Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2186 / 2014    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.




Περίληψη:
Η σύναψη σύμβασης εργασίας είτε ορισμένου χρόνου είτε αορίστου χρόνου, με εργαζόμενους προπονητές που στερούνται άδειας άσκησης επαγγέλματος είναι άκυρη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 180 ΑΚ. Η μη τήρηση των διατυπώσεων για την καταγγελία άκυρης σύμβασης εργασίας δεν συνεπάγεται ακυρότητα της καταγγελίας, την οποία θεσπίζει το άρθρο 5 παρ. 3 Ν. 3198/1995, μόνο για την έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά ο εργαζόμενος έχει αξίωση προς λήψη της νόμιμης αποζημίωσης.




Αριθμός 2186/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Αθλητικού Σωματείου με την επωνυμία "Όμιλος Αντισφαιρίσεως Αθηνών", όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Πίκουλα, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1. Ε. Χ. του Χ., κατοίκου ... και 2. Σ. Ν., κατοίκου ..., αμφότεροι οι ανωτέρω δεν παραστάθηκαν και δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-12-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:2425/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3769/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21-10-2013 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 23-10-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως και να απορριφθούν οι λοιποί.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1, 2 και 3 του KΠολΔ. προκύπτει ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο ’ρειος Πάγος εξετάζει, αυτεπαγγέλτως, ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος διάδικος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κλητεύθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά τη σημερινή (4-11-2014) δικάσιμο, συζητήθηκε η από 21-10-2013 αίτηση του αναιρεσείοντος, για αναίρεση της 3769/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου προκύπτει, ότι, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, δεν εμφανίστηκαν οι αναιρεσίβλητοι, ούτε εκπροσωπήθηκαν δια πληρεξουσίου δικηγόρου. Ο παραστάς αναιρεσείων επικαλείται και προσκομίζει τις 3058/27-6-2014 και 3117/14-7-2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., από τις οποίες προκύπτει, ότι αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης με την κάτω από αυτήν πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου και της κλήσης προς συζήτηση, για την παραπάνω δικάσιμο, επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα στους αναιρεσίβλητους με την επιμέλεια του πληρεξουσίου δικηγόρου της αναιρεσείουσας. Επομένως, εφόσον οι αναιρεσίβλητοι είχαν νομίμως κλητευθεί πρέπει, να προχωρήσει η συζήτηση της αναίρεσης.
Οι λόγοι των αριθμών 1 εδ. α' και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύονται, ο μεν πρώτος, αν το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών διαπιστώσεων του στο εννοιολογικό περιεχόμενο του εν λόγω κανόνα, ο δε δεύτερος, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν, κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου, που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 ΑΚ, 1 και 3 του ν. 2112/1920,1,2 παρ.,1, 5 του β.δ. από 16.7.1920 και 5 του ν 3198/1955, συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, που αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη το οποίο ασκείται με τη μορφή της μονομερούς αναιτιώδους δικαιοπραξίας, θεωρείται έγκυρη όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί πλήρης η νόμιμη αποζημίωση. Η ακυρότητα της καταγγελίας μπορεί να οφείλεται είτε στη μη τήρηση των ως άνω προϋποθέσεων, είτε στην καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη (άρθρο 281 ΑΚ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. Α.Κ. και 6 του Ν. 765/1943,που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ.(άρθρο 38 ΕισΝΑΚ) συνάγεται, ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και ν' ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεων του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη. Αντίθετα, σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνο από τη συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ' αυτή εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, προκύπτει ότι, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύμβασης έργου είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι σ' αυτή καθεαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, η ολοκλήρωση και παράδοση του οποίου επιφέρει τη λύση της σύμβασης. Αντικείμενο δε της σύμβασης αυτής μπορεί να είναι και έργο μη αυτοτελές αλλά επαναλαμβανόμενο σε ορισμένη ή αόριστη χρονική διάρκεια. Σε κάθε όμως περίπτωση, τη μίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξάρτησης από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτέλεσης του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχο του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 37 παρ.1 του ν. 75/1975 "το επάγγελμα του προπονητή δύνανται να ασκούν μόνο κεκτημένοι παρά της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού σχετικής άδειας, ως και οι απόφοιτοι της Εθνικής Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής, δια τα αθλήματα άτινα εδιδάχθησαν ...". Επακολούθησε ο Ν. 2725/1999, που δημοσιεύτηκε στις 17-6-1999 "περί ερασιτεχνικού και επαγγελματικού αθλητισμού και άλλων διατάξεων", ο οποίος όρισε στο άρθρο 31 παρ. 6, όπως η παρ. αυτή συ΅πληρώθηκε ΅ε το άρθρο 75 παρ.2 του Ν. 3057/2002 ότι "κάθε προπονητής συμβάλλεται υποχρεωτικά, εγγράφως, ΅ε τον αθλητικό φορέα στον οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του ΅ε πλήρη, ΅ερική ή περιοδική απασχόληση εξαρτη΅ένης εργασίας ή παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Η σχετική σύ΅βαση για να είναι έγκυρη απαιτείται να κατατεθεί και να θεωρηθεί από την αρ΅όδια Δ.Ο.Υ.". Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι υπό το προ του Ν. 2725/1999 νο΅ικό καθεστώς, η σύ΅βαση παροχής υπηρεσιών από προπονητή εγκύρως καταρτιζόταν ατύπως, βάσει δε των συγκεκρι΅ένων πραγ΅ατικών περιστατικών της κρινόταν κάθε περίπτωση, αν δηλαδή ήταν σύ΅βαση εξαρτη΅ένης εργασίας ή παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Από την ισχύ (17-6-1999) ό΅ως του Ν. 2725Ι1999 καθιερώθηκε, ως συστατικός, ο έγγραφος τύπος κατάρτισης της. Ο εν λόγω νό΅ος δεν έχει αναδρομική ισχύ και εφαρμόζεται από την ισχύ του για τις εφεξής συναπτόμενες συμβάσεις. Για αυτές τις συμβάσεις απαραίτητος όρος για την εγκυρότητα, και μεταξύ των συμβαλλομένων, της σύμβασης παροχής αθλητικών υπηρεσιών από προπονητή προς αθλητικό φορέα, είναι η κατάθεσή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και η θεώρησή της απ' αυτήν, διαφορετικά είναι άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ, διότι είναι αντίθετη σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Ακόμη, στο άρθρο 31 παρ.1 και 2 του ίδιου ως άνω νόμου 2725/1999 ορίζεται ότι η άσκηση του επαγγέλματος του προπονητή (οιουδήποτε προφανώς αθλήματος) επιτρέπεται μόνο στον κάτοχο αδείας που χορηγείται από τη ΓΓΑ με τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο τούτο. Ακολούθως, στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι προπονητή έχουν υποχρέωση να απασχολούν μεταξύ των άλλων και τα αθλητικά σωματεία που καλλιεργούν ατομικό άθλημα και έχουν αθλητές στη δύναμη τους, ηλικίας κάτω των 18 ετών. Εξάλλου, με την παρ. 5 του άρθρου 136 του ίδιου νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 14 του άρθρου 77 του ν. 3057/2002, ορίζεται ότι "Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου α' της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του Ν. 2725/1999, οι πτυχιούχοι Ε.Α.Σ.Α. ή Τ.Ε.Φ.Α.Α. χωρίς δίπλωμα ειδικότητας μπορούν να λάβουν άδεια άσκησης επαγγέλματος σε άθλημα που εδιδάχθησαν, με την προϋπόθεση ότι ασκούσαν το επάγγελμα του προπονητή στο αντίστοιχο άθλημα για ένα χρόνο τουλάχιστον πριν από τη δημοσίευση του Ν. 2725/1999 σε αθλητική ομοσπονδία ή αθλητική ένωση ή αθλητικό σωματείο, που αποδεικνύεται με βεβαίωση αυτών. Για αθλήματα τα οποία τα Τ.Ε.Φ.Α.Α. δεν χορηγούν αντίστοιχη ειδικότητα, άδειας άσκησης του επαγγέλματος του προπονητή χορηγούνται σε πτυχιούχους Τ.Ε.Φ.Α.Α., εφόσον έχουν διδαχθεί το σχετικό άθλημα ή έχουν εμπειρία σε αυτό, που βεβαιώνεται από την οικεία αθλητική ομοσπονδία". Κατά συνέπεια, η σύναψη σύμβασης εργασίας είτε ορισμένου είτε αορίστου χρόνου, με εργαζόμενους προπονητές που υπάγονται στις προαναφερόμενες διατάξεις και στερούνται άδειας άσκησης επαγγέλματος είναι άκυρη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 του ΑΚ, διότι είναι αντίθετη σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 5 παρ. 3, 6 παρ. 1, 8 και 9.παρ. 1 του Ν 3198/1955, σαφώς συνάγεται ότι σε απλή σχέση εργασίας, που προκύπτει από άκυρη σύμβαση εργασίας, ο εργοδότης μπορεί να παύσει να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και δεν καθίσταται υπερήμερος και υπόχρεος για την καταβολή μισθών υπερημερίας για τον εφεξής χρόνο, αν δε αποφασίσει να παύσει να δέχεται την εργασία, που προσφέρεται σ' αυτόν από τον εργαζόμενο, πρέπει να καταγγείλει τη σχέση αυτή της εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του νόμου αυτού, δηλαδή εγγράφως και με την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, η οποία θα υπολογισθεί ανάλογα με τη διάρκεια της σχέσης. Η μη τήρηση όμως των διατυπώσεων αυτών δε συνεπάγεται ακυρότητα της καταγγελίας, την οποία θεσπίζει το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν 3198/1955, μόνο για την έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά ο εργαζόμενος έχει αξίωση προς λήψη της νόμιμης αποζημίωσης (ΑΠ 1667/2010). Εξάλλου και σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, ο εργαζόμενος δικαιούται ευθέως εκ του νόμου (και όχι εκ των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού)τις αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 4 του ν. 3514/1928, όπως το άρθρο 4 τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του Ν 765/1943, προκύπτει ότι η στράτευση του μισθωτού δεν αποτελεί λόγο λύσης της σύμβασης εργασίας, αλλά αναστολής αυτής κατά τη διάρκεια της οποίας ο μισθωτός απαλλάσσεται από την υποχρέωση παροχής εργασίας και ο εργοδότης από την υποχρέωση καταβολής μισθού και ότι, μετά την απόλυση του μισθωτού από το στρατό δικαιούται να επαναλάβει την εργασία του, με τους ίδιους όρους, με τους οποίους την παρείχε και πριν από την στράτευση του, εφόσον εμφανιστεί μέσα σε ένα μήνα από την απόλυση του και δηλώσει στον εργοδότη του, με οποιονδήποτε τρόπο, την πρόθεση του αυτή και προσέλθει για την επανάληψη της εργασίας του μέσα σε 15 ημέρες από τη δήλωση του άλλως λύνεται η εργασιακή του σχέση. Σε περίπτωση, δε, που ο εργοδότης αρνηθεί να επαναπασχολήσει τον απολυθέντα από τις τάξεις του στρατεύματος μισθωτό του περιέρχεται σε υπερημερία και οφείλει μισθούς υπερημερίας εκτός αν καταγγείλει έγκυρα τη σύμβαση οπότε οφείλει τη νόμιμη αποζημίωση και επιπλέον αποζημίωση ύψους 6 ΅ηνών. Οι ως άνω όμως προστατευτικές για το στρατευθέντα μισθωτό διατάξεις (του ν. 3514/1928) δεν εφαρμόζονται στις άκυρες συμβάσεις εργασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με την αγωγή των οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι προσλήφθηκαν από τον εναγόμενο αθλητικό όμιλο ο πρώτος από την 1-9-1998 και ο δεύτερος από την 1-9-2005 και με προφορικές συμβάσεις εργασίας που εικονικά και κατ' επίφαση ονομάστηκαν συμβάσεις έργου που ανανεώνονταν ετησίως και ότι απασχολήθηκαν στις εγκαταστάσεις του εναγομένου ο πρώτος ως υπεύθυνος προπονητής και ο δεύτερος ως προπονητής. Ότι οι όροι εργασίας τους, όπως ίσχυσαν εξυπαρχής, στη συνέχεια αποτυπώθηκαν και εγγράφως στην από 1-9-2008 έγγραφη σύμβαση που υπέγραψαν, η οποία και αυτή ονομάσθηκε ως σύμβαση έργου. Ότι από την πρόσληψη των ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν ημερήσιο ωράριο εργαζόμενοι επί 6 ημέρες την εβδομάδα και παρείχαν την εργασία τους σε τρία χωμάτινα γήπεδα που διατίθενται για τις προπονήσεις των αθλητών. Ότι, επιπρόσθετα, ήταν υποχρεωμένοι να απασχολούνται και πέραν του ημερησίου ωραρίου τους για τη συνοδεία και παρακολούθηση των αθλητών του εναγομένου στο εξωτερικό και στην Ελλάδα και ότι τους είχε απαγορευθεί να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε άλλο σωματείο ή αθλητή άλλου ομίλου χωρίς την άδεια του. Ότι συμφωνήθηκε να λαμβάνουν άδεια με αποδοχές. Ότι ο αληθής χαρακτήρας της σύμβασης που συνέδεε τον καθένα από αυτούς με το εναγόμενο ήταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού αμφότεροι εργάζονταν με ωράριο εργασίας, υπόκειντο στις οδηγίες και εντολές του εναγομένου για την παροχή εργασίας τους και απαγορευόταν η παροχή εργασίας προς άλλους. Ότι η καταγγελία της σύμβασης του δεύτερου από αυτούς είναι άκυρη γιατί έγινε καθό χρόνο υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία και του πρώτου γιατί δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση και ότι για το λόγο αυτό το εναγόμενο του οφείλει για μισθούς υπερημερίας, λόγω μη αποδοχής των υπηρεσιών του για το διάστημα από 31-8-2009 έως 31-1-2011 το ποσό των 3.497,50 ευρώ το μήνα και συνολικά το ποσό των 59.457,50 ευρώ, και σε περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ήταν έγκυρη του οφείλει αποζη΅ίωση απόλυσης που ανέρχεται, ΅ε βάση το χρόνο εργασίας του στο εναγό΅ενο (11 ετών), στο ποσό των 28.560 ευρώ. Ότι, λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του πρώτου από αυτούς από το εναγόμενο, υπέστη ηθική βλάβη και πρέπει να του επιδικασθεί χρη΅ατική ικανοποίηση ύψους .15.000 ευρώ. Ότι η εναγό΅ενη οφείλει στον πρώτο από αυτούς για επιδό΅ατα εορτών και αδείας των ετών 2004 έως 2009 το ποσό των 36.082,35 ευρώ και στο δεύτερο από αυτούς για επιδό΅ατα εορτών και αδείας των ετών 2005 έως 2009 το ποσό των 12.177,52 ευρώ. Ζήτησαν να αναγνωρισθεί : 1)ότι συνδέονται ΅ε τον εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, 2)η ακυρότητα της από 31-8-2009 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του πρώτου από αυτούς και 3) ότι έχει ανασταλεί η σύ΅βαση εργασίας του δεύτερου από αυτούς από 17-8-2009 λόγω της στράτευσης του και να υποχρεωθεί το εναγό΅ενο να καταβάλει στον πρώτο από αυτούς: α) το ποσό των 59.457,50 ευρώ για ΅ισθούς υπερη΅ερίας, άλλως το ποσό των 28.560 ευρώ για αποζη΅ίωση απόλυσης, β)το ποσό των 36.082,35 ευρώ για α΅οιβές επιδο΅άτων εορτών και αδείας, να αναγνωρισθεί ότι το εναγό΅ενο υποχρεούται να καταβάλει στον πρώτο από αυτούς το ποσό των 15.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στο δεύτερο από αυτούς το ποσό των 12.177,52 ευρώ για αμοιβές επιδομάτων εορτών και αδείας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, με την αιτιολογία ότι οι ενάγοντες τελούσαν με το εναγόμενο σε σχέση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και όχι σε σχέση εξαρτημένης εργασίας και οι ενάγοντες άσκησαν έφεση κατά της απόφασης του. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης πραγματικά περιστατικά : Ο πρώτος ενάγων συμφώνησε προφορικά με το εναγόμενο να παρέχει τις υπηρεσίες του από 1-9-1998 και για ένα έτος ως υπεύθυνος προπονητής στο άθλημα της αντισφαίρισης. Επίσης ο δεύτερος ενάγων συμφώνησε προφορικά με το εναγόμενο να παρέχει τις υπηρεσίες του από 1-9-2005 και για ένα έτος στο εναγόμενο αθλητικό σωματείο ως προπονητής στο άθλημα της αντισφαίρισης. Οι ως άνω συμβάσεις ετήσιας διάρκειας μετά τη λήξη τους ανανεώνονταν για ένα έτος, με προφορική συμφωνία των διαδίκων μερών και για πρώτη φορά διατυπώθηκαν εγγράφως οι όροι συνεργασίας τους στις από 1-9-2008 συμβάσεις που υπέγραψαν οι ενάγοντες με το εναγόμενο. Με την ως άνω από 1-9-2008 σύμβαση με τίτλο "σύμβαση έργου" ο πρώτος ενάγων και το εναγόμενο συμφώνησαν, μεταξύ των άλλων ότι: α) ο πρώτος ενάγων θα έχει την ευθύνη της αγωνιστικής ομάδας και των σχολών εκμάθησης, θα είναι αρμόδιος για την κατάρτιση του ετησίου προγράμματος, την εισήγηση πρόσληψης Προπονητών, την οργάνωση και επίβλεψη των προπονητών αναλόγως των αναγκών του προγράμματος, την τακτική ενημέρωση του Δ/Σ για την πορεία και τις ανάγκες της αθλητικής ομάδας, β) θα παρέχει τις υπηρεσίες τους τις εγκαταστάσεις του Ομίλου και συγκεκριμένα στα 3 γήπεδα green set και στα χωμάτινα γήπεδα της κεντρικής πλατείας, γ) θα εργάζεται πέντε ημέρες την εβδομάδα επί πέντε ώρες την ημέρα και θα είναι διαθέσιμος, πέραν του ωραρίου του, να αναλαμβάνει τη συνοδεία και την παρακολούθηση των αθλητών του ομίλου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, με βάση τον αγωνιστικό σχεδιασμό, με μέγιστο όριο τα 10 πρωταθλήματα ανά έτος εκτός Αθηνών, δ)θα παρακολουθεί ικανό αριθμό αγώνων και σε κάθε περίπτωση με την παρουσία του, τουλάχιστον σε ποσοστό 50% των πρωταθλημάτων, θα έχει την παρακολούθηση των αθλητών σε αγώνες εντός Αθηνών, δικαιούμενος, βάσει νομίμων παραστατικών, των εξόδων κίνησης-μεταφοράς, διαμονής και διατροφής, ε) η μηνιαία αμοιβή του θα ανέρχεται στο ποσό των 2.500 ευρώ, πλέον της μηνιαίας εισφοράς του ΤΕΒΕ, εκδίδοντας κάθε μήνα απόδειξη παροχής υπηρεσιών με προσαύξηση του ποσού αυτού, λόγω παρακράτησης φόρου 20%, στ) δεν θα έχει δυνατότητα να παρέχει υπηρεσίες προς οποιοδήποτε άλλο σωματείο αντισφαίρισης ή οποιοδήποτε αθλητή αντισφαίρισης άλλου ομίλου χωρίς την έγγραφη άδεια του εναγομένου, ζ) θα του χορηγείται άδεια 30 ημερών εντός των ορίων της σύμβασης, η) θα του καταβάλλονται κανονικά οι απολαβές για το χρονικό διάστημα νοσηλείας του εντός νοσοκομείου, θ) η διάρκεια αυτής αρχίζει από 1-9-2008 έως 31-8-2009 και ότι σε περίπτωση που το Δ/Σ δεν επιθυμεί την ανανέωση της σύμβασης θα πρέπει να ενημερώσει τον ενάγοντα μέχρι 31-5-2009, διαφορετικά θα του καταβάλει αποζημίωση ίση με τις αποδοχές ενός έτους. Εξάλλου, με την ως άνω από 19-2008 σύμβαση με τίτλο "σύμβαση έργου" ο δεύτερος ενάγων και το εναγόμενο συμφώνησαν, μεταξύ των άλλων ότι : α) ο δεύτερος ενάγων θα αναλάβει την προπόνηση των αθλητών της αγωνιστικής ομάδας σύμφωνα με τις υποδείξεις του υπεύθυνου προπονητή (πρώτου εναγο΅ένου), β) θα παρέχει τις υπηρεσίες τους στις εγκαταστάσεις του Ο΅ίλου και συγκεκρι΅ένα στα 3 γήπεδα green set και στα χω΅άτινα γήπεδα της κεντρικής πλατείας, γ)θα εργάζεται έξι η΅έρες την εβδο΅άδα επί έξι ώρες την η΅έρα και θα είναι διαθέσι΅ος, πέραν του ωραρίου του, να αναλα΅βάνει τη συνοδεία και την παρακολούθηση των αθλητών του ο΅ίλου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ΅ε βάση τον αγωνιστικό σχεδιασ΅ό, ΅ε ΅έγιστο όριο τα 12 πρωταθλήματα ανά έτος εκτός Αθηνών, δ) θα παρακολουθεί ικανό αριθ΅ό αγώνων και σε κάθε περίπτωση θα έχει την παρακολούθηση τουλάχιστον σε ποσοστό 50% των πρωταθλη΅άτων, των αθλητών σε αγώνες εντός Αθηνών, δικαιούμενος, βάσει νο΅ί΅ων παραστατικών, των εξόδων κίνησης-΅εταφοράς, δια΅ονής και διατροφής και σε περίπτωση αγώνων Σάββατο ή Κυριακή θα δικαιούται σε συνεννόηση ΅ε τον υπεύθυνο προπονητή ΅ια η΅έρα άδειας εντός της εβδομάδας προς αναπλήρωση της χα΅ένης αργίας, ε) η ΅ηνιαία α΅οιβή του θα ανέρχεται, στο ποσό των 1.321,92 ευρώ, πλέον της ΅ηνιαίας εισφοράς του ΤΕΒΕ, εκδίδοντας κάθε ΅ήνα απόδειξη παροχής υπηρεσιών ΅ε προσαύξηση του ποσού αυτού, λόγω παρακράτησης φόρου 20%, στ) δεν θα έχει δυνατότητα να παρέχει υπηρεσίες προς οποιοδήποτε άλλο σω΅ατείο αντισφαίρισης ή οποιοδήποτε αθλητή αντισφαίρισης άλλου ο΅ίλου χωρίς την έγγραφη άδεια του εναγο΅ένου, ζ) θα χορηγείται άδεια 30 η΅ερών εντός των ορίων της σύ΅βασης, η)θα καταβάλλονται κανονικά οι απολαβές για το χρονικό διάστημα νοσηλείας του εντός νοσοκομείου, θ)η διάρκεια αυτής αρχίζει από 1-9-2008 έως 31-8- 2009 και ότι σε περίπτωση που το Δ/Σ δεν επιθυμεί την ανανέωση της σύμβασης θα πρέπει να ενημερώσει τον ενάγοντα μέχρι 31-5-2009 και να του καταβάλει αποζημίωση ίση με αποδοχές τριών μηνών, διαφορετικά θα του καταβάλει αποζημίωση ίση με τις αποδοχές ενός έτους. Το εναγόμενο με τα 576/26-5-2009 και 579/26-5-2009 έγγραφά του, προς τον πρώτο και δεύτερο ενάγοντα, αντίστοιχα, γνωστοποίησε σ' αυτούς ότι το Διοικητικό Συμβούλιο με την από 19-5-2009 απόφασή του αποφάσισε τη μη ανανέωση της συνεργασίας τους που θα λήξει στις 31-8-2009 σύμφωνα με τους όρους της από 1-9-2008 σύμβασης τους. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι παρείχαν εξυπαρχής στο εναγόμενο τις υπηρεσίες τους βάσει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που κατ' επίφαση χαρακτηρίζονταν συμβάσεις έργου, ενώ το εναγόμενο αρνείται ότι η σχέση που το συνέδεε με τους ενάγοντες ήταν σχέση εξαρτημένης εργασίας. Ο μάρτυρας των εναγόντων Δ. Π., κατέθεσε ότι ανήκε στην ομάδα προπονητών που προπονούσαν παιδιά, ότι η έφορος του εναγομένου έδινε τις σχετικές εντολές στους προπονητές, ότι υπήρχε σχέση συνεργασίας και εργασίας, ότι ήταν ασφαλισμένοι στο ΤΕΒΕ, όπως ζητήθηκε να γίνει από το εναγόμενο, ότι απηλλάγησαν από την καταβολή ΦΠΑ καθότι η σχέση τους ήταν εξαρτημένης εργασίας, ότι ελάμβαναν κανονικά την ετήσια άδεια τους όλα τα χρόνια, ότι δεν καταβαλλόταν επιδόματα εορτών και αδείας, ότι ο πρώτος ενάγων ήταν ο συντονιστής των προπονητών και έπαιρνε έγγραφες εντολές από τον εναγόμενο και ότι δεν είχαν ελαστικότητα στις συνθήκες εργασίας. Οι παρακάτω μάρτυρες των εναγόντων στις ένορκες βεβαιώσεις τους κατέθεσαν, μεταξύ των άλλων και τα εξής: Ο Η. Γ., ότι το πρόγραμμα των προπονήσεων ήταν σταθερό όλη τη χρονιά, περιελάμβανε προπόνηση τένις και γυμναστική, ότι ήταν υποχρεωτική η καθημερινή παρουσία των προπονητών και ότι υπήρχαν υπεύθυνοι του εναγομένου για τα αθλητικά θέματα, στους οποίους απευθύνονταν να δοθούν λύσεις σε προβλήματα που προέκυπταν, η Α. Π., ότι οι προπονητές εργάζονταν με σταθερό πρόγραμμα και με μηνιαίες καταβολές, ότι αυτή σε συνεργασία με τον πρώτο ενάγοντα, που ήταν συντονιστής των, προπονητών, κατάρτιζαν το πρόγραμμα προπονήσεων, που κατέθεταν στην γραμματεία, ότι ήταν παρόντες στη διάρκεια των προπονήσεων, ότι τους προπονητές του ομίλου τους επέβλεπε κυρίως ο έφορος του ομίλου, αλλά και άλλα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που ήταν παρόντα στις προπονήσεις, και ότι ασκούνταν σταθερός και λεπτομερής έλεγχος του προγράμματος και σε ορισμένες περιπτώσεις και του τρόπου προπονήσεως, η Δ. Χ., ότι ο πρώτος ενάγων ήταν συντονιστής προπονητής του αθλητικού τμήματος, ότι έπαιρναν εντολές που έπρεπε να εκτελούν και ότι ελέγχονταν από τον υπεύθυνο για τα αθλητικά θέματα του εναγομένου ομίλου σε θέματα ωραρίου, κατανομής των αθλητών και των ομάδων, ότι οι ενάγοντες είχαν σταθερό ωράριο εργασίας στις εγκαταστάσεις του εναγομένου με καθημερινή φυσική παρουσία και με σταθερές μηνιαίες αποδοχές, ότι έπαιρναν άδεια με αποδοχές κάθε χρόνο, ότι ο πρώτος ενάγων ήταν ο συνδετικός κρίκος μεταξύ του εναγομένου και των προπονητών, μεταφέροντας τις εντολές του υπευθύνου ή του Δ/Σ και ότι σε θέματα που δεν ήταν της αρμοδιότητάς τους(μισθούς, όροι εργασίας κλπ) οι προπονητές συνεννοούνταν με το υπεύθυνο του αθλητικού τμήματος ή με το Δ/Σ του εναγομένου, η Θ. Κ. ότι οι προπονητές αν και πληρώνονταν με μπλοκάκι στην πραγματικότητα πληρώνονταν όπως και οι άλλοι εργαζόμενοι μέσω τραπέζης λαμβάνοντας ένα μήνα αδείας με αποδοχές, έχοντας σταθερό πρόγραμμα εργασίας-προπονήσεων κάθε απόγευμα στις εγκαταστάσεις του ομίλου, που το κατέθεταν στην αρχή κάθε περιόδου στη γραμματεία του συλλόγου, ο Ι. Φ., ότι τα παιδιά του προπονούνταν με το εναγόμενο, ότι οι προπονήσεις ήταν καθημερινές σε σταθερό εβδομαδιαίο πρόγραμμα, ότι όταν προέκυπτε κάποιο πρόβλημα που δεν μπορούσαν να λύσουν οι προπονητές το ανέφεραν στον έφορο ή στα μέλη του Δ/Σ, ότι γινόταν συγκεντρώσεις γονέων με τους προπονητές και τον έφορο για θέματα που τους απασχολούσαν, ο Π. Α., ότι ύστερα από παρατήρηση του ορκωτού λογιστή, προχώρησαν στη σύναψη εγγράφων συ΅βάσεων ΅ε τους ενάγοντες και τους άλλους προπονητές, ότι ΅έχρι τη σύναψη των εγγράφων συ΅βάσεων οι προπονητές παρείχαν τις υπηρεσίες τους ΅ε προφορικές συνεννοήσεις, ότι οι συ΅βάσεις κατέγραφαν τις υποχρεώσεις των ΅ερών, όπως περίπου είχαν διαμορφωθεί από την πρακτική του Ο΅ίλου, ότι στον πρώτο ενάγοντα είχε χορηγηθεί ΅ια ουσιαστική αύξηση των αποδοχών του, και ότι συνο΅ολογήθηκε και ΅ια δεύτερη σύ΅βαση που προέβλεπε χορήγηση ποσοστών επί των εσόδων που θα προσκόμιζε στον Ό΅ιλο που ό΅ως δεν ενεργοποιήθηκε, ο Φ. Γ. ότι υπήρχε εβδο΅αδιαίο πρόγρα΅΅α προπονήσεων στις εγκαταστάσεις του Ομίλου τις απογευματινές ώρες, ότι ο έφορος του συλλόγου σε συνεργασία ΅ε τους προπονητές παρουσίαζε στην αρχή της περιόδου το πρόγρα΅΅α, ότι γινόταν συγκεντρώσεις των γονέων ΅ε τους προπονητές και τον έφορο, που είχε συχνή παρουσία στους χώρους του ο΅ίλου και ασκούσε καθημερινή εποπτεία της λειτουργίας των ο΅άδων. Περαιτέρω, οι ΅άρτυρες του εναγο΅ένου, στις ένορκες βεβαιώσεις τους, κατέθεσαν, ΅εταξύ των άλλων και τα εξής: Ο Π. Κ., ότι τον εναγό΅ενο εκπροσωπεί ο πρόεδρος του Δ/Σ, ότι ορίζεται από το Δ/Σ έφορος για τα αθλητικά θέ΅ατα, ότι η οργάνωση και διοίκηση των αθλητικών ο΅άδων ανήκει στην εκάστοτε προπονητική ο΅άδα, ότι έως τον Αύγουστο του έτους 2009 υπεύθυνος για τη δη΅ιουργία, οργάνωση και λειτουργία των ο΅άδων ήταν ο πρώτος ενάγων, οι δε προπονητές ήταν της επιλογής και εγκρίσεώς του, ότι οι προπονητές καθόριζαν τα γκρουπ των αθλητών και των παιδιών που ήθελαν να γραφούν σε ο΅άδες του συλλόγου, ότι δεν καθόριζε ο έφορος ή η γρα΅΅ατεία τις ώρες των προπονήσεων, ότι οι προπονητές άλλαζαν τις ώρες των ΅αθη΅άτων και των γκρουπ, αν το υπαγόρευαν οι ανάγκες των προπονήσεων αθλητών, όπως τις καθόριζαν οι ίδιοι, ότι ο αθλητικός ό΅ιλος δεν επενέβαινε ποτέ στο έργο των προπονητών, ότι οι προπονητές επέλεγαν τον προπονητή που θα συνόδευε αθλητές σε αγώνες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και ότι απλώς ο ό΅ιλος ήθελε να έχουν οι αθλητές του καλά αποτελέσ΅ατα, ο A. B., ότι ο εναγό΅ενος ό΅ιλος δεν επενέβαινε στη δη΅ιουργία των γκρουπ, την αποκλειστική ευθύνη είχε ο πρώτος ενάγων, που αποφάσισε ΅ε την προπονητική ο΅άδα για τους προπονητές που θα προπονούσαν τα γκρουπ, τις η΅έρες και τις ώρες προπόνησης, ότι ο δεύτερος ενάγων ανήκε στην προπονητική ο΅άδα του πρώτου ενάγοντα και έπαιρνε από αυτόν οδηγίες, ότι ο πρώτος ενάγων αποφάσισε για τους αγώνες που θα ελά΅βαναν ΅έρος τα παιδιά, εισηγήθηκε να ΅ην πληρώνουν δίδακτρα τα παιδιά που θα ήταν ΅έσα στην πρώτη οκτάδα των αγώνων, ότι κανένας από το εναγό΅ενο δεν έλεγχε την παρουσία των προπονητών και το ΅όνο που ζητούσε ήταν να υπάρχουν αποτελέσ΅ατα και να ΅ην υπάρχουν υπερβάσεις στον προϋπολογισ΅ό και ο Θ. Π., ότι η οργάνωση και διοίκηση των αθλητικών ο΅άδων ανήκει στους προπονητές, ΅ε τους οποίους αυτός συνεργάζεται σε τεχνικά θέ΅ατα (γήπεδα, εξοπλισ΅ός), ότι αποκλειστικά υπεύθυνος για την οργάνωση και προπόνηση των ο΅άδων ήταν ο πρώτος ενάγων, ΅ε συνεργάτες προπονητές της επιλογής του, που αποφάσιζαν για την ο΅αδοποίηση των αθλητών σε γκρουπ, για τις ώρες και τη διάρκεια των προπονήσεων, ότι δεν υπήρχε ωράριο για τους προπονητές που είχαν την ευθύνη και τον έλεγχο συ΅΅ετοχής των αθλητών και τη συνοδεία τους σε αγώνες και της αναπλήρωσης των προπονητών που απουσίαζαν ΅ε άλλους προπονητές. Από το 3697/24-9-2005 έγγραφο της υπεύθυνης του αθλητικού τ΅ή΅ατος του εναγο΅ένου Α. Κ. προκύπτει ότι αυτή, ΅ε την ως άνω ιδιότητά της, ζητούσε από τον πρώτο ενάγοντα να λειτουργήσει τα γκρουπ των σχολών ΅έχρι 15 Οκτωβρίου ΅ε την απασχόληση τριών προπονητών στα κάτω γήπεδα από 3.30 ΅΅ έως 5.30 ΅΅, ΅ε την απασχόληση του δευτέρου ενάγοντα ή της Δ. Χ. από τις 5.30 ΅΅ έως τις 9.30 ΅΅ στις σχολές των κεντρικών πλατειών, ΅ε την απασχόληση του πρώτου ενάγοντα και του Δ. Π. από 5.30 ΅΅ έως 9.30 ΅΅ στις κάτω πλατείες και ότι από 15 Οκτωβρίου που θα έχουν ολοκληρωθεί οι εγγραφές των αθλητών το Διοικητικό Συμβούλιο θα αποφασίσει για την πρόσληψη άλλων προπονητών. Το εναγό΅ενο προσκομίζει τα 3079/12-1-2005, 293/8-10-2007 και 516/4-3-2008 έγγραφα του πρώτου ενάγοντα προς αυτό, με το πρώτο των οποίων ο ενάγων ανέφερε τους αθλητές που βρισκόταν στην πρώτη οκτάδα της κατηγορίας τους και απαλλάσσονταν από τα δίδακτρα και προέβαινε σε παρατηρήσεις επί προγράμματος προπονήσεων, με το δεύτερο πρότεινε πρόσληψη προπονητών και με το τρίτο πρότεινε σχεδίαση προγράμματος αγώνων στο εξωτερικό. Οι ενάγοντες κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους εξέδιδαν αποδείξεις παροχής υπηρεσιών προς το εναγόμενο, ήταν ασφαλισμένοι στο ΤΕΒΕ, ενώ δεν αναγράφονταν ως μισθωτοί στις καταστάσεις προσωπικού του εναγομένου. Ο πρώτος ενάγων από 1-1-1998 και ο δεύτερος από 1-9-2005 απασχολούνταν στο εναγόμενο, εργαζόμενοι ο πρώτος με πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία και με ωράριο 5 ωρών την ημέρα και ο δεύτερος με εξαήμερη εβδομαδιαία εργασία και με ωράριο έξι ημερών την ημέρα και επιπρόσθετα απασχολούνταν με την ως άνω ιδιότητά τους πέραν του ωραρίου και σε αποστολές αθλητών του εναγομένου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και σε παρακολουθήσεις αγώνων τένις ακολουθώντας τις οδηγίες και εντολές των υπευθύνων του αθλητικού τομέα του εναγομένου ως προς τον τόπο, το χρόνο και την έκταση της παροχής της εργασίας τους, χωρίς να αποσκοπούν στην επίτευξη οποιουδήποτε έργου. Ελάμβαναν ετήσια άδεια μετά αποδοχών και τους καταβάλλονταν αποδοχές αν δεν μπορούσαν να εργασθούν λόγω νοσηλείας σε νοσοκομείο, περιστατικά που προσιδιάζουν στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και δεν εφαρμόζονται στη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών ενώ απαγορευόταν σ' αυτούς η παροχή υπηρεσιών σε άλλο σωματείο αντισφαίρισης ή προς οποιοδήποτε αθλητή χωρίς την έγγραφη άδεια του εναγομένου. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται εκ του ότι οι ενάγοντες είχαν ελευθερία πρωτοβουλίας ως προς τον τρόπο προπόνησης των αθλητών του εναγομένου, συμμετείχαν στην κατάρτιση των προγραμμάτων προπόνησης, στην τοποθέτηση των αθλητών και λοιπών αθλουμένων παιδιών σε κατηγορίες (γκρουπ) ανάλογα με τις επιδόσεις τους, ο πρώτος, ως υπεύθυνος των λοιπών προπονητών, προέβαινε σε προτάσεις προς τη διοίκηση για πρόσληψη προπονητών και για συμμετοχή αθλητών σε αγώνες, διότι οι ως άνω αρμοδιότητες ήταν σύμφυτες με την ιδιότητά τους ως προπονητών με ειδικές γνώσεις και ικανότητες στο άθλημα του τένις για τις οποίες και είχαν επιλεγεί από το εναγόμενο αλλά ούτε και από το ότι το εναγόμενο δεν είχε καταβάλει στους ενάγοντες δώρα εορτών και επιδόματα αδείας, οι ενάγοντες ήταν ασφαλισμένοι στο ΤΕΒΕ και εξέδιδαν αποδείξεις παροχής υπηρεσιών ως ελεύθεροι επαγγελματίες, διότι τα παραπάνω δεν αποτελούν στοιχεία ικανά που να αναιρέσουν τα παραπάνω, που αποδεικνύουν την ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας. Οι ως άνω επίδικες διαδοχικές συμβάσεις, αν και χαρακτηρίσθηκαν από τα διάδικα μέρη ως "συμβάσεις έργου", υπέκρυπταν στην πραγματικότητα σχέσεις εξαρτημένης εργασίας και κατ' επίφαση χαρακτηρίσθηκαν ως συμβάσεις έργου, αφού με αυτές οι διάδικοι απέβλεπαν στην εργασία των εναγόντων. Επίσης ο χρονικός περιορισμός, ανά έτος, της διάρκειας καθεμιάς των, ως άνω, διαδοχικών σχέσεων εργασίας των εναγόντων, δεν δικαιολογείται από λόγους αντικειμενικούς και συγκεκριμένα από την εποχικότητα του έργου του εναγομένου, ούτε από τη φύση των υπηρεσιών, που παρείχαν οι ενάγοντες, ούτε από τη φύση, το είδος των καλυπτόμενων από την εργασία τους αναγκών του εναγομένου ή από κάποιο άλλο ειδικό λόγο αναγόμενο στις συνθήκες των υπηρεσιών αυτού. Επομένως, οι σχέσεις εργασίας των εναγόντων με το εναγόμενο, είχαν προσλάβει ήδη ενιαία κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση αυτών, το χαρακτήρα της σχέσης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον από τη φύση τους κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δέχθηκε το λόγο έφεσης των εναγόντων και εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι συνδέονταν με το εναγόμενο με σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Στη συνέχεια (το Εφετείο) δέχθηκε και ότι η σύμβαση εργασίας του πρώτου ενάγοντα καταρτίσθηκε στις 1-9-1998, πριν από την έναρξη ισχύος της διάταξης του άρθρου του άρθρου 31 παρ.6 του ν. 2725/1999, που καθιέρωσε τον έγγραφο τύπο ως συστατικό στοιχείο της κατάρτισης της σύμβασης παροχής υπηρεσιών προπονητή σε αθλητικό φορέα και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του. Αντίθετα, ως προς το δεύτερο ενάγοντα, που προσλήφθηκε στις 1-9-2005, η σύμβαση εργασίας του ήταν άκυρη γιατί καταρτίσθηκε προφορικά και όχι εγγράφως και επιπρόσθετα η σύναψη για πρώτη φορά εγγράφως στις 1-9-2008 σύμβασης έργου και πάλι πάσχει ακυρότητα, αφού δεν κατατέθηκε αντίγραφο της στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Εφορία. Οι ενάγοντες καθόλη τη διάρκεια της εργασιακής τους σχέσης με το εναγόμενο δεν κατείχαν άδεια άσκησης επαγγέλματος προπονητή του αθλήματος της αντισφαίρισης από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού (άρθρο 31 παρ. 2 του ν. 2725/1999), ούτε συνέτρεχαν στο πρόσωπο τους οι προϋποθέσεις του άρθρου 136 παρ.5 του ν. 2725/1999 (ότι δηλαδή ήταν πτυχιούχοι Ε.Α.Σ.Α. ή Τ.Ε.Φ.Α.Α. και είχαν τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις που καθόριζε η διάταξη αυτή για τη χορήγηση άδειας προπονητή). Επομένως, η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου των εναγόντων ήταν άκυρη, λόγω δε της ακυρότητας της η μη τήρηση από το εναγόμενο των νομίμων διατυπώσεων κατά την καταγγελία στις 31-8-2009 της σύμβασης εργασίας των εναγόντων, δε συνεπάγεται ακυρότητα της καταγγελίας, την οποία θεσπίζει το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν 3198/1955 μόνο για την έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά οι ενάγοντες έχουν αξίωση προς λήψη της νόμιμης αποζημίωσης. Τα ίδια ισχύουν και για το δεύτερο ενάγοντα που ισχυρίζεται ότι στρατεύθηκε στις 17-8-2009, διότι, ακόμα και αν αληθεύει ο ισχυρισμός του περί στράτευσης, οι προστατευτικές για τους μισθωτούς που στρατεύονται διατάξεις του ν. 3514/1928, δεν εφαρμόζονται για αυτόν διότι αυτός τελούσε σε απλή σχέση εργασίας με το δεύτερο εναγόμενο, λόγω της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας του. Το εναγόμενο μη αποδεχόμενο από τις 31-8-2009 τις υπηρεσίες του πρώτου ενάγοντα δεν περιήλθε σε υπερημερία. Οι ΅ηνιαίες αποδοχές του πρώτου ενάγοντα τα έτη 2004 και 2005 ανερχόταν στο ποσό των 2.156,93 ευρώ, το έτος 2006 στο ποσό των 2.452,66 ευρώ, το έτος 2007 στο ποσό των 2.458,08 ευρώ και τα έτη 2008 και 2009 στο ποσό των 2.500 ευρώ, του δε δεύτερου τα έτη 2005 και 2006 ανερχόταν στο ποσό των 867,35 ευρώ, το έτος 2007 στο ποσό των 1.042,08 ευρώ και τα έτη 2008 και 2009 στο ποσό των 1.321,92 ευρώ. Συνακόλουθα ο πρώτος ενάγων δικαιούται ΅ε βάση το χρόνο εργασίας του στο εναγό΅ενο (11 έτη) αποζη΅ίωση απόλυσης το ποσό των 20.416,62 ευρώ. Επιπρόσθετα δικαιούται: 1)για δώρο Πάσχα 2004 το ποσό των 1.078,46 ευρώ 2) για επίδομα αδείας 2004 το ποσό των 1.078,46 ευρώ, 3) για δώρο Χριστουγέννων 2004 το ποσό των 2.156,93 ευρώ, 4) για δώρο Πάσχα 2005 το ποσό των 1.078,46 ευρώ, 5) για επίδομα αδείας 2005 το ποσό των 1.078,46 ευρώ, 6) για δώρο Χριστουγέννων 2005 το ποσό των 2.156,93 ευρώ, 7) για δώρο Πάσχα 2006 το ποσό των 1.226,33 ευρώ, 8) για επίδομα αδείας 2006 το ποσό των 1.226,33 ευρώ, 9) για δώρο Χριστουγέννων 2006 το ποσό των 2.452,66 ευρώ, 10) για δώρο Πάσχα 2007 το ποσό των 1.229,04 ευρώ 11) για επίδομα αδείας 2007 το ποσό των 1.229,04 ευρώ, 12) για δώρο Χριστουγέννων 2007 το ποσό των 2.458,08 ευρώ, 13) για δώρο Πάσχα 2008 το ποσό των 1.250 ευρώ, 14) για επίδομα αδείας 2008 το ποσό των 1.250 ευρώ 15) για δώρο Χριστουγέννων 2008 το ποσό των 2.500 ευρώ, 16)για δώρο Πάσχα 2009 το ποσό των 1.250 ευρώ 17) για επίδομα αδείας 2009 το ποσό των 1.250 ευρώ,18) για δώρο Χριστουγέννων 2009 το ποσό των 1.250 ευρώ και συνολικά δικαιούται το ποσό των 47.615,80 ευρώ. Ο δεύτερος ενάγων δικαιούται 1) για αναλογία επιδόματος αδείας 2005 (για το διάστημα από 1-9-2005 έως 31-12-2005) το ποσό των το ποσό των 277,55 ευρώ, πλην ό΅ως πρέπει να επιδικασθεί το ΅ικρότερο αιτού΅ενο ποσό των 216,83 ευρώ, 2) για δώρο Χριστουγέννων 2005 το ποσό των το ποσό των 433,67 ευρώ, 3)για δώρο Πάσχα 2006 το ποσό των 433,67 ευρώ 4) για επίδο΅α αδείας 2006 το ποσό των 433,67 ευρώ 5) για δώρο Χριστουγέννων 2006 το ποσό των 867,35 ευρώ, 6)για δώρο Πάσχα 2007 το ποσό των 521,04 ευρώ 7) για επίδο΅α αδείας 2007 το ποσό των 521,04 ευρώ, 8) για δώρο Χριστουγέννων 2007 το ποσό των 1.042,08 ευρώ, 9)για δώρο Πάσχα 2008 το ποσό των 660,96 ευρώ 10) για επίδο΅α αδείας 2008 το ποσό των 660,96 ευρώ 11)για δώρο Χριστουγέννων 2008 το ποσό των 1.321,92 ευρώ, 12)για δώρο Πάσχα 2009 το ποσό των 660,96 ευρώ 13) για επίδο΅α αδείας 2009 το ποσό των 660,96 ευρώ 14) για δώρο Χριστουγέννων 2009 το ποσό των 660,96 ευρώ και συνολικά δικαιούται το ποσό των 9.096,07 ευρώ. Στη συνέχεια δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, κράτησε την υπόθεση, δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή, αναγνώρισε ότι οι ενάγοντες συνδέονταν με το εναγόμενο με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο πρώτος για το χρονικό διάστημα από 1-9-1998 έως 31-8-2009 και ο δεύτερος για το χρονικό διάστημα από 1-9-2005 έως 31-8-2009, υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 47.615,80 ευρώ και στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 9.096,07 ευρώ με το νόμιμο τόκο. Με την κρίση του αυτή το εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν και διέλαβε στην απόφαση του, επαρκείς, σαφείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της απόφασης, ως προς την ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, διότι, με βάση τις παραπάνω παραδοχές της απόφασης, οι οποίες στηρίζουν σαφώς και επαρκώς το αποδεικτικό πόρισμα του, οι ως άνω επίδικες διαδοχικές συμβάσεις, αν και χαρακτηρίσθηκαν από τα διάδικα μέρη ως "συμβάσεις έργου", υπέκρυπταν, πράγματι, σχέσεις εξαρτημένης εργασίας οι οποίες, κατ' επίφαση, χαρακτηρίσθηκαν ως συμβάσεις έργου και συνεπώς, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, οι ενάγοντες, πράγματι, συνδέονταν με το εναγόμενο με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, από τους αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια, ότι το εφετείο, με το να δεχθεί, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ότι οι αναιρεσίβλητοι συνδέονται με τον αναιρεσείοντα με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, παραβίασε, ευθέως και εκ πλαγίου, τις διατάξεις των άρθρων 648 ΑΚ,6 του ν.765/1943 και 681 ΑΚ, και στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση, είναι αβάσιμος.
Όπως προαναφέρθηκε, σε απλή σχέση εργασίας, που προκύπτει από άκυρη σύμβαση εργασίας, ο εργοδότης μπορεί να παύσει να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και δεν καθίσταται υπερήμερος και υπόχρεος για την καταβολή μισθών υπερημερίας για τον εφεξής χρόνο, αν δε αποφασίσει να παύσει να δέχεται την εργασία, που προσφέρεται σ' αυτόν από τον εργαζόμενο, πρέπει να καταγγείλει τη σχέση αυτή της εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του νόμου αυτού, δηλαδή εγγράφως και με την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, η οποία θα υπολογισθεί ανάλογα με τη διάρκεια της σχέσης. Η μη τήρηση όμως των διατυπώσεων αυτών δε συνεπάγεται ακυρότητα της καταγγελίας, την οποία θεσπίζει το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν 3198/1955, μόνο για την έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά ο εργαζόμενος έχει αξίωση προς λήψη της νόμιμης αποζημίωσης. Επομένως, το δικαστήριο, επιδικάζοντας τα παραπάνω χρηματικά ποσά, που αφορούν την αποζημίωση απόλυσης, τα επιδόματα δώρων εορτών και αδείας, αν και δέχεται ότι οι επίδικες συμβάσεις είναι άκυρες, δεν παραβίασε τις παραπάνω διατάξεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες των άρθρων 1 παρ.2,5 παρ.3, 6 παρ.1,8 και 9 παρ.1 του ν. 3198/1955, διέλαβε δε στην απόφαση του σαφείς, επαρκείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς την ορθή εφαρμογή αυτών. Ειδικά για την αποζημίωση απόλυσης, το εφετείο, δεχόμενο ότι "το εναγόμενο με τα 576/26-5-2009 και 579/26-5-2009 έγγραφά του, προς τον πρώτο και δεύτερο ενάγοντα, αντίστοιχα, γνωστοποίησε σ' αυτούς ότι το Διοικητικό Συμβούλιο με την από 19-5-2009 απόφασή του αποφάσισε τη μη ανανέωση της συνεργασίας τους που θα λήξει στις 31-8-2009 σύμφωνα με τους όρους της από 1-9-2008 σύμβασης τους, μη αποδεχόμενο από τις 31-8-2009 τις υπηρεσίες του πρώτου ενάγοντα", με επαρκή σαφή και δίχως αντιφάσεις αιτιολογία, ορθώς, δέχεται ότι με την συμπεριφορά του αυτή θεμελιώνεται πράγματι, η (άκυρη) καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον αναιρεσείοντα, εξ αιτίας της οποίας οφείλεται η αποζημίωση απόλυσης. Επομένως, ο, περί του αντιθέτου, δεύτερος λόγος αναίρεσης, από τους αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται ότι το εφετείο, με το να δεχθεί ότι η απλή παύση της αποδοχής των υπηρεσιών του πρώτου αναιρεσίβλητου συνιστά καταγγελία της σύμβασης εργασίας και να επιδικάσει αποζημίωση απόλυσης, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις παραπάνω διατάξεις, είναι αβάσιμος. Τέλος, αβάσιμος είναι ο τρίτος λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, προβάλλεται η πλημμέλεια ότι το εφετείο επιδίκασε στον πρώτο αναιρεσίβλητο την αποζημίωση απόλυσης, δεχόμενο επικουρική βάση της αγωγής, που δεν περιεχόταν σ' αυτήν, διότι, όπως προκύπτει από το παραπάνω περιεχόμενο της απόφασης, το εφετείο επιδίκασε την αποζημίωση με βάση τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν οι οποίες θεμελιώνουν την κυρία βάση της αγωγής και όχι δεχόμενο επικουρική βάση αυτής, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται γιατί οι αναιρεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 21-10-2013,αίτηση αναίρεσης της 3769/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Κρίθηκε αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή