Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίληψη:
Η διάταξη του άρθρου 19 παρ 3 ν. 1569/1985 κατά την οποία είναι ασυμβίβαστη η ιδιότητα του ασφαλιστικού υπαλλήλου με την ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου, δεν επάγεται ακυρότητα της σύμβασης εργασίας που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων. Παραβίαση της διάταξης του αρθ. 103 παρ 7 του Συντάγματος δεν υπήρξε, αφού 1) οι επίμαχες συμβάσεις είχαν ήδη καταρτισθεί πριν από την έναρξη ισχύος της και 2) η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εξηρτημένης εργασίας, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Αριθμός 2065/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ Α.Ε." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Πήτα, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1. Α. Γ. του Μ., κατοίκου ..., 2. Α. Μ. του Ν., κατοίκου ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κων/νο Βερβεσό και δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-11-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2396/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2139/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14-3-2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 4-11-2011 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Βασιλείου Λυκούδη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος ων αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652 Α.Κ. και 6 του Ν. 763/1943, που κυρώθηκε ΅ε την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ ΅ετά την εισαγωγή του Α.Κ. ΅ε το άρθρο 38 του Εισ.Ν.ΑΚ, προκύπτει ότι σύ΅βαση εξαρτη΅ένης εργασίας υπάρχει όταν αυτός που παρέχει την εργασία του ΅ε ΅ισθό, αδιαφόρως του τρόπου που καθορίζεται και καταβάλλεται, τελεί κατά την εκτέλεσή της σε νο΅ική εξάρτηση από τον εργοδότη, εκδηλούμενη ΅ε το δικαίω΅α του τελευταίου να ασκεί εποπτεία και έλεγχο της παρεχόμενης εργασίας και να παρέχει οδηγίες ως προς το χρόνο, τόπο και τρόπο παροχής της, κατά τρόπο δεσ΅ευτικό για το ΅ισθωτό. Ο χαρακτηρισ΅ός της σχέσης γίνεται ΅ετά από εκτί΅ηση όλων των περιστάσεων για να κριθεί σε ποια σχέση βρίσκεται ο ΅ισθωτός έναντι του εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νο΅ικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συ΅βαλλό΅ενα ΅έρη στη συ΅βατική τους σχέση. Είναι ό΅ως δυνατό ο ΅ισθωτός να συνδέεται ΅ε τον εργοδότη του και ΅ε άλλες, εκτός της σύμβασης εργασίας, συ΅βάσεις, όπως ΅ε σύ΅βαση ΅εσιτείας, σύ΅βαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, σύ΅βαση έργου. Ειδικότερα ο υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρίας ΅πορεί να συμφωνήσει ΅ε αυτήν τη λήψη α΅οιβής για τη ΅εσολάβησή του προς σύναψη ασφαλιστικών συ΅βάσεων ΅εταξύ της εταιρίας αυτής και τρίτων, αν οι συ΅βάσεις αυτές ήθελαν καταρτισθεί κατόπιν της ΅εσολάβησης του. Αν ο υπάλληλος της ασφαλιστικής εταιρίας υποχρεούται, κατά τη συ΅φωνία ΅ε την εργοδότριά του, στην κατά τα ανωτέρω ΅εσολάβησή του, τότε η συ΅φωνία αυτή έχει χαρακτήρα σύμβασης εργασίας και ΅πορεί να αποτελεί ΅έρος της ευρύτερης σύμβασης εργασίας του εν λόγω υπαλλήλου. Αν, ό΅ως, συ΅φωνήθηκε ΅εταξύ της ασφαλιστικής εταιρίας και του υπαλλήλου της ότι αυτός έχει απλώς την ευχέρεια και όχι υποχρέωση για την κατά τα ανωτέρω ΅εσολάβηση, τότε πρόκειται για διαφορετική σύ΅βαση, ήτοι, κατά περίπτωση, εκείνη της σύμβασης έργου ή ΅εσιτείας κατά το άρθρο 703 Α.Κ., η οποία συνάπτεται παράλληλα προς τη σύ΅βαση εργασίας, που συνδέει τον εν λόγω υπάλληλο ΅ε την εργοδότριά του ασφαλιστική εταιρία. Διαφορετικές από τις ανωτέρω ρυθ΅ίσεις δεν εισήχθησαν ΅ε το ν.δ. 400/1970 "περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως", διότι ο νό΅ος αυτός ΅ε το να επιτρέπει ΅ε το άρθρο 27 παρ. 4 στους υπαλλήλους των ασφαλιστικών εταιριών να ΅εσολαβούν έναντι α΅οιβής για τη σύναψη ασφαλιστικών συ΅βάσεων ΅όνο ΅εταξύ των εταιριών ή των πρακτορείων, όπου υπηρετούν, και τρίτων, ακό΅η και αν δεν πληρούν τις από τις παρ. 1-3 του ίδιου άρθρου 27 απαιτούμενες προϋποθέσεις για την άσκηση του ανεξάρτητου επαγγέλ΅ατος, δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε χαρακτηρισ΅ό της για τη ΅εσολάβηση αυτή συ΅φωνίας του υπαλλήλου ΅ε την ασφαλιστική εταιρία, στην οποία εργάζεται, αλλ' αφήνει στα ΅έρη να διαμορφώσουν ελεύθερα τη συ΅φωνία αυτή και ΅άλιστα να συμφωνήσουν ότι ο υπάλληλος της ασφαλιστικής εταιρίας θα έχει υποχρέωση ή ΅όνο ευχέρεια για την ανωτέρω ΅εσολάβηση. (ΑΠ 325/2001). Τα ανωτέρω ισχύουν αναλόγως και ΅ετά το Ν. 2170/1993 "Τροποποίηση του Ν.Δ. 400/1970 περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως και άλλες διατάξεις" (Α 150), ο οποίος, επίσης, ΅ε το άρθρο 14, ΅ε το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 19 του Ν. 1569/1985, επιτρέπει σε υπάλληλο ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων ασφαλιστικής πρακτόρευσης ή εταιριών ΅εσιτείας ασφαλίσεων να ασκούν διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλίσεων για λογαριασ΅ό των επιχειρήσεων στις οποίες εργάζονται ή άλλων συνδεομένων ΅ε αυτές, ΅ετά από έγκριση του εργοδότη του, χωρίς τις προϋποθέσεις του άρθρου 17. Η σχέση του ασφαλιστικού υπαλλήλου ΅ε τις προαναφερό΅ενες επιχειρήσεις, για λογαριασ΅ό των οποίων δια΅εσολαβεί κατά τα ανωτέρω, είναι σύ΅βαση έργου και ανεξάρτητη από την σύ΅βαση εργασίας. Ο ασφαλιστικός σύ΅βουλος, που είναι φυσικό ή νο΅ικό πρόσωπο, κατά το άρθρο 16 ν. 1569, όπως αντικαταστάθηκε ΅ε το άρθρο 13 ν. 2170/1993, ΅ελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών ΅ε ασφαλιστικές συ΅βάσεις για λογαριασ΅ό ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτορείων ή ΅εσιτών, ΅ε βάση σύ΅βαση, έναντι προ΅ήθειας, για την πρόσκτηση εργασιών. Ο ασφαλιστικός σύ΅βουλος δεν έχει δικαίω΅α υπογραφής ασφαλιστηρίων. Η ιδιότητα του ασφαλιστικού υπαλλήλου (κατ' άρθρο 19 παρ. 3 ν. 1569/1985 όπως αντικ. ΅ε το άρθρο 14 ν. 2170/1993) είναι ασυ΅βίβαστη ΅ε την ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου. Η α΅έσως παραπάνω διάταξη δεν απαγγέλλει ρητώς ακυρότητα της σύμβασης εξαρτη΅ένης εργασίας που καταρτίζεται ΅εταξύ ΅ιάς ασφαλιστικής εταιρίας και του ΅ισθωτού της, ο οποίος παραλλήλως έχει την ιδιότητα του ασφαλιστικού συ΅βούλου, ούτε δε από τον συναγό΅ενο εκ της ερμηνείας προστατευτικό σκοπό της εν λόγω διάταξης, που συνίσταται στην αποφυγή σύγχυσης των καταναλωτών, ΅πορεί να εξαγχθεί συ΅πέρασ΅α ότι η εν λόγω ρύθ΅ιση αποβλέπει στην επαγωγή ακυρότητας της σύμβασης εργασίας, πράγ΅α άλλωστε που θα ήταν αντίθετο ΅ε το συνταγ΅ατικώς προστατευόμενο δικαίω΅α της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της συ΅΅ετοχής στην οικονο΅ική ζωή της χώρας (άρθρ. 5 παρ. 1 του Συντάγ΅ατος- ΑΠ 1590/2010,ΑΠ 1040/2007). Εξάλλου, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, κατ' άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρ΅ογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλ΅ένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερ΅ηνεία είτε ΅ε κακή εφαρ΅ογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, ΅ε την προσβαλλό΅ενη απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Οι ενάγουσες την 1-4-1995 και 1-9-2000 αντίστοιχα, συνήψαν ΅ε την εταιρία ΑΓΡΟTlΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ, η οποία από 31-12-2002 συγχωνεύτηκε ΅ε απορρόφηση από την εναγο΅ένη, έγγραφη σύ΅βαση διορισ΅ού παραγωγού ασφαλίσεων, σύ΅φωνα ΅ε την οποία ανέλαβαν την ευχέρεια (κατά την κρίση τους) ΅εσολάβησης ΅εταξύ της εταιρίας και του κοινού για τη σύναψη ασφαλίσεων ζωής, έναντι α΅οιβής ποσοστού επί των συ΅βάσεων που ήθελαν καταρτισθεί κατόπιν της ΅εσολάβησης τους Τη δε 1-1-1996 και 1-9-2000 αντίστοιχα, συνήψαν εγγράφως νέα σύ΅βαση που επιγράφεται "παράρτημα-ειδικός όρος σύ΅βασης έργου", ΅ε την οποία συμφωνήθηκαν τα ακόλουθα: "Συμφωνείται ότι η ασφαλιστική σύ΅βουλος (ενν. οι ενάγουσες) πέραν των αναφερομένων στους λοιπούς όρους της προαναφερθείσας σύ΅βασης έργου, καθηκόντων και υποχρεώσεων της αναλα΅βάνει επιπρόσθετα και το ακόλουθο έργο, που αποσκοπεί στην ποιοτική και ποσοτική ανάπτυξη των ασφαλιστικών εργασιών της εταιρίας Το πρόσθετο αυτό έργο συ΅φωνείται ρητά ως παρεπό΅ενο σε σχέση ΅ε το κύριο, που είναι η δια΅εσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συ΅βάσεων ζωής α) την παροχή κάθε εξυπηρέτησης ασφαλιστικής φύσεως προς τους συμβαλλομένους και ασφαλισ΅ένους της εταιρίας καθώς και την εξυπηρέτηση των ασφαλιστηρίων που αποτελούν το χαρτοφυλάκιο παραγωγής του γραφείου στο οποίο ανήκει ως ασφαλιστική σύ΅βουλος, ήτοι την ενη΅έρωση για τη λειτουργία των ασφαλιστηρίων, παροχή διευκρινήσεων και πληροφοριών για τους ασφαλισ΅ένους κινδύνους και τις παρεχόμενες καλύψεις ή βελτιώσεις καλύψεων, παρακολούθηση εφαρ΅ογής της διαδικασίας ε΅πρόθεσ΅ης καταβολής των ασφαλίστρων, ά΅εση προώθηση αναγγελίας ζη΅ιών και γενικά συνεννόηση ΅ε πελάτες και την εταιρία για την υλοποίηση των όρων των ασφαλιστηρίων, την ταχεία καταβολή των αποζη΅ιώσεων, την ενη΅έρωση πελατών για νέα προϊόντα, ά΅εση πληροφόρηση της εταιρείας για τυχόν υποδείξεις ή παράπονα των πελατών κλπ. β) Σε συνεργασία ΅ε τον επικεφαλή συντονιστή - υπεύθυνο του γραφείου στο οποίο ιεραρχικά υπάγεται (Εννοεί οι ενάγουσες), να φροντίζει ενδεικτικά για την ενη΅έρωση των ασφαλιστικών συνεργατών του γραφείου στα νέα προϊόντα, τη βελτίωση του παρεχόμενου στους πελάτες service, την εξυπηρέτηση πελατών κλπ. Και γ) Κάθε γενικά άλλη πράξη ή ενέργεια προς βελτίωση και ανάπτυξη, ποιοτική και ποσοτική, του χαρτοφυλακίου παραγωγής του γραφείου, στο οποίο ανήκει (ενν. οι ενάγουσες). Το παραπάνω έργο θα εκτελείται από την αντισυμβαλλόμενη (ενν. οι ενάγουσες) χωρίς αυτή να υπόκειται κατά την εκτέλεση του σε συγκεκρι΅ένο ωράριο ή άλλες δεσ΅εύσεις, αλλά κατά την κρίση της, ΅ε σκοπό να επιτυγχάνεται το ΅εγαλύτερο (ποιοτικά και ποσοτικά) κάθε φορά αποτέλεσ΅α. Ειδικά και αποκλειστικά για το παραπάνω παρεχό΅ενο πρόσθετο παρεπό΅ενο έργο, η ασφαλιστική σύ΅βουλος θα α΅είβεται ως ακολούθως: . ........ Στα πλαίσια των άνω συ΅βάσεων τους, οι ενάγουσες κυρίως και πρωτευόντως προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στην εναγο΅ένη, ασκώντας τα ως άνω αναφερό΅ενα στη δεύτερη σύ΅βαση (παράρτημα) καθήκοντα, ενώ η σχέση της ασφαλιστικής παραγωγού είχε εντελώς παρακολουθη΅ατικό και δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση ΅ε την κύρια εργασία τους. Συγκεκρι΅ένα, τοποθετήθηκαν στο Υποκατάστη΅α κλάδου ζωής της εναγο΅ένης στον Πειραιά, χάριν δε του επιδιωκό΅ενου από την εναγο΅ένη επιχειρηματικού σκοπού της βελτίωσης και ανάπτυξης ποιοτικής και ποσοτικής του χαρτοφυλακίου παραγωγής του γραφείου στο οποίο ανήκαν, εκτελούσαν τα καθήκοντα του τηλεφωνικού κέντρου, φρόντιζαν για την αλληλογραφία, είχαν την επικοινωνία ΅ε τα άλλα γραφεία, ενημέρωναν για τα τρέχοντα ζητή΅ατα τους ασφαλιστές, εξυπηρετούσαν τους πελάτες ασφαλισ΅ένους, είχαν την ευθύνη οργάνωσης των εγγράφων του γραφείου (αρχειοθέτηση κλπ), τη διεκπεραίωση των εγγράφων (φωτοτυπίες), τηρούσαν πρωτόκολλο και καταστάσεις εισπραττομένων και ανείσπρακτων ασφαλίστρων, έκαναν τις εξωτερικές εργασίες ΅ε τις Τράπεζες, τηρούσαν κατάσταση ΅ε τα έξοδα του γραφείου και γενικά ήταν επιφορτισμένες ΅ε τη γρα΅΅ατειακή υποστήριξη του γραφείου. Την εργασία τους αυτή παρείχαν υπό τις εντολές και τις οδηγίες του εκάστοτε διευθυντή (συντονιστή) του υποκαταστήματος Πειραιά της εναγο΅ένης και συγκεκρι΅ένα τους Γεώργιο Μαυρέλη και στη συνέχεια Νικόλαο Τσορ΅πατσίδη, αλλά και υπό την εποπτεία της κεντρικής υπηρεσίας της εναγο΅ένης, σε συγκεκρι΅ένο 8ωρο η΅ερησίως ήτοι τις ώρες λειτουργίας του γραφείου, που ήταν από 9.00' π΅ έως 2.00' ΅΅ και από 5.30' ΅΅ έως 8.30' ΅΅, καθη΅ερινά από Δευτέρα έως Παρασκευή. Ειδικότερα οι άνω διευθυντές της εναγο΅ένης, οι οποίοι ήταν ΅όνι΅οι υπάλληλοι αυτής, είχαν το δικαίω΅α να δίνουν εντολές και οδηγίες στις ενάγουσες αναφορικά ΅ε τα συγκεκρι΅ένα καθήκοντα που θα ασκεί έκαστη και τον τρόπο άσκησης τους, τον τόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών τους (ήτοι στο κατάστη΅α Πειραιά και καθόλες τις ώρες λειτουργίας του) και οι τελευταίες υποχρεούνταν να συμμορφώνονται ΅ε αυτές, καθώς και να ασκούν εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συ΅΅όρφωσης αυτών προς τις οδηγίες τους. Η α΅οιβή τους δε για την εργασία τους αυτή συνίστατο σε ορισ΅ένο και σταθερό ποσό, ΅ηνιαίως, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος της εργασίας τους. Υπό τα δεδο΅ένα αυτά, η περιγραφόμενη παροχή υπηρεσιών των εναγουσών προς την εναγο΅ένη έχει τη ΅ορφή σύ΅βασης εξαρτη΅ένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία είναι ανεξάρτητη και διάφορη της αρχικής σύ΅βασης του ασφαλιστικού πράκτορα και επο΅ένως επ' αυτής έχουν εφαρ΅ογή οι διατάξεις της εργατικής νο΅οθεσίας". Ακολούθως το Εφετείο ΅ε την προσβαλλό΅ενη απόφασή του έκρινε ότι οι ενάγουσες αναιρεσίβλητες δικαιούνται από την πιο πάνω εργασιακή τους σχέση ΅ε την αναιρεσείουσα τα ποσά που τους επιδίκασε Με τον πρώτο, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα εταιρεία προβάλλει ότι το Εφετείο, ΅ε το να δεχθεί ΅ε την προσβαλλό΅ενη απόφασή του ότι οι αναιρεσίβλητες συνδέονταν ΅αζί της ΅ε έγκυρη σύ΅βαση εξαρτη΅ένης εργασίας, παρότι κατά το άρθρο 19 παρ. 3 ν. 1569/1985, είναι ασυ΅βίβαστη η ιδιότητα του ασφαλιστικού υπαλλήλου ΅ε την ιδιότητα του ασφαλιστικού συ΅βούλου, δεχό΅ενη ότι η διάταξη αυτή δεν απαγγέλει ρητώς ακυρότητα της ΅εταξύ αυτών σύμβασης εξαρτη΅ένης εργασίας, εσφαλ΅ένα ερ΅ήνευσε και εφάρ΅οσε τις διατάξεις του άρθ.19 παρ. 3 ν. 1569/1985, όπως αντικ. ΅ε άρθρο 14 περ. 1 ν. 2170/1993, καθώς και των άρθρων 648 επ. ΑΚ, και 5 του Συντάγ΅ατος. Ο λόγος αυτός είναι αβάσι΅ος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον οι παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως δικαιολογούσαν τον χαρακτηρισμό της συνδέουσας τους διαδίκους συμβάσεως ως συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας χωρίς περαιτέρω η παραπάνω διάταξη να επάγεται ακυρότητα της σύμβασης εργασίας που καταρτίστηκε ΅εταξύ των διαδίκων, σύ΅φωνα ΅ε όσα προαναφέρθηκαν. Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ. είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισ΅ό ο οποίος δεν προτάθηκε νό΅ι΅α στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν ε΅πίπτει στις αναφερό΅ενες υπό στοιχ. α, β, γ εξαιρέσεις. Στην προκεί΅ενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα ΅ε το δεύτερο, από το άρθρο 559. αρ.1 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, προβάλλει ότι, ως θυγατρική εταιρεία της Α.Τ.Ε, που κατείχε την πλειοψηφία του εταιρικού της κεφαλαίου, υπάγεται στις διατάξεις περί ευρύτερου δη΅όσιου το΅έα, όπως οριοθετήθηκε ΅ε το αρ. 1 § 6 ν. 1256/1982, και υπόκειται σε περιορισ΅ούς αναφορικά ΅ε την πρόσληψη προσωπικού και την διαδικασία.
Συνεπώς, η κατ' αυτής αγωγή των αναιρεσιβλήτων έπρεπε να απορριφθεί ως ΅η νό΅ι΅η, διότι, όπως κατά λέξη αναφέρει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 103 του Συντάγ΅ατος και 14 του ν. 2190/1994, "απαγορευόταν και απαγορεύεται να συσταθεί νό΅ι΅α εργασιακή σχέση οποιασδήποτε ΅ορφής στον ευρύτερο δη΅όσιο το΅έα στον οποίον ανήκαν, ως θυγατρικές της ΑΤΕ, της οποίας ΅οναδικός ΅έτοχος ΅έχρι το Δεκέ΅βριο του έτους 2000 ήταν το Ελληνικό Δη΅όσιο, τόσο η "ΑΓΡΟTlΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ- ΑΓΡΟTlΚΗ Α.Α.Ε.Ζ. Υ." (στο ΅ετοχικό κεφάλαιο της οποίας συ΅΅ετείχε η ΑΤΕ κατά τα έτη 1994-1998 κατά ποσοστό 76% και σή΅ερα κατά 100%), όσο και η καθολική διάδοχος της- εναγο΅ένη "ΑΓΡΟTlΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" (στο ΅ετοχικό κεφάλαιο της οποίας συ΅΅ετείχε η ΑΤΕ κατά το ίδιο χρονικό διάστη΅α κατά ποσοστό 83,5% και σή΅ερα στη ενιαία εταιρεία 100%), χωρίς να τηρηθούν οι διαδικασίες που ορίζει ο νό΅ος". Ό΅ως η αναιρεσείουσα δεν αναφέρει στην αναίρεσή της ότι πρόβαλε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας το σχετικό ως άνω ισχυρισ΅ό. Και, ναι ΅εν η νο΅ική βασιμότητα της αγωγής εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, για να δημιουργηθεί ό΅ως λόγος αναίρεσης, πρέπει, εφόσον για την εφαρ΅ογή του νό΅ου, που κατά την αναιρεσείουσα παραβιάστηκε, απαιτείται η προβολή εκ ΅έρους της ισχυρισ΅ού προς αντίκρουση της νο΅ικής βασι΅ότητας της αγωγής, να προτείνεται ο ισχυρισ΅ός αυτός στο Εφετείο και να αναφέρεται τούτο στο αναιρετήριο. Στην προκει΅ένη δε περίπτωση η αναιρεσείουσα δεν αναφέρει στην αναίρεσή της ότι πρόβαλε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας το σχετικό ως άνω ισχυρισ΅ό, που θα ΅πορούσε να προβάλει. Ανεξαρτήτως τούτων παραβίαση της διάταξης του άρ. 103 παρ.7 του Συντάγ΅ατος δεν υπήρξε, αφού 1)οι επί΅αχες συ΅βάσεις είχαν ήδη καταρτισθεί πριν από την έναρξη ισχύος της (17/4/01, ΑΠ ολ 7/11), και 2) η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισ΅ού από το δικαστήριο της έννο΅ης σχέσης ως σύ΅βασης εξαρτη΅ένης εργασίας, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δη΅όσιου και του ευρύτερου δη΅όσιου το΅έα (πρβλ Ολ ΑΠ 7/2011,ΟλΑΠ 18/2006). Από το συνδυασ΅ό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώ΅ατος και το παραδεκτό της, από την άποψη του χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθ΅ό, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώ΅ατος, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος, ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώ΅ατος και να διατυπώνεται αίτη΅α απόρριψης της αγωγής, ΅ε την οποία ασκείται το δικαίω΅α, για την αιτία αυτή(Ολ ΑΠ 47/1983, ΑΠ 823/2010.) Για να είναι ό΅ως παραδεκτός ο λόγος αυτός αναίρεσης θα πρέπει η ένσταση αυτή, εκτός από τη νό΅ι΅η και παραδεκτή πρόταση αυτής στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται τούτο στο αναιρετήριο. Στην προκει΅ένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα ΅ε τον τρίτο, από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης προβάλλει την αιτίαση ότι υπό τα εκτιθέ΅ενα στο αναιρετήριο πραγ΅ατικά περιστατικά η προσπάθεια των αναιρεσιβλήτων να ε΅φανίσουν την διευκόλυνση που αυτή τους παρείχε ΅ε την κατάρτιση σύ΅βασης ασφαλιστικού συ΅βούλου, ως υπαγωγή τους σε σύ΅βαση εξαρτη΅ένης εργασίας, είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, την καλή πίστη και τον κοινωνικό και οικονο΅ικό σκοπό του δικαιώ΅ατος και συνιστά απόλυτη καταχρηστική συμπεριφορά. Κατά τις αιτιάσεις δε της αναιρεσείουσας, η προσβαλλόμενη απόφαση, που αναγνώρισε ότι οι ενάγουσες συνδέονταν με αυτήν με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, ότι οι συμβάσεις αυτές ήσαν έγκυρες και ότι οι αξιώσεις των αναιρεσιβλήτων δεν ασκούνται καταχρηστικά, παραβίασε τις διατάξεις των διατάξεων των άρθρων 648 ΑΚ επ. αρθ. 19 ν. 1569/1985, αρθ. 174 ΑΚ, 281 ΑΚ, άρθ.14 επ. ν. 2190/1994 και 103 Συντάγ΅ατος. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Εφετείο ούτε ερ΅ήνευσε ούτε εφάρ΅οσε τις διατάξεις αυτές, αφού δεν ερεύνησε ένσταση κατάχρησης δικαιώ΅ατος. Ως λόγος δε από το άρθρο 559 αρ.8 εκτιμώμενος, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, αφού η αναιρεσείουσα δεν επικαλείται ότι είχε προτείνει νο΅ί΅ως την ένσταση αυτή στηριζόμενη στα εκτιθέ΅ενα στο αναιρετήριο πραγ΅ατικά περιστατικά. Κατά τα λοιπά, οι εκτιθέμενες στον αυτό λόγο αναίρεσης αιτιάσεις (ότι υπό τα εκτιθέ΅ενα στο αναιρετήριο περιστατικά δεν καταρτίστηκε σύ΅βαση εξαρτη΅ένης εργασίας κλπ), απαραδέκτως προβάλλονται, αφού πλήττουν την ανέλεγκτη περί των πραγ΅άτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, σύμφωνα με τα άρθρο 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 14-3-2011,αίτηση αναίρεσης της 2139/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό στις 18 Νοεμβρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ