Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Δεδικασμένο, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Έννομο συμφέρον .
Περίληψη:
Οι προγενέστεροι του Ν 1667/1986 συνεταιρισμοί διέπονται από την ισχύουσα γι’ αυτούς κατά το χρόνο συστάσεώς τους νομοθεσία, από την οποία συνάγεται ότι το δικαίωμα του μέλους του συνεταιρισμού επί του συνεταιριστικού ακινήτου που είχε παραχωρηθεί στο όνομά του περιλαμβάνεται στην περιουσία του και τυγχάνει κληρονομητό και εφόσον υφίσταται κατά το χρόνο του θανάτου του μεταβαίνει στους από το νόμο ή από διαθήκη κληρονόμους του. Για παραίτηση από κληρονομιαία ακίνητα απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο (άρθρο 1942 παρ 2, 1953 και 1955 ΑΚ). Η Παραίτηση από το απαλλοτριωτό ενοχικό δικαίωμα της μεταβιβάσεως των κληρωθέντων στο όνομα των κληρονομουμένων συνεταιριστικών ακινήτων δεν απαιτεί κατάρτιση συμβολ. Εγγράφου. Η επίκληση προϋποθέσεων του μη εφαρμοζομένου στην ένδικη περίπτωση ΠΔ93/87γίνεται ως εκ περισσού και δεν επηρεάζει την απορριπτική κρίση της αποφάσεως ούτε δημιουργεί δεδικασμένο . 179 ΑΚ. Σ559 αρ 20 Προϋποθέσεις 559 αρ ΙΙγ προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα της διαφοράς .
Αριθμός 29/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014 με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Κ. Κ. του Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αρετή Σκανδάμη.
Του αναιρεσιβλήτου: Οικοδομικού Συνεταιρισμού Υγειονομικών με την επωνυμία "Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτεία ΣΥΝ.ΠΕ", που εδρεύει στην Αθήνα. Παραστάθηκαν οι νόμιμοι εκπρόσωποι του, ήτοι ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου Κωνσταντίνος Κραββαρίτης και ο Αντιπρόεδρος Νικόλαος Γ.ς, οι οποίοι διόρισαν πληρεξούσιο δικηγόρο του Συνεταιρισμού τον Βασίλειο Τσίπρα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/9/2005 αγωγή του αρχικού διαδίκου Κ. Κ., δικαιοπαρόχου της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2031/2007 του ίδιου Δικαστηρίου, που παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, λόγω αναρμοδιότητας. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση και εκδόθηκε η 5972/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία ανέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Στη συνέχεια εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3038/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 4625/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7/10/2013 αίτησή της και τους από 2/10/2014 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 23/10/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο δεύτερος πρόσθετος λόγος και να απορριφθούν οι λοιποί πρόσθετοι λόγοι, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψη τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί, οι οποίοι κατά τη δημοσίευση του Π.Δ 17/1984 (16.1.1984) είχαν συγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο και δεν είχαν διαλυθεί μέχρι τη δημοσίευση του Π.Δ 93/1987 (16.4.1987) και ως προς τους οποίους τόσο από το πρώτο, όσο και από το δεύτερο, από τα Προεδρικά αυτά Διατάγματα, δεν προβλέπονται η υποχρέωση προσαρμογής των καταστατικών τους στις διατάξεις αυτών, αλλά μόνο η υποβολή στη διοίκηση εκθέσεως πεπραγμένων μετά την έγκριση του ρυμοτομικού τους σχεδίου και προγράμματος ολοκλήρωσης των έργων υποδομής μέσα στην έκτασή τους (άρθρο 24 Π.Δ 93/1987 και άρθρ. 10 παρ. 3 του καταργηθέντος Π.Δ 17/1984), δεν διέπονται κατ' αρχήν από τις ειδικές διατάξεις του Π.Δ 17/1984 και ήδη του Π.Δ 93/1987 και εξακολουθούν να λειτουργούν σύμφωνα με τις υπαγορευόμενες από τους προϊσχύσαντες νόμους ρυθμίσεις των εγκεκριμένων καταστατικών τους, γιατί αλλιώς δεν θα είχε πρακτική σημασία η απαλλαγή τους από την υποχρέωση αναμορφώσεως των καταστατικών τους. Τυχόν αντίθετη άποψη θα οδηγούσε στο άτοπο να διατηρείται ολόκληρο πλέγμα καταστατικών διατάξεων ανεφάρμοστων και ο συνεταιρισμός να λειτουργεί με κανόνες άσχετους προς τις ρυθμίσεις του καταστατικού του. Μετά δε την κατάργηση του νόμου αυτού με το άρθρο 17 παρ. 3 του Ν. 1667/1986 " Αστικού Συν/σμού και άλλες διατάξεις", στην παρ. 4 του οποίου ορίζεται ότι οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί διέπονται και από την ισχύουσα γι' αυτούς νομοθεσία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ισχύουν κατ' αρχήν για τους συνεταιρισμούς αυτούς οι διατάξεις της περί αστικών συνεταιρισμών νομοθεσίας και οι μη καταργηθείσες (ρητώς ή σιωπηρώς) διατάξεις των νομοθετημάτων, που εκδόθηκαν κατά το παρελθόν και που αφορούσαν και τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς. Μεταξύ των διατάξεων αυτών περιλαμβάνεται και εκείνη του άρθρου 8 παρ. 1 του ΝΔ 886/71, με την οποία ορίζεται ότι: " 1. Τα υπό των Οικοδομικών Συνεταιρισμών κτώμενα, επί σκοπώ οικιστικής εξυπηρετήσεως των μελών αυτών, ακίνητα απαγορεύεται να μεταβιβάζονται εις τρίτους μη συνεταίρους. Αι κατά παράβασιν της διατάξεως ταύτης μετά του Συνεταιρισμού συναπτόμενου δικαιοπραξίαι, είναι άκυροι". Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 12 του, με την Δ4δ/13945/φ 1335/23.11.1963 απόφαση του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, εγκριθέντος σύμφωνα με το άρθρο 3 του ΑΝ 201/1967 καταστατικού του εν λόγω οικοδομικού συνεταιρισμού, που ορίζει ότι " εν περιπτώσει θανάτου συνεταίρου θεωρείται ότι ούτος αποχωρεί του Συνεταιρισμού την 31 Δεκεμβρίου του έτους, καθό επήλθεν ο θάνατος. Μέχρι του χρόνου τούτου συνεχίζεται η εταιρική ιδιότης του αποθανόντος εν το προσώπω των κληρονόμων αυτού, υποκαθισταμένων εις τα κατά τα άρθρα 17, 18 και 19 του Ν. 602/1915 δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτού. Επί ανηλίκων ή πλειόνων κληρονόμων το δικαίωμα της ψήφου ενασκείται δι' αντιπροσώπου συνεταίρου, οριζομένου......", συνάγεται ότι το δικαίωμα του μέλους του συν/σμού επί του συνεταιριστικού ακινήτου, που είχε κληρονομηθεί ή παραχωρηθεί στο όνομά του για χρησιμοποίηση και διάθεση κατά βούληση, ανήκει στην περιουσία αυτού και τυγχάνει κληρονομητό και εφόσον υφίσταται κατά το χρόνο του θανάτου του, μεταβαίνει στους από το νόμο ή από διαθήκη κληρονόμους του, οι οποίοι δεν τυγχάνουν τρίτοι κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 8 του Ν.886/71, καθόσον μ' αυτή σκοπήθηκε η απαγόρευση μεταβιβάσεως συνεταιριστικών ακινήτων σε πρόσωπα παντελώς ξένα και άσχετα προς το συνεταιρισμό, όχι δε και στους κληρονόμους των εταίρων, που κατά την προπαρατεθείσα καταστατική διάταξη συνεχίζουν στο πρόσωπό τους την εταιρική ιδιότητα του θανόντος κατά τον αναφερόμενο σ' αυτή χρόνο και αποκαθίστανται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις αυτού. Επομένως οι κληρονόμοι αποθανόντος εταίρου, της κατηγορίας του άρθρου 24 του ΠΔ 93/1987, που δεν εξισώνονται με τους τρίτους, δικαιούνται να αξιώσουν τη μεταβίβαση σ' αυτούς του συνεταιριστικού ακινήτου, που είχε κληρωθεί στο όνομα του δικαιοπαρόχου τους, αλλά δεν είχε μεταβιβαστεί σ' αυτόν, άσχετα από το αν κατέστησαν ή όχι και αυτοί μέλη του Συνεταιρισμού, ενόψει και του ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 του ΠΔ 93/1987, που προβλέπουν την αντικατάσταση του θανόντος μέλους σε περίπτωση, που δεν υπεισέλθει στη θέση του, μέσα σε ορισμένη προθεσμία, ο κληρονόμος του, δεν έχουν, κατά τα προεκτεθέντα, εφαρμογή στους Συν/σμούς, που λειτουργούν υπό το προηγούμενο του ΠΔ/τος αυτού νομικό καθεστώς, υπό το οποίο δεν προβλεπόταν διαδικαστικά (υποχρεωτικής ή δυνητικής, αντικαταστάσεως των εξερχομένων και λόγω θανάτου μελών). Εξάλλου από τις διατάξεις του άρθρου 1710 ΑΚ προκύπτει ότι ναι μεν εκείνος που με διαθήκη εγκαταστάθηκε κληρονόμος, δεν επιτρέπεται να μεταβιβάσει, με τη βούλησή του, την ιδιότητα ως κληρονόμου σε άλλον, όπως επίσης ότι, ούτε στους άλλους κληρονόμους του διαθέτη επιτρέπεται να καθορίσουν αυτοί την κληρονομική τους μερίδα, γιατί αυτά είναι γεγονότα τα οποία ρυθμίζονται από το νόμο και εκφεύγουν από τη βούληση των ενδιαφερομένων, αλλά εάν μετά το θάνατο του διαθέτη, εκείνος ο οποίος εγκαταστάθηκε κληρονόμος του, με γνώση της εγκυρότητας της διαθήκης, αναγνωρίζει σε άλλον κληρονομικά δικαιώματα διαφορετικά από εκείνα τα οποία με τη διαθήκη του παρέχονται, τότε η αναγνώριση αυτή ενεργεί είτε ως παραίτησή του από την άσκηση του κληρονομικού δικαιώματός του κατά του αντισυμβαλλομένου, είτε ως εκποίηση προς αυτόν της κληρονομικής μερίδας του. Όμως αν η παραίτηση αφορά κληρονομιαία ακίνητα απαιτείται, μεταξύ των άλλων όρων έγκυρης παραίτησης από απαλλοτριωτό δικαίωμα, και η υποβολή της στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, γιατί διαφορετικά θα ματαιωνόταν ο δια της τηρήσεως του τύπου επιδιωκόμενος από το νομοθέτη σκοπός (άρθρα 367, 369, 1033, 1121, 1143, 1266, 1942 παρ. 2, 1953 και 1955 ΑΚ-ΑΠ816/2010-. Εξ ετέρου ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του (Ολ ΑΠ 7/2006, Ολ ΑΠ 10/2011). Περαιτέρω κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του, για ζήτημα με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροιεκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, το οποίο αφού έκρινε ως ορισμένη την πρωτοδίκως απορριφθείσα ως αόριστη από κρίση αγωγή, την κράτησε για κατ' ουσίαν εκδίκαση και δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση και όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό προσκομισθέντων, με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων: Με την απόφαση του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών (υπ'αριθμ.Δ4/15125 / Φ. 1789 (ΦΕΚ τ. Β' αριθμ. 674/1968) "περί εγκρίσεως καταστατικού συστάσεως του οικοδομικού συνεταιρισμού υγειονομικών "Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτεία", εγκρίθηκε, λαμβανομένων υπόψη του άρθρου 2 του Ν. 602/1915 όπως ίσχυε, των αρθρ.3 § 8 ΝΔ 4546/66, αρθρ. 1 ΒΔ 1059/1966, αρθρ. 3 ΑΝ 201/1967 κλπ., το από 63 άρθρα Καταστατικό του ως άνω οικοδομικού συνεταιρισμού "Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτείας Συν. Π.Ε.", ορίστηκε δε η συνεταιριστική μερίδα στο ποσό των 1.000 δραχμών και η συνεταιριστική ευθύνη στο διπλάσιο των μερίδων, για τις οποίες καθένας συνεταίρος εγγράφεται. Σκοπός, δε, του συνεταιρισμού αυτού είναι η απόκτηση αρτίου οικοπέδου εξοχής, από έκαστο μέλος του. Κατά το άρθρο 4 του καταστατικού αυτού, ο συνεταιρισμός τηρεί μητρώο συνεταίρων, που αριθμείται, μονογράφεται και θεωρείται από Ειρηνοδίκη. Κατά το άρθρο 5, για να γίνει κάποιος μέλος του συνεταιρισμού, πρέπει να υποβάλει στο Δ.Σ. αυτού έγγραφη αίτηση κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο άρθρο αυτό. Κατά το άρθρο 12 του καταστατικού" σε περίπτωση θανάτου συνεταίρου, θεωρείται ότι αυτός αποχωρεί από τον συνεταιρισμό στις 31 Δεκεμβρίου του έτους, κατά το οποίο επήλθε ο θάνατος. Μέχρι τον χρόνο αυτό συνεχίζεται η εταιρική ιδιότητα του αποθανόντος στο πρόσωπο των κληρονόμων αυτού, που αποκαθίστανται στα κατά τα άρθρα 17, 18, 19 του Ν. 602/1915 δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτού. Επί ενηλίκων ή περισσοτέρων κληρονόμων το, δικαίωμα της ψήφου ενασκείται δι' αντιπροσώπου συνεταίρου οριζομένου υπό του επιτρόπου ή των κληρονόμων δι' εγγράφου δηλώσεως, που έχει κυρωθεί από Δήμαρχο ή Πρόεδρο Κοινότητας και έχει κατατεθεί πριν την έναρξη της συνεδριάσεως. Κατά το άρθρο 40 του καταστατικού, ο συνεταίρος οφείλει να εγγραφεί, με την παραδοχή του, σε μια τουλάχιστον συνεταιριστική μερίδα και μπορεί περαιτέρω ν' αποκτήσει μέχρι τρεις. Απαγορεύεται η εκχώρηση της συνεταιριστικής μερίδας σε τρίτο συνεταίρο ή όχι, αλλά μόνο αν ο συνεταίρος εξέλθει αφού προηγηθεί συγκατάθεση του Δ.Σ. για τον εισερχόμενο. Το ρυμοτομικό σχέδιο του ως άνω συνεταιρισμού εγκρίθηκε με το από 23.11.1977 διάταγμα (ΦΕΚ 482Δ71977) με το οποίο καθορίστηκαν και οι όροι και περιορισμοί δομήσεως των οικοπέδων αυτού στη θέση "Αγία Τριάς" Αφιδνών Αττικής. Ακολούθως, με την Γ' 17.234/1260 της από 13.6.1979 απόφαση Πολεοδομίας (ΦΕΚ 406Δ731.7.1979), κυρώθηκαν 79 τοπογραφικά διαγράμματα εφαρμογής του σχεδίου ρυμοτομίας Αφιδνών του οικισμού του συνεταιρισμού "Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτεία". Ο ενάγων Κ. Κ. στις 21.11.2000 απευθύνθηκε εγγράφως στο ΔΣ του συνεταιρισμού αυτού με αίτηση του, στην οποία αναγράφει "όπως γνωρίζετε, έχω δικαιώματα στα κάτωθι οικόπεδα του Συν/σμού: 1) 87/1, 2) 111-1, 3) 186-3, 4) 346-2, 5) 38-1, 6) 130-3, 7) 228-4, 8) 316-5, 9) 325-6, δυνάμει των πληρεξουσίων των αδελφών μου Ι. Κ. προς την Α. Κ. με τα πληρεξούσια .../1983 .../1983 της Συμ/φου Αθηνών Ελένης Κατσαφάρου και σε συνδυασμό με το .../1998 πληρεξούσιο της Συμ/φου Αθηνών Βασιλικής Βλάχου της Α. θυγ. Β. Κ. χήρας Σ. Σ. προς εμέ. Ήδη παρακαλώ όπως ενεργήσετε τα δέοντα για την εγγραφή μου ως συνεταίρου - μέλους του Συνεταιρισμού σας στα οικόπεδα αυτά και να μου δώσετε έτσι τη δυνατότητα να τα διαθέσω όπως θέλω, καταβάλλοντάς βέβαια εγώ τις υποχρεώσεις των οικοπέδων τούτων στο Συν/σμό: Εφόσον με εγγράψετε μέλος του Συν/σμού στα οικόπεδα αυτά, σας δηλώ ότι από της τοιαύτης εγγραφής μου παραιτούμαι παντός δικαιώματος μου επί των ακολούθων οικοπέδων, τα οποία ο Συν/σμός θα δύναται να διαθέσει όπως θέλει κατά την κρίση του και δη: Α' Επί των οικοπέδων Σ. Σ., ήτοι: 1) 283-1, 2) ..., 3) ..., 4) ..., 5) 207-5, 6) AM 916-OM-1. Β' Επί των οικοπέδων, που αναφέρονται στην οικογένεια Γ., ήτοι: 1) ..., 2) ....
Γ' Ομοίως τα προερχόμενα εξ εκχωρήσεως από Ζ. Ι. Κ. 171-2 και .... Η ως άνω αίτηση κατατέθηκε στον ως άνω Συνεταιρισμό με αριθμό πρωτοκόλλου 230/28.12.2000. Στις 9.1.2001 ο ως άνω Κ. Κ. υπέγραψε σε απλό χαρτί εξουσιοδότηση, βεβαιώθηκε δε το γνήσιο της υπογραφής του αυθημερόν στο αστυνομικό τμήμα Ομονοίας (Αθηνών) από τον αστυφύλακα Ν. Τ.. Με το ως άνω έγγραφο αυτός εξουσιοδότησε τον Χ. Δ., να ενεργήσει τα δέοντα για να εγγραφεί ως συνεταίρος στις εξής συνεταιριστικές μερίδες κατά 100% στα ακόλουθα ΟΤ με αριθμούς: 1) 111/1, 2) 186/3, 3) 346/2, 4) 171/2, 5) 38/1, 6) 130/3". Συνεχίζει δε: "εφόσον εγγραφώ ως συνεταίρος στα ως άνω ΟΤ και άνω αριθμούς και μου χορηγηθεί παρά του Συν/σμού σχετικό πιστοποιητικό εγγραφής μου, εξουσιοδοτώ τον αυτό Χ. Δ., όπως ενεργήσει τα δέοντα και διαγραφώ, λόγω παραιτήσεως μου από κάθε δικαίωμά μου επί των ακολούθων συνεταιριστικών μερίδων, τις οποίες θα δύναται εφεξής να διαθέσει ο Συν/σμός ελευθέρως κατά την κρίση του ήτοι τις εξής: 1) 283/1, 2) 7/3, 3) 27/1, 4) 93/1, 5) ..., 6) 344/2, 7) 351/6, 8) 193/2, 9) 228/4, 10) 316/5, 11) 325/6.
Δηλαδή και στα δύο ως άνω έγγραφα ο ενάγων δήλωσε εξωδίκως ότι συμβιβάζεται να παραιτηθεί από όλα τα δικαιώματα ως κληρονόμου στις λοιπές συνεταιριστικές μερίδες πλήν των έξη (6) που τελικά ζήτησε την εγγραφή του σ' αυτές, όπως αναλυτικά αναφέρονται παραπάνω.
Ο εναγόμενος συνεταιρισμός αποδέχθηκε την πρόταση του, προβαίνοντας σε ενέργειες σύμφωνα με αυτή. Στην κρινόμενη αγωγή δεν αναφέρει για εξώδικο συμβιβασμό σχετικά με τα ως άνω. Όταν όμως στην πρωτοβάθμια δίκη ο εναγόμενος συνεταιρισμός με τις προτάσεις, που υπέβαλε, προέβαλε καταλυτική ένσταση του αγωγικού δικαιώματος τον εν λόγω εξώδικο συμβιβασμό, τότε ο ενάγων στην προσθήκη των προτάσεων του, στις 21.3.2006 (είκοσι ημέρες πριν τη συζήτηση) αναφέρει: "ο αντίδικος συνεταιρισμός προσκόμισε ένα έγγραφο, που υποτίθεται έγραψα εγώ με ημερομηνία 9.1.2001".... "κοινοποίησα στον συνεταιρισμό την από 16.3.2006 εξώδικη δήλωση, ζητώντας την πρωτότυπη εξουσιοδότηση για να υποβληθεί σε γραφολογική εξέταση αν είναι γνήσια η υπογραφή μετά τη λέξη "ο εξουσιοδοτών"...".
Εν συνεχεία όμως ο ενάγων στις 30.10.2006 στην προθήκη των προτάσεων, όπως και μεταγενέστερα σε όλες τις συζητήσεις, ισχυρίστηκε ότι οι παραιτήσεις αυτές είναι προϊόν εξαναγκασμού, καθόσον αυτός ήταν το έτος 2000 ηλικίας 75 ετών, με προβλήματα υγείας (συνεπεία των οποίων εν συνεχεία υποβλήθηκε σε τρεις εγχειρήσεις κύστης), σε άσχημη οικονομική κατάσταση, ένας δε μακροχρόνιος δικαστικός αγώνας θα τον οδηγούσε σε θάνατο, πριν μπορέσει να αναγνωριστεί κύριος του συνόλου των 17 οικοπεδικών μερίδων. Δεν αρνήθηκε δε ότι παραιτήθηκε από ένδεκα (11) οικοπεδικές μερίδες, προκειμένου να του μεταβιβαστούν έξη (6) οικόπεδα. Στη συνέχεια, αναφέρεται επιγραμματικά σε εκμετάλλευση της ανάγκης, κουφότητας και απειρίας του και λόγω αυτής σε ακυρότητα των παραιτήσεων αυτών, κατά τα άρθρα 178, 179 ΑΚ. Ο ως άνω ισχυρισμός του προβάλλεται ως αντένσταση κατά της καταλυτικής ένστασης, που προέβαλε ο συνεταιρισμός περί γενομένου εξωδίκου συμβιβασμού με το αναφερθέν περιεχόμενο. Σχετικά με την αντένσταση αυτή, πρέπει να λεχθούν τα εξής:
Κατά το άρθρο 179 ΑΚ, άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία, με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία, με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για κάποια παροχή περιουσιακά ωφελήματα, που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 178 και 180 ΑΚ, συνάγεται ότι για να θεωρηθεί μια δικαιοπραξία αισχροκερδής (ή καταπλεονακτική) και σαν τέτοια άκυρη, πρέπει να συντρέχουν αθροιστικώς οι εξής προϋποθέσεις: 1) ύπαρξη φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, που αναφέρεται στην αντικειμενικώς εκτιμώμενη οικονομική αξία αυτών κατά το χρόνο καταρτίσεως της δικαιοπραξίας, 2) συνδρομή ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του και 3) εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας ή περισσοτέρων από τις ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλόμενου του, που ήταν γνωστές σ' αυτόν. Εξάλλου ως ανάγκη νοείται εκτός άλλων και η οικονομική, η οποία έχει χαρακτήρα επιτακτικό και ανεπίδεκτο αναβολής, ανεξαρτήτως αν είναι φύσεως παροδικής ή μόνιμη. Ως κουφότητα νοείται η αδιαφορία, εξαιτίας της οποίας ο συμβαλλόμενος δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει τις συνέπειες και την σημασία των πράξεων του. Δηλαδή το άτομο αυτό λόγω έλλειψης επαρκούς σκέψης (απερισκεψίας) που μπορεί να οφείλεται και σε διανοητική μειονεξία δεν μπορεί να εκτιμήσει τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεών του. Τέλος, ως απειρία νοείται η έλλειψη της πείρας για τη ζωή και τις συναλλαγές γενικώς ή έστω και για ορισμένη κατηγορία συναλλαγών. Στην προκειμένη περίπτωση τα προς θεμελίωση της έννοιας της "ανάγκης" πραγματικά περιστατικά, δηλ. η ηλικία του Κ. Κ. των 75 ετών, η άσχημη οικονομική του κατάσταση (αναφερόμενη επιγραμματικά ως άσχημη χωρίς να εξειδικεύεται) τα προβλήματα υγείας αυτού, συνεπεία των οποίων υποβλήθηκε στη συνέχεια σε τρείς εγχειρήσεις κύστης, και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν άμεση, επιτακτική και μη' επιδεχόμενη αναβολής ανάγκη, που πρέπει να συντρέχει εν' προκειμένω. Όσον αφορά την "κουφότητα" και "απειρία", αυτές αναφέρονται αορίστως, μόνο με τις λέξεις αυτές χωρίς να εξειδικεύονται με τα πραγματικά περιστατικά που ελάμβαναν εν προκειμένω χώρα και μαρτυρούν ότι πρόκειται για άτομο που το διακρίνει η κουφότητα και η απειρία. Ως εκ τούτου, η ανωτέρω αντένσταση πρέπει ν' απορριφθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή του ζητεί να του μεταβιβάσει ο εναγόμενος (απευθείας ή σε τρίτους που θα υποδείξει) τα εξής οικόπεδα: 1) ΟΤ ..., 2) ..., 3) ..., 4) ..., 5) ..., 6) ..., 7) ..., 8) ..., 9) ..., 10) ....
Τα οικόπεδα αυτά δεν είναι από εκείνα, που ο ενάγων ζήτησε (και περιέχονται στην από 9.1.2001 εξουσιοδότηση) να του μεταβιβαστούν, αλλά από εκείνα, που ζήτησε να διαγραφεί λόγω παραίτησης του από κάθε δικαίωμα στις σχετικές συνεταιριστικές μερίδες, και εξουσιοδότησε τον Χ. Δ. να προβεί στις απαραίτητες προς τούτο ενέργειες. Το ότι έλαβε τα οικόπεδα (έξη) που ζήτησε, συνομολογείται από την ήδη εκκαλούσα, αποδεικνύονται δε τα ανωτέρω και από την κατάθεση του μάρτυρος του εναγομένου (που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά), ο οποίος έχει σαφή αντίληψη του θέματος, δεν αναιρείται, δε, από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Μετά από αυτά περατώθηκε η διαφορά των διαδίκων σχετικά με τα οικόπεδα, που δικαιούται ο ενάγων να του μεταβιβάσουν ως κληρονόμου των θανόντων συνεταίρων, δια του εξωδίκου συμβιβασμού, που έγινε υπό τον τύπο των ιδιωτικών εγγράφων (πρότασης -αποδοχής) που αναφέρθηκαν, αφού έλαβαν μέρος αμοιβαίες υποχωρήσεις αυτών, τα οποία (έγγραφα) δεν πάσχουν ακυρότητα. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή (κατά το δικασθέν ως άνω σκέλος της).
Περαιτέρω, ο ενάγων δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει στοιχεία για τις συνεταιριστικές μερίδες του Σ. Σ., αφού παραιτήθηκε με την από 21.11.2000 αίτηση του γι' αυτές. Επίσης δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει στοιχεία κατά το μέρος, που δεν αναφέρεται σε κληρωθέντα οικόπεδα, αλλά σε συνεταιριστικές μερίδες αποβιωσάντων συγγενών του (αδελφών, γαμβρού, εξαδέλφων ), τους οποίους κληρονομεί, αφού δεν αναφέρει αν στο καταστατικό προβλέπεται η δυνατότητα περιέλευσης της συνεταιριστικής μερίδας σε κληρονόμους, καθώς και αν μέσα στις προθεσμίες που ορίζει το ΠΔ 93/1987 αποδέχθηκε τις κληρονομιές και υπέβαλε δήλωση στο συνεταιρισμό, στοιχεία απαραίτητα για την περίπτωση, που ζητεί τη μεταβίβαση σ' αυτόν συνεταιριστικής μερίδας θανόντος (βλ. ΑΠ 1731/2001 Δ/νη 2002 1696). Τέλος από καμμιά διάταξη του νόμου δεν παρέχεται υποχρέωση στον εναγόμενο να χορηγήσει στον ενάγοντα πιστοποιητικά σχετικά με τις συνεταιριστικές μερίδες. Μετά ταύτα, πρέπει ν' απορριφθεί ως μη νόμιμο το σχετικό σκέλος της αγωγής, και κατά συνέπεια αυτή στο σύνολο της. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι οι επαναφερόμενοι ως λόγοι έφεσης ισχυρισμοί, που αναφέρονται σε καταχρηστική επίκληση εκ μέρους του εναγομένου συνεταιρισμού, προς αντίκρουση των προβαλλομένων απαιτήσεων του ενάγοντος, της σχετικής νομοθεσίας, αφού δεν έχει τηρήσει τους νόμους σχετικά με άλλους συνεταίρους, δεν είναι νόμιμοι και. πρέπει ν' απορριφθούν.".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την αγωγή. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις προδιαληφθείσες διατάξεις των άρθρων 1942, 367, 369 και 1955 ΑΚ, καθόσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, αφού το ένδικο δικαίωμα από το οποίο παραιτήθηκε με εξώδικο συμβιβασμό ο αρχικώς ενάγων, στη θέση του οποίου υπεισήλθε η ενάγουσα θυγατέρα του, δεν αφορά σε παραίτηση σε επαχθέντα κληρονομιαία ακίνητα, ώστε να απαιτείται ο κατά τις εν λόγω διατάξεις συμβολαιογραφικός τύπος, αλλά σε παραίτηση από το απαλλοτριωτικό ενοχικό δικαίωμα της μεταβιβάσεως κληρωθέντων στους δικαιοπαρόχους του αρχικού ενάγοντα ακινήτων. Ενόψει τούτων οι αφορώντες την εν λόγω και με εξώδικο συμβιβασμό γενομένη παραίτηση πρώτος και δεύτερος κατά το πρώτο μέρος του- από τους λόγους της αναιρέσεως και πρώτος πρόσθετος λόγος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, γιατί δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των επικαλουμένων διατάξεων. Περαιτέρω με το δεύτερο μέρος του δεύτερου λόγου, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, της ελλείψεως νομίμου βάσεως λόγω αντιφατικών αιτιολογιών, κατά την απόρριψη ως απαραδέκτου, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, του αιτήματος περί παροχής πληροφοριών ως προς τις συνεταιριστικές μερίδες. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, καθόσον η στοιχειοθέτηση της επικαλουμένης πλημμέλειας προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα της διαφοράς, πράγμα που δεν συμβαίνει στην ερευνώμενη περίπτωση, (ΑΠ 1432/2013) ενώ περαιτέρω όπως προκύπτει από το πρεκτεθέν περιεχόμενο της αποφάσεως, η έλλειψη του επικαλουμένου εννόμου συμφέροντος ως προς τις συνεταιριστικές μερίδες, οφείλεται ως προς εκείνες του Σ. Σ. σε παραίτηση και ως τις λοιπές στη μη επίκληση οικείου όρου του καταστατικού του αναιρεσιβλήτου, ενώ η επάλληλη επίκληση των προϋποθέσεων του ΠΔ 93/1987, που πράγματι δεν εφαρμόζεται επί του εναγομένου αναιρεσιβλήτου (αρθρ. 6 παρ. 7 που είναι ταυτόσημες με εκείνες του άρθρου 7 παρ. 6 του ΠΔ 17/1984- ΑΠ 1731/2001-) γίνεται ως εκ περισσού, και δεν επηρεάζει την απορριπτική κρίση της αποφάσεως, ούτε δημιουργεί, δεδικασμένο και δεν υπόκειται αυτοτελώς σε αναίρεση. Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, ότι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Στην προκειμένη με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των από 21.11.2000 και 9.1.2001 εξουσιοδοτήσεων του αρχικού ενάγοντα προς τον εναγόμενο αναιρεσίβλητο Συνεταιρισμό, με το να ερμηνεύσει εσφαλμένα ότι αυτές περιέχουν πραγματική βούληση του προαναφερθέντα ενάγοντα, περί παραιτήσεώς του από 11 οικοπεδικές μερίδες, ώστε να του μεταβιβασθούν έξι, ενώ προσέτι απέδωσε στις εξουσιοδοτήσεις αυτές αποδεικτική δύναμη που δεν έχουν, με το να δεχθεί ότι μπορεί να καταργηθεί κληρονομικό δικαίωμα επί ακινήτων, χωρίς τη σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου και ότι ακόμη δέχεται ότι με τις εξουσιοδοτήσεις αυτές καταρτίστηκε εξώδικος συμβιβασμούς, χωρίς να προσδιορίζει τις αμοιβαίες υποχωρήσεις. Επίσης με τον τέταρτο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την ίδια διάταξη πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο, κατά κακή εκτίμηση των ίδιων εξουσιοδοτήσεων, καθώς και της φωτοτυπίας της δεύτερης από αυτές, που προσκόμισε ο αναιρεσίβλητος, με αριθμό πρωτοκόλλου 32/15.2.2001, που είναι αλλοιωμένη ως προς την αναφερόμενη σ' αυτήν πρώτη συνεταιριστική μερίδα από 283/1 σε 87/1, δέχθηκε ότι έχει γίνει παραίτηση από την 87/1 μερίδα. Οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες και δεν ιδρύουν τους επικαλούμενους από τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγους, γιατί δεν αφορούν σε διαγνωστικό λάθος των εγγράφων, τα οποία ορθά αναγνώσθηκαν, αλλά σε εκτιμητικό, κατά το οποίο το Εφετείο συνήγαγε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο, που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό. Περαιτέρω οι λοιπές αιτιάσεις του τρίτου λόγου του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως κατά τις οποίες το Εφετείο εσφαλμένα δεν δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την από τη διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ αντένσταση της αναιρεσείουσας περί ακυρότητας των περιεχομένων στις επίμαχες εξουσιοδοτήσεις παραιτήσεων ως καταπλεονεκτικών, είναι αβάσιμες, γιατί αφορούν σε ισχυρισμό που απορρίφθηκε ως μη νόμιμος και αόριστος, όπως τούτο προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ενόψει τούτων οι λόγοι αυτοί (τρίτος του κυρίου και τέταρτος του προσθέτου δικογράφου) πρέπει να απορριφθούν.
Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ συνάγεται ότι για τον χαρακτηρισμό δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς ή καταπλεονεκτικής και συνεπώς άκυρης, κατά το άρθρο 178 ΑΚ, ως αντικείμενης στα χρηστά ήθη απαιτείται αφενός μεν η συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων, που τελούν, κατά το χρόνο της συνομολόγησης τους, κατά τις περιστάσεις, σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή, αφετέρου δε επίτευξη των ωφελημάτων αυτών με εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή απειρίας του ετέρου από τους συμβληθέντες, περιεχομένου αναγκαίως κατά την έννοια της εκμετάλλευσης και του στοιχείου της γνώσης των εν λόγω περιστάσεων, που αποτελεί προϋπόθεση αυτής. Έτσι, για την αναγνώριση ακυρότητας σύμβασης ως αισχροκερδούς, πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις α) κουφότητα, ανάγκη ή απειρία του ενός από τους συμβαλλομένους, β) εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο της γνωστής ως άνω ανάγκης κουφότητας ή απειρίας και γ) προφανής δυσαναλογία παροχών, η οποία κρίνεται από τη συνολική εκτίμηση όλων των στοιχείων που συγκροτούν την δικαιοπραξία και των περιστάσεων που την συνοδεύουν, κατ' αντικειμενική δε κρίση (και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οι υποκειμενικές παραστάσεις η επιθυμίες των μερών) πρέπει να είναι προφανής, ήτοι οφθαλμοφανής, ώστε να υποπίπτει αμέσως στην αντίληψη λογικού ανδρός, που έχει πείρα των σχετικών συναλλαγών και να υπάρχει κατά το χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, αδιάφορο αν αργότερα εξέλιπε. Τα στοιχεία της ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή του ενός από αυτά. Εξάλλου ως ανάγκη νοείται, εκτός άλλων και η οικονομική, η οποία έχει χαρακτήρα επιτακτικό και ανεπίδεκτο αναβολής, ανεξαρτήτως αν είναι φύσεως παροδικής ή μόνιμη. Ως κουφότητα νοείται η αδιαφορία, εξαιτίας της οποίας ο συμβαλλόμενος δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεών του. Τέλος ως απειρία νοείται η έλλειψη της πείρας για τη ζωή και τις συναλλαγές, γενικώς ή έστω για ορισμένη κατηγορία συναλλαγών. Στην προκειμένη περίπτωση ο αρχικώς ενάγων Κ. Κ., υπέβαλε παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την από 30.6.2006 προσθήκη των προτάσεών του, την κατά τη διάταξη του παραπάνω άρθρου 179 ΑΚ αντένσταση, κατά της καταλυτικής ενστάσεως του εναγομένου Συνεταιρισμού περί παραιτήσεως αυτού (του αρχικά ενάγοντος) από το καταχθέν σε δίκη δικαίωμά του (περί μεταβιβάσεως σ' αυτόν των κληρωθέντων στο όνομα των εκ διαθήκης δικαιοπαρόχων του οικοπέδων) κατά την οποία, και όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της εν λόγω προσθήκης (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) η παραίτηση αυτή είναι άκυρη γιατί ο εναγόμενος δια του Προέδρου της Κ. Ε. και του Γραμματέα του Χ. Δ. εκμεταλλεύτηκε την "ανάγκη" "κουφότητα" και "απειρία του", προσδιοριζομένης της "ανάγκης" στο ότι αυτός (ενάγων) βρισκόταν σε άσχημη οικονομική κατάσταση γιατί ήταν 75,5 χρονών και δεν έπαιρνε σύνταξη, καθόσον η επί πολλά έτη εργασία του στη Λιβύη δεν του εξασφάλισε συνταξιοδοτικό δικαίωμα, ενώ τα αδέλφια του Ι. και Α. που τον συνέδραμαν οικονομικά είχαν ήδη αποβιώσει, η δε κατάσταση της υγείας του ήταν πολύ κακή και μάλιστα εξαιτίας της στη συνέχεια υποβλήθηκε σε τρείς εγχειρίσεις κύστης, ενώ η "απειρία" και "κουφότητα" προσδιοριζόταν κατά την έννοιά τους και μόνο, χωρίς παράθεση αντίστοιχου πραγματικού. Με την προσβαλλομένη απόφαση, κατά το προεκτεθέν περιεχόμενό της, η αντένσταση αυτή απορρίφθηκε γιατί "τα προς θεμελίωση της έννοιας της "ανάγκης" πραγματικά περιστατικά ...και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν άμεση, επιτακτική και μη επιδεχόμενη αναβολής ανάγκη, ενώ όσο αφορά "την κουφότητα" και την "ανάγκη" αυτές αναφέρονται αορίστως χωρίς να εξειδικεύονται τα πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα και μαρτυρούν την κουφότητα και απειρία του ενάγοντος". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ, αφού τα επικληθέντα ως προς " την ανάγκη" πραγματικά περιστατικά δεν ήταν αρκετά για την πλήρωση της έννοιάς της, όπως αυτή αναλύθηκε στη νομική σκέψη, ενώ μόνο η επίκληση των εννοιών της "απειρίας" και "κουφότητας, χωρίς αντίστοιχη επίκληση πραγματικών περιστατικών, καθιστούν αόριστη την ένσταση ως προς τις εν λόγω καταστάσεις. Ενόψει τούτων ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ δεύτερος λόγος του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επειδή ο αναιρετικός λόγος της διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, κατά την οποία (διάταξη) το δικαστήριο υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα της διαφοράς. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την περιεχομένη στα πρακτικά της υπ' αριθμ. 2031/2006 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (που είχε παραπέμψει την υπόθεση στο Μονομελές) μαρτυρική κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως Ι.-Γ. Δ., από την οποία προέκυπτε η ουσιαστική βασιμότητα του περί κακής οικονομικής καταστάσεως ισχυρισμού του αρχικού ενάγοντος Κ. Κ.. Η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη γιατί αφορά σε απόδειξη πραγματικών περιστατικών περιεχομένων σε ισχυρισμό που απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμος και συνακόλουθα δεν αποτέλεσε αντικείμενο αποδείξεως. Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της καθώς και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔικ. Η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔικ) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7.10.2013 αίτηση και τους από 2.10.2014 προσθέτους λόγους της Κ. Κ. του Κ. κατά του Οικοδομικού Συνεταιρισμού "Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτεία ΣΥΝ.ΠΕ" για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4625/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Ιανουαρίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ