Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίληψη:
Το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 281, 288, 648 και 652 ΑΚ και 7 εδ. α του ν. 2112/1920, διότι με βάση τις παραδοχές της απόφασης, θεμελιώνεται πράγματι, η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του αναιρεσίβλητου και η καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας. Ακόμη δεν υπέπεσε σε λάθος, αναγόμενο στην ανάγνωση του επικαλούμενου εγγράφου, αλλά, αφού το ανέγνωσε σωστά, το συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και κατέληξε σε διαφορετικό πόρισμα από αυτό που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό.
Αριθμός 24/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΣΩΛΗΝΟΥΡΓΕΙΑ ΘΗΒΩΝ ΑΕ", που εδρεύει στα
και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λεβέντη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚπολΔ, καθώς και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεμιστοκλή Σκούρα.
Του αναιρεσιβλήτου: Π. Γ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Ψυχράμη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-3-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1191/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3676/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16-11-2012 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 18-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 7 εδ. α' του ν. 2112/1920 "Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλο, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι' ην ισχύουσιν οι διατάξεις του παρόντος νόμου". Κατά τον όρο της διάταξης αυτής "μονομερής μεταβολή" θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη, που γίνεται κατ' αθέτηση της εργασιακής σύμβασης, για την εφαρμογή, όμως, της εν λόγω διάταξης απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ' αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Σε περίπτωση που η ανωτέρω μονομερής μεταβολή είναι αντίθετη προς το νόμο και τους όρους της σύμβασης και δεν γίνεται κατ' ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, ο εργαζόμενος δεν προστατεύεται μόνο από τη διάταξη αυτή, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η οποία απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος. Ειδικότερα, ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης, βάσει του διευθυντικού του δικαιώματος, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την, κατά το δυνατόν, καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος. Και τούτο γιατί η καλή πίστη επιβάλλει στο φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη, κατά την άσκησή του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Τούτο, ιδίως, επιβάλλεται, επί σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας, καθόσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπλήρωσης της παροχής από το μισθωτό αποτελεί μονομερή εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία αυτού στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 288, 648 και 652 Α.Κ., προκύπτει ότι στην περίπτωση σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή κατά την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματός του, προβεί κατά κατάχρηση αυτού, στον προσδιορισμό της παροχής της εργασίας, ο μισθωτός έχει διαζευκτικώς τις εξής δυνατότητες: α) Να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη. β) Να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη καταγγελία, εκ μέρους του, της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης, που προβλέπεται από το ν. 2112/1920. γ) Να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε εάν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί αυτή καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας την αντίδρασή του, να παράσχει την νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους. Περαιτέρω, στην περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, ο εργοδότης δεν είναι υποχρεωμένος να διατηρεί το μισθωτό στην εργασία του ή να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, υποχρεούται όμως να καταβάλει αποζημίωση, λόγω της απόλυσής του, διότι και στην περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας δημιουργείται, λόγω της πραγματικής απασχόλησης του μισθωτού, εργασιακή σχέση και απολαμβάνει αυτός την προστασία των εργατικών νόμων, που αναφέρονται στη "σχέση εργασίας" ιδιαίτερα, δε όταν αυτοί επιβάλλουν υποχρεώσεις προνοίας, φέροντες έτσι το χαρακτήρα κανόνων αναγκαστικού δικαίου, όπως είναι οι περί αποζημίωσης διατάξεις, λόγω μη αποδοχής των υπηρεσιών του μισθωτού ή καταγγελίας της εργασιακής σχέσης. Τέλος, κανόνας δικαίου παραβιάζεται, κατ' άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή. Με τον αναιρετικό δε λόγο του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, ελέγχεται η ορθότητα της ελάσσονος πρότασης του νομικού συλλογισμού, από την άποψη αν οι παραδοχές της απόφασης πληρούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου, που το δικαστήριο εφάρμοσε. Η, κατά την έννοια του αριθμού αυτού, ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία υπάρχει και όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν, κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία στηρίζουν τη διάπλαση ή διάγνωση που έλαβε χώρα. Μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται με πληρότητα και σαφήνεια στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα, για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, που είναι διπλωματούχος μηχανολόγος - μηχανικός του Ε.Μ.Π. και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης στη διοίκηση επιχειρήσεων, προσλήφθηκε, στις 19.11.1991, από την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του σ' αυτήν ως διευθυντής του εργοστασίου της, που βρίσκεται στη Θήβα, με μηνιαίο μισθό, που τον Αύγουστο του έτους 2007 διαμορφώθηκε σε 9.145 ευρώ. Τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί συνίσταντο στη συνολική ευθύνη και διοίκηση της λειτουργίας του εν λόγω εργοστασίου και σε συντονισμό των εργασιών όλων των υπευθύνων των επιμέρους τμημάτων αυτού, μεταξύ των οποίων το Τμήμα Παραγωγής, στο οποίο γίνεται η μελέτη και ο σχεδιασμός του προγράμματος παραγωγής, ο έλεγχος, κατά τη διάρκεια της παραγωγικής εργασίας, ο προγραμματισμός και ο έλεγχος της προόδου των εργασιών, η παροχή τεχνικής υποστήριξης κ.λπ., και το Οικονομικό Τμήμα, το οποίο έχει την ευθύνη για τη διάθεση των χρημάτων που αναλογούν στα έξοδα του εργοστασίου, τόσο σε ό,τι αφορά τους προμηθευτές αλλά και την είσπραξη των οφειλών των πελατών κ.λπ. Η σύμβαση αυτή εργασίας δεν εμπίπτει στην έννοια της τρέχουσας συναλλαγής του άρθρου 23α Ν. 2190/1920. Απαιτείτο να υποβληθεί, με ποινή ακυρότητας, σε προηγούμενη ειδική έγκριση από τη γενική συνέλευση των μετόχων κατ' άρθρο 23α παρ. 2 Ν. 2190/1920. Τέτοια ειδική έγκριση δεν υπήρξε από τη γενική συνέλευση των μετόχων και η ως άνω καταρτισθείσα σύμβαση εργασίας ήταν άκυρη. Στις 11.9.2007 κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα επιστολή από τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγομένης εταιρίας Σ. Κ., με το ακόλουθο περιεχόμενο: "Κύριε Γ., όπως γνωρίζεται, πολλές φορές στο παρελθόν, υπήρξαν προβλήματα συνεργασίας μεταξύ της Διεύθυνσης του εργοστασίου της εταιρίας, που κυρίως αποτελείται από το τμήμα παραγωγής προϊόντων, προϊστάμενος του οποίου είσθε εσείς, και της Διεύθυνσης της έδρας της εταιρίας, που κατά κύριο λόγο αποτελείται από το τμήμα Πωλήσεων και εμπορίας, προϊστάμενοι του οποίου είναι ο κ. Μ. Ζ., η κ. Μ. Β. και ο κ. Μ. Μ.. Η κακή συνεργασία των δύο Διευθύνσεων λειτουργίας της εταιρίας ήταν και είναι σε σοβαρό βαθμό επιζήμια για την εταιρία. Είναι γνωστό ότι στα αιτήματα του τμήματος Πωλήσεων και εμπορίας, του λογιστηρίου αλλά κυρίως των κ.κ. Μ. Ζ. και Μ. Β. τις περισσότερες φορές, με λύπη μου το λέω, δεν ανταποκριθήκατε, παρότι υπήρξαν και προσωπικές μου υποδείξεις προς εσάς.
Για τους λόγους αυτούς, ομολογώ, ότι βρίσκομαι στη δύσκολη θέση να αναγκασθώ να σας απαλλάξω από τα καθήκοντα του διευθυντή του εργοστασίου για τρεις μήνες και θέλω να πιστεύω ότι θα συνειδητοποιήσετε, ύστερα από ήρεμη και σοβαρή σκέψη, ότι η καλή και πρέπουσα συνεργασία ΅εταξύ των στελεχών της εταιρίας αποτελεί και είναι απαραίτητο στοιχείο για να πάει η εταιρία μπροστά. Κ. Σ. Πρόεδρος Δ.Σ. & Διευθύνων Σύ΅βουλος". Την επο΅ένη, ο ενάγων, αντιδρώντας στο περιεχό΅ενο της άνω επιστολής, ΅ε αίτησή του προς την αρ΅όδια Επιθεώρηση Εργασίας, δήλωσε ότι η παραπάνω ενέργεια συνιστά ΅ονο΅ερή βλαπτική ΅εταβολή των όρων εργασίας του, είναι καταχρηστική και προσβάλει την προσωπικότητά του, επιπλέον δε την θεωρεί ως άτακτη καταγγελία της σύ΅βασης εργασίας, και ως εκ τούτου θα πρέπει να του καταβληθεί η νό΅ι΅η αποζη΅ίωση. Κατά την ορισθείσα η΅ερο΅ηνία συζήτησης της άνω εργατικής διαφοράς (26.9.2007) ο Πρόεδρος Δ.Σ. & Διευθύνων Σύ΅βουλος της εναγο΅ένης προσήλθε στην παραπάνω Υπηρεσία και δήλωσε, ΅εταξύ άλλων, τα εξής: "Δεν υφίσταται θέ΅α απόλυσης (του ενάγοντος) και ΅πορεί να επανέλθει στην εργασία του ανά πάσα στιγ΅ή ΅ε ορισ΅ένες προϋποθέσεις και συγκεκρι΅ένα αυτές που αναφέρω στην από 10/9/07 επιστολή την οποία και σας καταθέτω και την οποία παρέδωσα στον κ. Μ.". Η εν λόγω επιστολή, ΅ε η΅ερο΅ηνία 10.9.2007, είχε συνταχθεί από τον άνω Πρόεδρο του Δ.Σ. και Διευθύνοντα Σύ΅βουλο, για λογαριασ΅ό της εναγο΅ένης εταιρίας, αναφέρονται δε σ' αυτήν τα ακόλουθα: "ΠΡΟΣ ΣΩΛΗΝΟΥΡΓΕΙΑ ΘΗΒΩΝ ΑΕ ΘΗΒΑ, Υπόψιν κ. Μ. Κύριοι, Με Την παρούσα επιστολή εντέλλεσθε όπως για οποιαδήποτε πληροφορία ζητηθεί από τα γραφεία της Διεύθυνσης στην Αθήνα αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα του εργοστασίου (αποθήκη, πρώτες ύλες, σκάρτα, παραγωγή κ.λπ.) ανταποκρίνεσθε άμεσα χωρίς να χρειάζεται η έγκριση οποιουδήποτε άλλου. Δια τη ΣΩΛΗΝΟΥΡΓΕΙΑ ΘΗΒΩΝ ΑΕ ΣΟΛΟΜΩΝ ΚΑΠΕΤΑΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΚΑΙ ΔΙΕΥΘΥΝΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ". Με την πιο πάνω επιστολή προς τον Π. Μ., Τεχνικό Διευθυντή του εργοστασίου, καθίστατο σαφές ότι τη διεύθυνση του εργοστασίου αναλάμβανε πλέον η Διεύθυνση στην Αθήνα, η οποία θα αποφάσιζε για οποιοδήποτε θέμα του εργοστασίου, σχετικά με την αποθήκη, τις πρώτες ύλες, τα σκάρτα, την παραγωγή κ.λπ., ήτοι για θέματα αρμοδιότητας των Τμημάτων στα οποία προΐστατο ο ενάγων, η δε πρόταση επανόδου αυτού στην εργασία του "με ορισμένες προϋποθέσεις και συγκεκριμένα αυτές... στην από 10.9.2007 (προηγούμενη) επιστολή", ήτοι με στέρηση των αρμοδιοτήτων του και απαλλαγή από τα καθήκοντά, του, ήταν προσχηματική. Η, κατά τα ανωτέρω, αντισυμβατική και μονομερής μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος υπήρξε και βλαπτική. Ειδικότερα, η διεύθυνση του εργοστασίου, στην οποία ο ενάγων είχε εξειδικευμένες γνώσεις και δεκαπενταετή εμπειρία, είναι ο πλέον νευραλγικός τομέας μιας επιχείρησης, η αφαίρεση δε αυτής (διεύθυνσης) απ' αυτόν συνιστά υποβιβασμό και παροπλισμό. Συνακόλουθα η ως άνω βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του συνιστά καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, ενώ δεν αποδεικνύεται ότι αυτός παραιτήθηκε. Η απόλυση αυτή του ενάγοντος είναι άκυρη, αφού δεν του καταβλήθηκε η νό΅ι΅η αποζη΅ίωση και νό΅ι΅α αυτός αιτείται να του καταβληθεί η αποζη΅ίωση αυτή. Με βάση τα χρόνια υπηρεσίας του στην εναγο΅ένη εταιρία (15 έτη) και τις τακτικές αποδοχές του κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή του ΅ήνα (9.145 ευρώ), το Εφετείο δέχθηκε, ότι η αποζη΅ίωση που δικαιούται ο ενάγων ανέρχεται στο ποσό των 117.360,87 ευρώ. Ακόμη, ότι δικαιούται την αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2007, ανερχομένη στο ποσό των 5.121,20 ευρώ, την αποζημίωση για την άδεια των ετών 2003, 2004, 2005, 2006 και 2007, ανερχομένη στο ποσό των 7.316 ευρώ και την χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης, ανερχομένη στο ποσό των 5.000 ευρώ, συνολικά, δε δικαιούται το ποσό των 134.798,07 ευρώ.
Με τις σκέψεις αυτές, απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας, κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε επιδικαστεί στον αναιρεσίβλητο το ίδιο ποσό. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, που προαναφέρθηκαν, διότι με βάση τις παραδοχές της απόφασης, θεμελιώνεται, πράγματι, η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του αναιρεσίβλητου και η καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας. Ακόμη, διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς τα παραπάνω ουσιώδη ζητήματα, οι οποίες στηρίζουν επαρκώς το αποδεικτικό πόρισμά του και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχό της, ως προς την εφαρμογή των διατάξεων, που εφάρμοσε.
Συνεπώς ο, περί του αντιθέτου, πρώτος λόγος της αναίρεσης, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, όταν το Δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, θα πρέπει το Δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς με άλλα αποδεικτικά μέσα, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτικού γεγονότος. Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε με την προσβαλλόμενη απόφασή του το περιεχόμενο της, ΅ε η΅ερο΅ηνία 10.9.2007, επιστολής, που είχε συνταχθεί από τον άνω Πρόεδρο του Δ.Σ. και Διευθύνοντα Σύ΅βουλό της. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος, γιατί, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, το Εφετείο δεν υπέπεσε σε λάθος, αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου αυτού, αλλά, αφού το ανέγνωσε σωστά, το συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και κατέληξε σε διαφορετικό πόρισμα από αυτό που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 16-11-2012, αίτηση της αναιρεσείουσας για την αναίρεση της 3676/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιανουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ