Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική.
Περίληψη:
Λόγοι από τους αριθμ. 9, 14 και 19 αβάσιμοι. Αλυσιτελής ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται αιτιολογία ή παραδοχή της απόφασης που δεν στηρίζει το διατακτικό της. (Επικυρώνει ΕιρΔωδ 137/2009).
Αριθμός 1368/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Χ. - Ε. Φ. ή Ι. του Ν., κατοίκου ..., 2)Φ. Φ. ή Ι. του Ν., κατοίκου ..., και 3)Φ. συζ. Δ. Φ., το γένος Ν. Φ. Ι., κατοίκου .... Οι 1η και 2ος παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Δήμα και η 3η εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.
Της αναιρεσίβλητης: Φ. συζ. Π. Μ., το γένος Α. Χ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κυριάκο Τσέλιο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από: α)19/7/1999 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, β)13/4/2000 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και γ)30/5/2001 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 386/2001 του ίδιου Δικαστηρίου, 180/2005 μη οριστική και 137/2009 οριστική του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15/6/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Ο λόγος αναιρέσεως από τον αρ.14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι το δικαστήριο παρά τον νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο είναι αβάσιμος όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κήρυξε απαράδεκτο που δεν υπήρχε στη συγκεκριμένη περίπτωση, τέτοιο δε απαράδεκτο δεν υπάρχει όταν επί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής αποδεικνύεται ότι η αγωγή αυτή έχει εγγραφεί κατά το άρθρο 220 παρ.1 του ΚΠολΔ στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, καθώς και όταν η αγωγή, στην οποία αναφέρονται εκτός των άλλων και η θέση, η έκταση και τα όρια του επίδικου ακινήτου, που είναι αναγκαία για το κατά τα άρθρα 1094 του ΑΚ και 216 παρ.1 του ΚΠολΔ ορισμένο της δεν απορρίπτεται ως ποσοτικώς ή ποιοτικώς αόριστη. Τέλος, ο αναιρετικός λόγος από τον αρ.9 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας επιδικάζει ό,τι ζητήθηκε με την αγωγή που κρίθηκε κατ'ουσίαν βάσιμη.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, η αναιρεσίβλητη ζήτησε με την από 19-7-1999 αγωγή της κατά των αναιρεσειόντων να αναγνωριστεί κυρία ενός αγρού, εκτάσεως 113.000 τ.μ. περίπου, που βρίσκεται στη θέση "..." ... και συνορεύει "ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Χ. Σ., νότια με κρημνά (βράχια), δυτικά με ιδιοκτησία Α. Π. και βόρεια με παραλία της θάλασσας" και το οποίο περιήλθε σ'αυτήν με τους αναφερόμενους νόμιμους, παράγωγο και πρωτότυπο, τρόπους, για τον λόγο ότι οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν την κυριότητά της αυτή στο ανωτέρω ακίνητο, ισχυριζόμενοι ότι τούτο ανήκει σ'αυτούς, η αγωγή δε αυτή έγινε δεκτή με την προσβαλλόμενη υπ'αριθμ.137/2009 απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου, με την οποία και αναγνωρίστηκε ότι το επίδικο ως άνω ακίνητο ανήκει κατά κυριότητα στην αναιρεσίβλητη-ενάγουσα. Η αγωγή αυτή, όπως βεβαιώνεται στην πρωτόδικη υπ' αριθμ. 386/2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, που την είχε απορρίψει για άλλον λόγο, προκύπτει δε και από το προσκομιζόμενο νόμιμο αντίγραφό της, με τη σχετική επισημείωση του αρμόδιου υποθηκοφύλακα Καρπάθου, ως αναγνωριστική κυριότητας αγωγή είχε εγγραφεί στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων του Δήμου Καρπάθου, κατ'άρθρον 220 παρ.1 του ΚΠολΔ στον τόμο Ξ' 2012 και με ημερομηνία 1-9-1999, κατά συνέπειαν δε ορθώς το Εφετείο δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω μη εγγραφής της στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, και τα αντίθετα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα. Περαιτέρω, υπό τον προπαρατεθέντα προσδιορισμό κατά θέση, έκταση και όρια του επιδίκου που διαλαμβάνεται στην αγωγή, η αγωγή αυτή είναι πλήρως ορισμένη, κατά την έννοια του άρθρου 216 παρ.1 στοιχ.β'του ΚΠολΔ, ως προς την ταυτότητα του επιδίκου (αντικείμενο της διαφοράς), ως προς την οποία και δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, το δε Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ορισμένη την αγωγή, δεν υπέπεσε στην ειρημένη αναιρετική πλημμέλεια της παρά τον νόμο μη κηρύξεως απαραδέκτου, κατ'άρθρον 559 αρ.14 του ΚΠολΔ, όπως επίσης αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο της αιτήσεώς τους. Τέλος, ενόψει της αναγνωρίσεως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, της αναιρεσίβλητης κυρίας του επίδικου ακινήτου, εκτάσεως 113.000 τ.μ., όπως ζητούσε με την αγωγή της, είναι προφανές ότι το Εφετείο δεν επεδίκασε πλέον του αιτηθέντος, και είναι ωσαύτως αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον δεύτερο και υπό την επίκληση του αριθμού 9 του ίδιου άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο της αιτήσεώς τους.
ΙΙ. Λόγος αναιρέσεως που πλήττει αιτιολογία ή παραδοχή της απόφασης η οποία δεν στηρίζει το διατακτικό της είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού και υπό την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς του δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της προσβαλλόμενης απόφασης. Εξάλλου ο λόγος αναιρέσεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι αβάσιμος όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, ειδικότερα, τα εξής: "Το επίδικο ακίνητο, ήτοι αγρόν έκτασης 113.000 τ.μ. (...), τον μεταβίβασε ο αληθής κύριος αυτού Φ. Φ. του Ι. λόγω προίκας στην κόρη του Σ. (...) δυνάμει του από 29-7-1939 ιδιωτικού προικοσυμφώνου, το οποίο συντάχθηκε κατά το ισχύον τότε βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Στον προικοδότη Φ.Φ., ο οποίος απεβίωσε την 7-9-1962, είχε περιέλθει κατά κυριότητα λόγω αγοράς από τον Ι.Σ. δυνάμει του από 5-6-1927 ιδιωτικού πωλητηρίου, που καταρτίστηκε κατά τα τότε ισχύοντα στην Κάρπαθο, για τις μεταβιβάσεις ακινήτων. Το ανωτέρω επίδικο αγροτεμάχιο από 29.7.1939 το νεμήθηκε με διάνοια κυρίου, συνεχώς και αδιαλείπτως, η Σ. συζ. Μ. Α., το γένος Φ. Φ., ασκώντας επ' αυτού τις στη φύση του και τον προορισμό του ως καλλιεργήσιμου αγρού διακατοχικές πράξεις νομής, και συγκεκριμένα το καθάριζε από τα άγρια χόρτα και τους θάμνους, το καλλιεργούσε με δημητριακά, σιτάρι, κριθάρι, βρώμη και συγκόμιζε τους καρπούς του μέχρι την 26.6.1979, που το μεταβίβασε κατά κυριότητα στην κόρη τής αδελφής της Ε., ενάγουσα, δυνάμει του υπ' αριθμ. ... προικοσυμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Ρόδου Ηλία Λαδή, νόμιμα μεταγραμμένου (...), η οποία ενάγουσα (Φ. συζ. Π. Μ., το γένος Α. Χ.) περιποιήθηκε στα γηρατειά της την θεία της Σ.Ι. χήρα Μ. Α., το γένος Φ. Φ., γεννηθείσα την 4.12.1904, μέχρι τον κατά την 28.9.1989 θάνατό της. Έκτοτε η ενάγουσα από την 27.6.1979 άρχισε να νέμεται με διάνοια κυρίου συνεχώς και αδιαλείπτως το επίδικο ακίνητο, ασκώντας επ' αυτού όλες τις διακατοχικές πράξεις νομής και κατοχής που αρμόζουν στον κύριο. Ειδικότερα το καθάριζε από τους θάμνους, φρόντιζε τα σύνορά του και γενικά το επέβλεπε ως ιδιοκτήτρια, μέχρι τον Φεβρουάριο του 1993 που το Ελληνικό Δημόσιο, με την υπ' αριθμ. 1004491/315/0010/3.2.1993 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και Μεταφορών-Επικοινωνιών, απαλλοτρίωσε για λόγους δημόσιας ωφέλειας και ειδικότερα για την ανάπτυξη του Κρατικού Αερολιμένα Καρπάθου, ακίνητα έκτασης 450.583 τ.μ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται τμήμα του ανωτέρω επιδίκου ακινήτου, έκτασης 65.499 τ.μ., εμφαινόμενο με αριθμό 144α στον οικείο κτηματολογικό διάγραμμα-πίνακα. Μετά τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης σε 1500 δραχμές ανά τ.μ. με την υπ' αριθ. 164/1997 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η ενάγουσα ζήτησε με αίτησή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου να αναγνωριστεί δικαιούχος της αποζημίωσης, όμως στη δίκη αυτή άσκησαν κυρία παρέμβαση οι ενάγοντες στη δεύτερη αγωγή (αναιρεσείοντες), οι οποίοι ζητούσαν να αναγνωριστούν αυτοί δικαιούχοι της αποζημίωσης, ισχυριζόμενοι ότι ήταν κύριοι του απαλλοτριωμένου ακινήτου, αμφισβητώντας έτσι την κυριότητα της ενάγουσας, με αποτέλεσμα το ανωτέρω Δικαστήριο, εφόσον αμφισβητήθηκε το δικαίωμα μεταξύ περισσοτέρων υποτιθεμένων δικαιούχων, εξέδωσε την υπ' αριθμ. 37/1999 παρεμπίπτουσα απόφαση του, με την οποία απείχε να εκδώσει οριστική απόφαση περί αναγνώρισης δικαιούχου. Μετά την παραπάνω απαλλοτρίωση η ενάγουσα συνέχισε να νέμεται με διάνοια κυρίου το υπόλοιπο εκ του όλου επιδίκου ακινήτου έκτασης 47.501 τ.μ. (ήτοι 113.000 τ.μ. το όλο ακίνητο μείον 65.499 τ.μ. το απαλλοτριούμενο τμήμα αυτού ίσον 47.501 τ.μ), ασκώντας τις προαναφερόμενες διακατοχικές πράξεις νομής και κατοχής που αρμόζουν στον κύριο, μέχρι και το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής (2.8.1999). Μετά από αυτά κυρία του όλου επίδικου ακινήτου έκτασης 113.000 τ.μ. είναι η ενάγουσα, γενομένη τέτοια με παράγωγο τρόπο δυνάμει του προμνημονευομένου υπ' αριθμ. ... προικοσυμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Ρόδου Ηλία Λαδή, νόμιμα μεταγεγραμμένου, και με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία, αφού κατά τα προαναφερθέντα το νεμήθηκε με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας, προσμετρώντας στο χρόνο νομής της το συνεχή και αδιάλειπτο χρόνο νομής τής ως άνω άμεσης δικαιοπαρόχου της από 27.9.1939 μέχρι το Φεβρουάριο του 1993 στο απαλλοτριωμένο τμήμα έκτασης 65.499 του όλου επιδίκου ακινήτου και στο υπόλοιπο τμήμα έκτασης 47.501 τ.μ. από 27.9.1939 μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής 2.8.1999. Ο ισχυρισμός των εναγόντων στη δεύτερη αγωγή (αναιρεσείοντες) ότι το όλο επίδικο ακίνητο έκτασης 113.000 τ.μ., ο αληθής κύριος αυτού Φ. Φ. του Ι. το μεταβίβασε λόγω άτυπης δωρεάς το 1950 στον γυιό του Ν. Φ. ή Ι. του Φ., πατέρα τους, αδελφό της άμεσης δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, ο οποίος το νεμήθηκε με διάνοια κυρίου και συγκεκριμένα το καθάριζε από τους θάμνους και το επέβλεπε μέχρι και τον κατά την 30.12.1991 θάνατό του, γενόμενος έτσι κύριος του όλου επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, τον οποίο κληρονόμησαν εξ αδιαθέτου ως τέκνα του αυτοί (ενάγοντες) και η πρόσφατα μεταποβιωσάσα αδελφή τους Μ. Π., το γένος Ν. Φ. Ι., κατά ποσοστά 1/4 εξ αδιαιρέτου έκαστος, οι οποίοι συνέχισαν να το νέμονται, ασκώντας επ' αυτού τις ως άνω διακατοχικές πράξεις νομής του άμεσου δικαιοπαρόχου τους, κρίνεται απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, καθόσον ο πατέρας των εναγόντων Ν. Φ. ή Ι. του Φ. γεννηθείς την 24.2.1912 στην Κάρπαθο, λατόμος στο επάγγελμα, τέλεσε νόμιμο γάμο το 1946 με την εξετασθείσα μάρτυρα των εναγόντων Σ. τέως συζ. Ν. Φ. Ι. το γένος Ε. Δ. (ο γάμος των οποίων λύθηκε με διαζύγιο το 1982), έφυγε οικογενειακώς το 1952 από την Κάρπαθο και διέμενε μόνιμα στην Αθήνα, εργαζόμενος ως λατόμος αρχικά στην Πεντέλη και μετά στα Μελίσσια Αττικής, ο οποίος και μετά την συνταξιοδότηση συνέχισε να διαμένει μόνιμα στην Αθήνα ..., μέχρι και τον κατά την 3.12.1991 θάνατό του, αυτός ποτέ δεν νεμήθηκε με διάνοια κυρίου το επίδικο ακίνητο από το 1950 μέχρι και το χρόνο θανάτου του 30.12.1991, δεδομένου ότι τη νομή με διάνοια κυρίου επί του επιδίκου ακινήτου, κατά τα προαναφερθέντα, την ασκούσαν η αδελφή του Σ. συζ. Μ. Α. το γένος Φ. Φ. από 29.7.1934 μέχρι 26.6.1979 και η ενάγουσα από 27.6.1979 μέχρι το Φεβρουάριο του 1993 στο απαλλοτριωμένο τμήμα έκτασης 65.499 τ.μ. και στο υπόλοιπο τμήμα έκτασης 47.501 τ.μ. από 27.6.1979 μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής 2.8.1999 και ως εκ τούτου οι ενάγοντες στη δεύτερη αγωγή δεν απέκτησαν κυριότητα στο επίδικο ακίνητο που ισχυρίζονται ότι κληρονόμησαν εξ αδιαθέτου από τον κατά την 30.12.1991 αποβιώσαντα πατέρα τους Ν. Φ. ή Ι. του Φ., αφού ο αποβιώσας πατέρας τους δεν είχε αποκτήσει κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία επ' αυτού (...)". Από τα ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι το Εφετείο δέχεται ότι το επίδικο ακίνητο, εκτάσεως 113.000 τ.μ., περιήλθε στην κυριότητα της αναιρεσίβλητης με το υπ'αριθμ.... προικοσυμβόλαιο που μεταγράφηκε νόμιμα, αλλά και με έκτακτη χρησικτησία, με την κατά τα αναφερόμενα στην απόφαση νομή του επιδίκου από την αναιρεσίβλητη, ολόκληρου μεν από την κατά τα ανωτέρω μεταβίβασή του σ'αυτήν (1979) μέχρι την απαλλοτρίωση του επίσης αναφερόμενου τμήματός του, εμβαδού 65499 τ.μ., τον μήνα Φεβρουάριο του 1993, του υπόλοιπου δε, μη απαλλοτριωθέντος, τμήματος, εμβαδού 47501 τ.μ., μέχρι την άσκηση της αγωγής (2-8-1999), προσμετρώντας (η αναιρεσίβλητη) στον δικό της ως άνω χρόνο χρησικτησίας και τον χρόνο χρησικτησίας, δια της επίσης αναφερόμενης νομής, της δικαιοπαρόχου της-προικοδότριας Σ.ς Αγγέλου από το έτος 1939 μέχρι την ως ανωτέρω μεταβίβασή του στην αναιρεσίβλητη (1979), και ότι (δέχεται το Εφετείο) οι αναιρεσείοντες και οι φερόμενοι ως δικαιοπάροχοί τους δεν άσκησαν ποτέ πράξεις νομής επί του επιδίκου. Με τους τέταρτο και πέμπτο λόγους του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση των αριθμών, αντίστοιχα, 8 και 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, προβάλλονται ελαττώματα (έλλειψη υπογραφής και θεωρήσεως προσκομισθέντος αντιγράφου) ως προς την εγκυρότητα και εντεύθεν την αποδεικτική δύναμη του προρρηθέντος, στις αιτιολογίες της απόφασης, από 29-7-1939 ιδιωτικού προικοσυμφώνου, δυνάμει του οποίου, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, το επίδικο ακίνητο είχε περιέλθει στη δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης Σ. συζ. Μ. Α. από τον πατέρα της, κύριο του ακινήτου, Φ. Φ. του Ι.. Ενόψει των προπαρατεθεισών παραδοχών του Εφετείου, στις οποίες το δικαστήριο στήριξε το διατακτικό του (ανωτ.υπό Ι), είναι προφανές ότι το ειρημένο από 29-7-1939 ιδιωτικό προικοσύμφωνο δεν άσκησε καμμία επιρροή στην κρίση του δικαστηρίου για την κυριότητα του επιδίκου και δεν στήριξε το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αναφερόμενο ιστορικώς για τον τρόπο περιελεύσεως του επιδίκου στην δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης, η οποία και έγινε κυρία του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, κατά συνέπειαν δε και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη οι λόγοι αυτοί της αναίρεσης προβάλλονται αλυσιτελώς και είναι απορριπτέοι. Υπό τις ίδιες, ως ανωτέρω, παραδοχές του Εφετείου, το δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 974, 1045 και 1051 του ΑΚ ως προς το ουσιώδες ζήτημα του χρόνου χρησικτησίας επί του επιδίκου εκ μέρους της αναιρεσίβλητης, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον έκτο και τελευταίο, από το άρθρο 559 αρ.19 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους.
ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν του ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-6-2011 αίτηση των Χ. - Ε. Φ. κ.λπ. για αναίρεση της υπ'αριθμ.137/2009 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ