Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Κ.Ο.Κ., Πλαστογραφία πιστοποιητικού.
Περίληψη:
Πλαστογραφία πιστοποιητικού και παράβαση ΚΟΚ. Λόγος αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Απορρίπτει την αίτηση.
Αριθμός 2047/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια- Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Αναστασία Ασπρίδη, περί αναιρέσεως της 6751/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2036/2007.
Αφού άκουσε
Την πληρεξουσία δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, από τον συνδυασμό των διατάξεων των παρ.1 και 2 του άρθρου 216 και παρ. 1 του άρθρου 217 του Ποινικού Κώδικα προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της χρήσεως πλαστού πιστοποιητικού απαιτείται αντικειμενικώς μεν η κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνήσιου πιστοποιητικού ή χρησιμοποίηση πλαστού ή νοθευμένου πιστοποιητικού, υποκειμενικώς δε δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του δράστη και στη γνώση του ότι το χρησιμοποιηθέν πιστοποιητικό είναι πλαστό ή νοθευμένο, και σκοπός του υπαιτίου να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ίδιου ή άλλου. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 5 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.), που κυρώθηκε με τον νόμο 2696/1999 "όποιος οδηγεί αυτοκίνητο ή τρίτροχο όχημα ή μοτοσυκλέτα χωρίς να έχει εκδοθεί νόμιμα στο όνομά του η κατάλληλη άδεια οδήγησης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο παρόν άρθρο, τιμωρείται με φυλάκιση από ένα (1) μέχρι δώδεκα (12) μήνες και με χρηματική ποινή τουλάχιστον πενήντα χιλιάδων (50.000) δραχμών". Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα, Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα τελευταία. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην ένδικη υπόθεση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών (Πλημμελημάτων), μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στον τόπο και χρόνο που αναφέρονται στο διατακτικό, κατά τη διάρκεια ελέγχου στο ... αυτοκίνητο από τον αστυφύλακα ..., που υπηρετούσε στο Τμήμα Δίωξης Λαθρομετανάστευσης ..., και εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία, ο κατηγορούμενος που οδηγούσε το αυτοκίνητο κατά τον αμέσως πριν τον έλεγχο χρόνο, επέδειξε τη με αριθ. ... άδεια ικανότητας οδήγησης αυτοκινήτων, που φερόταν ότι είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες Αλβανικές Αρχές, η οποία όμως ήταν εμφανώς πλαστή, αφού δεν έφερε το υδατογράφημα, που φέρουν οι γνήσιες άδειες, που εκδίδουν οι παραπάνω αρχές. Το δίπλωμα αυτό χρησιμοποιούσε ο κατηγορούμενος για να οδηγεί αυτοκίνητα στην Ελλάδα και για την οδήγηση του παραπάνω αυτοκινήτου, κατά τον αμέσως πριν τον έλεγχο χρόνο, αν και γνώριζε την πλαστότητά του. Επομένως, πρέπει να κηρυχτεί ένοχος για τις πράξεις της χρήσης πλαστού πιστοποιητικού και οδήγησης αυτοκινήτου, χωρίς να είναι κάτοχος της απαιτούμενης άδειας ικανότητας που του αποδίδονται". Από τις προαναφερόμενες παραδοχές και από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι αυτή περιέχει τα απαιτούμενα κατά την ανωτέρω μείζονα σκέψη στοιχεία για την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της, αφού εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις, που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2176 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα και 94 παρ. 1, 3 και 5 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ), που κυρώθηκε με τον Νόμο 2696/1999, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, και που δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη καταδικαστική κρίση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα. Ειδική αιτιολόγηση ή συσχετισμός των επί μέρους αποδεικτικών μέσων δεν είναι αναγκαία. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' λόγοι αναιρέσεως του δικογράφου της αιτήσεως, με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις, σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση, πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απαράδεκτες. Μετά από αυτά αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την 409/16 Νοεμβρίου 2007 αίτηση του X, κατοίκου ..., για αναίρεση της 6751/5.10.2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημμελημάτων). Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι ευρώ (220 €).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Οκτωβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ