Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 605 / 2014    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.




Περίληψη:
Η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται να αναγνωριστεί ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας, ορισμένου χρόνου, των εναγόντων, που καταρτίστηκαν με το Δημόσιο, συνιστούν ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, δεν είναι νόμιμη, ως προς αυτούς που προσλήφθηκαν μετά την ισχύ των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που ισχύουν από 18-4-2001, δεν είναι νόμιμη. Ως προς τους λοιπούς, όμως, που προσλήφθηκαν πριν την ισχύ των παραπάνω διατάξεων είναι νόμιμη.




Αριθμός 605/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Περικλή Αγγέλου, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: 1) Κ. Π. του Γ., κατοίκου ..., 2) ’. Σ. του Σ., κατοίκου ... και 3) Π. Κ. του Ν., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Περπατάρη, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1) Γ. Φ. του Α., κατοίκου ..., 2) Π. Π. του Ι., κατοίκου ..., 3) Κ. Λ. του Θ., κατοίκου ..., 4) Χ. - Σ. Μ. του Ι., κατοίκου ..., 5) Ε. Κ. του Α., κατοίκου ... και 6) Ε. Π. του Φ., κατοίκου .... Οι 1η, 2ος, 4η και 5η των αναιρεσιβλήτων εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία - Μαγδαληνή Τσίπρα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώ οι η 3η και η 6η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-11-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και του Αργυρίου Θάνου, που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσπρωτίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 185/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 243/2009 του Εφετείου Κερκύρας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 16-2-2010 αίτησή του.
Εκδόθηκε η 176/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε τη συζήτηση απαράδεκτη. Η υπόθεση επανέρχεται για συζήτηση με την από 2-8-2013 κλήση των αναιρεσιβλήτων - καλούντων.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 6-9-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν: 1) όλοι οι λόγοι αναιρέσεως, ως προς τους, δεύτερη, τρίτο, πέμπτη και έβδομη από τους αναιρεσίβλητους και 2) να γίνουν δεκτοί οι τέταρτος, πέμπτος, έκτος (κατά το πρώτο μέρος του) και έβδομος λόγοι, ως προς τους λοιπούς, να απορριφθούν δε και ως προς αυτούς οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασ΅ό των διατάξεων των άρθ. 94 § 1 (όπως η παρ. αυτή αντικ. ΅ε το άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 4055/12-3-2012), 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικ. ΅ε το άρθ. 7 § 2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ, σε συνδυασ΅ό ΅ε εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του Αρείου Πάγου, δεν ε΅φανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νό΅ι΅α ή επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν ε΅φανισθεί ή ε΅φανισθεί αλλά δεν μετέχει, νο΅ί΅ως, στη συζήτηση, ο ’ρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο δικηγόρος που υπογράφει την κλήση για συζήτηση ήταν εφοδιασμένος ΅ε πληρεξουσιότητα και σε καταφατική περίπτωση η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Και αν ΅εν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εμφανίσθηκε και δεν ε΅φανίστηκε ο αντίδικός του, πρέπει να προσκο΅ίζεται ΅ε επίκληση αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολειπόμενο διάδικο, πρέπει να προσκο΅ίζεται ΅ε επίκληση η κλήση που επιδόθηκε. Προκύπτει, επίσης, ότι, αν ο μη εμφανισθείς διάδικος είναι αναιρεσίβλητος, δεν αρκεί, για το νόμιμο της κλήτευσής του, η προς αυτόν επίδοση μόνο της κλήσης προς συζήτηση, αλλ' απαιτείται να του επιδοθεί και αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 576 ΚΠολΔ, σε περίπτωση απλής ο΅οδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί, νο΅ί΅ως, ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κληθεί νο΅ί΅ως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Στην προκειμένη περίπτωση, η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης, για αναίρεση της 243/2009 απόφασης του Εφετείου Κέρκυρας, επισπεύδεται με την από 2-8-2013 κλήση, που υπογράφεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο των δεύτερης, τρίτου και έκτης από τους αναιρεσίβλητους. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, που έγινε στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (18-2-2014) δεν εμφανίστηκαν οι αναιρεσίβλητες Κ. Λ. (5η) και Ε. Π. (9η), ούτε εκπροσωπήθηκαν δια πληρεξουσίου δικηγόρου, ενώ παραστάθηκαν το αναιρεσείον, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, οι πρώτη, τέταρτος, έβδομη και όγδοη αναιρεσίβλητοι, δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Μαρίας Τσίπρα και οι δεύτερη, τρίτος και έκτη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου των Δημητρίου Περπατάρη. Το αναιρεσείον και οι τελευταίοι αναιρεσίβλητοι δεν κατέθεσαν προτάσεις. Οι παραστάντες διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε αποδεικνύουν, με την προσκόμιση των, προς τούτο, εγγράφων, ότι τη συζήτηση της υπόθεσης επισπεύδουν και οι απολειπόμενες αναιρεσίβλητες (δια δικηγόρου εφοδιασμένου με σχετική πληρεξουσιότητα). Από τις .../4-12-2013 και .../27-11-2013 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών Αθηνών, αντίστοιχα, … και …, τις οποίες προσκομίζουν οι επισπεύδοντες τη συζήτηση, προκύπτει ότι οι απολειπόμενες αναιρεσίβλητες κλητεύθηκαν για να παραστούν κατά την παραπάνω δικάσιμο. Όμως, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε σ' αυτές και αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης, αφού, τόσο το αναιρεσείον όσο και οι παραστάντες ομόδικοί των, δεν επικαλούνται, ούτε προσκομίζουν σχετική έκθεση επίδοσης. Κατά συνέπεια, πρέπει, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης, ως προς τις αναιρεσίβλητες αυτές.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων: 1) 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η αναγόμενη στην παράθεση στο δικόγραφο αυτής των περιστατικών τα οποία συγκεκριμενοποιούν την ασκούμενη αξίωση και το προβαλλόμενο αίτημα ΅ε βάση αυτά, ώστε αυτό να είναι, ως λογικό επακόλουθο αυτών, σαφές, ελέγχεται, αντίστοιχα, ως παράβαση ΅ε βάση τους, από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ, λόγους αναίρεσης. 2) 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, εάν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά της σχετικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν δεν εφαρμοσθεί, μολονότι, κατά τις παραδοχές αυτές, συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή. 3) 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρις την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει, αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει, αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθ. 669 § 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης, ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (Ολ.ΑΠ 18/2006). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με τη λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής, η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από την δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2-4-2003 και 19-7-2004, αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθ. 281, 671 ΑΚ, 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου, περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας, ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης, ως άνω, κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης και δη της σύμβασης εργασίας, ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων (ΑΕΔ 3/3001, Ολ.ΑΠ 6/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (Ολ.ΑΠ 18/ 2006). Συνάγεται, περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα, ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν από την έναρξη ισχύος (1) της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ (2) των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α' 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και (3) των άρθ. 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των, κατά την έναρξη της ισχύος του, ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά τη φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι αυτές είχαν προσλάβει ήδη και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, το χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής των ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (πρβλ. Πλ.Ολ.ΑΠ 7/2011). Τέλος, οι διατάξεις του άρθρου 103 §§ 2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων, για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ., ορίζουν τα εξής: "κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου" (§2). "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται" (§3). Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α' 85/18-4-2001) προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Στους προαναφερόμενους κανόνες υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ, με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και προς το σκοπό αυτό προσέθεσε την παραπάνω διάταξη του εδ. γ' της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του, κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, προσλαμβανόμενου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, και δη μετά την έναρξη ισχύος (18-4-2001) του αναθεωρημένου άρθ. 103 του Συντάγματος με την προσθήκη των ως άνω παραγράφων 7 και 8 σ' αυτό, με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες, αφού, έστω και αν αυτό συμβαίνει, ο εργοδότης δεν έχει την ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, συνακόλουθα δε, σε κάθε περίπτωση, στις συμβάσεις αυτές, υπό την ισχύ των ως άνω διατάξεων, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 § 3 του ν. 2112/1920. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 189 § 3 και ήδη 249 §§ 1 και 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ. προκύπτει, ότι οι οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος - μέλος της Κοινότητας, στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Γι' αυτό απευθύνονται, κατ' ανάγκην, όχι απ' ευθείας προς τους ιδιώτες, θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνο προς τα κράτη - μέλη, αφού μόνο αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα, με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Το κράτος - μέλος, που είναι αποδέκτης της οδηγίας, έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα, όμως, τα οποία αυτό θα επιλέξει. Αν η οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλαδή χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη, να την εκτελέσει εμπρόθεσμα, συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους - μέλους, που είναι ο παραλήπτης αυτής, η ισχύς της όμως εκτείνεται μόνο κατά του κράτους - μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει "εθνικό δίκαιο" και των αντίστοιχων κρατικών φορέων και δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις, είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξης του εθνικού νομοθέτη, που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου (Ολ.ΑΠ 31/2009, 19, 20/2007). Περαιτέρω, την 10-7-1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, ύστερα από τη συμφωνία - πλαίσιο, την οποία συνήψαν στις 18-3-1999 οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CΕΕΡ, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη μέλη παρέχεται προθεσμία συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως την 10-7-2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως την 10-7-2002, της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκαμε χρήση. Στο προοίμιο της οδηγίας αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν, ότι οι συμβάσεις αόριστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Ορίζει ειδικότερα η παραπάνω Οδηγία, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου, που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική κάθε κράτους - μέλους (ρήτρα 2) και ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη - μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης τα κράτη - μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται "διαδοχικές" και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου (ρήτρα 5). Η πιο πάνω Οδηγία δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην Ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη. Η επίτευξη του στόχου της, που είναι η αποτροπή της κατάχρησης να συνάπτονται διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, προϋποθέτει συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής, που θα λάβει ο εθνικός νομοθέτης, ο οποίος καλείται να εξειδικεύσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αορίστου χρόνου.
Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων, κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, κυρώσεων σε βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζομένου, όπως είναι η ακυρότητα των συναπτόμενων συμβάσεων, με παράλληλη εξασφάλιση για τον εργαζόμενο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε και αποζημίωσης. Η ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέπει άλλες πρόσφορες κυρώσεις, πλην του χαρακτηρισμού των ανεπίτρεπτων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, συνάγεται και από την παρ. 3 του προοιμίου της συμφωνίας πλαισίου, στην οποία ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων", καθώς και από την με αριθ. 10 γενική παρατήρηση αυτής, όπου ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη - μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος - μέλος και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχικής φύσης". Ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα Π.Δ 81/2003 και 164/2004, από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του Π.Δ. 164/2004 ορίζεται ότι (α) απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών (β) η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ` εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, αντικειμενικός δε λόγος υφίσταται όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών, που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με την μορφή ή το είδος ή την δραστηριότητα της επιχείρησης (γ) σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επομένου άρθρου. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία, που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του γεγονότος ότι το Π.Δ. 164/2004 άρχισε να ισχύει από την 19-7-2004, περιέλαβε αυτό στο άρθρο 11, ως μεταβατικές διατάξεις, ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την ως άνω προσαρμογή στην προαναφερόμενη Οδηγία και προβλέπουν την κατ' εξαίρεση και υπό τις εκεί προϋποθέσεις μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του ως άνω Π.Δ. ορίζεται ότι (1) διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον 24 μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχολήσεως 18 μηνών μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση (β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδ. α' να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση (γ) το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον που υπηρετεί ο φορέας αυτός (δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση, η προϋπόθεση δε του εδ. α' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης (2) για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγουμένη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας 2 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, αρμόδιο δε όργανο να κρίνει αιτιολογημένα, εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία (3) οι ως άνω κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από την διαβίβαση σ' αυτό των σχετικών κρίσεων. Πρέπει να σημειωθεί, ότι η ως άνω διαδικασία ενώπιον των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων και του ΑΣΕΠ δεν αποκλείει το δικαίωμα των εργαζομένων να ζητήσουν, σύμφωνα με τα άρθ. 20, 26, 94 και 95 του Συντάγματος, με αγωγή, παρακάμπτοντας την διαδικασία αυτή, την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας τους, ότι δηλ. συνδέονται με το Δημόσιο κ.λπ. εξαρχής με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία (αγωγή) ως εισάγουσα διαφορά ιδιωτικού δικαίου υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (άρθ. 94 Συντ., 1 ν. 1406/1983, 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω από τα παραπάνω συνάγεται, ότι, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, δεν μπορεί να γίνει μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε., η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 ούτε κατ' επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή, κατά το χρονικό διάστημα από 10-7-2002 μέχρι την έναρξη της ισχύος του Π.Δ. 164/2004, αλλά ούτε και μετά την έναρξη της ισχύος του, ούτε και η ως άνω Οδηγία, η ισχύς της οποίας, που δεν ήταν κατά τα προαναφερθέντα άμεσης εφαρμογής, και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και Κράτους ολοκληρώθηκε μόνο με την έκδοση του ως άνω διατάγματος για την ενσωμάτωσή της στην ελληνική έννομη τάξη (Ολ.ΑΠ 19 και 20/2007, 31/2009), τούτο δε και μόνο ρυθμίζει από την έναρξη της ισχύος του τα σχετικά ζητήματα. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, με την από 4-11-2005 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας εξέθεταν, ότι με βάση αποφάσεις της Διευθύντριας της Η' Εφορίας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Νομών Κέρκυρας - Θεσπρωτίας, συνήψαν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες καταρτίσθηκαν μεταξύ αυτών και της ως άνω νομίμου εκπροσώπου της εν λόγω δημόσιας υπηρεσίας, που εδρεύει στην Κέρκυρα, προκειμένου να εργασθούν ως αρχαιολόγοι οι πέντε πρώτοι, ως εργάτριες η έκτη και η έβδομη, ως σχεδιάστρια η όγδοη και ως συντηρήτρια έργων τέχνης η ένατη, με τόπο προσφοράς της εργασίας τους την περιφέρεια των Νομών Κέρκυρας - Θεσπρωτίας, διότι διέθεταν τα σχετικά τυπικά προσόντα (πτυχίο Αρχαιολογίας ΠΕ, εργάτρια ΥΕ, σχεδιάστρια ΔΕ και πτυχιούχος συντηρήτρια έργων τέχνης) για τις εν λόγω ειδικότητες, με χρόνο έναρξης της εργασίας τους την 3.10.2003 η πρώτη, την 1.9.1997 η δεύτερη, την 1.9.1997 ο τρίτος, την 13.11.2002 ο τέταρτος, την 1.11.2000 η πέμπτη, την 13.11.2002 η έκτη, την 8.3.2000 η έβδομη, την 13.11.2001 η όγδοη και την 3.10.2003 η ένατη, για τις λεπτομερώς εκτιθέμενες για καθένα από αυτούς εργάσιμες ημέρες, με κανονικό ωράριο από ώρα 7.00' π.μ. μέχρι 2.30' μ.μ., επί πέντε ημέρες την εβδομάδα και μισθό, που καθοριζόταν κάθε φορά από τις οικείες ΣΣΕ και ΔΑ. Ότι, μετά τις αρχικές συμβάσεις επακολούθησαν αλλεπάλληλες συμβάσεις ορισμένου χρόνου (οι οποίες αναλυτικά αναφέρονται), με το αυτό αντικείμενο υπηρεσιών τους και τους αυτούς εργασιακούς όρους, με βάση τις οποίες προσέφεραν την εργασία τους συνεχώς μέχρι τις 30-10-2005, οπότε απολύθηκαν όλοι με εντολή της άνω υπηρεσίας, εφόσον δεν ανανεώθηκαν οι εργασιακές τους συμβάσεις και από τότε το εναγόμενο δεν αποδέχεται την προσφερόμενη από αυτούς εργασία. Ότι, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, εργάσθηκαν με κανονικό ωράριο με τις αυτές ως άνω ειδικότητες έκαστος, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες της παραπάνω υπηρεσίας του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου. Ότι η απόλυσή τους, αφού η εργασιακή τους σύμβαση είναι ενιαία και αόριστου χρόνου, είναι άκυρη, διότι δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες προϋποθέσεις, δηλαδή η καταγγελία της σύμβασης και η καταβολή της νόμιμης αποζημίωσής τους και, ως εκ τούτου, το εναγόμενο έγινε υπερήμερο, ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών τους, που αυτοί διατηρούν στη διάθεσή του και εκείνο αρνείται να τις δεχθεί. Ζητούσαν δε, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους, και να τους καταβάλει μισθούς υπερημερίας για το μέχρι τις 30.7.2007 διάστημα. Η αγωγή, ΅ε το ως άνω περιεχό΅ενο, είναι επαρκώς ορισ΅ένη, διότι, πλην των αναφερομένων στα άρθρα 117 και 118 του ΚΠολΔ απαιτουμένων στοιχείων, αναφέρονται στο δικόγραφό της και όλα εκείνα τα περιστατικά, που απαιτούνται για τη θε΅ελίωσή της και δικαιολογούν την άσκησή της από τους ενάγοντες κατά του εναγο΅ένου και, ειδικότερα, το περιεχό΅ενο των συ΅βάσεων των εναγόντων, που καταρτίστηκαν ΅ε την εκπρόσωπο της υπηρεσίας ΕΠΚΑ του εναγο΅ένου, ο χρόνος πρόσληψής τους, ο χαρακτηρισ΅ός της σύ΅βασής τους ως ορισ΅ένου χρόνου, ο τόπος που θα προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, τα καθήκοντά τους, που ήταν τα ίδια καθόλο το χρονικό διάστη΅α που εργάσθηκαν, ότι ήταν υπόλογοι και υπάκουαν στις εντολές της Διευθύντριας της ΕΠΚΑ, οι αποφάσεις της Διευθύντριας της ΕΠΚΑ με τις οποίες γίνονταν οι διαδοχικές προσλήψεις τους και τέλος, το ωράριό και ο τρόπος καθορισ΅ού του ΅ισθού και της πληρω΅ής τους, δεν ήταν δε αναγκαίο, για την πληρότητα του περιεχομένου της, να διαλαμβάνονται σ' αυτή και άλλα στοιχεία (δηλαδή ο αριθμός υπουργικής απόφασης προκήρυξης θέσεων, οι επί μέρους ειδικότητες και ο αριθμός θέσεων, οι συγκεκριμένες οδηγίες των εργοδοτών των εναγόντων προς αυτούς, ο συγκεκριμένος εκάστοτε τόπος παροχής της εργασίας των κ.λπ.), όπως αβάσιμα επικαλείται το αναιρεσείον, με τον πρώτο, αληθώς από τους αρ. 8 και 14 (και όχι 1) ΚΠολΔ λόγο της αναίρεσης και συνεπώς ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά τον οποίο, με την άσκηση της αγωγής αυτής παρακάμπτεται η προβλεπόμενη από το άρθ. 11 ΠΔ 164/2004 διαδικασία, δοθέντος ότι η μόνη δικαστική προστασία που προβλέπεται είναι αυτή της προσβολής της τυχόν μη ευνοϊκής απόφασης του ΑΣΕΠ ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, πρέπει ν' απορριφθεί (α) κατά το σκέλος του από τον αριθμό 1 του άρθ. 559 ΚΠολΔ για ευθεία παραβίαση του άρθ. 11 ΠΔ 164/2004, ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι για τον ορθό χαρακτηρισμό των ενδίκων συμβάσεων δεν εφαρμόζεται το ΠΔ 164/2004 και (β) κατά το σκέλος του αληθώς από τον αριθμό 4 του ως άνω άρθρου, για υπέρβαση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας (και όχι από τον αριθμό 5, για έλλειψη καθ' ύλην αρμοδιότητας, όπως φέρεται) ως αβάσιμος. Εξάλλου, με το άρθρο 106 ΚΠολΔ που ορίζει ότι "το δικαστήριο ενεργεί ΅όνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει ΅ε βάση πραγματικούς ισχυρισ΅ούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νό΅ος ορίζει διαφορετικά", κατοχυρώνονται δύο βασικές αρχές α) η αρχή της διαθέσεως και β) η αρχή της συζητήσεως. Η αρχή της διαθέσεως ορίζει ότι η δικαστική προστασία παρέχεται ΅όνον αν ζητείται, στην έκταση που ζητείται και εφόσον εξακολουθεί να ζητείται από τους διαδίκους.
Συνεπώς το δικαστήριο δεσ΅εύεται από τις αιτήσεις των διαδίκων, και δεν επιτρέπεται να επιδικάσει κάτι περισσότερο ή διαφορετικό απ' αυτό που ζητήθηκε ή να επιδικάσει κάτι που δεν ζητήθηκε. Στην προκεί΅ενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το περιεχό΅ενο της κρινό΅ενης αγωγής, εμμέσως πλην σαφώς, περιέχεται σε αυτήν και αίτη΅α να αναγνωρισθεί ότι οι ενάγοντες συνδέονται ΅ε το εναγό΅ενο ΅ε ενιαία εργασιακή σύ΅βαση αορίστου χρόνου, ΅ε βάση το σύνολο των εκτεθειμένων σ' αυτήν πραγ΅ατικών περιστατικών, ως παραγωγικών του επιδίκου δικαιώ΅ατος της καταβολής μισθών υπερημερίας. Επομένως το Εφετείο που δέχθηκε, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου της, ότι η αγωγή, περιέχει και το αίτη΅α αυτό, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του αρ. 9 άρθρο 559 του ΚΠολΔ, και ο, περί του αντιθέτου, δεύτερος, λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε ότι η Διευθύντρια της Η' Εφορίας Προϊστορικών Αρχαιοτήτων των Νομών Κέρκυρας και Θεσπρωτίας, ως νόμιμη εκπρόσωπος του εναγομένου, Ελληνικού Δημοσίου, μεταξύ των ετών 1996 και 2005 εξέδωσε σειρά ανακοινώσεων, που αφορούσαν πρόσληψη ωρομισθίου προσωπικού με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου προς κάλυψη αναγκών προσωπικού της εν λόγω δημόσιας υπηρεσίας. Ειδικότερα, ζητήθηκε η εκδήλωση ενδιαφέροντος για θέσεις αρχαιολόγων, εργατριών, σχεδιαστών και συντηρητών έργων τέχνης. Οι ανακοινώσεις αυτές εγκρίνονταν κάθε φορά από το αρμόδιο, προς τούτο, Υπουργείο Πολιτισμού. Οι ενάγοντες, διαθέτοντας έκαστος τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα, άσκησαν το δικαίωμά τους να συμμετάσχουν στη διαδικασία πρόσληψης, για τις ανωτέρω θέσεις, καταθέτοντας τα αναγκαία δικαιολογητικά και προσλήφθηκαν με σύμβαση ορισμένου χρόνου, καταρτισθείσα ανάμεσα σ' αυτούς και τη Διευθύντρια της ΕΠΚΑ και, συγκεκριμένα, προκειμένου να εργασθούν με πενθήμερη απασχόληση και με κανονικό ωράριο, όμοιο με των λοιπών δημοσίων υπαλλήλων, από ώρα 7.00' π.μ. έως 14.30' μ.μ., με τόπο εργασίας την περιφέρεια των Νομών Κέρκυρας - Θεσπρωτίας και με αμοιβή, που θα οριζόταν από τη σχετική συλλογική σύμβαση. Η πρώτη ενάγουσα προσελήφθη αρχικά στις 3.10.2003, ως αρχαιολόγος, και παρείχε συνολική εργασία 18,5 μηνών, με συνεχείς ανανεώσεις και παρατάσεις της αρχικής σύμβασης, η δεύτερη ενάγουσα προσελήφθη στις 1.9.1997, ως αρχαιολόγος, και παρείχε συνολική εργασία 61 μηνών, με συνεχείς ανανεώσεις και, παρατάσεις της αρχικής σύμβασης, ο τρίτος ενάγων προσελήφθη αρχικά στις 1.9.1997, ως αρχαιολόγος, και παρείχε συνολική εργασία 30 μηνών, με συνεχείς ανανεώσεις και παρατάσεις της αρχικής σύμβασης, ο τέταρτος ενάγων προσελήφθη στις 13.11.2002, ως αρχαιολόγος, και παρείχε συνολική εργασία 57,5 μηνών, με συνεχείς ανανεώσεις και παρατάσεις της αρχικής σύμβασης, η πέμπτη ενάγουσα προσελήφθη στις 1.11.2000, ως αρχαιολόγος, και παρείχε συνολική εργασία 12 μηνών, με συνεχείς ανανεώσεις και παρατάσεις της αρχικής σύμβασης, η έκτη ενάγουσα προσελήφθη στις 13.11.2002, ως εργάτρια, και παρείχε συνολική εργασία 18 μηνών, με συνεχείς ανανεώσεις και παρατάσεις της αρχικής σύμβασης, η έβδομη ενάγουσα προσελήφθη στις 8-3-2000, ως εργάτρια, και παρείχε συνολική εργασία 14,5 μηνών, με συνεχείς ανανεώσεις και παρατάσεις της αρχικής σύμβασης, η όγδοη ενάγουσα προσελήφθη στις 13-11-2002, ως σχεδιάστρια, και παρείχε συνολική εργασία 48 μηνών, με συνεχείς ανανεώσεις και παρατάσεις της αρχικής σύμβασης και η ένατη στις 3.10.2003, ως συντηρήτρια έργων τέχνης, και παρείχε συνολική εργασία 14,5 μηνών, με συνεχείς ανανεώσεις και παρατάσεις της αρχικής σύμβασης. Τα περιστατικά αυτά, ήτοι οι αλλεπάλληλες συμβάσεις ορισμένου χρόνου και η προσφορά της εργασίας των εναγόντων στην περιφέρεια των Νομών Κέρκυρας - Θεσπρωτίας, με τις ως άνω ειδικότητες, δεν αμφισβητούνται από το εναγόμενο και, συνεπώς, ως προς αυτά συνάγεται έμμεση ομολογία του (άρθρο 261 ΚΠολΔ). Μετά τη λήξη της τελευταίας σύμβασης στις 30.10.2005 δεν έγινε επαναπρόσληψή όλων των εναγόντων και το εναγόμενο έπαψε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους. Από όλα τα ανωτέρω είναι εμφανές, ότι οι ενάγοντες με την συνεχή προσφορά της εργασίας τους στο εναγόμενο για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, με τις ως άνω ίδιες ειδικότητες, κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του και όχι ευκαιριακές ή επείγουσες και απρόβλεπτες ανάγκες, οι οποίες δεν έπαψαν να υφίστανται μετά τη λήξη (ανανέωση) της τελευταίας σύμβασής τους, για την κάλυψη δε αυτών των αναγκών, σε περίπτωση απόλυσής τους, το εναγόμενο θα έπρεπε να προσλάβει στη θέση τους άλλον υπάλληλο. Οι εργασιακές συμβάσεις των εναγόντων είχαν καταρτισθεί πριν από την ισχύ του ΠΔ 164/2004 και ήταν ενεργείς πριν από αυτήν και, ειδικότερα, κατά την ημερομηνία που έπρεπε να ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη η προαναφερθείσα (στην προηγούμενη παράγραφο της παρούσας) Κοινοτική Οδηγία (10-7-2002), καταλαμβανόταν δε από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 και αυτές (διατάξεις άρθ. 8), ως ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο, εφαρμοζόμενο και στη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, εφαρμόζονται ως προς τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της φύσης της σύμβασης (λαμβανομένων υπόψη, ως προς την ερμηνεία της, των συναλλακτικών ηθών, της καλής πίστης και των περιστάσεων), ως αορίστου χρόνου, αντί ορισμένου χρόνου, που χαρακτηρίστηκαν οι επί μέρους αλλεπάλληλες συμβάσεις κατά την κατάρτιση της κάθε μιας εξ αυτών (Ολ.ΑΠ 18/2006). Επομένως, οι συμβάσεις αυτές είναι άκυρες ως προς τον χρονικό αυτό περιορισμό και συνιστούν μία ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, παρεκτός του ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση με βάση τα προεκτεθέντα, συντρέχουν όλες οι τιθέμενες, κατά τα άνω (διαλαμβανόμενες στη νομική σκέψη της προηγούμενης παραγράφου), προϋποθέσεις του Π.Δ. 164/2004 για τη μετατροπή των αλλεπάλληλων εργασιακών συμβάσεων σε αόριστης διάρκειας. Οι συμβάσεις αυτές, ως αορίστου χρόνου, ανταποκρίνονται στις περιστάσεις και στις ανάγκες του εναγομένου, και δη του Υπουργείου Πολιτισμού, όπως είναι οι ανάγκες αρχαιολογικών ανασκαφών, συντήρησης έργων τέχνης κ.λπ., ως εκ του ότι αυτές είναι πάγιες και διαρκείς αλλά και άκρως απαραίτητες.
Συνεπώς, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό των ένδικων συμβάσεων των εναγόντων, αυτές είναι ενιαίες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και όχι ορισμένου χρόνου. Περαιτέρω δέχθηκε ότι, εφόσον το εναγόμενο δεν τήρησε τις προϋποθέσεις του νόμου για την έγκυρη καταγγελία των, στην πραγματικότητα, επίμαχων αόριστης διάρκειας συμβάσεων (έγγραφο και καταβολή αποζημίωσης), αυτές είναι άκυρες και συνεπώς μη αποδεχόμενο τις υπηρεσίες των εναγόντων μετά τις 30.10.2005, έγινε υπερήμερο και οφείλει να τους καταβάλει από τότε μισθούς υπερημερίας μέχρι το διάστημα της συζήτησης της ένδικης αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (11.5.2006), οι οποίοι ανέρχονται για την πρώτη ενάγουσα σε 7.952 ευρώ, για τη δεύτερη σε 8.246 ευρώ, για τον τρίτο ενάγοντα σε 7.952 ευρώ, για τον τέταρτο σε 7.595 ευρώ, για την έκτη σε 5.267,64 ευρώ, για την έβδομη σε 4.659,34 ευρώ και για την όγδοη σε 5.954,34 ευρώ. Με βάση τις παραδοχές αυτές, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και επιδίκασε σ' αυτούς τους μισθούς υπερημερίας που αναφέρονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, 1) Ως προς τους δεύτερη, τρίτο, και έβδομη από τους αναιρεσίβλητους, εφόσον δέχθηκε, ότι οι επίμαχες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας των (καταρτισθείσες πριν την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας, των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος και του ΠΔ 164/2004 και συνεχισθείσες, όντας ενεργές κατά τα χρονικά αυτά σημεία, και μετά ταύτα) κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσείοντος και ότι ο καθορισμός της διάρκειας αυτών ως ορισμένου χρόνου δεν δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εναγόντων αυτών και έκρινε ότι αυτές αποτελούν μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920, που ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση, και σε ορθό κατέληξε συμπέρασμα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι εσφαλμένα θεώρησε ως εφαρμοστέες και τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, 103 §§ 7 και 8 του Συντάγματος (με την εκδοχή ότι αυτές δεν απαγορεύουν την σε κάθε περίπτωση μετατροπή των αλλεπαλλήλων συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου), διέλαβε δε στην απόφασή του πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες. Επομένως, ως προς αυτούς, είναι αβάσιμοι οι τέταρτος, πέμπτος, έκτος (κατά το πρώτο μέρος του) και έβδομος λόγοι αναίρεσης, από τους αριθ. 1 και 19 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους αποδίδονται οι αιτιάσεις ότι το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920, που εφάρμοσε αν και δεν ήταν εφαρμοστέες, και των άρθ. 103 §§ 7 και 8 του Συντάγματος, 81 § 3 ν. 1958/1991, 10 ΠΔ 99/1992, 27 ν. 2947/2001, που απαγορεύουν τον χαρακτήρα των συμβάσεων αυτών ως αορίστου χρόνου, και 5 και 11 ΠΔ 164/2004, τις οποίες δεν εφάρμοσε, αν και ήταν εφαρμοστέες. 2) Ως προς τους λοιπούς όμως αναιρεσίβλητους το εσφαλμένα εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθ. 1, 3 και 8 ν. 2112/1920 και της Οδηγίας 1999/70 που, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν ήσαν εφαρμοστέες κατά πάσα περίπτωση, αφού οι ως άνω συμβάσεις ορισμένου χρόνου αυτών των εναγόντων -αναιρεσίβλητων καταρτίσθηκαν ως ορισμένου χρόνου, κατ' επιταγή των προαναφερομένων συνταγματικών ή άλλων διατάξεων και δη μετά την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου άρθ. 103 του Συντ., στο οποίο προστέθηκαν οι ως άνω παράγραφοι 7 και 8. Οι συμβάσεις αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν, έστω εν μέρει, ως ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, ούτε κατ' εφαρμογή του άρθ. 11 ΠΔ 164/2004, ως προς τις καταρτισθείσες πριν την έναρξη ισχύος αυτού και συνεχιζόμενες και μετά ταύτα για τον μετά την έναρξη της ισχύος του και εφεξής χρόνο, διότι, από τις ανέλεγκτες παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, δεν προκύπτει ότι, κατά το κρίσιμο ως άνω χρονικό σημείο, οι ενάγοντες αυτοί είχαν συμπληρώσει συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον 24 μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης, κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης 18 μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση. Επομένως, οι τέταρτος, πέμπτος, έκτος (κατά το πρώτο μέρος του) και έβδομος λόγοι αναίρεσης, από το άρθ. 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι, ως προς αυτούς. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα", με την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης νόμιμοι, αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν τη βάση και θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού η δικονομικού δικαιώματος, όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής. Σύμφωνα με τα παραπάνω ο έκτος λόγος της κρινόμενης αίτησης (κατά το δεύτερο μέρος του) από την ως άνω διάταξη, με τον οποίο αποδίδεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος ότι οι ενάγοντες ουδέποτε συνήψαν αλλεπάλληλες σχέσεις εργασίας καθώς και ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του ΠΔ 164/2004 για μετατροπή της εργασιακής τους σύμβασης σε αόριστης διάρκειας, πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν αποτελούν "πράγματα" με την προαναφερθείσα έννοια, αλλά άρνηση της αγωγής. Εξάλλου, αλυσιτελής και συνεπώς, απαράδεκτος είναι α) ο, από την ίδια διάταξη, όγδοος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον παραδεκτώς προβληθέντα ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ότι η δεύτερη και η όγδοη από τους αναιρεσίβλητους προσλήφθηκαν από την ΕΠΚΑ και οι υπόλοιποι επανήλθαν στην υπηρεσία τους στην οποία και εργάζονταν μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, εφόσον δεν προκύπτει ότι προσδιορίζονται με αυτόν τα κερδηθέντα και ο ισχυρισμός αυτός δεν περιέχει αίτημα αφαίρεσης από τους επιδικασθέντες μισθούς υπερημερίας, των κερδηθέντων από την απασχόληση αυτή (ΑΚ 656 παρ. 2) και β) ο ίδιος (όγδοος) λόγος, κατά το πρώτο μέρος του, με το οποίο προβάλλεται πλημμέλεια από τον αρ. 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του το με αρ. 145/10-1-2006 έγγραφο της Η' Εφορίας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Κέρκυρας -Θεσπρωτίας, το οποίο το αναιρεσείον επικαλέστηκε για την απόδειξη της πρόσληψης και απασχόλησης στην ΕΠΚΑ, δηλαδή του παραπάνω απαράδεκτου ισχυρισμού. Μετά από αυτά πρέπει: Α) Να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, ως προς τους αναιρεσίβλητους δεύτερη, τρίτο και έβδομη και να καταδικαστεί το αναιρεσείον στα δικαστικά τους έξοδα, περιοριζόμενα, όπως παρακάτω αναφέρεται, και Β) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τους αναιρεσίβλητους πρώτη, τέταρτο, έκτη και όγδοη, να παραπε΅φθεί η υπόθεση, ως προς αυτούς, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει ΅ετά την αντικατάστασή του ΅ε το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013) και να καταδικαστούν αυτοί οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, περιοριζόμενα κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της, από 16-2-2010, αίτησης για την αναίρεση της 243/2009 απόφασης του Εφετείου Κέρκυρας, ως προς τις αναιρεσίβλητες Κ. Λ. (5η) και Ε. Π. (9η).
Απορρίπτει την ίδια αίτηση αναίρεσης, ως προς τους αναιρεσίβλητους δεύτερη, τρίτο και έβδομη. Και
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά των έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Αναιρεί, την παραπάνω απόφαση, ως προς τους αναιρεσίβλητους πρώτη, τέταρτο, έκτη και όγδοη, στο σύνολό της.
Παραπέ΅πει την υπόθεση, ως προς αυτούς, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τους ίδιους αναιρεσίβλητους, στα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δη΅οσίου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2014. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή