Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Αλλοδαπού απέλαση, Αναίρεση μερική, Απόπειρα, Βιασμός, Οπλοφορία, Πολιτική αγωγή, Χρηματική ικανοποίηση.
Περίληψη:
Απόπειρα βιασμού, παράνομη οπλοφορία - απέλαση αλλοδαπού επί καταδίκης σε κάθειρξη ή φυλάκιση με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα. Το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να κρίνει περί του αναγκαίου ή μη της απελάσεως λαμβάνοντας υπόψη το είδος του εγκλήματος, τις συνέπειες αυτού, το χρόνο παραμονής του αλλοδαπού στο ελληνικό έδαφος, την εν γένει συμπεριφορά του, του επαγγελματικό προσανατολισμό και την ύπαρξη οικογένειας. Το δικάσαν Δικαστήριο, διέταξε την απέλαση αλλοδαπού, χωρίς να εξετάσει τα παραπάνω θέματα. Αναιρεί την απόφαση μόνο ως προς τη διάταξη της για απέλαση και παραπέμπει ως προς το θέμα αυτό για νέα εκδίκαση. Όταν δικάζεται η υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, όχι μόνο όταν απουσιάζει ο πολιτικώς ενάγων, αλλά και όταν εμφανίζεται αυτός και εξετάζεται ως μάρτυρας ενώπιον του Εφετείου, αλλά δεν παραιτείται της πολιτικής αγωγής με δήλωση του, το δικαστήριο ερευνώντας το κεφάλαιο αυτό επιδικάζει την πρωτοδίκως επιδικασθείσα. Απορρίπτει ως προς αυτό το λόγο της αιτήσεως για υπέρβαση εξουσίας, επειδή το εφετείο μετά την κήρυξη της ενοχής, επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση στον πολιτικώς ενάγοντα, που με δήλωση του δεν είχε παραιτηθεί από αυτή.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1523/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο- Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή, Χριστόφορο Κοσμίδη και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαο Μαύρο (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και την Γραμματέα Πελαγία Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Παπαντωνίου, περί αναιρέσεως της 78, 79, 80/2010 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών,
με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Μαρτίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 333/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το αρ. 74 παρ. 1 ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρ. 1 παρ. 2 Ν. 2408/1996, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού που καταδικάστηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβά-σεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα. Όταν ο αλλοδαπός βρίσκεται νόμιμα στη χώρα, η απέλαση δεν μπορεί να διαταχθεί, αν δεν του έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης τουλά-χιστον τριών μηνών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο αλλοδαπός που καταδικάστηκε και βρίσκεται παράνομα στο ελληνικό έδαφος, υπόκειται σε απέλαση, η οποία αποτελεί άμεση συνέπεια της τελέσεων εγκλήματος, έστω και σε βαθμό πλημμελήματος, διότι θεωρείται ότι η παραμονή του εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας δεν συμβιβάζεται με τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης. Το δικαστήριο έχει δυνατότητα να κρίνει περί του αναγκαίου ή μη της απελάσεως, λαμβάνοντας υπόψη το είδος του εγκλήματος, τις συνέπειες αυτού, το χρόνο παραμονής του αλλοδαπού στο ελληνικό έδαφος, την εν γένει συμπεριφορά του, τον επαγγελματικό προσανατολισμό και την ύπαρξη οικογένειας. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρό-τητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπα-γωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάτα-ξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέ-λεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρ-μογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρ-μογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφι-λοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 78, 79, 80/2010 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος απόπειρας βιασμού και παράνομης οπλο-φορίας και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης επτά (7) ετών και έξι (6) μηνών συνολικά και χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ΕΥΡΩ. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενη αποφάσεως, το δικάσαν Μικτό Ορκωτό Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναι-ρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής: "Το δικαστήριο ομόφωνα επείσθη περί της ενοχής του κατηγορουμένου καθόσον αποδείχθηκαν επιβαρυντικά στοιχεία σε βάρος αυτού, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων που κατηγορείται, γι' αυτό και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των αξιοποίνων πράξεων που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο, όπως ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της απόφασης. Συγκεκριμένα στις 12-4-2008 ο κατηγορούμενος Χ βρέθηκε στο σταθμό του ηλεκτρικού στον .... Εκεί είδε την Ζ την πλησίασε και τη ρώτησε με σπαστά ελληνικά αν μένει εκεί ζητώντας να πάει μαζί του. Σε ερώτησή της γιατί, αυτός της απάντησε ότι ήθελε να του διαβάσει ένα όνομα σε ένα κουδούνι εξώθυρας πολυκατοικίας και στη συνέχεια της ζήτησε να τον ακολουθήσει γιατί διαφορετικά θα την σκότωνε. Η Ζ διέκρινε κάτι στη τσέπη του παντελονιού και σε συνδυασμό με την απειλή του κατηγορου-μένου ότι θα τη σκοτώσει πίστεψε ότι αυτός έφερε μαζί του πιστόλι. Στην αρχή αυτή προσποιήθηκε ότι τον ακολουθούσε, αλλά μετά από μερικά βήματα κατάφερε να απομακρυνθεί από κοντά του και έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση, παίρνοντας συγχρόνως από το κινητό τηλέφωνό της την κόρη της. Μόλις την βρήκε στο τηλέφωνο την ενημέρωσε για την απειλή που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο, και επειδή πέρναγε από εκεί η θυγατέρα της, της είπε να μην έρθει και να ειδοποιήσει το εκατό "100". Η κόρη της βγήκε στο "μπαλκόνι" από όπου είχε οπτική επαφή τόσο με την μητέρα της, όσο και με τον κατηγορούμενο, ο οποίος μετά την αποτυχημένη προσπάθεια να παρασύρει την Ζ, συνάντησε την Ψ την έπιασε από το αριστερό της χέρι, την απείλησε με ένα μαχαίρι και την παρέσυρε προς το πάρκο. Η εν λόγω παθούσα περί ώρα 8.40' στις 12-4-2008 είχε φύγει από το επί της οδού ... σπίτι της για να κατευθυνθεί προς τον ΗΣΑΠ .... Όμως σε απόσταση πενήντα μέτρων από το σπίτι της στη συμβολή των οδών ... την πλησίασε ο εν λόγω αλλοδαπός Χ την έπιασε βίαια και της είπε να μη φωνάξει γιατί αλλιώς θα τη σκοτώσει και της ζήτησε να κατευθυνθούν προς τον ΗΣΑΠ .... Η Ψ φοβήθηκε και του είπε, να μεταβεί σε παρακείμενο φαρμακείο γιατί δεν αισθανόταν καλά. Εκείνος όμως δεν της το επέτρεψε και συνέχισε να την τραβά βίαια και όλο αυτό το διάστημα είχε στην κοιλιά της ένα σκληρό αντικείμενο, ένα μαχαίρι και της έλεγε συνέχεια "μη μιλήσεις γιατί θα σε σκοτώσω και θα σου κάνω χαρακιές στο πρόσωπο". Η παθούσα (Ψ) άρχισε να καλεί σε βοήθεια. Παρά τα παρακάλια της να την αφήσει να φύγει με το πρόσχημα ότι πρέπει να πάρει ένα φάρμακο, αυτός την απείλησε ότι θα τη σκοτώσει αν φώναζε, και εκείνη κλαίγοντας προσπαθούσε να κάνει νόημα με τα χείλη της στους περαστικούς, οι οποίοι όμως δεν συνειδητο-ποιούσαν το δράμα που εξελισσόταν έμπροσθέν τους τις πρωινές εκείνες ώρες. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος οδήγη-σε την Ψ σε ένα αλσύλιο στο οποίο υπήρχε μία αποθήκη. Στην είσοδο της αποθήκης την ακινητοποίησε με την απειλή του μαχαιριού της έπιασε το στήθος της, έβγαλε το παντελόνι του και το εσώρουχό του ενώ κατέβασε και το παντελόνι της παθούσας με σκοπό παρά τη θέλησή της να έλθει σε κατά φύση συνουσία μαζί της. Όμως την ολοκλήρωση της πράξης αυτής όχι για δικούς του προσω-πικούς λόγους αλλά από το γεγονός ότι δύο αστυνομικοί τον πλησίασαν και του φώναξαν. Αμέσως μετά τις φωνές των αστυνομικών ο κατηγορούμενος πέταξε μακριά του το μαχαίρι, το οποίο δεν βρέθηκε από τους αστυνομικούς χωρίς πάντως να γίνει επισταμένως έλεγχος του χώρου που διαδραματίσθηκε το γεγονός. Οι αστυνομικοί βρέθηκαν στον τόπο που διαδραματί-στηκε το γεγονός μετά από τηλεφώνημα της κόρης της Ζ, η οποία είχε τηλεφωνήσει στην υπηρεσία της άμεσης δράσης της Ελληνικής Αστυνομίας είχε αναφέρει την περιπέτεια της μητέρας καθώς και το ότι ο ίδιος άγνωστος άντρας αμέσως μετά τη μητέρα της είχε πάρει μια κοπέλα μαζί του αναφέροντας την τοποθεσία. Επίσης είχαν τηλεφωνήσει στην Αστυνομία και άλλοι περαστικοί που είδαν να κρατάει σφιχτά αγκαλιά για να μη μπορέσει να φύγει την παθούσα και έτσι η Αστυνομία έφθασε πολύ γρήγορα. Οι αστυνομικοί Α1 με τον συνάδελφό του Α2 που ανήκουν στην άμεση δράση, ήταν αυτοί που προσήλθαν στον τόπο όπου ήταν ο κατηγορούμενος με την Ψ. Πράγματι έξω από την αποθήκη του Δήμου Αθηναίων τον Χ να έχει κατεβασμένο το παντελόνι του, όπως και το εσώρουχό του να τραβάει βίαια τη γυναίκα της και αυτής το παντελόνι ήταν κατεβασμένο. Ο κατηγορού-μενος αρνείται την κατηγορία και ισχυρίζεται ότι το μόνο που ζήτησε από την παθούσα ήταν μία οδός που έψαχνε να βρει. Τον κατηγορούμενο έπιασαν οι αστυνομικοί την ώρα που αποπειράθηκε να βιάσει την ανωτέρω. Αμέσως μετά το συμβάν και τη σύλληψή τους αναγνωρίσθηκε από την παθούσα και χωρίς καμία επιφύλαξη αναγνωρίστηκε από την παθούσα και ενώπιον του δικαστηρίου ως το άτομο που αποπειράθηκε να τη βιάσει. Εξάλλου τον κατηγορούμενο αναγνώρισε τόσο η Ζ ως το άτομο που προσπάθησε να την παρασύρει απειλώντας της, όσο και ο Αστυνομικός Α1, ο οποίος καταθέτει ότι την 12 -4-2008 στην περιοχή ... βρήκε τον κατηγορούμενο με κατεβασμένο το παντελόνι του και το εσώρουχο και να έχει ακινητοποιήσει την παθούσα και να της έχει κατεβάσει το παντελόνι τραβώντας την προς την αποθηκούλα. Ο κατηγορούμενος είχε έλθει στην Ελλάδα το 2004 και ζει μαζί με ελληνίδα με την οποία έχει αποκτήσει ένα τέκνο. Η γυναίκα με την οποία έχει αποκτήσει το τέκνο κατέθεσε στο δικαστήριο ότι δεν έχει αναγνωρίσει το παιδί που απέκτησαν γιατί είχε διαπιστώσει ορισμένα κακά πράγματα επάνω του και η ίδια δεν ήθελε να προβεί σε τέτοια ενέργεια. Μάλιστα το διάστημα που τον συνέλαβαν είχαν χωρίσει. Ο κατηγορούμενος έχοντας αποφασίσει να τελέσει κακούργημα επιχείρησε πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως και τιμωρείται αν το κακούργημα δεν ολοκληρώθηκε με ποινή ηλαττωμένη. Ο εξαναγκασμός κάποιου ανεξαρτήτως φύλου σε συνουσία εξώγαμη σε ή σε ανοχή ή επιχείρηση άλλης ασελγούς πράξεως, γίνεται με απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου που στρέφεται κατά του σώματος, της ζωής ή άλλου ουσιώδους δικαιώματος του παθόντος, είτε σωματική βία υποκειμενικός δε δόλος συνιστάμενος στη βούληση του δράστη όμως με σωματική βία ή απειλή ή και με τους δύο τρόπους εξαναγκάσει άλλον σε συνουσία εξώγαμη ή ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και ενέχων τη γνώση ότι ο άλλος δεν συναινεί στην συνουσία ή στην ασελγή πράξη. Ως σωματική δε δύναμη νοείται η χρήση δύναμης που επενεργεί σωματικά με σκοπό την υπερνίκηση, είτε ήδη εκδηλωθείσης είτε ανεμενόμενης αντιστάσεως. Κατά τη διάταξη του άρθρου 42 § 1 του ΠΚ πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης είναι κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία, αποτελώντας τμήμα ολικώς ή μερικώς της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, οδηγεί ευθέως και αναμφισβητήτως στην πραγμάτωσή του, ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο. Η βούληση του δράστη να εξαναγκάσει την παθούσα σε εξώγαμη συνουσία αποδεικνύεται από το ότι παρέσυρε με τη βία σε μέρος όπου δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι, γδύθηκε από τη μέση και κάτω έπιασε το στήθος της παθούσας και κατέβασε το παντελόνι της. Όλα αυτά αποδεικνύ-ουν, ότι ο σκοπός του κατηγορουμένου ήταν να υποχρεώσει την παθούσα σε εξώγαμη συνουσία εισάγοντας το μόριό του στον κόλπο της παθούσας χωρίς στην συναίνεση αυτής αλλά χωρίς να ολοκληρώσει την πράξη του. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος απόπειρας βιασμού και οπλοφορίας, δεδομένου ότι όπλο είναι οποιοδήποτε αντικείμενο, που ήθελε επινοήσει η ανθρώπινη εφευρετικότητα, του οποίου ο αντικει-μενικός προορισμός κατά την κοινή αντίληψη, είναι η επιθετική ή αμυντική ενέργεια, θα πρέπει δηλαδή εκ κατασκευής του το αντικείμενο να προορίζεται για άμυνα ή επίθεση. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά των όπλων, το χαρακτηριστικό νόημα αυτών εκ των λοιπών αντικειμένων. Ο κατηγορούμενος είχε μαχαίρι με το οποίο απειλούσε την Ψ, θέτοντας αυτό στην κοιλιά της και λέγοντας σ' αυτήν ότι θα τη σκοτώσει αν φωνάξει. Αν δεν είχε ο κατηγορούμενος σκοπό να προβεί στην ανωτέρω αξιόποινη πράξη αλλά την ανεύρεση οδού δεν θα κατέβαζε το παντελόνι της κοπέλας, ούτε και το δικό του όπως και το εσώρουχό του ούτε εξάλλου θα την τραβούσε βίαια προς απομονωμένο χώρο, απειλώντας ότι θα την σκοτώσει με τη χρήση μαχαιριού, το οποίο πέταξε όταν πήγαν οι αστυ-νομικοί. Η αποθήκη του Δήμου Αθηναίων βρίσκεται εντός αλσυλλίου στη συμβολή της ... όπου και αποπειράθηκε να την εξαναγκάσει να έλθει σε συνουσία μαζί της προς ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του, προβαίνοντας στις παραπάνω πράξεις, πλην όμως δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει την πράξη του για λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους της θελήσεώς του καθόσον έφθασαν οι αστυνομικοί της άμεσης δράσης που είχαν ειδοποιηθεί από περιοίκους και τον συνέλαβαν".
Στη συνέχεια, το άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα των άνω αξιόποινων πράξεων και ειδικότερα του ότι "1) Στην Αθήνα, την 12-4-2008, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει το κακούργημα του βιασμού και δη να εξαναγκάσει με σωματική βία και με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου σε συνουσία, με πρόθεση επιχείρησε πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος τούτου, πλην όμως, δεν ολοκλήρωσε την πράξη του αυτή από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα της θέλησης του. Συγκεκριμένα περί ώρα 08:40' αφού πλησίασε την Ψ, γεννηθείσα το έτος 1987, με την χρήση σωματικής βίας, πιάνοντας την από το αριστερό της χέρι βίαια λέγοντας της να μην φωνάξει γιατί αλλιώς θα την σκοτώσει, τραβώντας την βίαια και με την απειλή μαχαιριού στην κοιλιά, λέγοντας της να μην μιλήσει γιατί θα την σκοτώσει και θα της κάνει χαρακιές, την οδήγησε κρατώντας την σφιχτά αγκαλιά σε αποθήκη του Δήμου Αθηναίων, που βρίσκεται εντός αλσυλλίου στη συμβολή της ..., όπου έβαλε το χέρι του στο στήθος της, κατέβασε αυτή το παντελόνι της και το παντελόνι του, όπως και το εσώρουχο του, έτσι επιχείρησε με πρόθεση να εξαναγκάσει την Ψ σε συνουσία προκειμένου να ικανοποιήσει τη γενετήσια ορμή του, πλην όμως από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα προς τη θέληση του δεν ολοκλήρωσε την πράξη του αυτή, καθόσον εμφανίστηκαν αστυνομικοί της Άμεσης Δρά-σης, που είχαν ειδοποιηθεί από περιοίκους και τον συνέλαβαν.
2) Στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο, με πρόθεση έφερε παράνομα όπλο και δη μαχαίρι πρόσφορο για επίθεση και άμυνα, καίτοι τούτο απαγορεύεται και του οποίου η κατοχή δεν δικαιολογείται για οικιακή, επαγγελματική, εκπαιδευτική χρήση, τέχνη, θήρα, αλιεία".
Μετά από αυτά, το ίδιο Δικαστήριο αφού του επέβαλε την παραπάνω ποινή, διέταξε την ισόβια απέλασή του από τη χώρα, διέλαβε δε για την απέλαση αυτή στην προσβαλλόμενη απόφασή του, της εξής κατά λέξη αιτιολογία: "Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 1 Π.Κ. πρέπει να διαταχθεί η ισόβια απέλαση του παραπάνω καταδικασθέντα κατηγορου-μένου από τη χώρα, μετά την οριστική έκτιση της ποινής που του επιβλήθηκε ή την υφ' όρο απόλυσή του από τις φυλακές".
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας, καθόσον αφορά μεν την καταδικαστική διάταξη της προσβαλλόμενης αποφάσεως, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 42, 94 § 1, 336 § 1 ΠΚ και άρθρα 1 § 2 περ. β', 10 §§ 1 και 13 περ. β' του Ν. 2163/1993, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την από-φαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιο-λογία της αποφάσεως 78, 79, 80/2010 του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες κατα-θέσεις των μαρτύρων κατηγορίας: 1) Α1 και 2) Ζ, υπερασπίσεως: 1) Σ και 2) Δ, καθώς και την ένορκη κατάθεση της πρωτοδίκως παρασταθείσας ως πολιτικώς ενάγουσας, Ψ.
Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντι-φάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: 1) Ως προς την ενοχή του, δηλαδή ως προς την συνδρομή των προϋποθέσεων της υποκειμενικής και της αντικειμενικής υπόστασης των αδικη-μάτων για τα οποία αυτός καταδικάστηκε, το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τους λόγους και τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του (Δικαστηρίου) για την ύπαρξη των υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις με τις οποίες τα πραγματικά περιστατικά αυτά υπήχθη-σαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν. Αβάσιμα όμως, αφού κατά τα ανωτέρω κατά τρόπο σαφή και πλήρη αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν αντικειμε-νικά και υποκειμενικά τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες αυτός καταδικάστηκε, καθώς και οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές διατά-ξεις που εφαρμόσθηκαν, χωρίς να υπάρχουν αντιφάσεις ή λογικά κενά ή ασάφειες. 2) Το Δικαστήριο υπέπεσε σε υπέρβαση εξουσίας (510 παρ. Η), αφού με την προσβαλλόμενη απόφαση κατέστη χειρότερη η θέση του εκκαλούντος (κατά παράβαση του άρθρου 470 ΚΠΔ), αφού του επιβλήθηκε απέλαση που δεν είχε επιβληθεί πρωτοδίκως και η υπόθεση εκδικάστηκε εκ νέου μετά από έφεση του κατηγορουμένου. Αβάσιμα όμως και με την αιτίαση αυτή, διότι το Δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση κατ' έφεση. Μπορεί να διατάξει το άνω μέτρο, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις και αυτό είχε παραληφθεί με την απόφαση στον Α' Βαθμό, χωρίς να καθίσταται χειρότερη η θέση του κατηγορουμένου και χωρίς αυτό να υποπέσει στην άνω πλημμέλεια. Κατά το άρθρο 502 παρ. 1 εδ. ε' του Κ.Π.Δ. το κεφάλαιο της αποφάσεως για τις πολιτικές απαιτήσεις που προσβάλλεται από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα εξετάζεται από το εφετείο και αν ακόμη δεν είναι παρών ο πολιτικώς ενάγων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της ουσιαστικής έρευνας της υποθέσεως, εξετάζει και το προσβαλλόμενο κεφάλαιο της αποφάσεως που αφορά τις πολιτικές απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος, στις οποίες περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, που επιδικάσθηκε πρωτοδίκως, όχι μόνο όταν απουσιάζει ο πολιτικώς ενάγων, αλλά και όταν εμφανίζεται αυτός ενώπιον του Εφετείου, υπό την ιδιότητα του μάρτυρα, χωρίς να παραιτείται με σχετική δήλωσή του της πολιτικής αγωγής και δίχως να επαναλαμβάνει την περί παραστάσεώς του ως πολιτικώς ενάγοντος δήλωση που έκανε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Το εφετείο στην περίπτωση αυτή, ερευνώντας το κεφάλαιο αυτό, αποφαίνεται για τη βασιμότητά του, χωρίς να δικαιούται μόνο να αυξήσει το ποσό που επιδικάσθηκε πρωτοδίκως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε, παρέστη και η εγκαλέσασα η οποία είχε νομίμως παραστεί πρωτοδίκως ως πολιτικώς ενάγουσα και στην οποία είχε επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 44 ευρώ, χωρίς όμως να επαναλάβει στο δευτεροβάθμιο δικαστή-ριο, την περί παραστάσεώς της ως πολιτικώς ενάγουσας δήλωση, αλλά ούτε και να παραιτηθεί της πολιτικής της αγωγής, εξετασθείσα ενόρκως ως απλός μάρτυρας επί της υποθέσεως. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για τις πράξεις που του αποδιδόταν, εχώρησε και στην έρευνα του εκκληθέντος κεφαλαίου της πρωτόδικης αποφάσεως για τις πολιτικές απαιτήσεις και επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το και πρωτοδίκως επιδικασθέν στην εγκαλούσα ως άνω ποσό. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν υπέπεσε στην ελεγχόμενη από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Π.Δ. πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας και ο σχετικός λόγος κατά το πρώτο σκέλος του, της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσι-μος.
Επομένως, καθόσον αφορά μεν την καταδικαστική διάταξη της άνω αποφάσεως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' και Η' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστα-τωμένης αιτιολογίας, της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, αλλά και της υπερβάσεως εξουσίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβά-σιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμη-ση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Περαιτέρω, καθόσον αφορά όμως, τη διάταξη περί απέλασης του αναιρεσείοντος, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ελλιπή αιτιολογία, αφού κατά την εφαρμογή του άρ. 74 παρ. 1 ΠΚ και κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας για την απέλαση ή μη του αναιρεσείοντος, το δικάσαν Δικαστήριο, δεν αναφέρει κανένα σχεδόν περιστατικό που να δικαιολογεί την κρίση του για το αναγκαίο αυτής (απέλασης) και που ανάγονται στη βαρύτητα και στο είδος του εγκλήματος, στο χρόνο παραμονής του αναιρεσείοντος στο ελληνικό έδαφος, στην εν γένει συμπεριφορά αυτού, στο επάγγελμά του και στην ύπαρξη ή μη οικογένειας αυτού στην Ελλάδα. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ σχετικού λόγου της κρινόμενης αίτησης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της που αφορά τον αναιρεσείοντα και τη διάταξή της περί απελάσεως αυτού και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το εν λόγω μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρ. 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 78, 79, 80/2010 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος της που αφορά τη διάταξη της περί απελάσεως του αναιρεσείοντος και, κατά τα λοιπά, απορρίπτει την από 1 Μαρτίου 2010, ενώπιον του γραμματέα (αριθμ. πρωτ. 4/2010) του Εφετείου Αθηνών, αίτηση του Ζ, για αναίρεση της άνω αποφάσεως του αυτού Δικαστηρίου. Και
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το εν λόγω μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Σεπτεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ