Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2079 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Δεδικασμένο, Χρησικτησία.




Περίληψη:
Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας από έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις απόκτησης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία άρθρα 1045, 974, 976, άρθ. 559 αρ. 19 αν υπό την επίφαση παραβίασης κανόνων δικαίου πλήττεται η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου δεν γεννιέται ο λόγος εκ του άρθρου 559 αρ. 8 εδ .β’. Δε γεννιέται ο λόγος αν ο ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε 559 αρ. 16 απορρίπτεται ως αναπόδεικτος ο λόγος γιατί δεν προσκομίζεται η απόφαση από την οποία προκύπτει το δεδικασμένο.




Αριθμός 2079/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Β. Τ. του Α., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευφημίας Παπαϊωάννου.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. χήρας Μ. Τ., 2) Σ. Τ. του Μ., 3) Κ. Τ. του Μ. και 4) Β. Τ. του Μ., κατοίκων ..., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του πατρός τους Μ. Τ. του Σ. που απεβίωσε στις 7-12-2011, 5) Ε. Τ. του Σ., συζ. Ν. Λ., 6) Γ. Τ. του Σ. συζ. Γ. Ζ., 7) Χ. Τ. του Θ., 8) Θ. Τ. του Χ., 9 ) Α. Τ. του Χ., και 10) Β. Τ. του Χ., κατοίκων ..., των τεσσάρων τελευταίων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της Ε. Τ. του Σ.. Οι μεν 1η,2ος,3ος,4η,6η,7ος και 8ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Θεοφύλακτο, με δήλωση του αρθρ. 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., οι δε 5η, 9η και 10η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-10-2008 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κοζάνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 142/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 185/2012 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10-12-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5-9-2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις υπ'αριθμ...., ... και ... εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικού επιμελήτριας Κοζάνης Β. Τ. - Κ., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 10.12.2013 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την επισπεύδουσα τη συζήτηση αναιρεσείουσα προς την πέμπτη (Ε. Τ. του Σ.), ένατη (Α. Τ. του Χ.) και δέκατη (Β. Τ.) των αναιρεσιβλήτων.
Συνεπώς εφόσον οι εν λόγω διάδικες, (που συνδέονται με τους λοιπούς με τον δεσμό της απλής ομοδικίας, ως αφορώσας της ένδικης διαφοράς σε σωρευόμενες κυριότητας ακινήτου αγωγές - αναγνωριστική και αρνητική -) δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία αυτών (αρθρ.576 παρ.2 και 3 ΚΠολΔ).
Επειδή κατά το άρθρο 1045 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί μία εικοσαετία. Νομέας κατά το άρθρο 974 του ίδιου κώδικα είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο ακίνητο, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Άσκηση της νομής επί ακινήτου, που οδηγεί στην κτήση της κυριότητας αυτού με χρησικτησία, αποτελούν οι υλικές και εμφανείς πάνω σ' αυτό πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του και κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη είναι δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, δηλαδή με τη βούληση του νομέα να εξουσιάζει το πράγμα ως δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η φύλαξη, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περίφραξη, η δενδροφύτευση κ.α. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 976 εδ.α ΑΚ, για την απόκτηση της νομής πράγματος, που βρίσκεται στη νομή άλλου, απαιτείται παράδοση του πράγματος στον αποκτώντα, η οποία γίνεται με τη βούληση του έως τώρα νομέα. Εξάλλου κατά την έννοιά της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Εξάλλου ο ίδιος λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, για εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ.561 παρ.α ΚΠολΔ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα: "Ο Σ. Τ. του Χ., παππούς της ενάγουσας και των τέταρτου, πέμπτης, έκτης και έβδομης των εναγομένων, καθώς και πατέρας των τριών πρώτων εναγομένων, απεβίωσε στις 25-6-1983.Όσο ζούσε ήταν κύριος μεταξύ άλλων, και του εκτάσεως 40.830 τ.μ επίδικου αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στη θέση "...", της κτηματικής περιοχής Κοζάνης, όπως το ακίνητο αυτό αποτυπώνεται με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-ΙΜ-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τα-Ύ-Φ-Α, από το Φεβρουάριο 1990 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Γ. Χ., το οποίο (ακίνητο) είχε αγοράσει από τον Χ. Β., δυνάμει του με αριθμό ... συμβόλαιο του άλλοτε συμβολαιογράφου Κοζάνης Εμμανουήλ Γκατζιούρα, που μεταγράφηκε στις 7-3-1958 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κοζάνης, στον τόμο … και αριθμό .... Το επίδικο αυτό ακίνητο συνορεύει βόρεια σε πλευρά Α-Β-Γ-Δ-Ε μήκους 61,40 μ με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Τ., βορειοανατολικά σε πλευρά Ε-Ζ-Η μήκους 31,20 μ με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Τ., νότια σε πλευρά Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ μήκους 97 μ, με ιδιοκτησία Β. Α., ανατολικά σε πλευρά Η-Θ-Ι-Κ-Λ μήκους 97μ με ιδιοκτησίες αδελφών Α. και Β. Α. και δυτικά σε πλευρά Ρ-Σ-Τα-Υ-Φ-Α μήκους 120,90μ με αγροτικό δρόμο.... Κύρια απασχόληση του Σ. Τ. ήταν αγροτικές καλλιέργειες, τις οποίες από το έτος 1960 ανέλαβε κυρίως ο υιός του Α. Τ., πατέρας της ενάγουσας, ο οποίος ήταν ο μόνος από τα πέντε τέκνα του Σ. Τ. που ασχολήθηκε με τη γεωργία. Ο Α. Τ. μετά το γάμο του, που τελέστηκε το έτος 1960 διέμενε με την οικογένεια του στην πατρική κατοικία μαζί με τον πατέρα του Σ. και τη μητέρα του Β. Τ... Στην ίδια κατοικία διέμεναν μέχρι τον γάμο τους, τόσο, ο πρώτος εναγόμενος, όσο και οι αδερφές του Α. Τ.., ήτοι η δεύτερη και τρίτη των εναγομένων καθώς και η Ε. Τ.. Εξ' αιτίας του γεγονότος ότι ο Α. Τ., εκμεταλλεύονταν ήδη από το έτος 1960 το σύνολο των αγροτεμαχίων της οικογένειας με αγροτικές εργασίες που αποτελούσαν της μοναδική πηγή εσόδων της οικογένειας του Σ. Τ., έδινε για τον λόγο αυτό το ποσό των 500 δρχ. το μήνα ως ενοίκιο στον πατέρα του, Σ. Τ. που ακόμα είχε ανύπαντρες τις θυγατέρες του, ενώ παράλληλα πλήρωνε τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος της πατρικής κατοικίας και πρόσφερε ημερησίως γάλα σε όλα τα μέλη της οικογένειας. Επίσης αποδείχθηκε ότι όταν παντρεύτηκε ο Α. Τ. έλαβε ως προίκα από τον πεθερό του το ποσό των 65 χρυσών λιρών, από τις οποίες τις πενήντα πέντε (55) έδωσε στον πατέρα του για οικονομική βοήθεια και με τις υπόλοιπες δέκα (10) λίρες αγόρασε την κρεβατοκάμαρα του. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από την κατάθεση της συζύγου του Α., που περιλαμβάνεται στα με αριθμό ... πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης και λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο. Ως αντάλλαγμα για την οικονομική βοήθεια που του προσέφερε ο υιός του, Α., ο Σ. Τ. μεταβίβασε ατύπως προς αυτόν ένα αγρό, εκτάσεως 3.360 τ.μ που βρίσκεται στη θέση "...", της κτηματικής περιοχής Κοζάνης, του οποίου ο πατέρας της ενάγουσας κατέστη έκτοτε κύριος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, νεμόμενος αυτόν με διάνοια κυρίου, ασκώντας όλες τις προσιδιάζουσες στην ιδιότητα του ως κυρίου διακατοχικές πράξεις και συγκεκριμένα, καλλιεργώντας τον με σιτηρά, καθαρίζοντας και επιβλέποντας τον. Τούτο το γεγονός άλλωστε κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου, από τη με αριθμό 14/1993 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Ωστόσο το ποσό των 55 χρυσών λιρών που πρόσφερε ο Α. Τ. στον πατέρα του για την κάλυψη αδήριτων οικονομικών του υποχρεώσεων τον καιρό εκείνο, δεν αποδείχθηκε ότι αγόρασε σε αντάλλαγμα άτυπα κατά το έτος 1960 και τον επίδικο αγρό. Το γεγονός αυτό συνάγεται από την οικονομική σύγκριση του ακινήτου των 3.360 τ.μ που αγόρασε άτυπα, προς την αξία της κρεβατοκάμαρας, που αγόρασε την εποχή εκείνη αντί 10 χρυσών λιρών, από την οποία (σύγκριση) συνάγεται ότι η αξία του επίδικου ακινήτου ,που είναι σε έκταση τριπλάσιος από εκείνον που αγοράστηκε άτυπα, έχει εύλογα αξία υπέρτερη του ποσού των 55 χρυσών λιρών με τις οποίες αγοράστηκε ο αγρός των 3.306 τ.μ. Ας σημειωθεί ότι τόσο ο αγρός των 3.306 τ.μ όσο και ο επίδικος αγρός ταυτίζονται ως προς την ιδιότητα τους, δεδομένου ότι πρόκειται για καλλιεργήσιμους με μονοετείς καλλιέργειες αγρούς, και βρίσκονται στην ίδια ευρύτερη περιοχή, αφού ο ένας απέχει από τον άλλο περίπου 1.500 με 2.000 μέτρα, όπως συνάγεται από την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο Α. Τ. μέχρι και τον θάνατο του πατέρα του συνέχισε να εκμεταλλεύεται τον επίδικο αγρό, χωρίς να καταστήσει γνωστό στα αδέρφια του ή τον πατέρα του ότι νέμεται αυτόν ο ίδιος για τον εαυτό του αποκλειστικά με διάνοια κυρίου. Έτσι, μετά το θάνατο του Σ. Τ., το επίδικο ακίνητο κληρονομήθηκε από τους εξ' αδιαθέτου κληρονόμους του, ήτοι τη σύζυγο του Β. Τ.. και τα πέντε τέκνα του, οι οποίοι έκτοτε κατέστησαν εξ' αδιαιρέτου συγκύριοι του επίδικου ακινήτου. Μάλιστα η προ του θανάτου του κληρονομούμενου πραγματική κατάσταση ως προς τον επίδικο αγρό συνεχίστηκε από τους κληρονόμους του, καθόσον ο Α. Τ., ως αγρότης συνέχισε την αγροτική εκμετάλλευση του επίδικου ακινήτου, χωρίς ποτέ να γνωστοποιήσει προς τους λοιπούς συγκύριους του ακινήτου τη βούληση του, ότι νέμεται ολόκληρο το ακίνητο ως αποκλειστικός κύριος. Το γεγονός δε ότι έπαυσε να καταβάλει ενοίκιο στα αδέρφια του για την εκμετάλλευση του επίδικου αγρού μετά το θάνατο του πατέρα τους δεν αναιρεί το γεγονός ότι εξακολουθούσε να κατέχει και εκμεταλλεύεται το επίδικο ακίνητο επ' ονόματι και για λογαριασμό των λοιπών συγκυρίων. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από το γεγονός ότι ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας το Φεβρουάριο του 1990 που τοπογράφησε με επιμέλεια του το επίδικο ακίνητο, εμφάνισε αυτό, ως ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Τ., δηλαδή ότι ανήκει στην εξ' αδιαιρέτου κυριότητα αυτού, της μητέρας και των αδελφών του. Ο Σ. Τ. κατέλειπε κατά το χρόνο του θανάτου του τη με αριθμό ... δημόσια διαθήκη της Συμβολαιογράφου Κοζάνης Ελένη Σαρβάνη, που δημοσιεύτηκε νόμιμα, στην οποία όμως, δεν γίνεται μνεία αναφορικά με το επίδικο ακίνητο. Το γεγονός αυτό ωστόσο δεν αποδεικνύει ότι το επίδικο ακίνητο είχε ατύπως πωληθεί από τον κληρονομούμενο κατά το έτος 1960, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα. Συγκεκριμένα σύμφωνα με το περιεχόμενο της διαθήκης, ο διαθέτης περιορίζεται μόνο στην απαρίθμηση των περιουσιακών στοιχείων που καταλείπει στην σύζυγο του και τις τρεις θυγατέρες του, χωρίς να κάνει μνεία στον πατέρα της ενάγουσας και τον πρώτο εναγόμενο. Όσον αφορά τον πατέρα της ενάγουσας, όμως, αποδεικνύεται ότι, με τα υπ'αριθμ.... και ... πωλητήρια συμβόλαια των συμβολαιογράφων Κοζάνης Ιωάννη Γκιουλέκα και Κωνσταντίνου Πήττα, μεταβίβασε σ' αυτόν λόγω πώλησης δύο αγροτεμάχια εκτάσεως 12 στρεμμάτων και 4 στρεμμάτων αντίστοιχα, καθώς και την πατρική κατοικία γεγονός που κατέθεσε στο ακροατήριο ο μάρτυρας της ενάγουσας. Αντιθέτως όσον αφορά τον πρώτο εναγόμενο, δεν αποδείχθηκε ότι ο πατέρας μεταβίβασε σ' αυτόν όσο ζούσε, λόγω πώλησης, περιουσιακά στοιχεία αντίστοιχης αξίας με τον πατέρα της ενάγουσας. Επομένως το επίδικο ακίνητο εν γνώσει του κληρονομούμενου δεν περιλήφθηκε στην ανωτέρω διαθήκη, προκειμένου τούτο να υπεισέλθει στους κληρονόμους του κατά τις περί εξ' αδιαθέτου διαδοχής διατάξεις. Οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι, η μητέρα τους και η αδελφή τους Ε. Τ., συζ. Χ Τ., αποδέχθηκαν την επαχθείσα προς αυτούς κληρονομιά ως προς το επίδικο ακίνητο, δυνάμει των με αριθμό ... και ... δηλώσεων αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Κοζάνης Ζωής Βαβίτσα - Μάλαμα, που μεταγράφηκαν νόμιμα στις 25-1-1989 και στις 27-3-1989 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κοζάνης στους τόμους ... και ... και αριθμούς … και … αντίστοιχα και έτσι κατέστησαν εξ' αδιαιρέτου συγκύριοι του επίδικου ακινήτου κατά 25% η Β. Σ. Τ. και κατά ποσοστό 85% τα προαναφερόμενα τέκνα, ενώ νομέας του επιδίκου ακινήτου κατά ποσοστό 15% μετά την επαγωγή της κληρονομιάς, ήταν ο πατέρας της ενάγουσας Α. Τ., ο οποίος όσο ζούσε, δεν προέβη σε δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ως προς το ανωτέρω κληρονομιαίο ακίνητο. Ακολούθως η Β. Σ. Τ., δυνάμει του υπ' αριθμ.... αγορά-πωλητήριου συμβολαίου της αυτής ως άνω συμβολαιογράφου Κοζάνης, που μεταγράφηκε νόμιμα στις 26-1-1989 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κοζάνης στον τόμο ... και αριθμό …, μεταβίβασε στον πρώτο εναγόμενο, αιτία πωλήσεως, το ανωτέρω εξ' αδιαιρέτου ποσοστό των 25% επί του επίδικου ακινήτου, που περιήλθε σ' αυτήν ως εξ' αδιαθέτου κληρονόμος του αποβιώσαντος συζύγου της. Ομοίως και η δεύτερη εναγόμενη με το υπ'αριθμ.... συμβόλαιο δωρεάς της αυτής ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στις 26-1-1989 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κοζάνης^ στον τόμο 651 και αριθμό 86, μεταβίβασε στον πρώτο εναγόμενο, αιτία δωρεάς, το εξ' αδιαιρέτου ποσοστό των 15% επί του επιδίκου ακινήτου που περιήλθε σ' αυτήν ως εξ' αδιαθέτου κληρονόμος του αποβιώσαντος πατέρα της. Με το αυτό ως άνω συμβόλαιο και η αδερφή του πρώτου εναγόμενου Ε., , Χ. Τ., μεταβίβασε στον τελευταίο αιτία δωρεάς, το εξ' αδιαιρέτου ποσοστό των 7,5 % επί του επιδίκου ακινήτου. Τέλος ο πρώτος εναγόμενος δυνάμει του υπ'αριθμ.... συμβόλαιο δωρεάς της αυτής ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στις 29-1-1989 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κοζάνης στον τόμο 651 και αριθμό 87,μεταβίβασε στην Τρίτη εναγόμενη, αιτία δωρεάς, το εξ' αδιαιρέτου ποσοστό των 2,10% επί του επιδίκου ακινήτου από το συνολικό εξ' αδιαιρέτου ποσοστό του οποίου ήταν κύριος μέχρι τότε. Έτσι, μετά τις ως άνω μεταβιβάσεις ο πρώτος εναγόμενος κατέχει επί του επιδίκου ακινήτου εξ' αδιαιρέτου ποσοστό 60,40%, η Τρίτη εναγόμενη ποσοστό 17,10%, και Ε. συζ. Χ. Τ., στη θέση της οποίας υπεισήλθαν οι τέταρτος, πέμπτος, έκτη και έβδομη εναγόμενοι ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, το ποσοστό 7,5% εξ' αδιαιρέτου, και πλέον έκαστος εξ' αυτών (τέταρτου, πέμπτου, έκτης και έβδομης των εναγομένων) ποσοστό 1,875% εξ' αδιαιρέτου. Ο πατέρας της ενάγουσας, Α. Τ., νομέας του εξ' αδιαιρέτου ποσοστού των 15% επί του επιδίκου ακινήτου, είναι βέβαιο ότι έλαβε γνώση των ως άνω δηλώσεων αποδοχής κληρονομιάς και μεταβιβαστικών συμβολαίων τουλάχιστον το έτος 1991, οπότε και συζητήθηκε σε πρώτο βαθμό η από 19-11-1990 αγωγή της δεύτερης εναγόμενης εναντίον του, με την οποία αυτή ζητούσε να αναγνωριστεί κύρια κατά ποσοστό 85% εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου εκτάσεως 3.360 τ.μ, το οποίο ομοίως δεν είχε περιληφθεί στη με αριθμό ... δημόσια διαθήκη του Σ. Τ.. Παρά το γεγονός, όμως, ότι τα αδέλφια του και η μητέρα του με τα ως άνω αναφερόμενα συμβόλαια αμφισβητούσαν την αποκλειστική κυριότητα που διατείνονταν ότι είχε επί του επιδίκου ακινήτου, ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας ουδέποτε άσκησε οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ενώπιον αρμοδίων Δικαστηρίων σχετικά με το ακίνητο αυτό. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι απορρέει δεδικασμένο από τη με αριθμό 14/1993 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου ακινήτου είναι νομικά αβάσιμος, καθόσον το επίδικο ακίνητο δεν αποτέλεσε την ιστορική βάση της κρινόμενης με την ανωτέρω απόφαση αγωγής, ούτε και η ως άνω τελεσίδικη απόφαση κάνει οποιαδήποτε ειδική μνεία στο επίδικο ακίνητο, αλλά αναφέρεται γενικόλογα σε άτυπες μεταβιβάσεις ακινήτων. Μετά την έκδοση της παραπάνω τελεσίδικης απόφασης, που δημοσιεύθηκε στις 22-6-1993, ο πατέρας της ενάγουσας ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης που εκδίκαζε στις 29-6-1993 ποινική υπόθεση με κατηγορούμενο τον ίδιο που φέρονταν ότι τέλεσε στον όμορο προς τον επίδικο αγρό, αποδέχθηκε δήλωση που έκανε ο πρώτος εναγόμενος στο Δικαστήριο προκειμένου να ανακαλέσουν αυτός και η αδελφή του Ε. Σ. Χ. Τ. την από 10-6-1989 έγκληση τους κατ' αυτού, σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας ο Α. Τ. θα επανέφερε στην πρότερα κατάσταση την περίφραξη, που είχε χαλάσει από τον όμορα προς τον επίδικο αγρό, ενώ θα μπορούσε να πάρει το 1/6 εξ' αδιαιρέτου από ένα αγροτεμάχιο 7 στρεμμάτων από όποιο σημείο ήθελε. Ωστόσο τα μόνα αγροτεμάχια που κατέλειπε ο Σ. Τ.αι δεν περιλαμβάνονταν στη διαθήκη ήταν το επίδικο και εκείνο των 3.360 τ.μ, ως προς το οποίο είχε κριθεί κατά χρόνο της παραπάνω δήλωσης τελεσίδικα ότι ανήκει στην κυριότητα του δικαιοπάροχου της ενάγουσας. Συνακόλουθα, η παραπάνω δήλωση, αν και με εσφαλμένη μνεία ως προς την έκταση, αναφέρεται στο επίδικο ακίνητο, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας αποδέχθηκε, στα πλαίσια της ποινικής δίκης, ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει στην εξ' αδιαιρέτου κυριότητα αυτού, της μητέρας του, και των αδελφών του, όπως άλλωστε, είχε πράξει και το έτος 1990 με τη σύνταξη του από Φεβρουάριο 1990 τοπογραφικού διαγράμματος. Όσον αφορά το γεγονός ότι στην παραπάνω δήλωση γίνεται μνεία περί του δικαιώματος του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας να λάβει το 1/6 που του αναλογεί, τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι το σύνολο των εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος Σ. Τ., ήταν έξι, ήτοι η σύζυγος του και τα πέντε τέκνα του. Μετά τη δήλωση αυτή και την επίλυση της ποινικής και αστικής αντιδικίας που είχε ο Α. Τ. με τα αδέλφια του, συνέχισε να καλλιεργεί το επίδικο ακίνητο μέχρι και τα τέλη του έτους 1998 με διάνοια συγκυρίου, οπότε ο πρώτος εναγόμενος μετέφερε και εναπέθεσε στο επίδικο ακίνητο 100 περίπου φορτηγά χώμα, προκειμένου ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας να παύσει να καλλιεργεί αυτό, ένεκα διαφωνιών που προέκυψαν μεταξύ τους σε σχέση με τον τρόπο καλλιέργειας του επιδίκου. Στην ενέργεια αυτή του πρώτου εναγόμενου, την οποία ενέκριναν και εξ' αδιαιρέτου συγκύριες αδελφές του, ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας Α. Τ., που στο μεταξύ είχε ασθενήσει, δεν προέβαλε οποιαδήποτε αντίρρηση, ούτε και προσέφυγε στα δικαστήρια με αίτημα να αναγνωριστεί η κυριότητα του επί του επίδικου. Ούτε, άλλωστε ,και η ενάγουσα μετά το θάνατο του πατέρα της αντέδρασε σε σχέση με το επίδικο ακίνητο, μέχρι και την ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κοζάνης της από 16-10-2008 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων νομής και της υπό κρίση αγωγής, μετά από ισοπέδωση, στις 8-10-2008 κατ' εντολή των εναγομένων, τμήματος του επιδίκου ακινήτου, εκτάσεως 2 περίπου στρεμμάτων στην νότια πλευρά του και την τοποθέτηση σ' αυτό 100 περίπου κυψελών μελισσών, καθώς και την εναποθέτηση ποσότητας χώματος από δύο φορτηγά, σε έκταση 20 περίπου τ.μ; στην ανατολική πλευρά του επιδίκου ακινήτου. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πλήρως αποδεικνύεται ότι ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας δεν κατέστη κύριος του όλου ακινήτου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η τελευταία. Συνακόλουθα η ενάγουσα, που αποδέχθηκε δυνάμει της με αριθμό ... δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς την επαχθείσα προς αυτήν κληρονομιαία περιουσία του θανόντος κατά την 20-10-2001 πατέρα της, ο οποίος κατέλειπε την από 15-2-2001 ιδιόγραφη διαθήκη που δημοσιεύθηκε με το υπ' αριθμ.225/19-9-2002 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης και κηρύχθηκε κυρία δυνάμει της με αριθμό 271/2002 απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, δεν κατέστη παραγώγως, δυνάμει κληρονομικής διαδοχής, κυρία ολόκληρου του επιδίκου ακινήτου, καθόσον ο κληρονομούμενος ουδέποτε κατέστη παραγώγως ή πρωτοτύπως κύριος αυτού και συνακόλουθα δεν μπορούσε να επάγει τούτο στην κληρονόμο του, σύμφωνα με τη βασική αρχή του εμπράγματου δικαίου "ουδείς μετάγει πλέον ου έχει δικαιώματος". Ωστόσο η ενάγουσα είναι σε κάθε περίπτωση κυρία ποσοστού 15% εξ αδιαιρέτου του επιδίκου ακινήτου, το οποίο (ποσοστό) άνηκε στον δικαιοπάροχο πατέρα της, ως εξ' αδιαθέτου κληρονόμου του Σ. Τ. και απέκτησε αυτό πρωτοτύπως με τη νομή του επιδίκου ακινήτου με διάνοια συγκυρίας για το χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών συνυπολογιζομένου και του χρόνου νομής του διακαιοπαρόχου της. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι οι ίδιο είναι συγκύριοι του όλου ακινήτου, ήτοι και κατά το παραπάνω ποσοστό των 15% εξ' αδιαιρέτου, τυγχάνει αβάσιμος κατ' ουσίαν, καθόσον, αφενός δεν επικαλούνται, ούτε και μέχρι τα τέλη του έτους 1998, οπότε και ο πρώτος εναγόμενος εναπέθεσε μεγάλη ποσότητα χώματος στο επίδικο ακίνητο και αφετέρου δεν ισχυρίζονται ότι προέβησαν σε πράξεις νομής με διάνοια συγκυρίων εν γνώσει του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας ή της ίδιας ότι νέμονται το ανωτέρω εξ' αδιαιρέτου ποσοστό αποκλειστικά για λογαριασμό τους (ΑΠ 1905/2006, ΕλλΔνη 2009, 787). Επομένως, εφόσον οι εναγόμενοι αμφισβητούν το δικαίωμα συγκυριότητας της ενάγουσας επί του επιδίκου ακινήτου, πρέπει αυτή να αναγνωριστεί συγκυρία του ακινήτου αυτού κατά ποσοστό 15% εξ' αδιαιρέτου. Σύμφωνα με την αρχή ότι στο μείζον περιλαμβάνεται και το έλασσον, ήτοι το δικαίωμα συγκυριότητας. Περαιτέρω οι εναγόμενοι ως συγκύριοι του ακινήτου και έχοντας προς τούτο δικαίωμα τακτικής εκμετάλλευσης του κατά τα ως άνω αναφερόμενα εξ' αδιαιρέτου ποσοστά που αναλογούν στον καθένα από αυτούς, προέβησαν στις 8-10-2008 στην απομάκρυνση μπάζων και την τοποθέτηση κυψελών και ως εκ τούτου δεν προσέβαλαν τη συγκυριότητα της ενάγουσας, ενόψει και του γεγονότος ότι κατέχουν την πλειοψηφία στη μεταξύ τους κοινωνία δικαιώματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 788 και 789 ΑΚ". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε, κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικά βάσιμη την αποτελούσα αντικείμενο της αναιρέσεως αναγνωριστική κυριότητας αγωγή της αναιρεσείουσας και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης αποφάσεως που είχε κρίνει ομοίως (ενώ απέρριψε και την έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά τον μοναδικό και αφορώντα την επιφάνεια του επιδίκου και μόνο λόγο). Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού εξέθεσε σ'αυτήν χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα και που ήταν αναγκαία για την κατά ένα μέρος ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης αγωγής και συνακόλουθα για την εφαρμογή των προδιαληφθεισών ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 974, 976 και 1045 ΑΚ, τις οποίες και εφάρμοσε. Ειδικότερα αναφέρεται στην απόφαση ότι ο πατέρας της ενάγουσας από το 1960 κατείχε το επίδικο ακίνητο, μαζί με τα υπόλοιπα ακίνητα της πατρικής του οικογένειας και τα εκμεταλλευόταν αντί μισθώματος, το οποίο (μίσθωμα) σταμάτησε μεν να καταβάλει μετά το θάνατο (25-6-1983) του πατέρα του, πλήν όμως ουδέποτε γνωστοποίησε στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τελευταίου ότι νέμεται το επίδικο για δικό του λογαριασμό, ενώ από τον χρόνο του εν λόγω θανάτου παρέλαβε τη νομή του αναλογούντος στην εξ αδιαθέτου κληρονομιά του πατέρα του ποσοστού του επιδίκου, ήτοι 15% εξ αδιαιρέτου, τη συγκυριότητα του οποίου και απέκτησε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού μέχρι το χρόνο του θανάτου του (20.10.2001) και με την προσμέτρηση της νομής του δικαιοπαρόχου του στη δική του νομή συμπληρώθηκε η απαιτούμενη 20ετία, το ποσοστό δε αυτό και μόνο μεταβίβασε με τη νόμιμα δημοσιευθείσα διαθήκη του στην ενάγουσα και όχι το όλο ακίνητο που συμπεριέλαβε στη διαθήκη αυτή. Επομένως οι περί του αντιθέτου από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτιάσεις του πρώτου λόγου της αναιρέσεως και κατά το δεύτερο μέρος του πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, ενώ οι αιτιάσεις του ίδιου δεύτερου μέρους του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες το Εφετείο, θα έπρεπε εφαρμόζοντας τις επίμαχες διατάξεις των άρθρων 974, 976 και 1045 ΑΚ να δεχθεί ότι ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας είχε παραλάβει από τον πατέρα του το 1960 με άτυπη αγορά τη νομή του επιδίκου και ότι είχε απαιτήσει την κυριότητα του με έκτακτη χρησικτησία, είναι απαράδεκτες, γιατί υπό την επίφαση της παραβιάσεως των παραπάνω διατάξεων, πλήττουν την περί τα πράγματα, ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ.8 περ.β του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι ασκούντες ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηαδή κάθε περιστατικό το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί κατά νόμο, στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση ή την αντένσταση δικαιώματος, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία αποτελεί ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 284/2014, ΑΠ 177/2014). Ο από τη διάταξη αυτή λόγος αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψη δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ 502/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με τον ίδιο πρώτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το πρώτο μέρος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 558 αρ.8 περ.β του ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του θεμελιωτικό της αγωγής ισχυρισμό ότι "η νομή του επιδίκου είχε παραδοθεί στον πατέρα της ενάγουσας Α. Τ. από τον πατέρα του (παππού της) Σ. Τ., το 1960 και ότι αυτός πρό του θανάτου του τελευταίου, στις 25.6.1983, είχε καταστεί κύριος με έκτακτη χρησικτησία λόγω παρόδου της απαιτουμένης εικοσαετίας". Από τις προεκτεθείσες όμως παραδοχές της αποφάσεως όπου κατ'επανάληψη αναφέρεται ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο Α. Τ., ήτοι ο πατέρας της ενάγουσας αγόρασε άτυπα, από τον πατέρα του Σ. Τ., το 1960 τον επίδικο αγρό (σελ.9 και 10 της αποφάσεως), καθώς και ότι αυτός δεν ασκούσε στο επίδικο πράξεις νομής αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό (σελ.8, 10 και 13 της αποφάσεως), προκύπτει ότι το Εφετείο εξέτασε και απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας και συνακόλουθα τον έλαβε υπόψη. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός κατά το ερευνώμενο μέρος του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο. Ο λόγος αυτός απορρίπτεται, αν ο αναιρεσείων δεν προσκομίσει όλα τα αναγκαία έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η βασιμότητα της αιτίασης και ειδικότερα την απόφαση από το περιεχόμενο της οποίας προκύπτει η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της παραπάνω διατάξεως, του άρθρου 559 αρ.16 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο δέχθηκε ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο από την τελεσίδικη, υπ'αριθμ.... απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, σε παρεμπίπτον ζήτημα και συγκεκριμένα στην παραδοχή "ότι η μη αναφορά του επιδίκου αγρού στην υπ'αρ.454/22.11.1976 δημόσια διαθήκη του Σ. Τ. συνιστά απόδειξη περί του ότι είχε αποξενωθεί από τη νομή του". Ο λόγος αυτός, πρέπει να απορριφθεί ως αναπόδεικτος, καθόσον η αναιρεσείουσα δεν προσκομίζει την απόφαση από την οποία προκύπτει το επικαλούμενο δεδικασμένο, ώστε από την επισκόπηση της να ελεγχθεί η σχετική παραδοχή της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός καθώς και η αναίρεση στο σύνολο πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου κατά το άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/2012. Η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων αναιρεσιβλήτων (αρθρ.176 και 183 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10.12.2013 αίτηση της Β. Τ. του Α. κατά των Κ. χας Μ. Τ. κ.λπ. για αναίρεση της υπ'αριθμ.185/2012 αποφάσεως του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Οκτωβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή