολίας, είναι αδιάφορη για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, διότι το έγκλημα αυτό, ενόψει της φύσεως της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση και μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής χωρίς να ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής, δεδομένου ότι στο πεδίο του ποινικού δικαίου δεν ερευνάται η αιτία εκδόσεως και το αξιόποινο δεν επηρεάζεται από το υποστατό και το κύρος της αιτίας εκδόσεώς της τυπικά έγκυρης τραπεζικής επιταγής.
Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, με τον εκ του άρθρου 510 παρ 1 περ. Δ' και Ε'( κατ'εκτίμηση) του ΚΠΔ, πρώτο λόγο αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία της αποφάσεως και για έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει, ότι οι ποινές που συρρέουν και προσμετρώνται σε μία συνολική ποινή, διατηρούν την αυτοτέλειά τους και μετά τον καθορισμό της συνολικής κοινής και δεν απορροφώνται από αυτή. Επίσης, κατά το άρθρο 8 παρ.4 εδ.α' του Ν. 4198/ 2013 "ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου οι μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου. Η ισχύς των διατάξεων του ανωτέρω νόμου, σύμφωνα με το όρθρο 10 αυτού, αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η οποία έγινε στις 11 Οκτωβρίου 2013. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και για τις χρηματικές ποινές, παρά το ότι δεν γίνεται ρητή μνεία σ' αυτές, διότι, αν η νομοθετική βούληση ήταν να παραμένουν οι χρηματικές ποινές, θα γινόταν ρητή μνεία για την τύχη τους και δεν θα προβλεπόταν γενικά η αρχειοθέτηση των αποφάσεων. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων του παραπάνω άρθρου 94 παρ.1 ΠΚ και του άρθρου 114 του αυτού Κώδικα προκύπτει ότι, επί συρρεόντων εγκλημάτων, ως ποινή διάρκειας μέχρι έξι μήνες, η οποία παραγράφεται κατά τα ανωτέρω, νοείται όχι η συνολική ποινή, αλλά καθεμία από τις εκεί επιμέρους ποινές, οι οποίες προσμετρήθηκαν στη συνολική ποινή. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 ΠΚ, που ορίζει ότι, αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, προκύπτει ότι καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ενώ είναι πρόδηλο ότι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι και ο νόμος που θεσπίζει παραγραφή των ποινών και πρόκειται για ουσιαστικού ποινικού δικαίου διάταξη. Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 114 του ΠΚ, σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 511 εδ.γ' και 518 παρ.1 ΚΠΔ, συνάγεται ότι, αν κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης και εμφανιστεί εκείνος που την άσκησε, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Στη προκειμένη περίπτωση, ο ήδη αναιρεσείων καταδικάσθηκε, σε πρώτο βαθμό, με τη με αριθμό 3835/2012 και τη με αριθμό 3836/2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας για έκδοση πέντε συνολικά ακάλυπτων επιταγών. Κατά των δύο αποφάσεων αυτών ο ως άνω κατηγορούμενος άσκησε έφεση, που εκδικάσθηκε στις 20-11-2013. Συγκεκριμένα, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, με την προσβαλλόμενη με αριθμό 3617/20-11-2013 απόφασή του, δέχθηκε την έφεση που στρεφόταν και κατά των ανωτέρω δύο πρωτόδικων αποφάσεων και κήρυξε τον εκκαλούντα ένοχο κατ'εξακολούθηση, για έκδοση των ιδίων πέντε ακάλυπτων επιταγών που αφορούσαν και οι δύο πρωτόδικες αποφάσεις και του επέβαλε μία συνολική ποινή φυλακίσεως 30 μηνών και για τις πέντε αυτές επιταγές. Σύμφωνα όμως με τα προεκτεθέντα, εφόσον η πρωτόδικη με αρ. 3835/11-6-2012 απόφαση, που αφορούσε συρρέουσες ποινές για δύο ακάλυπτες επιταγές, οι οποίες αν και προσμετρήθηκαν σε συνολική ποινή 20 μηνών, διατηρούσαν την αυτοτέλειά τους, η δε μία ποινή ανερχόταν σε φυλάκιση πέντε μηνών και χρηματική ποινή 500 ευρώ, για τη με αρ... μία ακάλυπτη επιταγή ποσού 4.000 ευρώ, η οποία είχε εκδοθεί προ της ενάρξεως ισχύος του Ν. 4198/2013 την 11-10-2013 και δεν είχαν καταστεί αμετάκλητες οι μη εκτιθείσες ως άνω ποινές και αυτή, έπρεπε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να εφαρμόσει αυτεπάγγελτα τον επιεικέστερο για τον κατηγορούμενο Ν. 4198/2013 και να παραπέμψει την υπόθεση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας, ο οποίος στη συνέχεια θα έθετε τη πρωτόδικη απόφαση στο αρχείο, παραγράφοντας υφόρο την προαναφερθείσα ποινή, όσον αφορά μόνο την παραπάνω μία πράξη έκδοσης ακάλυπτης επιταγής των 4.000 ευρώ, η οποία σημειωτέον δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 8 παρ.4 εδάφ. γ'του ίδιου ως άνω νόμου.
Συνεπώς, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπέπεσε στη αναιρετική πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας και ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος κατ' ουσία, ο προβαλλόμενος στην ένδικη αίτηση αναιρέσεως σχετικός, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχείο Η' ΚΠΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη με αριθ. 3617/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας εν μέρει κατά τη διάταξή της που κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα και επέβαλε ποινή και για την παραπάνω μία παραγραφείσα υφόρο πράξη και, στη συνέχεια, να διαβιβασθεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών η με αριθ. 3835/2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, προκειμένου αυτός να την θέσει στο αρχείο. Επίσης η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και κατά τη διάταξή της που επέβαλε συνολική ποινή 30 μηνών για την έκδοση των πέντε ακάλυπτων επιταγών κατ'εξακολούθηση και, κατ'άρθρο 519 ΚΠΔ, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, ώστε να επιβληθεί στον κατηγορούμενο άλλη μικρότερη συνολική ποινή για τις λοιπές τέσσερις ακάλυπτες επιταγές που καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, ενώ η απόφαση με την απόρριψη κατά τα λοιπά της αναιρέσεως, καθίσταται αμετάκλητη, όσον αφορά μόνο την ενοχή.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την με αριθμό 3617/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, κατά τις διατάξεις της που αφορούν την ενοχή του κατηγορουμένου για τη μία πράξη εκδόσεως της με αρ... ακάλυπτης επιταγής ποσού 4.000 ευρώ και κατά τις διατάξεις της που επέβαλε ποινή για την πράξη αυτή και τη συνολική ποινή φυλακίσεως των 30 μηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση στο παραπάνω Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, για νέα συζήτηση, προς επιβολή ποινής για τις λοιπές εκδοθείσες τέσσερις ακάλυπτες επιταγές, που κρίθηκαν αμετάκλητα, όπως στο αιτιολογικό. Διατάσσει να διαβιβασθεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας η με αριθμό 3835/2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, για τις δικές του κατά νόμο 4198/2013 ενέργειες, όπως στο αιτιολογικό.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την με αρ. εκθ. 1/22-1-2014 αίτηση του Χ. Ω. του Ν. για αναίρεση της με αρ. 3617/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή