Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 410 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αρχαιότητες.




Περίληψη:
Κοινόχρηστα πράγματα. Αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα. Πώς αποκτάται η ιδιότητα μια οδού ως κοινόχρηστης. Απαιτούμενα για να κριθεί ως νόμιμος και οριστικός ο αγώγιμος ισχυρισμός για την αναγνωριστική οδού ως κοινόχρηστης. Έλλειψη νόμιμης βάσης. Απορρίπτει αναίρεση κατά της 2694/2009 απόφασης Εφετείου Αθηνών.






Αριθμός 410/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δήμου Ανοιξης Αττικής, που έχει έδρα την Άνοιξη και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Φραντζεσκάκη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Κ. Τ. του Η. , κατοίκου ... , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Παπακωνσταντίνου, και 2)Λ. Ν. του Π. , κατοίκου ... , που παραστάθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, οι οποίοι δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/9/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2376/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 2694/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων Δήμος με την από 21/1/2010 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 11/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 966, 967, 968, 972, 1033 και 1192 αριθ. 1 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 55 Εις.Ν.Α.Κ., προκειμένου να κριθεί μετά την εισαγωγή του ΑΚ, η ιδιότητα ενός πράγματος ως εκτός συναλλαγής ή κοινοχρήστου, προκύπτει, ότι μεταξύ των κοινοχρήστων πραγμάτων περιλαμβάνονται οι πλατείες και οι οδοί αδιακρίτως. Τα κοινής χρήσης πράγματα λαμβάνουν τον προορισμό τους αυτό από το νόμο ή τη βούληση του ιδιοκτήτη τους (όπως με διαθήκη ή δωρεά), που μπορεί να εκδηλωθεί και με παραίτηση από την κυριότητα του πράγματος, για να καταστεί αυτό κοινόχρηστο, η οποία όμως παραίτηση πρέπει να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που θα υποβληθεί σε μεταγραφή. Κατά το προϊσχύσαν του ΑΚ βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο (ν.3 Πανδ. 43, 7, ν. 2 παρ. 8, Πανδ. 39.3, ν. 28 Πανδ. 22, 3) αναγνωριζόταν ως τρόπος κτήσης της ιδιότητας πράγματος ως κοινοχρήστου η αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα στη χρήση του πράγματος από τους δημότες Κοινότητας ή Δήμου (νetustas), με την οποία κυρώνονταν ως νόμιμη η πραγματική κατάσταση που υπήρχε πριν από τόσο χρόνο, ώστε η ζώσα γενεά να τη γνώρισε ως έχει και να μη διέσωσε παράδοση από την παρελθούσα γενεά για την ύπαρξη άλλης διαφορετικής κατάστασης. Η αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα δεν υιοθετήθηκε από τον ΑΚ, διατηρείται, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝ ΑΚ, η δυνάμει αυτής ιδιότητα που απέκτησε το πράγμα ως κοινής χρήσης, εφόσον πριν από την εισαγωγή του ΑΚ (23-2-1946) δύο συνεχόμενες γενεές ανθρώπων επί συνολικό διάστημα τουλάχιστον ογδόντα (80) ετών δεν γνώρισαν διαφορετική κατάσταση του πράγματος από την κοινοχρησία. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 ΝΔ 690/1948 και 2 παρ.1 εδάφ. α', 3 παρ. 2, 7 παρ.1 και 2 Ν.Δ. της 17-7/16-8-1923 περί σχεδίων πόλεων, συνάγεται, ότι οι εδαφικές εκτάσεις που αφέθηκαν από τους ενδιαφερομένους ιδιοκτήτες τους με σκοπό να καταστούν κοινόχρηστοι χώροι (άλση, πλατείες, οδοί κ.λ.π.) και χαρακτηρίζονται ως τοιούτοι από το αρχικό ή κατά τροποποίηση σχέδιο ρυμοτομίας οικισμού που εγκρίθηκε με επίσπευση των ιδιοκτητών, από και δια της εγκρίσεώς του περιέρχονται στην προβλεπόμενη κοινή χρήση και στον κατά το νόμο κύριο των κοινοχρήστων, χωρίς ανάγκη συντάξεως σχετικής συμβολαιογραφικής πράξεως και μεταγραφής της. Περαιτέρω, κατά το άρθρo 28 του ν. 1337/1983 "Επέκταση πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη κλπ", "Ιδιωτικοί δρόμοι, πλατείες και λοιποί χώροι κοινής χρήσεως που έχουν σχηματισθεί με οποιοδήποτε τρόπο έστω και κατά παράβαση των κειμένων πολεοδομικών διατάξεων και που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων, θεωρούνται ως κοινόχρηστοι χώροι και ανήκουν στον οικείο Δήμο ή Κοινότητα. Για τους χώρους αυτούς δεν οφείλεται καμία αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας. Σε περίπτωση όμως που οι χώροι αυτοί καταργούνται με το σχέδιο πόλεως, προσκυρώνονται κατά τις κείμενες διατάξεις". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όπως διαφωτίζεται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισής της, ιδιωτικά ακίνητα αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου χωρίς την καταβολή αποζημίωσης, εφόσον α) προβλέπονται από το εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως ως κοινόχρηστοι χώροι και β) η κοινοχρησία είναι αποτέλεσμα της βούλησης του ιδιοκτήτη (ρητής ή συναγόμενης εμμέσως από τις ενέργειές του) ή προκύπτει από πραγματική κατάσταση που διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, κατ' ανοχή του ιδιοκτήτη. Έτσι για την μετάθεση της κυριότητας ακινήτων υπέρ του οικείου Ο.Τ.Α. δεν αρκεί οποιαδήποτε ενέργεια διάθεσης του ακινήτου στην κοινή χρήση, αλλά πρέπει να συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται παρεμπιπτόντως από τη Διοίκηση και κρίνεται οριστικώς από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια.
Συνεπώς, εφόσον συντρέχουν οι άνω δύο προϋποθέσεις του άρθρου 28 του ν. 1337/1983, επέρχεται μετάθεση της κυριότητας υπέρ του οικείου Δήμου ή Κοινότητας, αδιαφόρως αν το ακίνητο είχε τεθεί σε κοινή χρήση πριν ή μετά την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου, δεδομένου ότι τέτοια διάκριση δεν συνάγεται από την ανωτέρω διάταξη, αλλά αντιθέτως ο δικαιολογητικός λόγος που οδήγησε τον νομοθέτη να εισαγάγει αυτή την ρύθμιση συντρέχει σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ούτε απαιτείται οι χώροι που τέθηκαν σε κοινοχρησία με την βούληση του ιδιοκτήτη να ταυτίζονται με τους δρόμους και τις πλατείες του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, το οποίο ενδέχεται κατά περίπτωση να τροποποιηθεί και να προσαρμοσθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις (ΑΠ 157/2009). Περαιτέρω, για το ορισμένο ή όχι του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της, εκτιμάται αυτή κυριαρχικώς από το Δικαστήριο της ουσίας. Εξαίρεση ισχύει στην περίπτωση που το δικαστήριο αξιώνει στοιχεία περισσότερα από όσα πράγματι απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκείται σε λιγότερα ή διαφορετικά από αυτά. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα, μη διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, μολονότι διαλαμβάνονταν στην αγωγή, τότε ιδρύεται ο προβλεπόμενος από το εδάφιο 8 του ίδιου άρθρου λόγος αναίρεσης, ενώ, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, θεώρησε επαρκή τα εκτιθέμενα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα δικαίου πραγματικά γεγονότα, τότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του ανωτέρω άρθρου 559. Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1094 ΑΚ, 70, 216 παρ.1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της διεκδικητικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής είναι, εκτός των άλλων, η κυριότητα του ενάγοντος επί του επίδικου ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Ειδικότερα δε, εκείνος που ισχυρίζεται, ότι κάποιο ακίνητο ή οδός είναι κοινόχρηστος χώρος, πρέπει, για το ορισμένο του ισχυρισμού του, να καθορίσει το νόμιμο τρόπο με τον οποίο αποκτήθηκε η ιδιότητα της κοινοχρησίας, και συνακόλουθα να αναφέρεται εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, στο οποίο προβλέπεται η επικαλούμενη ως κοινόχρηστη οδός, ή, αντίστοιχα, να αναφέρεται ότι έχει γίνει παραίτηση από την κυριότητα της αναφερόμενης ως κοινόχρηστης οδού με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβλήθηκε σε μεταγραφή εκ μέρους του πρώην ιδιοκτήτη. Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα Κοινότητα Άνοιξη Αττικής και ήδη αναιρεσείων Δήμος Διονύσου Αττικής με την ένδικη από 27-9-2005 διεκδικητική κυριότητας ακινήτου αγωγή, την οποία εκτιμά, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ως διαδικαστικό έγγραφο ο Άρειος Πάγος, ζήτησε να αναγνωριστεί η κυριότητά της και να της αποδοθεί εδαφικό τμήμα 680 τ.μ., που κατέλαβαν οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι, το οποίο αποτελεί τμήμα κοινόχρηστης οδού, αποκτήθηκε δε η ιδιότητα του κοινόχρηστου πράγματος με την αμνημόνευτου χρόνου αρχαιότητα, άλλως με τη βούληση των ιδιοκτητών της, άλλως κατά τις διατάξεις του ν. 1337/1983, όλως δε επικουρικώς, επειδή το εδαφικό αυτό τμήμα περιήλθε στην κυριότητα της ενάγουσας ως οικόπεδο, με τις διατάξεις της τακτικής και της έκτακτης χρησικτησίας. Ειδικότερα, η ενάγουσα Κοινότητα και ήδη αναιρεσείων Δήμος ισχυρίζεται, ότι απέκτησε την κυριότητα του επίδικου εδαφικού τμήματος, γιατί αυτό απέκτησε την ιδιότητα του κοινόχρηστου πράγματος, καθόσον είχε αφεθεί ως οδός περί τα έτη 1925-1930 από τους προηγούμενους κυρίους της μεγαλύτερης έκτασης Μ. και Λ. Ε. , για την εξυπηρέτηση της κατάτμησης σε οικόπεδα των εδαφικών τους εκτάσεων, ότι η πραγματική αυτή κατάσταση διήρκεσε επί μακρό χρόνο με την ανοχή των πρώην ως άνω ιδιοκτητών και αποδόθηκε στην κοινή χρήση των κατοίκων της και ότι στο εγγύς μέλλον θα επισημοποιηθεί η κατάσταση αυτή, αφού θα περιλαμβάνεται ως κοινόχρηστη οδός στο υπό εξέλιξη σχέδιο πόλεως, διότι έχει συναφθεί η σχετική σύμβαση για την απαιτούμενη προς τούτο κτηματογράφηση. Έτσι, με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής αναφέρεται ότι δεν υπάρχει ακόμα εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, στο οποίο να προβλέπεται ως κοινόχρηστη οδός η επίδικη εδαφική έκταση και συνακόλουθα η επικουρική βάση της αγωγής που στηρίζεται στην κυριότητα που αποκτήθηκε από την ενάγουσα με την ιδιότητα του επιδίκου ως κοινόχρηστης οδού κατά την διάταξη του άρθρου 28 του ν. 1337/1983 είναι μη νόμιμη, αφού αναφέρεται στην αγωγή ότι δεν υπάρχει εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο. Περαιτέρω, η όλως επικουρική βάση της αγωγής, ότι η επίδικη έκταση απέκτησε την ιδιότητα της κοινόχρηστης οδού λόγω παραιτήσεως των προηγούμενων ιδιοκτητών από την κυριότητα υπέρ της Κοινότητας είναι αόριστη, γιατί δεν αναφέρεται ότι η παραίτηση έγινε με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβλήθηκε σε μεταγραφή. Επομένως, το Εφετείο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε ως μη νόμιμη και ως αόριστη, αντίστοιχα, τις επικουρικές βάσεις της αγωγής, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 1337/1983 και του άρθρου 23 του ν.δ/τος 17-7-1923 "περί σχεδίων πόλεων και κωμών", τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 8 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος αναίρεσης και κατά τα δύο μέρη του από τους αριθμούς 1 και 8 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αντίστοιχα, με τον οποίο ο αναιρεσείων Δήμος υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις (Ολ.ΑΠ 24/1992). Ως ζητήματα δε, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε με αυτήν τα ακόλουθα: "Το επίδικο εδαφικό τμήμα επιφάνειας 680 τ.μ. βρίσκεται στην πρώην Κοινότητα Άνοιξης Αττικής-πρώην Δήμο Άνοιξης και ήδη Δήμο Διονύσου Αττικής, απεικονίζεται δε με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία …... στο από Ιουνίου 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Σ. Μ. . Σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα αυτό το ακίνητο αυτό συνορεύει: Βόρεια επί πλευράς ΑΒ μήκους 62,02 μέτρων με την οδό …, ανατολικά επί πλευράς ΒΡ1 μήκους 7,09 μέτρων με την οδό …, νότια επί πλευράς Ρ1Δ μήκους 57,59 μέτρων με πρόσοψη οικοπέδου ιδιοκτησίας εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων και δυτικά επί πλευράς ΑΔ μήκους 16,11 μέτρων με την οδό …, - τμήμα της συνεχόμενης με αυτή πλατείας Α. . Η μεγαλύτερη εδαφική έκταση, από την οποία προέρχεται το ακίνητο των εναγομένων-αναιρεσιβλήτων, ανήκε στους Λ. και Μ. Ε. και δεν υπήρχε μέσα σ' αυτή κοινόχρηστη οδός, που ονομάστηκε …,, μέχρι το έτος 1946. Το έτος 1946 οι ως άνω ιδιοκτήτες της μεγαλύτερης έκτασης προέβησαν σε κατάτμηση αυτής, προκειμένου να πωλήσουν σε τρίτους επί μέρους εδαφικά τμήματα. Για την εξυπηρέτηση των οικοπέδων, που δημιουργήθηκαν από την εν λόγω κατάτμηση, δημιουργήθηκε η οδός …. Προκειμένου να προσδιοριστούν και οριοθετηθούν τα επί μέρους εδαφικά τμήματα, που ως άνω δημιουργήθηκαν, συντάχθηκε το από Οκτωβρίου 1946 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Γ. Σ., το οποίο έχει προσαρτηθεί στο …/1946 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ευστ. Κουτσοχέρα, δυνάμει του οποίου πωλήθηκε ακίνητο από αυτά σε τρίτους, στο οποίο για πρώτη φορά αποτυπώνεται η εν λόγω οδός ως ιδιωτική οδός. Ως εκ τούτου, η οδός …, που άρχισε να χρησιμοποιείται ως οδός από το έτος 1946 και εφεξής, δεν απέκτησε την ιδιότητα κοινόχρηστης οδού από αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, αφού δεν συνέτρεξαν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Αυτό αποδεικνύεται από την κατάθεση του μάρτυρα του αναιρεσείοντος Ι. Μ., υπαλλήλου αυτού, ο οποίος κατέθεσε ότι από το έτος 1946 άρχισε να χρησιμοποιείται η οδός … ως κοινόχρηστος δρόμος. Με την κατάθεση αυτού συμφωνεί η κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων-αναιρεσιβλήτων Δ. Κ. και δεν αντικρούονται οι καταθέσεις αυτές από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Αντίθετα, αυτές ενισχύονται από τα …/1999 και …/1956 συμβόλαια των συμβολαιογράφων Αθηνών Γ. Β. και Π. Κ. , αντίστοιχα, που αποτελούν τους τίτλους κτήσεως κτήσεως κυριότητας του ακινήτου των αναιρεσιβλήτων, στα οποία η οδός … αναφέρεται ως "ιδιωτική οδός", όπως επίσης ως "ιδιωτική οδός" εμφαίνεται και η ετέρα οδός επί της οποίας έχει πλευρά το ακίνητο των αναιρεσιβλήτων. Περαιτέρω, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε, ότι το ως άνω εδαφικό τμήμα είχε καταλάβει η ενάγουσα πρώην Κοινότητα ... και το κατείχε με διάνοια κυρίου πλέον της εικοσαετίας ως οικόπεδο, αφού κανένας μάρτυρας δεν κατέθεσε ότι η πρώην Κοινότητα ... διά των οργάνων της προέβη σε διακατοχικές πράξεις, που προσιδιάζουν σε οικόπεδο, δηλωτικές της κατοχής αυτής διανοία κυρίου, ούτε αυτό προέκυψε από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Η αναφερόμενη από τον μάρτυρα του αναιρεσείοντος κοινοτική ηλεκτροδότηση με κολόνες φωτισμού εντός της επίδικης εδαφικής έκτασης, καθώς και η φύτευση, διατήρηση και περιποίηση της κοινοτικής δενδροστοιχίας στην άκρη της επίδικης εδαφικής έκτασης, δεν αποδείχθηκε ότι έγιναν από την Κοινότητα με διάνοια κυρίου της επίδικης έκτασης, αλλά έχουν γίνει στα πλαίσια της επιβαλλόμενης εξυπηρέτησης των κατοίκων διά του αναγκαίου κοινοτικού φωτισμού και του εξωραϊσμού του χώρου, που χρησιμοποιείται για την διέλευσή τους". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές, το Εφετείο έκρινε, ότι η επίδικη εδαφική έκταση ουδέποτε απέκτησε την ιδιότητα κοινόχρηστης οδού και ουδόλως αποδείχθηκε ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα είχε καταλάβει η ενάγουσα πρώην Κοινότητα και το κατείχε με διάνοια κυρίου, και κατόπιν τούτου απέρριψε την ένδικη διεκδικητική αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος Δήμου, επικυρώνοντας την εκκληθείσα απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που έκρινε ομοίως. Κρίνοντας έτσι, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη απόδειξης ότι η επίδικη εδαφική έκταση απέκτησε ποτέ την ιδιότητα κοινόχρηστης οδού, και της μη απόδειξης ότι ο αναιρεσείων απέκτησε την κυριότητα της επίδικης εδαφικής έκτασης με έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενος και κατέχοντας αυτήν με διάνοια κυρίου πλέον της εικοσαετίας ως οικόπεδο. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχτηκε ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα είναι μέρος μεγαλύτερης εδαφικής έκτασης, από την οποία προέρχεται το ακίνητο των εναγομένων-αναιρεσιβλήτων, ότι οι αναφερόμενοι ιδιοκτήτες της μεγαλύτερης έκτασης μόλις το έτος 1946 προέβησαν σε κατάτμηση της μεγαλύτερης έκτασης, ότι για την εξυπηρέτηση των οικοπέδων, που δημιουργήθηκαν από την εν λόγω κατάτμηση δημιουργήθηκε η οδός …,, η οποία αναφέρεται ως ιδιωτική οδός και σε τοπογραφικό διάγραμμα του έτους 1946 καθώς και σε μετέπειτα συμβόλαια. Ειδικότερα, δεν υφίσταται αντίφαση με την παραδοχή του Εφετείου ότι "από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε, ότι το ως άνω εδαφικό τμήμα είχε καταλάβει η ενάγουσα πρώην Κοινότητα ... και το κατείχε με διάνοια κυρίου πλέον της εικοσαετίας ως οικόπεδο, αφού κανένας μάρτυρας δεν κατέθεσε ότι η πρώην Κοινότητα ... διά των οργάνων της προέβη σε διακατοχικές πράξεις, που προσιδιάζουν σε οικόπεδο, δηλωτικές της κατοχής αυτής διανοία κυρίου, ούτε αυτό προέκυψε από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο" και της παραδοχής ότι "η αναφερόμενη από τον μάρτυρα του αναιρεσείοντος κοινοτική ηλεκτροδότηση με κολόνες φωτισμού εντός της επίδικης εδαφικής έκτασης, καθώς και η φύτευση, διατήρηση και περιποίηση της κοινοτικής δενδροστοιχίας στην άκρη της επίδικης εδαφικής έκτασης, δεν αποδείχθηκε ότι έγιναν από την Κοινότητα με διάνοια κυρίου της επίδικης έκτασης, αλλά έχουν γίνει στα πλαίσια της επιβαλλόμενης εξυπηρέτησης των κατοίκων διά του αναγκαίου κοινοτικού φωτισμού και του εξωραϊσμού του χώρου, που χρησιμοποιείται για την διέλευσή τους", αφού το ως άνω πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης εκτίθεται σαφώς. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων Δήμος υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων Δήμος στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-1-2010 αίτηση του αναιρεσείοντος Δήμου Άνοιξης Αττικής και ήδη Δήμου Διονύσου Αττικής για αναίρεση της 2694/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα Δήμο στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή