Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης



Court decision number 2051 / 2008    (Β, Penal Cases)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ποινή, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Πολιτική αγωγή, Ακροάσεως έλλειψη.




Περίληψη:
Παράσταση πολιτικής αγωγής. Το θέμα της νόμιμης εκπροσωπήσεως νομικού προσώπου αφορά πλημμέλεια στην ουσιαστική κρίση για την εκπροσώπηση αυτού από συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο και με την έννοια αυτή δεν αποτελεί πλημμέλεια από τις διατάξεις των άρθρων 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ σε συνδυασμό με άρθρο 171 παρ. 2 Κ.Π.Δ.. Πραγματογνωμοσύνη. Η αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, υποκείμενη στην απόλυτη κατ’ ουσία κρίση του δικαστηρίου, δεν επάγεται ακυρότητα ούτε ιδρύει αναιρετικό λόγο κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Κ.Π.Δ.. Αιτιολογία. Αιτιολογημένη καταδίκη για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Ελαφρυντικές περιστάσεις. Η παράλειψη του δικαστηρίου να διαλάβει στο σκεπτικό και στο διατακτικό διάταξη για την παραδοχή ή απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού για την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως, το οποίο με σαφήνεια και πληρότητα προβλήθηκε από τον κατηγορούμενο, στοιχειοθετεί τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β΄ σε συνδυασμό με το άρθρο 170 παρ. 2 Κ.Π.Δ.





Αριθμός 2051/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


B' Ποινικό Τμήμα Διακοπών


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Λεοντή - Εισηγητή και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Μπούγα, περί αναιρέσεως της 169 και 205/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25.7.2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1362/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη 127/25.7.2008 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 169, 205/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Λαμίας, που καταχωρήθηκε στο Ειδικό Βιβλίο στις 16.7.2008, με την οποία η αναιρεσείουσα κρίθηκε ένοχη για τις φερόμενες ως τελεσθείσες στις 18.9.2000 αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως και της επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών. Η νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση της αναιρέσεως επιτρέπει τον έλεγχο της βασιμότητας των διατυπουμένων δι' αυτής λόγων, έννοια με την οποία και ερευνώνται στη συνέχει με βάση τις ακόλουθες ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατ' ακριβή κατά τούτο αντιγραφή της. "Ο εγκαλών είναι νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρείας με την επωνυμία "..... ΕΠΕ" που ιδρύθηκε το έτος 1996 και έκτοτε λειτουργεί ως επιχείρηση εμπορίας ηλεκτρολογικού υλικού, φωτιστικών, οικιακών συσκευών, εργαλείων κλπ σε κατάστημα που βρίσκεται στο 1° χιλ. της Εθνικής Οδού ... - ..... Η σύζυγος του εγκαλούντα έχει από ετών αντιδικία σχετική με τη διεκδίκηση τμήματος γης στη θέση "....." Φωκίδας είναι κατηγορουμένη. Στις ..., η κατηγορουμένη, προκειμένου να προκαλέσει οικονομικό έλεγχο της άνω επιχείρησης, υπέβαλε με ΦΑΞ προς το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) Στερεάς Ελλάδος, ψευδή χειρόγραφη καταγγελία, με το εξής περιεχόμενο: "ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ. Καταγγέλλω ότι στις 5-9-2000 και ημέρα Τρίτη, επισκέφθηκα το κατάστημα του Γ1 επί της Εθνικής οδού ... - .....(1° χιλ.) τηλέφωνο ...... Αγόρασα φωτιστικά αξίας 82.000 δραχμών και δεν μου έδωσαν απόδειξη. Όταν δε ζήτησα την απόδειξη αντέδρασαν βίαια. Αθήνα, ....". Έθεσε δε ψευδή στοιχεία καταγγέλλοντος και υπογραφή και συγκεκριμένα "Ζ1, Αθήνα". Η καταγγελία ήταν ψευδής κατά το περιεχόμενό της, αφού για την πώληση των προϊόντων της η εταιρεία εκδίδει πάντοτε, μέσω του νομίμου εκπροσώπου της, ήτοι του εγκαλούντος, αποδείξεις, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι σε γενόμενους αλλεπάλληλους ελέγχους από το ΣΔΟΕ που ακολούθησαν της καταγγελίας, δεν διαπιστώθηκε καμία παράβαση. Η καταγγελία, όμως, ήταν ψευδής και ως προς τα στοιχεία της καταγγέλλουσας, αφού κατόπιν έρευνας του εγκαλούντος, διαπιστώθηκε ότι η Ζ1 ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο. Ο εγκαλών αντιλήφθηκε, δεδομένου ότι γνώριζε το γραφικό χαρακτήρα της κατηγορουμένης, ότι η καταγγελία ήταν δική της ενέργεια, την οποία έκανε από εμπάθεια προς τη σύζυγό του, λόγω της μεταξύ τους αντιδικίας και ζήτησε από τη δικαστική γραφολόγο ... να διενεργήσει γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, για να διαπιστωθεί τούτο, όπως και έγινε. Σύμφωνα με την άνω πραγματογνωμοσύνη που αναγνώστηκε και τη μαρτυρία της πραγματογνώμονος.... διαπιστώθηκε ότι η προέλευση της καταγγελίας είναι από την κατηγορουμένη. Τα παραπάνω δεν αντικρούονται από την πραγματογνωμοσύνη του πραγματογνώμονα -γραφολόγου ..... ότι πρόκειται για γραφή δύο διαφορετικών προσώπων, ούτε από την έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου ....., ο οποίος μάλιστα κατέθεσε ότι η γραφή και η υπογραφή της καταγγελίας χαράχτηκε με προσπάθεια απομίμησης της γραφής και υπογραφής της κατηγορουμένης, γεγονός που οδηγεί στο παράλογο συμπέρασμα ότι ο μηνυτής κατήγγειλε ο ίδιος τον εαυτό του για να προκαλέσει τον έλεγχο της επιχείρησής του από το ΣΔΟΕ και ακολούθως να παγιδέψει την κατηγορουμένη και να υποβάλει την παρούσα μήνυση σε βάρος της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από την ενέργεια της κατηγορουμένης προσβλήθηκαν η φήμη, το όνομα και η εν γένει προσωπικότητα του εγκαλούντος, αφού μετά την καταγγελία, το ΣΔΟΕ Στερεάς Ελλάδας διενήργησε αλλεπάλληλους οικονομικούς ελέγχους στην επιχείρηση που διατηρεί ο εγκαλών και μάλιστα ενώπιον πελατών του καταστήματος, επιβλήθηκε στην εταιρεία πρόστιμο για την καταγγελλόμενη παράβαση και δημιουργήθηκε η εντύπωση τόσο στους αρμοδίους υπαλλήλους του ΣΔΟΕ, όσο και στους τρίτους πελάτες της επιχείρησης, ότι τόσο η εταιρεία, όσο και ο εγκαλών ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής και επαγγελματίας, ενεργούν έκνομα, με αποτέλεσμα να θιγεί η αξιοπιστία τους, η επαγγελματική τους φήμη και να προσβληθεί η προσωπικότητά τους. Συνεπεία δε της προσβολής της προσωπικότητάς τους, υπέστη ο εγκαλών ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, το ύψος της οποίας πρέπει να οριστεί στο ποσό των 44 ευρώ, ποσό που διακρίνεται δίκαιο και εύλογο, κατόπιν στάθμισης του είδους και της έκτασης της προσβολής, του βαθμού του πταίσματος της κατηγορουμένης, της ταλαιπωρίας την οποία υπέστη ο εγκαλών και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των μερών. Επίσης, όσον αφορά το αίτημα διενέργειας νέας πραγματογνωμοσύνης, το Δικαστήριο κρίνει ότι, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο δεν σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση. Επομένως, πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη", αιτιολογίες της επιτρεπτώς συμπληρούμενες από το διατακτικό της, με το ακόλουθο περιεχόμενο: "Στη Λαμία στις 18.9.2000 τέλεσε τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις και ειδικότερα : Α) Εν γνώσει ανέφερε σ' άλλον ψευδώς ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του για αυτήν. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, προέβη στην από .... έγγραφη καταγγελία στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ ΠΔ) Στερεάς Ελλάδος, την οποία απέστειλε με φαξ, ότι δήθεν στις 05-9-2000 επισκέφθηκε το κατάστημα της εταιρίας με την επωνυμία "...... ΕΠΕ" της οποίας εταιρίας νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής είναι ο Γ1, και ότι αγόρασε φωτιστικά αξίας 82.000 δρχ, χωρίς να της χορηγηθεί απόδειξη για τα χρήματα που κατέβαλε, όταν δε ζήτησε την απόδειξη υπήρξε βίαιη αντίδραση, ενώ τα ανωτέρω ήταν ψευδή και η κατηγορουμένη τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους, προέβη δε στην πράξη της αυτή με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του εγκαλούντος όπως και πράγματι έγινε, καθόσον εναντίον της ανωτέρω εταιρίας καταλογίσθηκε από το (ΣΔΟΕ ΠΔ) φορολογική παράβαση. Β) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, εν γνώσει της αναλήθειας, ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλον ψευδές γεγονός, που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του και ειδικότερα, προέβη στην από .... ανωτέρω έγγραφη καταγγελία προς το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ ΠΔ) Στερεάς Ελλάδος, της οποίας το περιεχόμενο κατέστη γνωστό στον αρμόδιο υπάλληλο της (ΣΔΟ/Ξ ΠΔ), ο οποίος παρέλαβε αυτήν, αλλά και σε άλλους υπαλλήλους, στους οποίους ανατέθηκε η διενέργεια αιφνιδιαστικών ελέγχων και στην οποία περιέχονται όσα ανωτέρω υπό στοιχείο (Α) αναφέρονται, τα οποία συνιστούν γεγονότα ψευδή δυνάμενα, να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος, αφού τον εμφανίζει ως άτομο το οποίο, με σκοπό τον προσπορισμό οφέλους, προβαίνει στη διάπραξη φορολογικών παραβάσεων, η δε κατηγορούμενη τελούσε εν γνώσει της αναλήθειάς τους".
Ι. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναίρεσης της απόφασης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η παρά τον νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθρ. 63 και 64 Κ.Π.Δ. και όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο της άσκησης και της υποβολής αυτής, κατά το αρθρ. 68 του ίδιου κώδικα. Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ. 63 Κ. Π. Δ. και 614 και 932 Α. Κ., προκύπτει ότι δικαιούνται να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες μόνον εκείνοι που ζημιώνονται άμεσα από το έγκλημα ή υφίστανται ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από αυτό και όχι και εκείνοι που βλάπτονται έμμεσα, όπως τα μέλη του νομικού προσώπου, τα οποία δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά στην άσκηση της πολιτικής αγωγής από αδίκημα που στρέφεται κατά νομικού προσώπου, το οποίο και μόνο ζημιώνεται άμεσα από αυτό (Ολ. Α.Π. 5/1994). Ηθική βλάβη μπορεί να υποστεί και το νομικό πρόσωπο από τον αντίκτυπο που έχει στην πίστη, το κύρος και την φήμη του η άδικη πράξη που διαπράχθηκε σε βάρος του, στην δήλωση του εκπροσώπου του οποίου, όταν παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται η βλάβη, γιατί αυτή αναφέρεται στον ανωτέρω αντίκτυπο. Έτσι από τις προαναφερόμενες διατάξεις των αρθρ. 63, 64, 68 Κ.Π.Δ. συνάγεται ότι απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας προκαλείται μόνον οσάκις υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως ή όταν δεν τηρήθηκε η επιβαλλομένη διαδικασία σχετικώς προς τον χρόνο και τον τόπο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής εις το ποινικό δικαστήριο. Οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή έλλειψη αναφερομένη στην παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκεί επιρροή στην νομιμότητα της παραστάσεως, όπως επί εταιρίας η έλλειψη εγκρίσεως της Γενικής Συνελεύσεως (Α.Π. 1575/98, 2266/2002). Εξ ετέρου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ. 6, 8, 16, 17, 18, 21, 38, 44, 45, 47 και 49 ν. 3190/1955 "περί εταιριών περιορισμένης ευθύνης" σαφώς προκύπτει ότι την εταιρία περιορισμένης ευθύνης εκπροσωπούν οι διαχειριστές αυτής, οι οποίοι και υπογράφουν δια την εταιρίαν, θέτοντες την ιδία αυτών υπογραφή, κάτωθι της επωνυμίας της εταιρίας. Ως διαχειριστές διορίζονται δια του καταστατικού ή δι' αποφάσεως της συνελεύσεως των εταίρων ένας ή περισσότεροι εταίροι ή μη εταίροι δι' ορισμένο ή μη χρόνο. Ο διορισμός των διαχειριστών υπόκειται στις δημοσιεύσεις του αρθρ. 8 του νόμου τούτου (καταχώρησις αντιγράφου της αποφάσεως της συνελεύσεως εις το βιβλίο εταιριών περιορισμένης ευθύνης που τηρείται εις το αρμόδιο Πρωτοδικείο και δημοσίευσις περιλήψεως αυτής εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι ο εκπρόσωπος της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης παρανόμως παρέστη ως πολιτικώς ενάγων για λογαριασμό της παραπάνω εταιρίας κατά την εκδίκαση κατ' αυτής (αναιρεσείουσας) των παραπάνω εγκλημάτων, άνευ νομίμου εκπροσωπήσεως της εταιρίας. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, διότι αφορά πλημμέλεια μη αναφερομένη στην παράσταση, αλλά στην ουσιαστική κρίση για την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος από το συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο, ήτοι πλημμέλεια που δεν ανάγεται από τις παραπάνω διατάξεις των αρθρ. 510 § 1 στοιχ. Α' εν συνδ. με αρθρ. 171 § 2 ΚΠοινΔ.
II. Κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος, οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή το δικαστήριο μπορούν αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση κάποιου διαδίκου ή του εισαγγελέα να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη. Η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, κατά την διάταξη αυτή, υπόκειται στην απόλυτη κρίση του δικαστηρίου, του συμβουλίου ή του ανακρίνοντος και δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ενώ η αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος για πραγματογνωμοσύνη δεν συνεπάγεται ακυρότητα, ούτε ιδρύει αναιρετικό λόγο κατά το αρθρ. 510 § 1 Κ.Π.Δ. (Α.Π. 874/2004). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης, ως άνω αποφάσεως, η κατηγορουμένη, δια του συνηγόρου της, υπέβαλλε εγγράφως αίτημα προς το δικαστήριο, προκειμένου να διαταχθεί η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, πλην όμως απερρίφθη. Όμως η αιτίαση ότι δεν υπάρχει η απαιτούμενη αιτιολογία για την απόρριψη του εν λόγω αιτήματος είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, κατά τα εκτεθέντα.


ΙΙΙ. Έλλειψη της επιβαλλομένης από τις διατάξεις των αρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία ιδρύει τον από το αρθρ. 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σ'αυτό οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, εις τους οποίους εστήριξε το δικαστήριο την περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του. Ειδικά, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για την βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα, όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η κατά το αρθρ. 178 Κ.Π.Δ. απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει τα άλλα. Η απλή γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση, αναφορικά με γεγονότα που τίθενται υπόψη τους, δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο (στο αρθρ. 178 Κ.Π.Δ.) αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 Κ. Π. Δ., με την συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων από ανακριτικό υπάλληλο ή το δικαστήριο, λαμβάνεται όμως υποχρεωτικά υπόψη από το δικαστήριο και συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις, για την διαμόρφωση της κρίσης του, είτε ως έγγραφο, είτε ως αυτοτελές αποδεικτικό μέσο (Α.Π. 189/2005). Η επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να υπάρχει, όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς. Αυτοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται εις το δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με το αρθρ. 170 § 2 και 333 § 2 Κ.Π.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητος για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος κατά το αρθρ. 510 § 1 στοιχ. Β' Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως είναι και η έλλειψη ακρόασης κατά το αρθρ. 170 § 2 η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται και στην περίπτωση που το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί στην σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, όπως όταν το δικαστήριο δεν απάντησε σε αυτοτελή ισχυρισμό του. (Α.Π. 1690/2003). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του αρθρ. 229 § 1 Π.Κ. για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης απαιτείται, εκτός άλλων, όπως η πράξη που καταγγέλλεται για άλλον με την μήνυση ή την ανακοίνωση στην αρχή να είναι το μεν αντικειμενικώς αξιόποινη, δηλαδή να φέρει τα βασικά στοιχεία του αρθρ. 14 Π.Κ. για οποιοδήποτε έγκλημα ώστε να παρέχεται αφορμή για άσκηση ποινικής δίωξης ή πειθαρχικώς κολάσιμη, το δε να είναι αντικειμενικώς ψευδής και εν γνώσει της αναληθείας αυτής να έγινε υπό του ήδη κατηγορουμένου, ως ψευδομηνυτού, η καταμήνυσίς της με σκοπό να κινήσει την ποινική ή πειθαρχική δίωξη του καταμηνυθέντος. Εάν με βάση τα καταγγελλόμενα περιστατικά δεν θεμελιώνεται αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη πράξη, τότε δεν υπάρχει, για έλλειψη αντικειμενικού στοιχείου, ψευδής καταμήνυση. Το έγκλημα τούτο θεωρείται τετελεσμένο, αφ' ης περιέλθει η μήνυση στην αρχή ή γίνει η προς αυτήν ανακοίνωση, ανεξαρτήτως αν επήλθε το επιβλαβές δια τον μηνυόμενο αποτέλεσμα. Η αρχή προς την οποία γίνεται η μήνυση ή ανακοίνωση δεν είναι αναγκαίο να είναι και η αρμόδια για την δίωξη του καταμηνυομένου, γιατί κάθε αρχή (και μη δικαστική) έχει υποχρέωση να διαβιβάσει την καταμήνυση στην αρμόδια αρχή. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής για ψευδή καταμήνυση απόφασης, πρέπει, εκτός των άλλων, να εξειδικεύεται η καταμηνυθείσα πράξη και ο επιδιωκόμενος από τον δράστη της ψευδούς καταμήνυσης σκοπός, καθώς και ότι ο υπαίτιος εγνώριζε την αναλήθεια της (Α.Π. 1160/2001, 346/2001). Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ. 362, 363 Π.Κ., προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) Ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλον, γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναληθείας του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει την γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και την θέλησή του να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ως "γεγονός", κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, το οποίο ανάγεται εις το παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικόν απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά αναφερόμενη στο παρελθόν ή παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και ευπρέπεια. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, τα οποία, ως αποτελούντα ενιαίο σύνολο, αλληλοσυμπληρώνονται, το Εφετείο, που δίκασε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία κατ' είδος προσδιορίζει, (α) ότι η ήδη αναιρεσείουσα υπέβαλε ψευδή χειρόγραφη καταγγελία προς το ΣΔΟΕ, παραδοχή της την οποία στήριξε στην γραφολογικού περιεχομένου γνωμοδότηση της δικαστικής γραφολόγου ......, που συντάχθηκε κατόπιν εντολής του νομίμου εκπροσώπου της εγκαλούσης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, (β) ότι η καταγγελλομένη παραβίαση αφορά ανύπαρκτη συναλλαγή της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας με την κατηγορουμένη, η οποία χρησιμοποίησε προς τούτο ψευδή στοιχεία ως προς την ταυτότητα της καταγγέλουσας, ενέργεια που καταδεικνύει το ψευδές του καταγγελλόμενου γεγονότος της συναλλαγής και την γνώση αυτής για την αναλήθειά του και (γ) ότι στην ενέργειά της αυτή προέβη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη της εγκαλούσης, καθόσον εναντίον της καταλογίσθηκε από το ΣΔΟΕ φορολογική παράβαση και πραγματοποίησε αλλεπάλληλους στη συνέχεια οικονομικούς ελέγχους στην επιχείρησή της, λόγω της αντιδικίας της αναφορικά με την διεκδίκηση εδαφικού τμήματος στη θέση "....." Φωκίδας με τη σύζυγο του συζύγου του νομίμου εκπροσώπου της πολιτικώς εναγούσης. Περαιτέρω δέχεται ότι τελούσα σε γνώση της αναληθείας του καταγγελλομένου γεγονότος, το οποίο γνωστοποίησε στο ΣΔΟΕ, οι υπάλληλοι του οποίου διενήργησαν στη συνέχεια αλλεπάλληλους ελέγχους χωρίς να διαπιστώσει καμμία παράβαση και επομένως έλαβαν γνώση αυτού, ως και πελάτες της επιχειρήσεως της εγκαλούσης, επεδίωξε και επέτυχε να θιγεί η αξιοπιστία της και η επαγγελματική της φήμη, εμφανίζοντας αυτή να ενεργεί έκνομα. Οι παραδοχές αυτές του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως επιτρεπτώς αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό της, διαλαμβάνουν πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες για τα συγκροτούντα την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως στοιχεία, με γενική και ειδική αναφορά στα αποδεικτικά μέσα στα οποία στήριξε την περί των πραγμάτων αυτών κρίση της, και επομένως ο προτεινόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1Δ ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως ελέγχεται ως αβάσιμος. Περαιτέρω, από την επιτρεπτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι στις αιτιολογίες αυτής παρατίθενται τα άρθρα 1, 14, 18β, 26 παρ. 1α, 27, 51, 53, 57, 63, 79, 94, 222 παρ. 1-3 και 363, 362 ΠΚ, από τα οποία προβλέπονται και τιμωρούνται οι αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα, στην παράλειψη αναφοράς των οποίων στηρίζει την αυτή αναιρετική αιτίαση του άρθρου 510 παρ. 1Δ ΚΠοινΔ, πλημμέλεια η οποία, προβλεπόμενη ως αυτοτελής αναιρετικός λόγος υπό την αρχική αρίθμηση του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠοινΔ με στοιχ. Η, καταργήθηκε με το άρθρο 50 παρ. 4 του ν. 3160/30.6.2003.
IV. Με βάση τα διαλαμβανόμενα στην αρχή της παρούσης πραγματικά περιστατικά, το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε με την προσβαλλόμενη απόφασή του σε καταδικαστική για την αναιρεσείουσα κρίση και της επέβαλε τη συνολική ποινή φυλακίσεως των έξι (6) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε στη συνέχεια για τρία (3) έτη, χωρίς να διαλάβει ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό της διάταξης για την παραδοχή ή απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως από το άρθρο 84 παρ. 2α ΠΚ, τον οποίο με πληρότητα και σαφήνεια προεβλήθη από τον συνήγορο της αναιρεσείουσας με υπόμνημα να αναπτύχθηκε από αυτόν προφορικά. Επομένως, στοιχειοθετείται ο προβαλλόμενος και από το άρθρο 510 παρ. 1Β σε συνδυασμό με το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠοινΔ προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως ακροάσεως της αναιρεσείουσας, κατά παραδοχή του οποίου πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά το περί ποινής κεφάλαιο αυτής ως προς το οποίο και μόνο ασκεί επιρροή η αναγνώριση ή μη της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως καθισταμένης αμετακλήτου κατά το περί ενοχής κεφάλαιο, με περαιτέρω παραπομπή της υποθέσεως για νέα κατά τούτο εκδίκασή της στο αυτό δικαστήριο, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εδίκασαν προηγουμένως (ΚΠοινΔ 519), χωρίς να συντρέχει περίπτωση να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής μετά το αμετάκλητο του περί ενοχής κεφαλαίου της προσβαλλόμενης απόφασης.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 169, 205/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας κατά το περί ποινής κεφάλαιο αυτής. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα εκδίκασή της ως προς την επιβληθησομένη ποινή, στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Σεπτεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2008.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ