Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2065 / 2013    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.




Περίληψη:
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο δέχθηκε, ότι για τις αξιώσεις των εναγόντων από 1-1-2004 μέχρι 31-3-2006, η αγωγή για την επιδίκαση του ποσού των 176 ευρώ, είναι αόριστη, εφόσον δεν αναφέρονται σ' αυτήν αν και ποια επιδόματα λάμβαναν στο επίδικο χρονικό διάστημα, καθώς και το ύψος των επιμέρους ποσών. Έτσι, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 και 24 παρ. 2 του Ν. 3205/2003, διότι η αγωγή περιέχει τα απαιτούμενα στοιχεία, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται και τα ανωτέρω.




Αριθμός 2065/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Π., έως και 283) Ν. Δ., κατοίκων ... . Εκπροσωπήθηκαν όλοι, πλην των 18ου, 28ου, 87ου, 101ου, 159ου, 216ου και 221ου που δεν παραστάθηκαν, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Σωτηρακόπουλο, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι: 1) ο 18ος αναιρεσείων Ι. Α. απεβίωσε στις 3-1-2010 και κληρονομήθηκε από τους Κ. Α., Θ. Α., Κ. Α., Χ. Α. και Α. Α., κατοίκους ..., που συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο, 2) ο 28ος αναιρεσείων Χ. Α. απεβίωσε στις 29-6-2012 και κληρονομήθηκε από τους Π. Α., κάτοικο ..., Π. Α., κάτοικο ... και Α. Α., κάτοικο ..., που συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο, 3) ο 87ος αναιρεσείων Ν. Δ. απεβίωσε στις 12-12-2012 και κληρονομήθηκε από τους Σ. Δ., Γ. Δ., κατοίκους ... και Β. Δ., κάτοικο ..., που συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο, 4) ο 101ος αναιρεσείων Δ. Δ. απεβίωσε στις 11-7-2010 και κληρονομήθηκε από τους Α. Δ., Χ. Δ., κατοίκους ..., Ε. Δ., κάτοικο ... και Α. Δ., κάτοικο ..., που συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο, 5) ο 159ος αναιρεσείων Κ. Κ. απεβίωσε στις 7-2-2013 και κληρονομήθηκε από τους Μ. Β., κάτοικο ... και Χ. Κ., κάτοικο ..., που συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο, 6) ο 216ος αναιρεσείων Μ. Κ. απεβίωσε την 1η Ιουλίου 2012 και κληρονομήθηκε από την Ζ. Κ., κάτοικο ..., που συνεχίζει την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπείται από τον ίδιο και 7) ο 221ος αναιρεσείων Ι. Λ. απεβίωσε στις 9-4-2007 και κληρονομήθηκε από την Ε. Χ., κάτοικο ..., που συνεχίζει την βιαίως διακοπείσα δίκη για τον εαυτό της ατομικά και ως έχουσα τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της Μ. - Δ. Λ. και εκπροσωπείται από τον ίδιο.
Του αναιρεσιβλήτου: ΟΤΑ με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Αθανίτη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-4-2006 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, των ήδη αποβιωσάντων 3ου, 18ου, 23ου, 28ου, 64ου, 87ου, 101ου, 143ου, 159ου, 196ου, 211ου, 216ου, 221ου, 247ου, 274ου και 282ου αρχικώς εναγόντων Γ. Α., Ι. Α., Ε. Α., Χ. Α., Ν. Γ., Ν. Δ., Δ. Δ., Ν. Κ., Κ. Κ., Χ. Κ., Ν. Κ., Μ. Κ., Ι. Λ., Κ. Μ., Σ. Μ. και Γ. Ν., αντίστοιχα, καθώς και άλλων προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 840/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3771/2009 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 3-2-2012 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 24-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος αναίρεσης και να απορριφθεί ο δεύτερος.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 94 § 1(όπως η παρ. αυτή αντικ. με το άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 4055/12-3-2012), 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθ. 7 § 2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά δικαστήρια και δη στον ’ρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρχή, μπορεί δε να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως (δ) εάν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή του, ή παρίσταται με δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας αυτού, η οποία απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την οποία αυτεπάγγελτα ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονομικά απών. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν εμφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα ή επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετέχει νομίμως στη συζήτηση, ο ’ρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο δικηγόρος που υπογράφει την κλήση για συζήτηση ήταν εφοδιασμένος με πληρεξουσιότητα και σε καταφατική περίπτωση η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Και αν μεν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εμφανίσθηκε και δεν εμφανίσθηκε ο αντίδικός του, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολειπόμενο διάδικο, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση η κλήση που επιδόθηκε. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 576 ΚΠολΔ, σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως, ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κληθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Τέλος, αν δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη (Ολ.ΑΠ 23/1996 και 4/1994).
Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 3-2-2012 αίτηση των αναιρεσειόντων, για αναίρεση της 3771/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά τη συζήτησή της παραστάθηκαν διά του δικηγόρου Νικολάου Σωτηρακόπουλου, όλοι οι αναιρεσείοντες, μεταξύ των οποίων και οι κληρονόμοι των ήδη αποβιωσάντων 18ου, 28ου, 87ου, 101ου, 159ου, 216ου και 221ου, οι οποίοι δήλωσαν ότι, ως μοναδικοί κληρονόμοι των, συνεχίζουν τη δίκη ως προς αυτούς και συνεπώς υπεισήλθαν στη θέση των. Όμως, όσον αφορά τους αναιρεσείοντες, 12ο, 26ο, 29ο, 40ο, 66ο, 76ο, 79ο, 96ο, 98ο, 100ο, 115ο, 128ο, 144ο, 145ο, 148ο, 155ο, 157ο, 190ο, 197ο, 204ο, 208ο, 217ο, 226ο, 227ο, 243ο, 248ο, 250ο, 256ο, 258ο, 263ο και 271ο, δεν προσκομίστηκαν πληρεξούσια έγγραφα, από τα οποία να προκύπτει η, με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, παροχή πληρεξουσιότητας στον παραπάνω δικηγόρο για την εκπροσώπησή των στο δικαστήριο και συνεπώς η παράστασή των δεν είναι νόμιμη και θεωρούνται απόντες. Εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει νόμιμη επίσπευση της συζήτησης της υπόθεσης και από τους απολειπόμενους αναιρεσείοντες, ούτε αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι αυτοί κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστούν στην αρχική (5-2-2013) ή στην παρούσα δικάσιμο από το αντίδικό τους αναιρεσίβλητο ή τους λοιπούς αναιρεσείοντες, αφού οι παριστάμενοι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προσκομίζουν, την οικεία έκθεση επίδοσης ή αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με την πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση στη δικάσιμο αυτή. Ακόμη δεν προκύπτει αν ο δικηγόρος Νικόλαος Σωτηρακόπουλος, που παραστάθηκε, για λογαριασμό των αναιρεσειόντων, κατά την αρχική δικάσιμο και ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για την παρούσα, είχε πληρεξουσιότητα για να επισπεύσει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και για λογαριασμό των απόντων αναιρεσειόντων και να παραστεί κατά τη δικάσιμο εκείνη. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως προς τους παραπάνω αναιρεσείοντες. Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, δεσμεύει και τον κοινό νομοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλουν λόγοι κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Επομένως, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθμιση αυτή, κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος, που επιβάλει την ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει τη δυσμενή αυτή μεταχείριση, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Τα ίδια ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό, οπότε, στην περίπτωση κατά την οποία γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτήν και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρούνται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, που θεσπίζεται από τα άρθρα 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος, αφού τα δικαστήρια στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 87 παρ. 1 και 2, 93 παρ. 4 και 120 παρ. 2 του Συντάγματος, να ασκήσουν έλεγχο στο έργο της νομοθετικής εξουσίας και να εφαρμόσουν σε όλη την έκταση την αρχή της ισότητας και με βάση την αρχή αυτή να καταλήξουν στην εφαρμογή του νόμου, που περιέχει την ευμενή ρύθμιση. Αν τα δικαστήρια περιορίζονταν να κηρύξουν μόνο την αντισυνταγματικότητα της διάταξης, που εισάγει τη δυσμενή διάκριση, χωρίς να μπορούν να επεκτείνουν την ειδική ευμενή ρύθμιση και υπέρ εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η δυσμενής διάκριση, τότε θα παρέμενε η αντισυνταγματική ανισότητα και δεν θα είχε ουσιαστικό περιεχόμενο η ζητούμενη δικαστική προστασία. Αυτό δε δεν αντίκειται στο άρθρο 80 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο "μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Κράτους, ούτε παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόμο", διότι ο νόμος υπάρχει και είναι αυτός που περιέχει την ευμενή διάταξη (ΑΠ (ολ) 28/1992). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 2738/99, η συλλογική διαπραγμάτευση για ρύθμιση ζητημάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης υπαλλήλων, που δεν ρυθμίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου, λόγω συνταγματικών περιορισμών (όπως ιδίως είναι τα ζητήματα μισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισμού κ.λπ.) μπορεί να καταλήγει σε συλλογική συμφωνία. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας, συνεπάγεται όμως για το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α.: α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέματα της συμφωνίας μπορεί να ρυθμισθούν κανονιστικώς, βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης νόμου, β) είτε την προώθηση σχετικής νομοθετικής ρύθμισης των θεμάτων της συμφωνίας. Αντικείμενο του περιεχομένου της συμφωνίας μπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσμευσης για την έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νομοθετικών ρυθμίσεων κατά περίπτωση. Με το άρθρο 14 του Ν. 3016/2002 "για την εταιρική διακυβέρνηση, θέματα μισθολογίου και άλλες διατάξεις" ορίσθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής: "1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμοδίου υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών, που συνάπτονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπογράφηκαν κατά το έτος 2001. 2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται ολικά ή εν μέρει και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), που δεν συμμετείχε στη σύναψη συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και μέχρι του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των 176 ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές, όσον αφορά το προσωπικό των Ο.Τ.Α. και το προσωπικό των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., περιορίζονται στις υφιστάμενες από τον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. 4. Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα: α) οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαμβανομένου υπόψη για τη χορήγηση ή μη των παροχών αυτών του συνολικού ποσού των καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή, β) οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των παροχών αυτών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης, γ) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγησή τους... Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2002". Δυνάμει της προαναφερθείσας εξουσιοδοτικής διάταξης και αφού είχαν προηγηθεί ειδικές συλλογικές συμφωνίες του Ελληνικού Δημοσίου με τους αντίστοιχους κλάδους υπαλλήλων (όπως προαναφέρθηκε, με την ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του Ν. 3016/2002, η ρύθμιση της παρ. 1, δηλαδή της χορήγησης της ειδικής παροχής, μπορούσε να επεκτείνεται και στο προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών, του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999), εκδόθηκαν πολλές κοινές Υπουργικές Αποφάσεις (ΚΥΑ), με τις οποίες χορηγήθηκε η παραπάνω χρηματική παροχή, ύψους 88 ευρώ μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 και 176 ευρώ από 1-7-2002, σε όλους σχεδόν τους, με σχέση δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, υπαλλήλους του Ελληνικού Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/1997 "αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις" και ειδικότερα, εκδόθηκαν, εκτός άλλων, και οι αναφερόμενες λεπτομερώς στην προσβαλλόμενη, με την κρινόμενη αναίρεση, απόφαση κοινές υπουργικές αποφάσεις. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η μισθολογική αυτή παροχή χορηγήθηκε σε όλους τους ως άνω μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/97, καθώς και στους αποσπασμένους ή τοποθετούμενους από άλλα Υπουργεία, Ο.Τ.Α. και λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. Όλες οι προαναφερθείσες Κ.Υ.Α. έχουν ουσιωδώς όμοιο περιεχόμενο: Επικαλούνται τις διατάξεις των άρθρων 14 του Ν. 3016/2002 και 1 του Ν. 3029/2002, καθορίζουν το ποσό της ειδικής παροχής σε 88 ευρώ από 1-1-2002 και σε 176 ευρώ από 1-7-2002, ορίζουν ότι η καταβολή αυτής εξακολουθεί και κατά το χρονικό διάστημα των θεσμοθετημένων αδειών (κανονικών, συνδικαλιστικών, εκπαιδευτικών, λοχείας, κινήσεως κ.λπ.), ότι υπόκειται στις συνήθεις κρατήσεις των επιδομάτων και ότι συνεντέλλεται με τις μηνιαίες αποδοχές των δικαιούχων και αναφέρουν ως δικαιούμενους της παροχής όλους τους υπαλλήλους της αντίστοιχης υπηρεσίας που αφορά η απόφαση, χωρίς μνεία κάποιου λόγου ή αιτίας, που δικαιολογεί τη χορήγησή της ειδικά στους εν λόγω υπαλλήλους. Ενώ δηλαδή η χορήγηση της μηνιαίας ειδικής παροχής του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 προβλέφθηκε προκειμένου να εξομαλυνθούν οι μισθολογικές διαφορές υπέρ των χαμηλόμισθων υπαλλήλων, οι οποίοι δεν λαμβάνουν πρόσθετες μισθολογικές παροχές, με τις προαναφερόμενες υπουργικές αποφάσεις χορηγήθηκε η ειδική αυτή παροχή, χωρίς να γίνεται στις διατάξεις τους η συγκεκριμένη αναφορά, ότι δεν λαμβάνουν πράγματι πρόσθετες μισθολογικές παροχές. Έτσι με τη χορήγηση της αμοιβής αυτής και μάλιστα σε ιδιαίτερα σύντομο χρονικό διάστημα σε μεγάλο αριθμό υπαλλήλων, που αφενός δεν πληρούσαν αποδεδειγμένα την εν λόγω προϋπόθεση και αφετέρου ευρίσκονταν σε τελείως διαφορετικές μεταξύ τους εργασιακές συνθήκες, η παροχή αυτή απέκτησε το χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, που προσαυξάνει, χωρίς άλλη προϋπόθεση, το μισθό όλων ανεξαιρέτως των υπαλλήλων του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. και Ν.Π.Δ.Δ., που αμείβονται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης. Εξάλλου, με το άρθρο 24 παρ. 2 του Ν. 3205/2003 "μισθολογική ρύθμιση λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις", ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι ποσά που καταβάλλονται μέχρι την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, σύμφωνα με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού, που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002, ως ειδική παροχή, διατηρούνται ως προσωπική διαφορά μειούμενη από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής ή αποζημίωσης ή από αύξηση του κινήτρου απόδοσης του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, από την έναρξη δε ισχύος του νόμου αυτού (1-1-2004) οι ανωτέρω Κ.Υ.Α. καταργούνται (βλ. και άρθρ. 28 παρ. 4 του ίδιου νόμου). Επομένως, η διαδοχική χορήγηση της ειδικής παροχής του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 σε όλους σχεδόν τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ. που αμείβονται σύμφωνα με τις διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης, αδιακρίτως του φορέα, της φύσεως, του είδους και των συνθηκών εργασίας αυτού, κατέστησε την παροχή αυτήν προσαύξηση του μισθού. Έτσι, κάθε υπάλληλος αμειβόμενος σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, δικαιούται, κατ' εφαρμογή της αρχής της ισότητας, να λαμβάνει ως τμήμα του μισθού του την εν λόγω παροχή, την οποία μόνο από 1-1-2004 (έναρξη ισχύος του Ν. 3205/2003) και εντεύθεν δεν δικαιούται να λαμβάνει ή λαμβάνει μειωμένη, εφόσον αποδειχθεί ότι ο συγκεκριμένος υπάλληλος λαμβάνει κάποια πρόσθετη μισθολογική παροχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 ή του χορηγήθηκε κάποια νέα παροχή ή αυξήθηκε το κίνητρο απόδοσης. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες με την ένδικη από 12-4-2006 αγωγή τους εκθέτουν ότι εργάζονται στον εναγόμενο δήμο, με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι αμείβονται βάσει του εκάστοτε ισχύοντος μισθολογίου για τους απασχολούμενους στο δημόσιο. Ότι με πλείστες υπουργικές αποφάσεις, που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002, χορηγήθηκε το προβλεπόμενο από το ίδιο άρθρο ποσό των 176 ευρώ σε πολλές και διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων, μόνιμων αλλά και ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, του Δημοσίου και άλλων Ν.Π.Δ.Δ., αλλά δεν χορηγήθηκε σ' αυτούς, γιατί ποτέ δεν εκδόθηκε αντίστοιχη υπουργική απόφαση, αν και τόσο οι τελευταίοι, όσο και οι ΅όνι΅οι υπάλληλοι, στους οποίους χορηγήθηκε η παροχή, α΅είβονταν σύ΅φωνα ΅ε τους νό΅ους 2470/1997 και 3205/2003 και η έκδοση τέτοιας κανονιστικής πράξης και για τους πρώτους ήταν υποχρεωτική κατά το άρθρο 14 του Ν. 3016/2002. Ότι η προαναφερόμενη παροχή, χορηγηθείσα χωρίς όρους και προϋποθέσεις από τις αντίστοιχες υπουργικές αποφάσεις, αποτελεί τακτική παροχή που προσαυξάνει τις τακτικές αποδοχές των υπαλλήλων, στους οποίους χορηγήθηκε. Ζήτησαν δε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους καταβάλει την πρόσθετη μηνιαία μισθολογική αυτή παροχή, ανερχόμενη για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως και τις 31-3-2006 στο ποσό των 9.856 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε, κατά ένα μέρος, την αγωγή και το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δικάζοντας ως Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, ότι για τις αξιώσεις των εναγόντων που δεν έχουν παραγραφεί, ήτοι από 1-1-2004 μέχρι 31-3-2006, η αγωγή είναι αόριστη, εφόσον δεν αναφέρονται ρητώς σ' αυτήν αν και ποια επιδόματα λάμβαναν οι ενάγοντες στο επίδικο χρονικό διάστημα, καθώς και το ύψος των επιμέρους ποσών, ώστε να γίνει ο υπό του νόμου προβλεπόμενος συμψηφισμός, για να κριθεί αν υπερβαίνουν ή υπολείπονται του ποσού των 176 ευρώ, μηνιαίως. Έτσι, που έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 και 24 § 2 του Ν. 3205/2003 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ. Και τούτο διότι η ένδικη αγωγή περιέχει τα απαιτούμενα από τις ως άνω διατάξεις και εκείνη του άρθρου 118 ΚΠολΔ στοιχεία, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται τα ανωτέρω αναφερόμενα, αφού αυτά είναι θέματα που θα προκύψουν από τις αποδείξεις, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη μείζονα σκέψη. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας αξίωσε περισσότερα στοιχεία απ' όσα απαιτεί ο νόμος, οπότε υπάρχει παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης και ο σχετικός πρώτος λόγος της αίτησης είναι βάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 90 παρ.3 του ν. 2362/1995 "Περί δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους", που εφαρμόζεται και επί των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 56 του ν.δ. 496/1974, 3 του ν.δ. 31/1968 και 304 του κυρωθέντος με το π.δ. 410/1995 Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (ως εκ του κρισίμου εδώ χρόνου), "Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ` αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ίδιου νόμου, "Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής". Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι με την πρώτη απ' αυτές ρυθμίζεται ειδικά το θέμα της παραγραφής των αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες απολαβές ή αποζημιώσεις και ορίζεται ως χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής η γένεση της αντίστοιχης αξίωσης. Η διάταξη αυτή είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ν. 2362/1995, με την οποία ρυθμίζεται γενικά το θέμα έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του Δημοσίου κ.λπ., από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη που διατυπώνεται στο άρθρο 91 εδ. α' ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων και, ως εκ τούτου, κατισχύει αυτής (ΑΕΔ 32/2008, Ολ.ΑΠ 29/2006). Η προβλεπομένη από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 για τις πιο πάνω αξιώσεις των υπαλλήλων (του Δημοσίου και) των ΟΤΑ βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από το χρόνο παραγραφής που ισχύει κατ` άρθρο 250 αρ. 6 και 17 ΑΚ για παρόμοιες αξιώσεις των εργατών και υπαλλήλων των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και από τον οριζόμενο στο άρθρο 937 ΑΚ χρόνο παραγραφής των αξιώσεων από αδικοπραξία, έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου δικαιολογεί την εισαγωγή εξαιρέσεων και διακρίσεων (Ολ.ΑΠ 3/2006, 23/2004, 11/2003) και συγκεκριμένα από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών αξιώσεων και των αντίστοιχων υποχρεώσεων του Δημοσίου και των ΟΤΑ, που είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονομικής κατάστασης αυτών, στην οποία συμβάλλουν οι πολίτες ή δημότες με την καταβολή φόρων, τελών και λοιπών υπέρ αυτών (ΟΤΑ) επιβαρύνσεων (πρβλ. Ολ.ΑΠ 38/2005).
Συνεπώς, η διάταξη για τη βραχυπρόθεσμη παραγραφή δεν αντίκειται (α) στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, στην, αποτελούσα ειδικότερη μορφή και εκδήλωση αυτής, αρχή της ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας, που καθιερώνεται με το άρθρο 22 παρ. 1 εδ. β' του Συντάγματος και στη διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος (πρβλ. ΑΕΔ 9/2009 ως προς την ερμηνεία της παρομοίου περιεχομένου διάταξης του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ. 496/1974 που θεσπίζει, επίσης, διετή παραγραφή για τις αντίστοιχες αξιώσεις των υπαλλήλων των ΝΠΔΔ κατ' αυτών), (β) στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και, έχοντας υπερνομοθετική ισχύ κατ' άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζει ότι "Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως (...)" και στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος που παρέχει ανάλογη προστασία και ορίζει ότι "Καθένας έχει το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί ν' αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει", αφού αυτές εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να έχει έννομη προστασία από τα δικαστήρια και να δικάζεται η υπόθεση του δίκαια και αμερόληπτα, αλλά δεν απαγορεύουν τη θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής κατά κατηγορία αξιώσεων και δικαιούχων, (γ) στις διατάξεις του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το οποίο "Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθεί ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως", διότι η παραγραφή αυτή καθιερώθηκε για τους προαναφερθέντες λόγους γενικότερου συμφέροντος που αφορούν και καταλαμβάνουν όλους τους έχοντες σχετικές αξιώσεις, χωρίς την εφαρμογή κριτηρίων δυσμενούς διακριτικής μεταχείρισης, με τα οποία ουδεμία έχει σχέση και (δ) στις διατάξεις του άρθρου 1 του (κυρωθέντος, επίσης, με το ν.δ. 53/1974 και έχοντος την αυτή ισχύ) Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που επιβάλλουν το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, στην οποία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα, από το άρθρο 17 του Συντάγματος, προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ.ΑΠ 40/1998), αφού οι διατάξεις αυτές εμποδίζουν το νομοθέτη από το να καταργεί τα δικαιώματα αυτά, αλλά όχι και από το να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά την έναρξη της ισχύος τους. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του ως άνω Πρωτοκόλλου προκύπτει ότι και αυτό αναγνωρίζει ευθέως το δικαίωμα κάθε Κράτους να θεσπίζει νόμους, εάν το κρίνει αναγκαίο, για τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, επομένως και να θέτει νόμιμους περιορισμούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεών τους εντός ορισμένου χρόνου προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, στην έννοια του οποίου εμπίπτει, κατά τα προεκτεθέντα, και η προστασία της περιουσίας του Δημοσίου και των ΟΤΑ (Ολ.ΑΠ 31/2007, ως προς την ερμηνεία της παρομοίου περιεχομένου διάταξης του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ. 496/1974), ούτε τέλος στο άρθρο 119 (ήδη 141) της Συνθ. ΕΟΚ, για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου, την προστασία δηλ. της περιουσίας του Δημοσίου και των ΟΤΑ με την ταχεία εκκαθάριση των αντίστοιχων αξιώσεων και υποχρεώσεών τους, που εμπίπτει, όπως προαναφέρθηκε, στην έννοια του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο δικαιολογεί την εξαιρετική αυτή ρύθμιση, δεν αντίκειται ούτε, ειδικά, η ρητά θεσπιζόμενη με την διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 έναρξη της (διετούς) παραγραφής από τη γένεση των σχετικών αξιώσεων και όχι από το τέλος του αντίστοιχου έτους ή από άλλο χρονικό σημείο (Ολ.ΑΠ 2/2011).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε, ότι οι αξιώσεις των εναγόντων, όσον αφορά το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 μέχρι 30.12.2003, έχουν παραγραφεί, διότι έχει συμπληρωθεί διετία από τη γένεσή τους, αφού για πρώτη φορά, με τις από 30.12.2005 αιτήσεις τους προς τον εναγόμενο ζήτησαν να τους καταβληθεί η ως άνω ένδικη παροχή, αναδρομικά από 1.1.2002 και συνεπώς διακόπηκε η παραγραφή των αξιώσεών τους μόνο για το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 και εφεξής, ενώ η ένδικη αγωγή ασκήθηκε την 11.10.2006. Επομένως, ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά τις ως άνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και ο δεύτερος λόγος της αίτησης, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος, λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, να αναιρεθεί, ως προς τους αναιρεσείοντες που παραστάθηκαν και κατά ένα μέρος, η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα κατά το μέρος της, που αναφέρεται στις επίδικες απαιτήσεις των, για το μετά την 1-1-2004 χρονικό διάστημα, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την άνω απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Τέλος, πρέπει, να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος, σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των παραστάντων αναιρεσειόντων, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρ. 183, 178 και 176 του ΚΠολΔ, και 281 του ν. 3463/2006 "Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας"), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της, από 3-2-2012, αίτησης για αναίρεση της 3771/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως προς τους αναιρεσείοντες 12ο, 26ο, 29ο, 40ο, 66ο, 76ο, 79ο, 96ο, 98ο, 100ο, 115ο, 128ο, 144ο, 145ο, 148ο, 155ο, 157ο, 190ο, 197ο, 204ο, 208ο, 217ο, 226ο, 227ο, 243ο, 248ο, 250ο, 256ο, 258ο, 263ο και 271ο.
Αναιρεί την παραπάνω απόφαση, ως προς τους λοιπούς αναιρεσείοντες και κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των παραστάντων αναιρεσειόντων, το οποίο ορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή