Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Δημόσιο , Χρησικτησία.
Περίληψη:
Αγωγή αναγνωριστική κυριότητας από έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις έκτακτης χρησικτησίας. 559 αρ 19 Τι νοούνται ως ζητήματα τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα δεν συνιστούν αιτιολογίες
Αριθμός 648/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σίδερη), Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Μ. Βαρελά και Ασπασία Μαγιάκου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Μαΐου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Ν. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Δημητρούκα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών και τον Προϊστάμενο της Κτηματικής Υπηρεσίας Αθηνών, που κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Ελένη Κωστάντη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/3/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3677/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 5801/2009 του Εφετείου Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 1868/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία την αναίρεσε και παρέπεμψε την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η 6583/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο ήδη αναιρεσείων με την από 10/11/2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 22/4/2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ εκείνος που έχει στη νομή του ακίνητο για μια εικοσαετία γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Σύμφωνα επίσης με τη διάταξη του άρθρου 974 του ίδιου κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία επί του πράγματος (κάτοχος) είναι νομέας αυτού, αν ασκεί τη φυσική εξουσία με διάνοια κυρίου. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος, δηλαδή η βούληση εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική κατοχή πάνω στο πράγμα (corpus). Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη (με εξαίρεση την πλασματική κτήση νομής) των δύο αυτών στοιχείων είναι δημιουργική του προστατευόμενου από το ισχύον δίκαιο, δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στον δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης, χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας, ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opinion domini). Εκείνος όμως που εξουσιάζει το πράγμα για μια εικοσαετία, γίνεται κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, ανεξαρτήτως, όπως ειπώθηκε, αν είχε και την πεποίθηση ότι είχε την κυριότητα. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερομένων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά. Ο διάδικος που προβάλλει τη χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε πράξεις όταν πρόκειται για αστικά ακίνητα είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η περιτοίχηση, η ανοικοδόμηση, η οίκηση στα επ’ αυτού κτίσματα, η οριοθέτηση, η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, η δήλωσή του στο κτηματολόγιο, η παραχώρησή του σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα κ.α. Εξ’ άλλου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. ‘ Ελλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου ή όταν η αιτιολογία είναι ενδοιαστική, δηλαδή όταν η κρίση του δικαστηρίου, ως προς την αλήθεια των περιστατικών που οδηγούν στο πόρισμα, είναι αμφίβολη και δεν στηρίζεται σε πλήρη δικανική πεποίθηση. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ. 24/1992). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 § 2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του, με επίκληση, νομίμως προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ως προς την ασκηθείσα από τον αναιρεσείοντα αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγή, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά και δη κατά την κύρια από έκτακτη χρησικτησία βάση της αγωγής, ως προς την οποία και είχε αναιρεθεί η προεκδοθείσα υπ’ αριθμ. 5801/2009 απόφαση του Εφετείου, με την υπ’ αριθμ. 1868/2011 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και είχε αναπεμφθεί προς εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο: "Δυνάμει του υπ’ αριθμ. ...18.10.1940 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Ρήγα Γαρταγάνη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηναίων, η Κ. χήρα Π. Κ. πώλησε στη Μ. σύζυγο Γ. Κ., το γένος Σ. Κ., ένα οικόπεδο επιφανείας 742,62 τετραγωνικών μέτρων. Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του συνοικισμού "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Γλυφάδας Αττικής, στο 241° Ο.Τ., επί της ... αρ. ... Στην πρόσοψή του υπάρχει διώροφη οικοδομή, που αποτελείται από μία υπόγεια αποθήκη, επιφανείας 40 τ.μ., δύο ισόγεια καταστήματα, επιφανείας 81 και 20 τ.μ. αντίστοιχα, ισόγεια κατοικία, επιφανείας 75 τ.μ., διαμέρισμα πρώτο επάνω από τον ισόγειο όροφο, επιφανείας 75 τ.μ., στο δε ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου υπάρχουν βοηθητικά κτίσματα, που αποτελούνται από τρία δωμάτια και κουζίνα επιφανείας 50 τ.μ. Το όλο οικόπεδο συνορεύει νοτιοανατολικά με πλατεία Αγίου Νικολάου, νοτιοδυτικά με τον οδό Αρτέμιδος και βορειοδυτικά και βορειανατολικά με ιδιοκτησίες αγνώστων. Ο Γ. Κ., σύζυγος της Μ. Κ., απεβίωσε την 11.1.1978, ενώ η τελευταία απεβίωσε την 14.1.1978, χωρίς να αφήσει διαθήκη και χωρίς στενούς συγγενείς, με επακόλουθο στην κληρονομιά της να κληθεί κατά την έκτη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Ο ενάγων, τέκνο της αδελφής του Γ. Κ., με σκοπό να αποκτήσει παρά το νόμο την κινητή και ακίνητη περιουσία της αποβιωσάσης Μ. Κ., συνέταξε την από 10.6.1977 πλαστή ιδιόγραφη διαθήκη της κληρονομουμένης, με την οποία η τελευταία φερόταν να εγκαθιστά αυτόν μοναδικό κληρονόμο της σε ολόκληρη την περιουσία της. Κατόπιν αιτήσεως που άσκησε ο ίδιος, η παραπάνω διαθήκη δημοσιεύθηκε βάσει των υπ’ αριθ. 821/23.3.1978 πρακτικών συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκε κυρία με την υπ’ αριθ. 305/23.3.1978 απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου. Επίσης, κατόπιν της από 15.5.1978 αιτήσεως του ενάγοντος εκδόθηκε - δυνάμει της υπ’ αριθ. 4756/1978 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών - το υπ’ αριθ. 1318/28.6.1978 πιστοποιητικό του Γραμματέα του παραπάνω Δικαστηρίου, με το οποίο πιστοποιείτο ότι αυτός είναι μοναδικός εκ διαθήκης κληρονόμος της Μ. Κ.. Παράλληλα με τις ως άνω ενέργειες του, ο ενάγων, δυνάμει της υπ’ αριθ. ...15.4.1 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών Επαμεινώνδα Ν. Δούρου, που μεταγράφηκε νόμιμα, αποδέχθηκε την κληρονομιά της θανούσης, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο με την υφιστάμενη σε αυτό διώροφη οικία και τα καταστήματα που είχαν ανεγερθεί με δαπάνες της κληρονομουμένης, για την αιτία δε αυτή υποβλήθηκε και στην καταβολή φόρου κληρονομιάς ύψους 3.200.000 δραχμών. Ακολούθως, με τις υπ’ αριθ. 304/8.4.1983 και 278/7.12.1983 αποφάσεις του Πενταμελούς και Επταμελούς Εφετείου Αθηνών αντίστοιχα, ο ενάγων κρίθηκε ένοχος της αξιόποινης πράξεως της πλαστογραφίας μετά χρήσεως (της ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης) και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών, η οποία κατέστη αμετάκλητη με την υπ’ αριθ. 1378/2.5.1984 απόφαση του Αρείου Πάγου, που απέρριψε σχετική αίτηση αναιρέσεως του ενάγοντος κατά της ως άνω καταδικαστικής αποφάσεως, ενώ όπως ο ενάγων ιστορεί στην αγωγή του, υπέβαλε επανειλημμένως αιτήσεις επανάληψης της ποινικής διαδικασίας, οι οποίες απερρίφθησαν με πέντε ισάριθμες αποφάσεις του αρμοδίου Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, με τελευταία την υπ’ αριθ. 1416/2006. Μετά την πιο πάνω αμετάκλητη καταδίκη του ενάγοντος για πλαστογραφία μετά χρήσεως, μετά από σχετική αίτηση του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου εκδόθηκε η με αριθμό 1204/1985 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κήρυξε ανίσχυρο το κληρονομητήριο που είχε εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος και διέταξε την αφαίρεσή του. Παράλληλα, μετά από αίτηση του εναγομένου Ελληνικού-Δημοσίου, εκδόθηκε η με αριθμό 4204/1985 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που διέταξε τη χορήγηση κληρονομητηρίου στο αιτούν και σε εκτέλεση αυτής εκδόθηκαν τα υπ’ αριθ. ...1985 και ...1986 πιστοποιητικά κληρονομητηρίου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, εκ των οποίων το δεύτερο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Παλαιού Φαλήρου στον τόμο ... με αύξοντα αριθμό ..., ενώ αίτηση του ενάγοντος για αφαίρεση του υπ’ αριθ. ...1985 κληρονομητηρίου απερρίφθη ως κατ’ ουσία αβάσιμη με την υπ’ αριθ. 545/1983 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επίσης, με την υπ’ αριθ. 2255/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατόπιν αιτήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, βεβαιώθηκε η μη ύπαρξη άλλου κληρονόμου της Μ. χήρας Γ. Κ., πλην του εναγομένου. Κατόπιν αυτών, το επίδικο ακίνητο καταγράφηκε στο γενικό βιβλίο καταγραφής της Οικονομικής Εφορίας Δημοσίων Κτημάτων Αθηνών (με αύξοντα αριθμό ...) και εκδόθηκε το υπ’ αριθ. .. 19.4.1988 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής του Τμήματος Δημοσίων Κτημάτων της Οικονομικής Εφορίας Δημοσίων Κτημάτων της Νομαρχίας Αθηνών, με το οποίο ο ενάγων αποβλήθηκε από το εν λόγω ακίνητο, την επ’ αυτού διώροφη οικία, τα δύο ισόγεια καταστήματα, το υπόγειο κατάστημα και τους βοηθητικούς χώρους. Κατά του πρωτοκόλλου αυτού, ο ενάγων άσκησε την από 14.6.1988 ανακοπή, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθ. 87/10.1.1989 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, λόγω μη συνδρομής της προϋποθέσεως της αυτογνώμονης καταλήψεως του ακινήτου από τον ενάγοντα. Κατά της αποφάσεως αυτής, άσκησε έφεση το εναγόμενο, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθ. 244/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατά παραδοχήν της εφέσεως του εναγομένου, εξαφάνισε την υπ’ αριθ. 87/1989 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών και δικάζοντας επί της ουσίας απέρριψε την ανακοπή του ενάγοντος και επικύρωσε το υπ’ αριθ. …19.4.1988 Πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολής του Οικονομικού Εφόρου Δημοσίων Κτημάτων Αθηνών, σε εκτέλεση του οποίου ο ενάγων αποβλήθηκε από το επίδικο ακίνητο τελικά δυνάμει της υπ’ αριθ. ...3.7.2008 εκθέσεως βίαιης αποβολής και εγκατάστασης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Μ. Π., ενώ ανακοπή που άσκησε ο ίδιος κατά της εν λόγω έκθεσης απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 3562/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Παράλληλα, κατά του ενάγοντος εκδόθηκαν τα με αριθμούς ... και ...15.12.1987 Πρωτόκολλα Καθορισμού Αποζημίωσης Αυθαίρετης Χρήσης Δημοσίου Κτήματος του Οικονομικού Εφόρου Δημοσίων Κτημάτων Αθηνών, κατά των οποίων (τριών τελευταίων) ο ενάγων άσκησε ισάριθμες ανακοπές, οι οποίες απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες με τις υπ’ αριθ. 7587/1989, 7588/1989 και 7585/1989 αποφάσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Μετά από την ταμειακή βεβαίωση των ποσών που επιβλήθηκαν με τα παραπάνω πρωτόκολλα αποζημίωσης, ο ενάγων άσκησε ανακοπές για την ακύρωσή τους, οι οποίες με τις υπ’ αριθ. 2232/1993, 8619/1994 και 8620/1994 αποφάσεις του Μονομελούς (η πρώτη) και Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (οι άλλες δύο) απορρίφθηκαν. Σημειώνεται δε ότι ο ενάγων, εκτός των άλλων ενεργειών στις οποίες έχει προβεί μέχρι σήμερα, με την από 16.2.1988 αίτησή του προς το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Δημοσίων Κτημάτων, ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος του επίδικου ακινήτου. Επί της αιτήσεως αυτής, εκδόθηκε η με αριθμό 196/2.10.1991 γνωμοδότηση, με την οποία το Συμβούλιο γνωμοδότησε υπέρ της απόρριψης της αιτήσεως, με την αιτιολογία ότι "δεν απεδείχθη ότι ο αιτών παρέλαβε την νομή του ακινήτου από την ιδιοκτήτρια αυτού κατά το έτος 1950 και ότι έκτοτε ασκούσε πράξεις νομής επ’ αυτού μέχρι την υποβολή της αιτήσεως ή εν πάσει περιπτώσει επί μίαν εικοσαετίαν, ούτως ώστε να καταστεί κύριος δια χρησικτησίας". Η γνωμοδότηση αυτή έγινε αποδεκτή με την υπ’ αριθ. πρωτ. 1004715/252/Α0010/6.2.1992 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία γνωστοποιήθηκε στον ενάγοντα με το υπ’ αριθ. πρωτ. 1130555/23.3.1992 έγγραφο της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά. Ο ενάγων, με την υπό κρίση αγωγή του, ισχυρίζεται ότι απέκτησε την κυριότητα του επίδικου ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και ειδικότερα ότι α) η κυρία του εν λόγω ακινήτου, Μ. Κ., του παραχώρησε το έτος 1950 ατύπως τη νομή και έκτοτε το νέμεται διανοία κυρίου πέραν της εικοσαετίας, β) ο ίδιος ανήγειρε, με δικές του δαπάνες, τα υπάρχοντα επί του οικοπέδου κτίσματα, κατοικία και καταστήματα από το έτος 1956 μέχρι το έτος 1962, γ) εισέπραττε μισθώματα από την εκμίσθωση των παραπάνω καταστημάτων σε τρίτους και δ) εγκαταστάθηκε και διέμεινε στο επίδικο ακίνητο με την οικογένειά του από το έτος 1957 και εφεξής επί εικοσαετία. Περαιτέρω, όμως, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου. Και τούτο διότι, αν αυτός πράγματι νεμόταν το εν λόγω ακίνητο με διάνοια κυρίου επί μία εικοσαετία, δεν θα κατάρτιζε κατά τη χρονική περίοδο από Ιούνιο 1977 μέχρι και μέσα Ιανουαρίου 1978, οπότε θα είχε ήδη συμπληρωθεί ο αναγκαίος κατά το νόμο χρόνος για την κτήση κυριότητας του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, πλαστή ιδιόγραφη διαθήκη της Μ. Κ.. Από τα πρακτικά των υπ’ αριθ. 304/1983 και 278/1983 ποινικών αποφάσεων του Πενταμελούς και Επταμελούς Εφετείου Αθηνών αντίστοιχα (το δεδικασμένο των οποίων δεν δεσμεύει μεν το παρόν Δικαστήριο, πλην όμως αυτές συνεκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, βλ. ΑΠ 359/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1236/1998 Δίκη 1999.351, ΕφΑΘ 2949/2005 Δίκη 2005.968, ΕφΘεσ/κης 229/2004 Αρμ 2004.568, ΕφΘεσ/κης 112/2003 Αρμ 2003.398) προκύπτει ότι η πρώτη σύζυγος του ενάγοντος, την οποία ο τελευταίος διαζεύχθηκε το έτος 1971, κατέθεσε ότι κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους (1957 - 1971) δεν είχε γνωρίσει το ζεύγος Κ., στην οικία του οποίου ο ενάγων "δεν είχε πατήσει το πόδι του. Μόνο περνούσαμε απέξω και δεν με πήγαινε επάνω". Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω πρακτικά και ιδίως στις καταθέσεις των μαρτύρων Κ. Σ., Τ. Τ. και Φ. Σ., που περιλαμβάνονται σε αυτά, αναφέρεται ότι μετά το θάνατο της Μ. Κ. τρίτοι προέβησαν αφενός μεν σε σφράγιση, αφετέρου δε σε έρευνα της οικίας της ως άνω αποβιωσάσης προς ανεύρεση διαθήκης. Όμως, είναι πρόδηλο ότι ενέργειες αυτού του χαρακτήρα δεν θα ήταν ανεκτές ή επιτρεπτές, αν ο ενάγων κατοικούσε, όπως αυτός ισχυρίζεται, στο επίμαχο ακίνητο από το έτος 1957 και συνακόλουθα είχε τη νομή και την κυριότητά του. Εξάλλου, και έτερος μάρτυρας στην ίδια δίκη, ο συνάδελφος του Ν. Κ., καταθέτει ρητά ότι την περίοδο κατά την οποία απεβίωσε τόσο ο Γ. Κ. (11.1.1978) όσο και η Μ. Κ. (14.1.1978), ο ενάγων διέμενε με τη μητέρα του και όχι στο επίδικο ακίνητο. Όμως, και ο ίδιος (ενάγων) στην υπ’ αριθ. ...15.4.1978 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών Επαμεινώνδα Δούρου, καθώς και στην αίτηση για την έκδοση του κληρονομητηρίου, δηλαδή προτού αυτός εμπλακεί σε δικαστικούς αγώνες εξαιτίας του επίμαχου ακινήτου, δήλωνε ότι είναι κάτοικος Ν. Σμύρνης Αττικής (επί της οδού ... αρ….), γεγονός από το οποίο συνάγεται ευχερώς ότι δεν διέμενε με την οικογένειά του στο επίδικο ακίνητο που βρίσκεται στη Γλυφάδα (επί της ... αρ….) από το έτος 1957, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Εξάλλου, στην ίδια ως άνω δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ο ενάγων δήλωσε ότι η διώροφη οικία με τα καταστήματα ανεγέρθηκαν με δαπάνες της αποβιωσάσης Μ. Κ., ενώ αν ο ίδιος είχε ανεγείρει αυτά από το έτος 1956 έως και 1962, όπως ισχυρίζεται, θα έπρεπε να δηλώσει το γεγονός αυτό, πλην όμως δεν συνέβη έτσι και ως εκ τούτου πρόδηλη είναι η αναλήθεια του ισχυρισμού αυτού. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά δέχθηκε και η με αριθμό 196/2.10.1991 γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία απέρριψε σχετική αίτηση του ενάγοντος, με την οποία αυτός ζητούσε να αναγνωριστεί κύριος του επίδικου ακινήτου. Μάλιστα, στην ως άνω γνωμοδότηση αναφέρεται επιπρόσθετα ότι τα ίδια ως άνω πραγματικά γεγονότα προέκυψαν και από την έρευνα στην οποία προέβη ο προσωρινός κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομιάς, Ι. Φ., ο οποίος συνέλεξε πληροφορίες και εξέτασε σχετικά με το επίμαχο ζήτημα και τους προταθέντες από τον ενάγοντα μάρτυρες, Ν. Α. και Δ. Κ.. Ο μεν πρώτος, όπως αναφέρεται στη γνωμοδότηση, δήλωσε αρχικά ότι δεν θυμάται πότε και από ποιόν ανεγέρθηκαν τα κτίσματα, στη συνέχεια δε ότι αυτά ανεγέρθηκαν το έτος 1953 - 1954, όταν δηλαδή ο ενάγων εκπλήρωνε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, ενώ η κατάθεση του άλλου μάρτυρος κρίθηκε αναξιόπιστη λόγω των σημαντικών διαφορών και των αντιθέσεων που είχε σε σχέση με τα ιστορούμενα από τον ενάγοντα. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο ενάγων εκμίσθωνε για λογαριασμό του τα ακίνητα και εισέπραττε τα μισθώματα, αφού και κατά την αυτοψία που διενήργησε στο ακίνητο η ελεγκτής της Οικονομικής Εφορίας Δημοσίων Κτημάτων, Α. Τ., την 1η Δεκεμβρίου 1987, η σύζυγος του ενάγοντος Α. Ν., ερωτηθείσα από την ελεγκτή αν γνωρίζει κάτι σχετικό με τη μίσθωση των ακινήτων απάντησε αρνητικά (βλ. σελ. 3, στιχ. 17-20, της από 9.12.1987 έκθεσης ελέγχου της παραπάνω δημόσιας υπηρεσίας). Τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν αντικρούονται από τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, ούτε από την κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, Χ. Ν., η οποία δεν κρίνεται πειστική, αφού ο εν λόγω μάρτυρας αντιφάσκει αναφορικά με όλα τα επίμαχα ζητήματα. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αυτός αρχικά καταθέτει ότι "το μαγαζάκι στο ακίνητο το έφτιαξε, το είχε ο γέρος ο Κ.... μαζί με τη γυναίκα του" (σελ. 5, στιχ. 21-27), στη συνέχεια ότι "τα ακίνητα τα έφτιαξε ο ενάγων με εντολή του ζεύγους Κ...." (σελ. 6, στιχ. 5-9) και στη συνέχεια (μετά από ερώτηση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος αν τα κτίσματα τα έκανε ο ενάγων με δικά του χρήματα ή χρήματα των "...") ότι "...στο οικονομικό τους δεν είχα μπει, αλλά πάντως έχει βάλει λεφτά ο άνθρωπος" (σελ. 9, στιχ. 2-6) και στη συνέχεια ότι "δεν έχω καμία αμφιβολία ότι όλα τα κτίσματα που είναι στο οικόπεδο τα έχτισε ο ενάγων" (σελ. 9, στιχ. 28- 30). Αλλά και αναφορικά με τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι αυτός διέμενε με την οικογένειά του στο επίδικο από το έτος 1957, ο ίδιος μάρτυρας άλλοτε καταθέτει ότι "ο ενάγων διαμένει στο ακίνητο από το 1950 μέχρι σήμερα" (σελ. 10, στιχ. 34-38) και άλλοτε ότι "μονίμως διέμενε σε αυτό με την οικογένειά του από το έτος 1979...το ‘ 50 δεν ξέρω εγώ τι έκανε...τον γνώρισα το ‘ 56...δεν ξέρω πότε διέμενε" (σελ. 11, στιχ. 1-15). Επίσης, και αναφορικά με τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι αυτός εισέπραττε τα μισθώματα από την εκμίσθωση των καταστημάτων σε τρίτους, ο εν λόγω μάρτυρας όλως αντιφατικά και αόριστα άλλοτε καταθέτει ότι "τα καταστήματα τα νοίκιαζε ο Ν." (σελ. 12, στιχ. 44-48) και άλλοτε ότι "δεν ήμουν μπροστά όταν εισέπραττε μισθώματα, ο ενάγων μου το έλεγε..." (σελ. 13, στιχ. 12-13). Εξάλλου, τα παραπάνω αποδειχθέντα δεν αναιρούνται ούτε από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος του ενάγοντος, Ι. Ν., η οποία μάλιστα είναι η μόνη που εναρμονίζεται με τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, πλην όμως αυτή δεν κρίνεται αξιόπιστη, αφού έρχεται σε πλήρη αντίθεση προς τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία και δεν επιρρωνύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, ούτε και από τις καταθέσεις των μαρτύρων του ενάγοντος στην παρούσα, αλλά και στην ποινική δίκη που προηγήθηκε". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που, με αντικατασταθείσες κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔικ αιτιολογίες, είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό του διέλαβε σ’ αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη αποκτήσεως από τον ενάγοντα - αναιρεσείοντα της κυριότητας του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον δεν αποδείχθηκε η διενέργεια από αυτόν των επικαλουμένων από το 1950 πράξεων νομής και ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο του παραχωρήθηκε από το 1950 άτυπα από την έως τότε ιδιοκτήτριά του Μ. Κ. και ότι έκτοτε αυτός το νέμεται με διάνοια κυρίου, διενεργώντας σ’ αυτό τις προσιδιάζουσες στη φύση του, ως αστικού ακινήτου, πράξεις νομής και δη ότι από το 1956 μέχρι το 1962 ανήγειρε, με δικές του δαπάνες, τα επί του οικοπέδου κτίσματα, κατοικία και καταστήματα, ότι εισέπραττε τα μισθώματα από την εκμίσθωση των παραπάνω καταστημάτων και ότι από το 1957 και επέκεινα εγκαταστάθηκε και διαμένει με την οικογένειά του στο επίδικο. Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των οικείων περί έκτακτης χρησικτησίας διατάξεων των άρθρων 974 και 1045 ΑΚ. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ μοναδικός λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες το Εφετείο δεν απαντά στον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι τα αποδιδόμενα εις βάρος του έχουν γίνει εν αγνοία του και ότι δεν αιτιολογεί γιατί αυτός πλήρωσε ως φόρο κληρονομίας το 1978 το ποσό των 3.200.00 δραχμών, είναι απαράδεκτες γιατί δεν αφορούν σε ζητήματα, ήτοι σε ισχυρισμούς με αυτοτελή ύπαρξη που τείνουν στη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος και συνακόλουθα η μη αιτιολόγησή τους δεν στερεί την απόφαση από νόμιμη βάση. Επίσης απαράδεκτες είναι οι αιτιάσεις κατά τις οποίες οι αιτιολογίες της αποφάσεως ως περιέχουσες πολλά "εάν" είναι ενδοιαστικές και δημιουργούν αμφιβολίες ως προς το εξαχθέν πόρισμα, καθόσον οι επικαλούμενες παραδοχές "αν κατοικούσε ... έπρεπε να είχε" "είναι πρόδηλο ... αν κατοικούσε", "αν ο ενάγων πράγματι νεμόταν ... δεν είχε λόγο", αφορούν σε επιχειρήματα του δικαστηρίου, που συνέχονται με την εκτίμηση των αποδείξεων και δεν συνιστούν "αιτιολογίες" με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα, ώστε να επιδέχονται, στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ μομφή για ασάφεια. Ενόψει τούτων η αναίρεση πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔικ. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ) τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕιΝΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει, μετά την υπ’ αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/20.1.1993) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 § 12 του Ν. 1738/1987.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10.11.2014 αίτηση του Α. Κ. Ν. κατά του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 6583/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ