Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 454 / 2009    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Συνέργεια, Κατηγορούμενος, Λαθρομεταναστών μεταφορά.




Περίληψη:
Συνεκδίκαση δύο αιτήσεων. Διευκόλυνση μεταφοράς στο εσωτερικό της χώρας αλλοδαπών που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος κατά συρροή και κατ’ επάγγελμα με τρόπο που θα μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. Παράβαση άρθρου 88 παρ. 1β΄, γ΄ Ν. 3386/2005. Άμεση συνέργεια στην πράξη αυτή. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας ως προς τη γνώση του συνεργού και ως προς την επιβαρυντική περίσταση της κατ’ επάγγελμα τελέσεως της πράξεως και ως προς τη δυνατότητα να προκληθεί κίνδυνος στους λαθρομετανάστες. Λόγος αναίρεσης για παραβίαση του άρθρου 211Α του ΚΠΔ (απολογία συγκατηγορούμενου ως αποδεικτικό μέσο για την ενοχή). Ελαφρυντικά άρθρου 84 παρ. α΄ και δ΄ ΠΚ. Αοριστία αιτήματος. Κατά το άρθρο 369 παρ. 1, 3 του ΚΠΔ δίδεται υποχρεωτικά ο λόγος στον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του στο τέλος της συζήτησης. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 454/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Γεωργίας Στεφανοπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Αγροτική Φυλακή ..... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κυπριώτη και 2) Χ2 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κυριάκο Ροζάκη, περί αναιρέσεως της 168/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης.
Το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7.10.2008 και 3.10.2008 αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1656/2008.

Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι από 7/10/2008 και 3/10/2008 αιτήσεις (δηλώσεις) αναιρέσεως (με αρ. πρωτ. 8302/7-10-08 και 8213/6-10-08, αντίστοιχα) των 1) Χ1, κατοίκου ..... και νυν κρατουμένου Αγροτικών Φυλακών .... και 2) του Χ2 κατοίκου ...., αντίστοιχα, στρεφόμενες κατά της 168/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης, πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.

ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 88 παρ.1 του Ν. 3386/2005: "1. Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν από τα σημεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, στην Ελληνική Επικράτεια και αντίστροφα προς το έδαφος κράτους μέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή προώθηση τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη τιμωρούνται: α. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο β. Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) έως πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν η μεταφορά ενεργείται κατ` επάγγελμα ή αν ο υπαίτιος είναι δημόσιος υπάλληλος ή τουριστικός ή ναυτιλιακός ή ταξιδιωτικός πράκτορας. γ. Με κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. δ. Με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ, αν στην περίπτωση γ` επήλθε θάνατος". Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι θεσμοθετείται αδίκημα υπαλλακτικώς μικτό, τελούμενο με οποιονδήποτε από τους προβλεπόμενους τρόπους, από τα πρόσωπα τα οποία αποδέχονται να μεταφέρουν στην Ελλάδα αλλοδαπούς που δεν έχουν δικαίωμα να εισέλθουν στο έδαφός της, ή τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας, ή διευκολύνουν την μεταφορά ή την προώθησή τους, γνωρίζοντας τη αυθαίρετη είσοδο τούτων ως λαθρομεταναστών. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στ. β' του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Από το συνδυασμό της παραπάνω διατάξεως και εκείνης του άρθρου 88 παρ.1 του Ν. 3386/2005, προκύπτει ότι απλός συνεργός της πράξεως της διευκόλυνσης μεταφοράς στο εσωτερικό της χώρας αλλοδαπών που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος, κατ' επάγγελμα και με τρόπο που θα μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, είναι όποιος με θετική ή αποθετική του ενέργεια, με πρόθεση παρέχει στον αυτουργό πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως, την οποία ο τελευταίος τελεί, οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδρομή, η οποία, χωρίς να είναι άμεση, συντελεί στην τέλεση της πράξεως από τον αυτουργό. Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στη γνώση του για την από τον αυτουργό τέλεση της πιο πάνω άδικης πράξεως, που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα και τη βούληση να συμβάλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό. Η συνδρομή του απλού συνεργού δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ` αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις, επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ` αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη γνώση και τη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην αιτιολογία για την ενοχή. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, η αιτιολογία δε της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 211Α ΚΠΔ, η οποία έχει προστεθεί με το άρθρο 2 παρ.8 του ν 2408/96, μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου. Η διάταξη αυτή εισάγει ήπιο αποδεικτικό περιορισμό, ώστε να είναι δυνατή η αξιολόγηση των καταθέσεων και των απολογιών των κατηγορουμένων, όχι όμως και να αποτελούν αυτές μοναδικό αποδεικτικό μέσο . Η παραβίαση της διάταξης αυτής έχει ως συνέπεια τη κατάγνωση απόλυτης ακυρότητας, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και τον 'Αρειο Πάγο ακόμη, κατά το άρθρο 171 παρ.1δ ΚΠΔ, για μη τήρηση διάταξης που καθορίζει την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ιδρύει τον από την διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: " Ο Α' κατηγορούμενος που γεννήθηκε το έτος 1960, ζήτησε από τον β' κατηγορούμενο που γεννήθηκε το έτος 1973 και ήταν εργοδότης του, το αριθμ. κυκλοφορίας ..... φορτηγό ΔΧ αυτοκίνητο και το επικαθήμενο "κοντέϊνερ" προκειμένου στις 6-2-2006 να μεταφέρει από το ..... στην Αθήνα λαθρομετανάστες αντί αμοιβής 1200 ευρώ. Ο β' κατηγορούμενος παρόλο που γνώριζε το γεγονός αυτό παρέδωσε το φορτηγό. Έτσι, στις 16-2-2006 περί ώρα 04.00' ο Α' κατηγορούμενος οδηγώντας το αυτοκίνητο αυτό έφθασε στο ..... και το οδήγησε σε παρακείμενο οδό κάτω από γέφυρα της εθνικής οδού ...... όπου τον ανέμενον 89 αλλοδαποί χωρίς δικαίωμα εισόδου στην Ελλάδα οι οποίοι είχαν εισέλθει παράνομα από παρέβρια περιοχή. Τότε ο κατηγορούμενος με τη βοήθεια δύο άλλων ατόμων επιβίβασε τους 89 αλλοδαπούς (47 υπηκόους Σομαλίας, 21 Παλαιστίνης, 11 Μαυριτανίας, 4 Ιράκ, 3 Ιράν, 2 Αφγανιστάν και 1 Μπαγκλαντές) και αμέσως ξεκίνησε με προορισμό την Αθήνα όπου όμως μετά από διαδρομή 7 χιλιομέτρων περίπου συνελήφθη (ο Α' κατηγορούμενος). Αυτός τη μεταφορά αυτή ενήργησε κατ' επάγγελμα έχοντας κατάλληλη υποδομή με σκοπό πορισμό εισοδήματος. Την δε μεταφορά αυτή ενήργησε κατά τρόπο που μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για τους μεταφερομένους αφού τους επιβίβασε στο χώρο του κοντέϊνερ που δεν επαρκούσε για 89 ανθρώπους και δεν αεριζόταν, αφού είχε δύο μόνο οπές διαστάσεων 20X10 εκατοστών που δεν επέτρεπαν την είσοδο οξυγόνου που να αρκεί για 89 ανθρώπους. Πρέπει να τονιστεί ότι οι άνθρωποι μέσα στο χώρο αυτό είχαν κυριολεκτικά στοιβαχθεί κατά την χαρακτηριστική έκφραση του α' μάρτυρος "σαν σαρδέλες". Ο β' κατηγορούμενος γνώριζε όλα τα παραπάνω και παρόλα αυτά διέθεσε το φορτηγό του για τη μεταφορά τόσων ανθρώπων. Η συμμετοχή του β' κατηγορουμένου προσέτι βεβαιώνεται εκτός από την απολογία του πρώτου κατηγορουμένου και από το γεγονός ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος την επομένη ημέρα της τέλεσης της πράξης σκηνοθέτησε την απώλεια της άδειας κυκλοφορίας του αυτοκινήτου του αφού με υπεύθυνη δήλωση του Ν 1599/84 δήλωσε στη Νομαρχία Πειραιώς ότι απώλεσε την άδεια κυκλοφορίας του ως άνω φορτηγού αυτοκινήτου του και ότι αυτή δεν παρακρατήθηκε από καμία δημόσια αρχή, ενώ αυτή είχε κατασχεθεί μαζί με το αυτοκίνητο από τις προανακριτικές αρχές, την απώλεια δε του αυτοκινήτου ουδόλως δήλωσε τότε και μόνον μετά την καταδίκη του από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπέβαλε σχετική έγκληση σε βάρος του συγκατηγορουμένου του. Περίπτωση αναγνωρίσεως στους κατηγορουμένους των ελαφρυντικών του άρθρου 84 § 2 α, δ ΚΠΔ, αντίστοιχα, δεν συντρέχει αφού δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος έδειξε ειλικρινή μετάνοια και ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος έζησε έως το χρόνο που τέλεσε την πράξη έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή". Κατ' ακολουθίαν του αιτιολογικού αυτού το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ένοχο τον πρώτο μεν αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, (Χ1) για την αξιόποινη πράξη της διευκόλυνσης μεταφοράς στο εσωτερικό της χώρας αλλοδαπών, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος κατά συρροή και κατ' επάγγελμα, με τρόπο που θα μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, τον δεύτερο δε τούτων (Χ2), για απλή συνεργεία στο πιο πάνω αδίκημα, που διέπραξε ο συγκατηγορούμενός του Χ1. . Ειδικότερα κήρυξε αυτούς ενόχους του ότι : "Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 κατά τον παρακάτω τόπο και χρόνο με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο με ποινές στερητικές της ελευθερίας. Συγκεκριμένα, στο ..... την 16-2-2006 κατελήφθη από όργανα του Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης ..... να διευκολύνει τη μεταφορά αλλοδαπών στο εσωτερικό της χώρας κατ' επάγγελμα με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος και συγκεκριμένα ως οδηγός του υπό στοιχεία κυκλοφορίας ..... Δ.Χ. ελκυστήρα, μάρκας VOLVO, με υπ' αριθμό ..... επικαθήμενο, ιδιοκτησίας του συγκατηγορουμένου του Χ2, κατοίκου ...., επιβίβασε σε αυτό ογδόντα εννέα (89) αλλοδαπούς υπηκόους, δηλαδή τους 1..............,.......(αναφέρονται τα ονοματεπώνυμα, η εθνικότητα και το γένος των 89 οκτώ λαθρομεταναστών)". Τους παραπάνω μετέφερε με σκοπό να τους προωθήσει στο εσωτερικό της χώρας και συγκεκριμένα στην Αθήνα. Οι ανωτέρω αναφερόμενοι αλλοδαποί εισήλθαν λάθρα στην ελληνική επικράτεια την 16-2-2006 από αδιευκρίνιστο σημείο της παρέβριας περιοχής ....., βοηθούμενοι από δύο Τούρκους υπηκόους, των οποίων τα στοιχεία δεν κατέστησαν γνωστά κατά την ανάκριση, κατέβαλε δε έκαστος το χρηματικό ποσό των χιλίων (1000) ευρώ σε Τούρκο υπήκοο, του οποίου τα στοιχεία ταυτότητας δεν κατέστησαν γνωστά κατά την ανάκριση, χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, δεδομένου ότι δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στην ελληνική επικράτεια, καθώς στερούνται νόμιμων ταξιδιωτικών εγγράφων, γεγονός που γνώριζε. Τις παραπάνω πράξεις ενήργησε κατ' επάγγελμα, έχοντας διαμορφώσει την κατάλληλη υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, μετά από συστηματική οργάνωση, άμεση συνεργασία και σχεδιασμό κοινής επιχείρησης μεταφοράς και προώθησης των ως άνω λαθρομεταναστών στο εσωτερικό της Χώρας, που μεθόδευσε με τα λοιπά μέλη κυκλώματος που δρα στην ελληνική επικράτεια και το εξωτερικό και στο οποίο ανήκει, και με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, καθώς για να τους προωθήσει στο εσωτερικό της χώρας θα λάμβανε συνολική αμοιβή το ποσό των χιλίων διακοσίων (1200) ευρώ από Πακιστανό υπήκοο, του οποίου τα στοιχεία ταυτότητας δεν κατέστησαν γνωστά κατά την ανάκριση, με τον οποίο είχε προσυνεννοηθεί στην Αθήνα και ο οποίος τον καθοδηγούσε τηλεφωνικά προς το σημείο παραλαβής των λαθρομεταναστών. Ενήργησε δε την ανωτέρω πράξη με τρόπο που μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο και ειδικότερα επιβίβασε τους προαναφερόμενους αλλοδαπούς στο εσωτερικό του κοντέϊνερ που βρισκόταν επί του επικαθήμενου, στο οποίο δεν υπήρχαν αεραγωγοί που να επιτρέπουν την είσοδο οξυγόνου στο χώρο. Από την έλλειψη οξυγόνου και την αδυναμία αερισμού του χώρου, σε συνδυασμό με την ανεπαρκή χωρητικότητα του βυτιοφόρου για έναν τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων, μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, που συνίσταται στην πιθανότητα ασφυξίας των μεταφερομένων, δεδομένου ότι η απόσταση που επρόκειτο να διανύσουν από την ..... στην Αθήνα ήταν μεγάλη. Ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ2 κατά τον παρακάτω τόπο και χρόνο παρέσχε σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση από αυτόν με περισσότερες πράξεις περισσότερων εγκλημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο με ποινές στερητικές της ελευθερίας. Συγκεκριμένα, στον ..... την 16-2-2006 με πρόθεση παρείχε συνδρομή στον συγκατηγορούμενό του Χ1, κάτοικο ...., και του παραχώρησε τη χρήση του υπό στοιχεία κυκλοφορίας ..... Δ.Χ. Ελκυστήρα, μάρκας VOLVO, με το υπ' αριθμό ..... επικαθήμενο, ενώ γνώριζε ότι ο τελευταίος επρόκειτο να το χρησιμοποιήσει για να διευκολύνει τη μεταφορά αλλοδαπών στο εσωτερικό της χώρας κατ' επάγγελμα με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος και συγκεκριμένα στο ..... την ίδια ως άνω ημέρα, ως οδηγός του ως άνω οχήματος, επιβίβασε σε αυτό ογδόντα εννέα (89) αλλοδαπούς υπηκόους, δηλαδή τους ανωτέρω αναφερομένους. Τους παραπάνω μετέφερε ο ως άνω συγκατηγορούμενός του με σκοπό να τους προωθήσει στο εσωτερικό της χώρας και συγκεκριμένα στην Αθήνα. Οι ανωτέρω αναφερόμενοι αλλοδαποί εισήλθαν λάθρα στην ελληνική επικράτεια την 16-2-2006...........(ακολουθεί η αυτή πιο πάνω περιγραφή της πράξεως του πρώτου κατηγορουμένου)". Για τις πράξεις τους δε αυτές, που προβλέπονται και τιμωρούνται, όπως δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο, από τα άρθρα 13στ', 26§1α', 27§1, 47 παρ.1 83, 94§1 Π.Κ. και τα άρθρα 88§1' εδ. β', γ του Ν.3386/2005,επέβαλε στον πρώτο ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, καθώς και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων επί διετία, και στον δεύτερο ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών.

ΙΙΙ. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 88 παρ.1 β και γ του Ν. 3386/2005, για την οποία καταδικάστηκε ο πρώτος κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, απλός συνεργός του οποίου στην τέλεση της πράξης αυτής υπήρξε ο δεύτερος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, το Πενταμελές Εφετείο, κατέληξε στην καταδικαστική για τους αναιρεσείοντες κρίση του, αφού έλαβε υπόψη του όλα τα αναφερόμενα στην απόφασή του αποδεικτικά μέσα, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή και χωρίς να απαιτείται η αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά. Επίσης στο αλληλοσυμπληρούμενο σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, διαλαμβάνεται ότι ο πρώτος αναιρεσείων καταλήφθηκε να προωθεί τους ειδικά μνημονευόμενους στο διατακτικό αλλοδαπούς, που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στη χώρα, αν και γνώριζε ότι αυτοί στερούνταν διαβατηρίου και ταξιδιωτικών εγγράφων, όπως η γνώση αυτή σαφώς συνάγεται από τα εκτιθεμένα στην απόφαση πιο πάνω περιστατικά. Επιπλέον, το Δικαστήριο της ουσίας, με τις αλληλοσυμπληρούμενες παραδοχές του στο σκεπτικό και διατακτικό ότι ο πρώτος αναιρεσείων ενήργησε κατ' επάγγελμα, έχοντας διαμορφώσει την κατάλληλη υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, μετά από συστηματική οργάνωση, άμεση συνεργασία και σχεδιασμό κοινής επιχείρησης μεταφοράς και προώθησης των ως άνω λαθρομεταναστών στο εσωτερικό της Χώρας, ότι την προώθηση αυτών μεθόδευσε με τα λοιπά μέλη κυκλώματος που δρα στην ελληνική επικράτεια και το εξωτερικό και στο οποίο ανήκει, ότι έπραξε αυτό με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, καθώς για να προωθήσει τους 89 λαθρομετανάστες στο εσωτερικό της χώρας θα λάμβανε συνολική αμοιβή το ποσό των 1200 ευρώ από Πακιστανό υπήκοο, με τον οποίο είχε προσυνεννοηθεί στην Αθήνα και ο οποίος τον καθοδηγούσε τηλεφωνικά προς το σημείο παραλαβής των λαθρομεταναστών και ότι τους λαθρομετανάστες θα μετέφερε, έχοντας στη διάθεσή του το πιο πάνω όχημα και θα τους προωθούσε από τη ..... στην Αθήνα, περιγράφει με πληρότητα την υποδομή που αυτός είχε διαμορφώσει, από την οποία προέκυπτε ο σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος.
Συνεπώς, κατ' τον τρόπο αυτόν, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, στήριξε την κρίση του ότι ο πρώτος αναιρεσείων τέλεσε την πιο πάνω πράξη κατ' επάγγελμα. Περαιτέρω, με τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό παραδοχές του, όπως αυτές επιτρεπτώς συμπληρώνονται με εκείνες του διατακτικού, κατά τις οποίες ο πρώτος αναιρεσείων επιβίβασε τους λαθρομετανάστες στο χώρο του κοντέϊνερ που δεν επαρκούσε για 89 ανθρώπους, τους οποίους στοίβαξε "σαν σαρδέλες", ενώ ο χώρος αυτός δεν αεριζόταν, αφού είχε δύο μόνο οπές διαστάσεων 20X10 εκατοστών που δεν επέτρεπαν την είσοδο οξυγόνου που να αρκεί για 89 ανθρώπους και από την έλλειψη οξυγόνου και την αδυναμία αερισμού του χώρου, σε συνδυασμό με την ανεπαρκή χωρητικότητα του βυτιοφόρου για έναν τόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων, μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, που συνίσταται στην πιθανότητα ασφυξίας των μεταφερομένων, δεδομένου ότι η απόσταση που επρόκειτο να διανύσουν από την ...... στην Αθήνα ήταν μεγάλη, με πληρότητα αιτιολόγησε την κρίση του ότι από την πιο πάνω πράξη του μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για τους μεταφερομένους ανθρώπους Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας της αποφάσεως, ως προς την συνδρομή των πιο πάνω επιβαρυντικών περιστάσεων, δεν ήταν αναγκαία η αναφορά και επιπλέον στοιχείων, οι δε περί του αντιθέτου, αιτιάσεις του πρώτου αναιρεσείοντος, ότι η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα τελέσεως της πιο πάνω πράξεως, από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους, είναι αβάσιμες. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του αυτού αναιρεσείοντος, ως προς την έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, μεταξύ των οποίων ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του πράγματα, τα οποία ουδέποτε ειπώθησαν και συγκεκριμένα ότι κατατέθηκε από τον πρώτο μάρτυρα (.......) ότι οι 89 λαθρομετανάστες είχαν στοιβαχθεί "σαν σαρδέλες", απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Και τούτο ανεξαρτήτως της αβασιμότητας της εν λόγω αιτιάσεως, αφού από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιους δίκης, που αναγνώστηκαν, προκύπτει ότι ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε το προαναφερόμενο περιστατικό. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 περ.Δ του ΚΠΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος με τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.

ΙV. Περαιτέρω, με τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτές επιτρεπτώς συμπληρώνονται με εκείνες του διατακτικού, κατά τις οποίες ο δεύτερος κατηγορούμενος αναιρεσείων Χ2 με πρόθεση παρείχε συνδρομή στον συγκατηγορούμενό του Χ1 παραχωρώντας σε αυτόν τη χρήση του πιο πάνω οχήματος, ενώ γνώριζε ότι ο τελευταίος επρόκειτο να το χρησιμοποιήσει για να διευκολύνει τη μεταφορά των προαναφερόμενων αλλοδαπών στο εσωτερικό της χώρας, κατ' επάγγελμα, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος κατά τον τρόπο που περιγράφεται στο σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης, με πληρότητα αιτιολόγησε την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο αυτόν κρίση του ως απλού συνεργού στη πράξη του συγκατηγορουμένου του. Η γνώση του δεύτερου κατηγορουμένου, για την πράξη που επρόκειτο να τελέσει ο πρώτος, στην οποία ο δεύτερος από πρόθεση συνέδραμε κατά τον αναφερόμενο στην απόφαση τρόπο, αιτιολογείται πλήρως με την παραδοχές ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ζήτησε από τον δεύτερο το πιο πάνω όχημα "προκειμένου στις 16-2-2006 να μεταφέρει από το ..... στην Αθήνα λαθρομετανάστες αντί αμοιβής 1200 ευρώ.... Η συμμετοχή του β' κατηγορουμένου προσέτι βεβαιώνεται εκτός από την απολογία του πρώτου κατηγορουμένου και από το γεγονός ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος την επομένη ημέρα της τέλεσης της πράξης σκηνοθέτησε την απώλεια της άδειας κυκλοφορίας του αυτοκινήτου του αφού με υπεύθυνη δήλωση του Ν 1599/84 δήλωσε στη Νομαρχία Πειραιώς ότι απώλεσε την άδεια κυκλοφορίας του ως άνω φορτηγού αυτοκινήτου του και ότι αυτή δεν παρακρατήθηκε από καμία δημόσια αρχή, ενώ αυτή είχε κατασχεθεί μαζί με το αυτοκίνητο από τις προανακριτικές αρχές, την απώλεια δε του αυτοκινήτου ουδόλως δήλωσε τότε και μόνον μετά την καταδίκη του από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπέβαλε σχετική έγκληση σε βάρος του συγκατηγορουμένου του" και ότι ο β' κατηγορούμενος παρά το γεγονός ότι γνώριζε όλα τα παραπάνω που θα διέπραττε ο πρώτος κατηγορούμενος "παρόλα αυτά διέθεσε το φορτηγό του για τη μεταφορά τόσων ανθρώπων". Από την τελευταία δε αυτή παραδοχή αιτιολογείται επιπλέον και η γνώση του δευτέρου αναιρεσείοντος για το ότι από την πιο πάνω μεταφορά, μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για τους μεταφερόμενους λαθρομετανάστες, αφού, κατά τις παραδοχές της απόφασης, ο κίνδυνος αυτός προερχόταν από το στοίβαγμα μεγάλου αριθμού ανθρώπων στον περιορισμένο και μη αεριζόμενο χώρο του οχήματος για μεγάλο χρονικό διάστημα, περιστατικά τα οποία ο εν λόγω αναιρεσείων γνώριζε, δεδομένου ότι γνώριζε τις συνθήκες μεταφοράς, αφού δικό του ήταν το όχημα. Επομένως οι αιτιάσεις του δευτέρου αναιρεσείοντος, κατά τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας, διότι δεν αιτιολογεί ότι αυτός γνώριζε ή αποδέχθηκε, ότι ο συγκατηγορούμενός του θα προέβαινε στην πιο πάνω πράξη και συνεπώς τον συνέδραμε με τον προαναφερόμενο τρόπο, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Επίσης αβάσιμη και απορριπτέα είναι και η αιτίαση ότι η καταδικαστική γι' αυτόν κρίση του Δικαστηρίου στηρίχθηκε, ανεπιτρέπτως, κατά το άρθρο 211Α του ΚΠΔ, στην απολογία του συγκατηγορουμένου του, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και όπως ρητώς σε αυτή αναφέρεται, το Δικαστήριο κατέληξε στην προαναφερόμενη απόφασή του, αφού έλαβε υπόψη του, όχι μόνο την εν λόγω απολογία, αλλά και όλα τα κατ'είδος μνημονευόμενα σ' αυτήν αποδεικτικά μέσα, (μεταξύ των οποίων και εκείνα που αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτησή του) . Ειδική, άλλωστε, γίνεται μνεία στο σκεπτικό της απόφασης ότι η γνώση του εν λόγω αναιρεσείοντος δεν προκύπτει μόνο από την απολογία του συγκατηγορουμένου του. Κατ' ακολουθίαν τούτων , οι από το άρθρο 510 παρ.1 περ Α και .Δ του ΚΠΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως του δευτέρου αναιρεσείοντος, για απόλυτη ακυρότητα που επήλθε, λόγω της παραβίασης της διάταξη του άρ. 211Α του ΠΚ, και λόγω ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του αυτού αναιρεσείοντος, κατά τις οποίες το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στην περί ενοχής κρίση του, λαμβάνοντας υπόψη του την ψευδή, κατ' αυτόν, κατάθεση του συγκατηγορουμένου του, αφού από τα αναφερόμενα από αυτόν αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται η αθωότητα αυτού, ενώ όσα το Δικαστήριο δέχθηκε σχετικά με την γνώση του για τις πράξεις του συγκατηγορουμένου του, είναι αναπόδεικτα , απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας.

ΙV. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής , κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, " το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή" (περ.α), και "το ότι ο υπαίτιος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του"(περ. δ). Ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα (θετικά) περιστατικά έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους του τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ., ενώ, ως προς την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2δ, η μετάνοια του υπαιτίου πρέπει, όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με πραγματικά περιστατικά, τα οποία μαρτυρούν ότι επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, δίχως να αρκεί η απλή έκφραση θλίψης ή συγγνώμης. Εξάλλου το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών . Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, οι αναιρεσείοντες, οι οποίοι καταδικάστηκαν για τις πράξεις που προαναφέρθηκαν στις πιο πάνω ποινές, ζήτησαν (ο 2ος και με έγγραφο αυτού σημείωμα) να τους αναγνωρισθούν, ο μεν πρώτος "η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2δ του ΠΚ, χωρίς επίκληση των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών, πλην της κατά την απολογία αυτού γενόμενη αναφοράς ότι "έχει μετανοιώσει", ο δε δεύτερος ζήτησε να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ ως εξής " .... Ειδικότερα ο Χ2 έζησε έως το χρόνο που τελέστηκε το αδίκημα, έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, έχει λευκό ποινικό μητρώο κατά την έννοια του νόμου και ουδέποτε έχει απασχολήσει μέχρι σήμερα τις αστυνομικές ή δικαστικές αρχές για άλλες ή παρόμοιες πράξεις με αυτή που του αποδίδεται σήμερα". Με το πιο πάνω περιεχόμενο ισχυρισμοί αυτοί, είναι αόριστοι, αφού ο μεν πρώτος αναιρεσείων δεν εκθέτει καθόλου περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται ότι αυτός μετανόησε ειλικρινώς και ότι επιζήτησε - και κατά ποίον τρόπο - να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε. Εξάλλου, ως προς τον ισχυρισμό του δεύτερου κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, για την αναγνώριση των ελαφρυντικών του άρ. 84 παρ.2 περ.α του ΠΚ, η επίκληση μόνο του ότι έχει λευκό ποινικό μητρώο και δεν έχει απασχολήσει τις αρχές, δεν δικαιολογούν τη στοιχειοθέτηση της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, χωρίς την αναφορά και άλλων συγκεκριμένων (θετικών) περιστατικών έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους του τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Το Δικαστήριο της ουσίας, συνεπώς, δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει αιτιολογημένα, λόγω της αοριστίας των ισχυρισμών αυτών. Εντούτοις, απάντησε, ως εκ περισσού, απορρίπτοντας αυτούς , με την προαναφερόμενη απόφασή του Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' (με στοιχείο Γ) λόγος αναιρέσεως, του πρώτου αναιρεσείοντος για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, περί συνδρομής της πιο πάνω ελαφρυντικής περίστασης της ειλικρινούς μεταμέλειας πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.
V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 του ΚΠΔ, "όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα ή τους εισαγγελείς (άρθρο 32 παρ. 2), έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δεν μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο", ενώ, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου "ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι υποχρεωτικό να δοθεί ο λόγος από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους, σύμφωνα με την παραπάνω κανονισμένη σειρά, στο δε κατηγορούμενο ή στον συνήγορό του, στο τέλος, και αν τούτο δεν ζητηθεί. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, ειδικά όταν πρόκειται για τον κατηγορούμενο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠΔ, γιατί αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία (παράβαση) ιδρύεται λόγος αναιρέσεως της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, "αφού τελείωσε η απολογία των κατηγορουμένων ο Πρόεδρος τους υπέβαλε διάφορες ερωτήσεις. Έδωσε έπειτα διαδοχικά το λόγο στον Εισαγγελέα, στους δικαστές να απευθύνουν ερωτήσεις. Οι κατηγορούμενοι απάντησαν όσα περιέχονται στην παραπάνω απολογία τους. Ο Πρόεδρος ρώτησε κατόπιν τον Εισαγγελέα και τους κατηγορουμένους αν έχουν να προτείνουν συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση. Αυτοί απάντησαν αρνητικά και ο Πρόεδρος κήρυξε τη λήξη της αποδεικτική διαδικασίας. Ο Εισαγγελέας αφού πήρε το λόγο από τον Πρόεδρο, ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε να απορριφθούν οι υποβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμοί και να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι των πράξεων που τους αποδίδονται. Οι συνήγορος των κατηγορουμένων έλαβαν διαδοχικά το λόγο από τον Πρόεδρο, ανέπτυξαν την υπεράσπιση και ζήτησαν : α)να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος Χ1 και να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2δ ΠΚ, β) να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος Χ2 να εφαρμοσθεί το άρθρο 211Α Κ.Ποιν.Δ., διαφορετικά να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ. Το ίδιο ζήτησαν και οι κατηγορούμενοι. Ο Πρόεδρος ρώτησε τους κατηγορουμένους αν έχουν να προσθέσουν κάτι για την υπεράσπιση τους και αυτοί απάντησαν αρνητικά. Μετά το Δικαστήριο σε μυστική διάσκεψη με παρόντα και τον Γραμματέα κατάρτισε και ο Πρόεδρος δημοσίευσε αμέσως την με αριθμό 168/20-6-2008 απόφαση...". Επομένως, από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο διευθύνων τη συζήτηση όχι μόνο έδωσε και στον πρώτο κατηγορούμενο αναιρεσείοντα τον λόγο στο τέλος, πριν από την έκδοση της περί ενοχής απόφασης, αλλά αυτός δια του συνηγόρου του ανέπτυξε την υπεράσπισή του και πρόβαλε τους πιο πάνω ισχυρισμούς, επιπλέον δε ο διευθύνων τη συζήτηση ρώτησε τον κατηγορούμενο, αν έχει να προσθέσει τίποτε άλλο, χωρίς να δοθεί ο λόγος μετά ταύτα σε άλλο διάδικο. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 πρ. Α, τελευταίος λόγος αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, στο ακροατήριο, διότι όπως αναφέρει ο αναιρεσείων , δεν του "δόθηκε ουσιαστικά τελευταία ο λόγος μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας", σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 369 Κ.Π.Δ., είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
VΙ. Ο δεύτερος αναιρεσείων προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση "απέρριψε άνευ αιτιολογίας, με μόνη την φράση "απορρίπτει τους υποβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς", τους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτάθηκαν και που αυτολεξεί αναφέρονται στα πρακτικά αυτής" . Ο λόγος αυτός αναίρεσης για απόρριψη ισχυρισμών του δευτέρου αναιρεσείοντος, χωρίς ειδική αιτιολογία, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, αφού δεν αναφέρει σε ποίους ισχυρισμούς αυτός αναφέρεται . Ανεξαρτήτως αυτού, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, ο αναιρεσείων, κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας κατέθεσε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικά τρείς ισχυρισμούς. Κατά τον πρώτο τούτων, δεν αποδείχθηκε (προφανώς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) ότι αυτός γνώριζε ότι ο Χ1 θα προέβαινε στην πράξη για την οποία καταδικάστηκε, κατά το δεύτερο δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη, κατά το άρθρο 211Α, η απολογία του συγκατηγορουμένου του κατά την πρωτόδικη δίκη, και με τον τρίτον ζήτησε να του αναγνωριστούν τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ. Ο πρώτος ισχυρισμός δεν είναι αυτοτελής, αλλά άρνηση της κατηγορίας, στον οποίον, εντούτοις το Δικαστήριο απάντησε με την περί ενοχής απόφασή του, όπως επίσης απάντησε και στον δεύτερο, δεχόμενο ότι η ενοχή του εν λόγω κατηγορουμένου δεν στηρίζεται αποκλειστικά στην κατάθεση του συγκατηγορουμένου του. Στον τρίτο δε ισχυρισμό, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, στο Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει λόγω της αοριστίας του.
VIΙ. Συνακόλουθα, μετά την απόρριψη όλων των λόγων αναίρεσης και των δύο συνεκδικαζομένων αιτήσεων πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 7/10/2008 και 3/10/2008 αιτήσεις (δηλώσεις) αναιρέσεως (με αριθ. πρωτ. 8302/7-10-08 και 8213/6-10-08, αντίστοιχα) των 1) Χ1, κατοίκου .... και νυν κρατουμένου Αγροτικών Φυλακών .... και 2) του Χ2 κατοίκου ..., αντίστοιχα, για αναίρεση της 168/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης, Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται, για τον καθένα, σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. -
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Φεβρουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή