Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Μίσθωση εργασίας, ’δεια μισθωτού.
Περίληψη:
Ο θεσμός του γνήσιου «δανεισμού» εργαζομένου δεν προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 651 ΑΚ, διότι η σχετική συμφωνία είναι νόμιμη και επιτρεπτή μεταξύ εργοδότη και τρίτου, μόνον αν συναινεί ο μισθωτός. Μόνος υπόχρεος στην καταβολή του μισθού παραμένει ο αρχικός εργοδότης δυνάμει της σύμβασης εργασίας, αφού η σύμβαση δεν μεταβάλλεται ως προς την υποχρέωση αυτή, εκτός αν προκύψει διάφορη ειδική συμφωνία. Για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης (έγγραφης ή προφορικής).
Αριθμός 719/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕ", που εδρεύει στη Νέα Σμύρνη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Στρίμπερη, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 15-3-2013 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται.
Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Π. του Κ., κατοίκου
, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο - Σέργιο Σακαλή.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-5-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2238/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2642/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27-6-2011 αίτησή της και τους από 4-7-2012 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 25-10-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων αυτής.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648 και 651 του ΑΚ, συνάγεται ότι είναι επιτρεπτή συμφωνία εργοδότη και μισθωτού, βάσει της οποίας ο εργοδότης θα παραχωρήσει, με τη μορφή δανεισμού εργαζομένου, το μισθωτό σε τρίτον προς τον οποίο αυτός θα παρέχει την εργασία του. Εργοδότης παραμένει ο αρχικός, ενώ είναι δυνατή συμφωνία ότι ο τρίτος θα καταβάλει το μισθό ή μέρος του χωρίς όρους ή υπό ορισμένες προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο θεσμός αυτός του γνήσιου "δανεισμού" δεν προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 651 AK όπου, κατά κανόνα, στη σύμβαση εργασίας η αξίωση του εργοδότη στην εργασία του μισθωτού είναι αμεταβίβαστη, διότι από το συνδυασμό όλων των πιο πάνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι η συμφωνία αυτή είναι νόμιμη και επιτρεπτή μεταξύ εργοδότη και τρίτου, μόνον αν συναινεί ο μισθωτός. Μόνος υπόχρεος δε στην καταβολή του μισθού παραμένει ο αρχικός εργοδότης δυνάμει της σύμβασης εργασίας, αφού η σύμβαση δεν μεταβάλλεται ως προς την υποχρέωση αυτή, εκτός αν προκύψει διάφορη ειδική συμφωνία. Τέλος, η συναίνεση του εργαζομένου μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, να συνάγεται δηλαδή από τη συμπεριφορά του. Η σύμβαση δανεισμού δεν επηρεάζει τη σύμβαση εργασίας. Το διευθυντικό δικαίωμα που ανήκει στον τρίτο δεν επιτρέπεται να προσκρούει στη σύμβαση εργασίας που έχει συναφθεί με τον αρχικό εργοδότη. Ο αρχικός εργοδότης βαρύνεται κατά βάση με όλες τις υποχρεώσεις από τη σύμβαση εργασίας π.χ. καταβολή μισθού, αδείας, επιδόματος, ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ. Ενώ οι όροι της σύμβασης εργασίας που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ εργαζομένου και αρχικού εργοδότη δεσμεύουν και τον τρίτο, ο οποίος δεν επιτρέπεται να επιφέρει μονομερή βλαπτική μεταβολή. Επίσης σε καταγγελία της σύμβασης δικαιούται να προβεί μόνον ο αρχικός εργοδότης και, τέλος, υποχρεώσεις και δικαιώματα που δεν απορρέουν από την αρχική σύμβαση, αλλά προκύπτουν το πρώτον κατά τη διάρκεια του δανεισμού, δεσμεύουν μόνον τον τρίτο και τον εργαζόμενο, εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη συμφωνία. Περαιτέρω, από το συνδυασ΅ό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, όπως η παρ. 1 του άρθρου 4 τροπ. ΅ε το άρθρο 4 παρ. 15 του ν. 4504/1966 και 3 ν.δ. 3755/1957, που ορίζουν, η πρώτη ότι, "αι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται υπέρ των αντί ΅ισθού απασχολουμένων εις επιχειρήσεις ή εργασίας ασκου΅ένας επί κέρδει, βιομηχανικής, βιοτεχνικής και ε΅πορικής φύσεως, διενεργείας μεταφορών ή φορτοεκφορτώσεων, ασχέτως της ΅ορφής ή του χαρακτήρος (δη΅οσίου ή ιδιωτικού) της οργανώσεώς των, ως και εις τας επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, εις νοσηλευτικά ιδρύ΅ατα ή οργανισ΅ούς ή οιαδήποτε άλλα έργα διεξαγό΅ενα διά λογαριασ΅όν ιδιωτών, νο΅ικών προσώπων, οργανισ΅ών δη΅οσίου δικαίου ή του Δη΅οσίου, εις σω΅ατεία, συνεταιρισ΅ούς, θεά΅ατα και λέσχας", η δεύτερη ότι, "1. Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται ΅εταξύ εργοδότου και ΅ισθωτού, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήσει την αιτηθείσαν άδειαν το πολύ εντός δι΅ήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως. Πάντως το ή΅ισυ τουλάχιστον των, κατ' έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιου΅ένων αδείας δέον να ικανοποιούνται εντός του από 1ης Μαΐου ΅έχρι 30 Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτησις σκοπεί ΅όνον εις τον προσδιορισ΅όν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις διά την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν διά την υπό του ΅ισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν ΅ετ' αποδοχών δικαιώ΅ατος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου, όπως, προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχη την άδειαν έστω και εάν δεν εζητήθη αύτη υπό του ΅ισθωτού", και η τρίτη ότι, "επιφυλασσομένων των διατάξεων της κει΅ένης νο΅οθεσίας, εργοδότης αρνού΅ενος την χορήγησιν εις ΅ισθωτόν αυτού της νο΅ί΅ου κατ' έτος αδείας του, υποχρεούται όπως, ά΅α τη λήξει του έτους, καθ' ο δικαιούται αδείας ο ΅ισθωτός, και ΅ετά προηγου΅ένην διαπίστωσιν της παραλείψεως ταύτης υπό οργάνου του Υπουργείου Εργασίας, καταβάλη εις αυτόν τας αντιστοίχους αποδοχάς των η΅ερών αδείας, ηυξη΅ένας κατά 100%", προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του δικαιώ΅ατος αδείας του ΅ισθωτού που απασχολείται σε επιχείρηση, εργασία κ.λπ., από τις αναφερόμενες στην πρώτη από τις πιο πάνω διατάξεις, δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης (έγγραφης ή προφορικής). Εξάλλου, ΅ε το κεφάλαιο Α' της από 23.09.2004 Ειδικής Συλλογικής Σύ΅βασης Εργασίας, "ειδικές ρυθ΅ίσεις άρσης αντικινήτρων στη συνδικαλιστική δράση", ορίστηκε ότι, "οι εργαζόμενοι στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις (υπάλληλοι), οι οποίοι βρίσκονται σε συνδικαλιστική άδεια - απόσπαση (δηλαδή απαλλάσσονται από την εργασία τους στην ασφαλιστική επιχείρηση, για συνδικαλιστικούς λόγους), σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, και είναι μέλη του Εκτελεστικού ή Γενικού Συμβουλίου της ΟΑΣΕ, καθώς και ο εκάστοτε πρόεδρος του Ινστιτούτου Εργασίας της ΟΑΣΕ, διατηρούν κατά τη διάρκεια αυτής ακέραια όλα τα δικαιώματά τους, τα οποία αφορούν στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία και εξέλιξη στην επιχείρηση από την οποία έχουν αποσπασθεί. Οι υπάλληλοι αυτοί διατηρούν το σύνολο των αποδοχών (βασικός μισθός, επιδόματα, συμβατικές παροχές ή παροχές από πράξεις διοίκησης), που λάμβαναν πριν από τη συνδικαλιστική απόσπαση. Εξαιρούνται τα έξοδα περιποίησης πελατείας ανεξάρτητα από την ονομασία με την οποία δίνονται και οι παροχές που χορηγούνται σε ειδικές, κατά περίπτωση, εξειδικευμένες θέσεις εργασίας ή εποπτείας, εκτός αν αυτές χορηγούνται στους αποσπασμένους συνδικαλιστές από την εταιρεία". Τέλος, με το άρθρο 5 αριθ. 10 της από 13.5.2005 Σ.Σ.Ε. "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των υπαλλήλων ασφαλιστικών επιχειρήσεων", που επαναλήφθηκε και στις επόμενες Σ.Σ.Ε. του κλάδου, ορίστηκε ότι, "έξι (6) μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΟΑΣΕ, για τη διεκπεραίωση των συνδικαλιστικών τους δραστηριοτήτων, απαλλάσσονται με υπόδειξή της, από την υπηρεσία των εταιρειών στις οποίες έκαστος παρέχει τις εργασίες του, χωρίς περιορισμό ή ανώτερο όριο απαλλαγής ανά εταιρεία και για το χρονικό διάστημα που κατέχουν το αξίωμα αυτό με πλήρεις αποδοχές και πλήρη διατήρηση των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων. Δεν θίγονται απαλλαγές που ισχύουν με οποιονδήποτε τρόπο για συνδικαλιστικά στελέχη στα σωματεία δύναμης ΟΑΣΕ". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει σαφώς, ότι οι υπάλληλοι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, που βρίσκονται σε συνδικαλιστική άδεια - απόσπαση στην ΟΑΣΕ, λαμβάνουν πλήρεις αποδοχές, ήτοι, βασικό μισθό και το σύνολο των επιδομάτων που λάμβαναν πριν από την απαλλαγή τους από την υπηρεσία, για να μην αποστερούνται οι συνδικαλιστές από τη δυνατότητα να ασχολούνται απερίσπαστοι και χωρίς το αντικίνητρο της περικοπής των αποδοχών τους, στην περίπτωση της απαλλαγής τους από την υπηρεσία, με τα συνδικαλιστικά θέματα των συναδέλφων τους. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, στις 11.2.1985, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου, ως υπάλληλος, αναλυτής προγραμματιστής, με το βαθμό του Ασφαλιστή Α'. Στη συνέχεια, από 1.1.1987, μεταφέρθηκε, με πλήρη κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων του, στη θυγατρική της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος εταιρεία, με την επωνυμία, "Αγροτική Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία Ζωής και Υγείας" (Α.Α.Ε.Ζ.Υ.), στην οποία και υπηρέτησε μέχρι τις 31.12.2002, οπότε αυτή απορροφήθηκε από την εναγομένη, με την Κ3/12748/31.12.2001 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, που καταχωρίστηκε στα Μητρώα Ανωνύμων Εταιρειών, στις 31.12.2002 (ΦΕΚ 12998/31.12.2002), στην οποία μεταφέρθηκε το σύνολο του προσωπικού της δηλαδή και ο ενάγων. Έτσι, η εναγομένη υπεισήλθε στο σύνολο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της πρώτης (Α.Α.Ε.Ζ.Υ.). Περαιτέρω, ο ενάγων, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, και συγκεκριμένα, κατά τα έτη 2004, 2005, 2006, 2007 και 2008 ήταν εκλεγμένο μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Ομοσπονδίας Ασφαλιστικών Συλλόγων Ελλάδος (Ο.Α.Σ.Ε.), και με την ιδιότητά του αυτή (τη συνδικαλιστική) είχε απαλλαγεί, από το Μάιο του έτους 2004, από τα υπηρεσιακά του καθήκοντα και είχε αποσπασθεί στην Ο.Α.Σ.Ε., σύμφωνα με το άρθρο 1β του παραρτήματος Σ.Σ.Ε. 2000 των εργαζομένων στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ολόκληρης της Χώρας, που είναι θυγατρικές Τραπεζών. Η παραχώρηση (δανεισμός) των υπηρεσιών του ενάγοντος, από μέρους της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας προς την Ο.Α.Σ.Ε., έγινε χωρίς αντάλλαγμα από την τελευταία, η δε εναγομένη συνέχισε να καταβάλει σ' αυτόν το μισθό του. Καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα ο ενάγων δεν έλαβε την ετήσια άδεια αναψυχής και αυτό παρά τα σχετικά έγγραφα που απέστειλε η εναγομένη προς το Σύλλογο Εργαζομένων Αγροτικής Α.Ε.Ε.Γ.Α. και τον πρόεδρό του, αλλά και προς τον ίδιο τον ενάγοντα, ότι θα έπρεπε να εξαντλούν όλη την κανονική τους άδεια μέσα στο οικείο έτος. Η εναγομένη ήταν υποχρεωμένη να χορηγήσει στον ενάγοντα την ετήσια άδεια αναψυχής των πιο πάνω ετών, πριν από τη λήξη εκάστου ημερολογιακού έτους, έστω και αν δε ζητήθηκε αυτή. Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται, τις αποδοχές των αντίστοιχων ημερών της ετήσιας άδειας αναψυχής 25 ημερών για τα έτη 2004, 2005, 2006, 2007 και 2008, οι οποίες ισούνται με 30/25 του μισθού του ήτοι, με ένα μηναίο μισθό συν τόσα ημερομίσθια, όσες εργάσιμες ημέρες εμπίπτουν στον επόμενο μήνα. Συγκεκριμένα ο ενάγων δικαιούται: α) για το έτος 2004 το ποσό των 4.859,13 ευρώ, β) για το έτος 2005 το ποσό των 5.211 ευρώ, γ) για το έτος 2006 το ποσό των 5.735,37 ευρώ, δ) για το έτος 2007 το ποσό των 6.026,80 ευρώ και ε) για το έτος 2008 το ποσό των 6.541,98 ευρώ, και συνολικά, δικαιούται το ποσό των 28.374,28 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αποδοχές αδείας, το ποσό των 4.859,13 ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωσή της να του καταβάλει και το ποσό των 23.515,15 ευρώ. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο, Α) Δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 651 ΑΚ, 5 παρ. 1 του α.ν. 539/1945 που προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ. 3755/57, 17, 18 Ν. 1264/1982, 7 του ΠΔ 88/1999, 9 της από 1.1.1984 Ειδικής Κλαδικής Συλλογικής Σύ΅βασης Εργασίας και της, από 23.9.2004, Ειδικής Συλλογικής Σύ΅βασης Εργασίας, "ειδικές ρυθ΅ίσεις άρσης αντικινήτρων στη συνδικαλιστική δράση", ούτε δίδαγμα κοινής πείρας, διότι με την ειδικότερη παραδοχή της απόφασης ότι "η παραχώρηση (δανεισμός) των υπηρεσιών του ενάγοντος, από μέρους της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας προς την Ο.Α.Σ.Ε., έγινε χωρίς αντάλλαγμα από την τελευταία, η δε εναγομένη συνέχισε να καταβάλει στον ενάγοντα το μισθό του", δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι μεταξύ της αναιρεσείουσας και της Ο.Α.Σ.Ε., καταρτίστηκε, ατύπως, επιτρεπτή συμφωνία εργοδότη και μισθωτού, βάσει της οποίας ο εργοδότης (αναιρεσείουσα) παραχώρησε, με τη μορφή δανεισμού εργαζομένου, το μισθωτό (αναιρεσίβλητο) σε τρίτο (Ο.Α.Σ.Ε.), προς τον οποίο αυτός θα παρείχε την εργασία του, την οποία και παρέσχε και συνεπώς είναι υποχρεωμένη, ως εργοδότρια, να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο αποζημίωση για τη μη λήψη της παραπάνω αδείας. Β) Διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, που στηρίζουν επαρκώς το αποδεικτικό πόρισμά του και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς την ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων. Επομένως είναι αβάσιμοι οι, ενιαίως, κρινόμενοι από τον αρ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, α) πρώτος (κατά το πρώτο μέρος του), δεύτερος και τρίτος του αναιρετηρίου και πρώτος των προσθέτων και οι β) από τον αρ. 19, του ίδιου άρθρου, πρώτος και πέμπτος, του αναιρετηρίου, κατά το δεύτερο μέρος τους, λόγοι αναίρεσης.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι' αυτά. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο του αναιρετηρίου, κατά το πρώτο μέρος του, αποδίδεται η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δέχθηκε "πράγματα" χωρίς απόδειξη και ειδικότερα τα ανωτέρω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, που αναφέρονται στην κατάρτιση σύμβασης δανεισμού, χωρίς αυτά να αποτελέσουν αντικείμενο απόδειξης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, στην παραδοχή (μεταξύ άλλων) του εν λόγω "πράγματος", που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, κατέληξε ύστερα από εκτίμηση, της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος του ενάγοντος, της προσκομιζόμενης ένορκης βεβαίωσης του Κ. Α., και όλων των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπάρχει όταν, από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές, ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη, ή προς τον κοινωνικό ή τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, έτσι ώστε η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού να προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 33-34/2005). Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με ένσταση, που προβλήθηκε παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επαναφέρθηκε στο Εφετείο, με αυτοτελή λόγο έφεσης, αλλά και με τους πρόσθετους λόγους έφεσης, ισχυρίστηκε, επικουρικά, κατά λέξη ότι: "η ένδικη αγωγή και οι περιεχόμενοι σ' αυτήν ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι και ως υπερβαίνοντες προφανώς τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΑΚ 281). Τα αξιολογικά όρια αυτά δεν ανέχονται συνδικαλιστή που ισχυρίζεται ότι: Όπως εγώ ο ίδιος επιδίωξα και ουδείς με υποχρέωσε, δεν έχω εργαστεί εδώ και 15 χρόνια, γιατί απουσιάζω διαρκώς σε συνδικαλιστική απόσπαση (άδεια). Εξάλλου, παρόλο που μόνος μου κανονίζω το πότε θα λείψω από τα γραφεία της συνδικαλιστικής μου οργάνωσης, ο εργοδότης μου, που δεν με βλέπει ποτέ, ούτε και ξέρει εάν και πότε πατάω στα γραφεία του συνδικάτου και τι κάνω όταν βρίσκομαι εκεί, πρέπει να καταδικαστεί να ΅ου πληρώσει διπλές τις άδειες που λέω ότι δεν πήρα! Α, και να ΅ην το ξεχάσω, πληρώστε ΅ου και ΅ια άδεια που έχει προβλεφθεί για όσους εργάζονται σε ανθυγιεινές συνθήκες, παρόλο που δεν έχω εργαστεί εδώ και χρόνια, πόσο ΅άλιστα σε ανθυγιεινές συνθήκες". Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι "οι ισχυρισ΅οί αυτοί, χωρίς την επίκληση και άλλων περιστατικών, δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος και συνεπώς η σχετική ένσταση είναι απορριπτέα ως ΅η νό΅ι΅η". Με την κρίση του αυτή δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι, πράγματι, τα ως άνω επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν τον ισχυρισμό της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου και συνεπώς ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι νόμιμος. Κατ' ακολουθίαν, οι, περί του αντιθέτου, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, τέταρτος του αναιρετηρίου και δεύτερος των προσθέτων, κατά το πρώτο μέρος τους, λόγοι είναι αβάσιμοι. Οι ίδιοι λόγοι, κατά το δεύτερο μέρος τους, με το οποίο προβάλλονται αιτιάσεις από τον αρ. 19 του ίδιου άρθρου, είναι απαράδεκτοι, αφού, για την απόρριψη του παραπάνω ισχυρισμού δεν εκδόθηκε αποδεικτικό πόρισμα. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι, να καταδικασθεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου (άρθ. 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 27-6-2011, αίτηση της αναιρεσείουσας, για την αναίρεση της 2642/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών και τους από 4-7-2012 πρόσθετους λόγους. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ