Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 323 / 2014    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Διαδοχικές συμβάσεις προμήθειας.




Περίληψη:
Π.Δ. 166/2003 «περί καταπολέμησης των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές». Έχει εφαρμογή και επί εμπορικής συναλλαγής μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, όπως αυτές ορίζονται στο π.δ. 370/195 «περί δημοσίων προμηθειών». Αρκεί για την εφαρμογή του π.δ. 166/2003: α) η εγκυρότητα της σύμβασης β) η εκτέλεση αυτής από την επιχείρηση και γ) η υπερημερία του οφειλέτη ως προς την πληρωμή της αμοιβής, ενώ δεν τίθεται από το νόμο ως προϋπόθεση η σύναψη της σύμβασης κατά τη διαδικασία του π.δ. 370/1995 που διέπει τις δημόσιες προμήθειες. Κρίση του Εφετείου ότι οι ένδικες διαδοχικές συμβάσεις προμήθειας είναι μεν έγκυρες κατά το ν.δ. 496/1974, πλην τόκοι υπερημερίας οφείλονται σύμφωνα με το τελευταίο διάταγμα και όχι σύμφωνα με το π.δ. 166/2003, που προβλέπει μεγαλύτερο επιτόκιο, με την αιτιολογία ότι το διάταγμα αυτό εφαρμόζεται μόνο επί συμβάσεων που έχουν συναφθεί εντός του πλαισίου του π.δ. 370/1995 και όχι εκτός αυτού, όπως οι ένδικες συμβάσεις. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 3 και 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003 (Αναιρεί 2031/2012 απόφαση Εφετείου Αθηνών).




Αριθμός 323/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "MENARINI ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΙΑΤΡΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σοφία Μήλα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του αναιρεσιβλήτου: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ - ΕΡΥΘΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΡΓΙΑΛΕΝΕΙΟ - ΜΠΕΝΑΚΕΙΟ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ζουμπούλη, με δήλωση του αρθ. 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-2-2008 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7031/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2031/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 31-7-2012 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρυσόστομος Ευαγγέλου διάβασε την από 12-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στις διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 4 του εφαρμοστέου στην προκειμένη περίπτωση, λόγω του χρόνο κατάρτισης των ένδικων συμβάσεων (2006-2007), π. δ. 166/2003, το οποίο εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2000/35 της Ε.Κ. "για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές" και παρά την κατάργησή του με το ν.
4152/2013 εξακολουθεί να διέπει τις συμβάσεις που καταρτίστηκαν πριν από την ισχύ του τελευταίου νόμου στις 16-3-2013, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη της υποπαραγράφου Ζ14 (άρθρα 12 παρ. 4 και 13 της νέας Οδηγίας 2011/7 ΕΚ.) του ίδιου νόμου, ορίζονταν τα εξής: Άρθρο 2 "Οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται στις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή ". Άρθρο 3 " Κατά την έννοια του διατάγματος αυτού: 1. "Εμπορική συναλλαγή" είναι κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής. α. "Δημόσια αρχή" είναι κάθε αναθέτουσα αρχή ή φορέας, όπως ορίζεται στα προεδρικά διατάγματα για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών (Π.Δ. 370/1995, ΦΕΚ Α` 199), υπηρεσιών (Π.Δ. 346/1998, ΦΕΚ Α` 230) εξαιρούμενων τομέων (Π.Δ. 57/2000, ΦΕΚ Α` 45) και Δημοσίων έργων (Π.Δ. 334/2000, ΦΕΚ Α` 279), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν. β. "Επιχείρηση" είναι κάθε οργάνωση, η οποία ενεργεί στα πλαίσια ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο. 2. "Καθυστέρηση πληρωμής" είναι η μη τήρηση της συμβατικής ή νόμιμης προθεσμίας πληρωμής. 3. "Επιτόκιο που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις βασικές πράξεις της αναχρηματοδότησης" είναι το επιτόκιο που ισχύει για τέτοιες πράξεις στις προσφορές με σταθερό επιτόκιο". Άρθρο 4 " Τόκος σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής. 1. Τόκος υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση. 2. Εάν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος, χωρίς να απαιτείται όχληση, και οφείλει τόκους: α. Εάν παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή αν δεν παρέλαβε ή δεν είναι βέβαιο πότε παρέλαβε τέτοιο έγγραφο, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών. β. Εάν από το νόμο ή τη σύμβαση προβλέπεται διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου για την επαλήθευση της αντιστοιχίας συμφωνημένων και παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου, εφόσον παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας. γ. Εάν η παραλαβή των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών ή η διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου έχει προηγηθεί, μόλις περάσουν 30 ημέρες από το χρόνο παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου. δ. Στις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παραγράφου 1α του άρθρου 3 του παρόντος, η προθεσμία καταβολής τόκων σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες. 3. Ο δανειστής δικαιούται τόκους, εφόσον α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός, εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση. 4. Το ύψος του τόκου υπερημερίας που είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου ("επιτόκιο αναφοράς") προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες ("περιθώριο"), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην σύμβαση. Το επιτόκιο αναφοράς το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες. 5. Ο δανειστής, εκτός από τους τόκους, έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον υπερήμερο οφειλέτη και εύλογη αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης της οφειλόμενης αμοιβής. Τα έξοδα αυτά υπόκεινται σε σχέση με την οφειλόμενη αμοιβή στις αρχές της διαφάνειας και της αναλογικότητας". Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής του π. δ. 166/2003 οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 παρ.1 αυτού και εκτείνεται σε κάθε εμπορική συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιας αρχής και ως μόνες προϋποθέσεις τίθενται : α) η εγκυρότητα της σύμβασης, β) η εκτέλεση αυτής από την επιχείρηση και γ) η υπερημερία του οφειλέτη ως προς την πληρωμή της αμοιβής, ενώ δεν τίθεται από το νόμο ως προϋπόθεση η σύναψη της σύμβασης κατά τη διαδικασία και διατυπώσεις του π.δ. 370/1995 που διέπει τις δημόσιες προμήθειες. Η παραπομπή με το άρθρο 3 παρ.1 α' του ίδιου διατάγματος στις διατάξεις του π.δ. 370/1995 περί δημοσίων προμηθειών (ήδη π. δ. 60/2007) έγινε για τον προσδιορισμό και μόνο της έννοιας της δημόσιας αρχής, ως αντισυμβαλλομένης της δανείστριας επιχείρησης, δεδομένου ότι επιλέγεται το λεγόμενο λειτουργικό κριτήριο και προσδίδεται στη "δημόσια αρχή" έννοια ευρύτερη εκείνης που ακολουθεί ο εθνικός νομοθέτης με βάση το οργανικό κριτήριο. Αν ο νομοθέτης ήθελε να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής του π.δ. 166/2003 μόνο στις δημόσιες συμβάσεις προμήθειας, δηλαδή εκείνες που υπάγονται στην υποχρεωτική ρύθμιση και εφαρμογή του π. δ. 370/1995, θα το όριζε ρητά, πέραν του ότι μια τέτοια διαφορετική αντιμετώπιση δεν προβλέπεται στην Οδηγία 35/2000 και δεν δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο σκοπό της, που είναι η αντιμετώπιση της καθυστέρησης των πληρωμών κάθε εμπορικής συναλλαγής. Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 166/2003 εμπίπτουν και οι συμβάσεις προμήθειας που καταρτίσθηκαν μεταξύ επιχείρησης και δημόσιας αρχής, απ' ευθείας, χωρίς δηλαδή τις διατυπώσεις και τη διαδικασία του π.δ. 166/2003, οι οποίες διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο. Τέτοιες συμβάσεις είναι και εκείνες που συνάπτει δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα (ν.π.δ.δ.), το οποίο συγκαταλέγεται στις αναθέτουσες αρχές του π.δ. 370/1995 (άρθρο 2), εφόσον πληρούν κατά τα λοιπά τις προϋποθέσεις εγκυρότητάς τους. Και επί των συμβάσεων αυτών το ύψος του οφειλόμενου επιτοκίου ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 4 του π. δ. 166/2003, η οποία, ως νεότερη, ειδικότερη και εδραζόμενη σε Κοινοτική Οδηγία (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) διάταξη, υπερισχύει της διάταξης του άρθρου 7 του ν. δ. 495/1976.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι οι έγγραφες διαδοχικές συμβάσεις, οι οποίες καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων κατά τα έτη 2006-2007 χωρίς τη διαδικασία των δημοσίων συμβάσεων προμήθειας και είχαν ως αντικείμενο την κατόπιν εγγράφων παραγγελιών του εναγομένου νοσοκομείου πώληση σ' αυτό από την ενάγουσα διαφόρων νοσοκομειακών ειδών, ήταν έγκυρες κατά το ν.δ. 496/1974 και επιδίκασε, επί του συμφωνηθέντος τιμήματος των 67.868,17 ευρώ, που είχε εξοφληθεί κατά τη συζήτηση της αγωγής, τόκους υπερημερίας 6% από της επιδόσεως της αγωγής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 του ν.δ. 496/1974 και όχι τόκους υπερημερίας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 του π. δ. 166/2003, όπως ζητούσε η ενάγουσα, (με την αιτιολογία ότι η τελευταία διάταξη έχει εφαρμογή μόνο στην περίπτωση που καταρτίστηκε δημόσια σύμβαση προμήθειας κατά τις διατάξεις του π.δ. 370/1995, ενώ οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν εκτός του πλαισίου του π. δ. 370/1995). Έτσι που έκρινε το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 3 και 4 παρ. 4 του π. δ. 166/2003, οι οποίες έχουν εφαρμογή σε κάθε εμπορική συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, ανεξάρτητα αν η σχετική σύμβαση καταρτίστηκε κατά τη διαδικασία του π. δ. 370/1995 περί δημοσίων προμηθειών, επομένως έχουν εφαρμογή και επί των ενδίκων συμβάσεων πωλήσεως, οι οποίες κρίθηκαν από το Εφετείο έγκυρες και παράγουσες έννομες συνέπειες. Επομένως, ο μοναδικός από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 3 και 4 παρ. 4 του π. δ. 166/2003, είναι βάσιμος. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέρος τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου από άλλους δικαστές είναι εφικτή (άρθρο 580 αριθ.3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). Το παράβολο που κατέβαλε η αναιρεσείουσα πρέπει να της επιστραφεί, αφού η αίτησή της έγινε δεκτή (άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 2031/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω έρευνα στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην ενάγουσα.
Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 17 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Φεβρουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή