Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1021 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αοριστία αγωγής, Αποδεικτικά μέσα, Αρμοδιότητα .




Περίληψη:
Αρνητική αγωγή. Στοιχεία ορισμένου, Νομική - Ποσοτική αοριστία άρθ. 559 αρ. 1, 14 και 8. Αρμοδιότητα 55 παρ. 5 ο οικείος αναιρετικός λόγος ιδρύεται επί αναρμοδιότητος του δικάσαντος δικαστηρίου της ουσίας και όχι του πρωτοβαθμίου, αρθρ. 559 αρ. 1 και 19. Δεν ιδρύονται οι οικείοι λόγοι όταν οι αποδιδόμενες πλημμέλειες αφορούν σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων 559 αρ. 11 περ. γ. Η άποψη ότι διαφορετική εκτίμηση των εγγράφων θα είχε άλλο αποτέλεσμα πλήττει την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Οι κατά το άρθρο 390 Κ.Πολ.Δ. γνωμοδοτήσεις είναι έγγραφα.




Αριθμός 1021/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία: "’. Δ. Βιομηχανική - Εμπορική Εταιρεία Ετοίμων Ενδυμάτων και Ειδών Κλωστοϋφαντουργίας - Εκμετάλλευση Ακινήτων Α.Ε" και τον διακριτικό τίτλο "Α. Δ. ΑΕ, με έδρα το ..., που εκπροσωπείται νόμιμα. Παραστάθηκε ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής ’. Δ., ο οποίος διόρισε πληρεξουσία δικηγόρο την Μαριέττα Γεωργούλη.
Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Σ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Χαραλάμπη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/7/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4729/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 81/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 28/4/2010 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 25/1/2013 έκθεση της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Η πληρεξουσία της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με την εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρμοσθεί, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ αν το δικαστήριο για την κρίση του ως προς το νόμω βάσιμο της αγωγής είτε αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί, είτε αρκέστηκε σε λιγότερα, ενώ αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αριθμ.8 και 14 του ΚΠολΔ (ΑΠ 179/2013). Η αοριστία του δικογράφου της αγωγής, ενόψει του ότι δεν αφορά τη δημόσια τάξη, αφού συνιστά έλλειψη αυτοτελούς διαδικαστικής προϋπόθεσης και όχι προδικασίας, πρέπει κατ' άρθρο 562 ΚΠολΔ, για το παραδεκτό της προβολής του, να προταθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να γίνεται μνεία περί τούτου στο αναιρετήριο (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 834/2013). Περαιτέρω από το άρθρο 1108 παρ.1 εδ.α ΑΚ συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της αρνητικής αγωγής είναι η περιγραφή του πράγματος, το οποίο υφίσταται προσβολή, η κυριότητα του ενάγοντος πάνω σ' αυτό, τα περιστατικά που συνιστούν την παράνομη προσβολή της κυριότητας από τον εναγόμενο και αίτημα για άρση της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον με καταδίκη του εναγομένου σε τέλεση πράξης και την παράλειψη της στο μέλλον (ΑΠ 609/2012). Ακόμη ο κύριος του πράγματος, του οποίου διαταράχθηκε η κυριότητα, χωρίς να είναι απαραίτητο να είναι και νομέας του, μπορεί να απαιτήσει και την αναγνώριση της κυριότητάς του στο επίδικο, όταν αμφισβητείται από τον εναγόμενο, οπότε η αγωγή έχει χαρακτήρα αρνητικής αγωγής του άρθρου 1108 ΑΚ στην οποία έχει σωρευτεί παραδεκτά και αναγνωριστική αγωγή δικαιώματος κυριότητας του πράγματος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 1, 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δέχθηκε ως ορισμένη την ένδικη αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή, στην οποία ο αναιρεσίβλητος - ενάγων ανέφερε ότι βρίσκεται στη νομή του επιδίκου ακινήτου, την κυριότητα του οποίου από τις αρχές του 2005 προσβάλλει η αναιρεσείουσα - εναγομένη, μολονότι αυτός (ενάγων - αναιρεσίβλητος) στην από 12-8-2008 και με αριθμ. πράξεως καταθ. 8466/2008 διεκδικητική κατά της αναιρεσείουσας αγωγή του για το ίδιο ακίνητο, που άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών ομολογεί ότι δεν βρίσκεται στη νομή του επιδίκου και ότι από το 2005 έχει αποβληθεί από αυτήν. Ότι ο σχετικός περί αοριστίας ισχυρισμός υποβλήθηκε παραδεκτά το πρώτον στο Εφετείο γιατί προέκυψε μετά την έκδοση της εκκληθείσας πρωτόδικης αποφάσεως. Το Εφετείο ενόψει της μεταβιβάσεως σ'αυτό της υποθέσεως στο σύνολό της και της εντεύθεν, κατά τα άρθρα 511, 520 και 522 ΚΠολΔ, εξουσίας του να ερευνήσει αυτεπάγγελτα το ορισμένο της αγωγής αναφέρει ως προς τον παραπάνω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) τα ακόλουθα: "Με τέτοιο περιεχόμενο η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη....αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα, κατά νόμο, στοιχεία, που αρκούν να τη θεμελιώσουν κατά τις διατάξεις των άρθρων 1710-1712, 1846, 1193, 1198, 1199, 1108 παρ.1 ΑΚ, 70, 946-947, 118 αρ.4 και 216 ΚΠολΔ ... . Είναι λοιπόν απορριπτέα ως αβάσιμα, όσα για το αντίθετο υποστηρίζει η εναγομένη (εκκαλούσα) με τις παρούσες από 18-11-2009 έγγραφες προτάσεις της για αοριστία της αγωγής, επικαλούμενη ότι ο ενάγων (εφεσίβλητος) δεν βρίσκεται στη νομή του επιδίκου από πολλώ ετών, ενώ, αντίθετα η ίδια (εναγομένη - εκκαλούσα) νέμεται και κατέχει αυτό, όπως άλλωστε ο αντίδικός της ενάγων αναφέρει σε μεταγενέστερη από 12-8-2008 και με αύξοντα αριθμό καταθ.168371/8466/15-9-2008 αγωγή του (διεκδικητική κυριότητας του ίδιου ακινήτου) που άσκησε εναντίον της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νομικά αδιάφορος, κατά το μέρος που αναφέρεται σε αοριστία και έλλειψη (ενεργητικής) νομιμοποιήσεως της αγωγής, αφού όπως έχει προεκτεθεί, την αρνητική αγωγή μπορεί να ασκήσει ο κύριος του πράγματος, του οποίου διαταράχθηκε η κυριότητα (με την επίκληση δηλαδή, μερικής προσβολής της κυριότητας, όπως γίνεται εδώ και όχι ολικής), χωρίς να είναι απαραίτητο να είναι νομέας του πράγματος".
Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν αρκέστηκε σε λιγότερα από όσα στη νομική σκέψη και στις αναφερόμενες στο προεκτεθέν κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως διατάξεις απαιτούνται ως προς τα στοιχεία της νομής και της διαταράξεως επί αρνητικής αγωγής, τα οποία επαρκώς και κατά το πραγματικό τους μέρος προσδιοριζόντουσαν στην αγωγή και γι' αυτό οι ερευνώμενες από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτιάσεις πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, ενώ περαιτέρω δεν στοιχειοθετείται ούτε και η από τη διάταξη του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου επικαλούμενη αιτίαση, αφού ο επικληθείς περί αοριστίας από την εκκαλούσα - αναιρεσείουσα ισχυρισμός, λήφθηκε υπόψη, μολονότι ήταν αλυσιτελής, αφού απέδιδε στην αγωγή αοριστία που δεν προέκυπτε από το δικόγραφό της, αλλά από την παραπομπή σε άλλα, εκτός του κειμένου της έγγραφα, ενώ αυτή (εκκαλούσα - αναιρεσείουσα) υπελάμβανε ότι η αοριστία του δικογράφου της αγωγής μπορεί να προκύψει από τις αποδείξεις και μάλιστα να προταθεί το πρώτον στη δευτεροβάθμια δίκη ως οψιγενής κατά το άρθρο 527 παρ.2 ΚΠολΔ ισχυρισμός, υπήρξε δε ως εκ περισσού επ'αυτού απάντηση, κριθέντος ως νομικά αδιαφόρου. Ενόψει τούτων ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.5 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο σε περίπτωση καθ' ύλην αρμοδιότητος εσφαλμένα δέχθηκε ότι είναι αρμόδιο ή αναρμόδιο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 47, σύμφωνα προς τις οποίες δεν υπόκεινται σε προσβολή με ένδικο μέσο απόφαση πρωτοδικείου, πολυμελούς ή μονομελούς, για το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, και απόφαση πολυμελούς πρωτοδικείου, για υπόθεση της αρμοδιότητος του μονομελούς. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως δημιουργείται μόνον, όταν υπάρχει σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας αναφερόμενο σε παραδοχή καθ' ύλην αρμοδιότητας ή αναρμοδιότητας αυτού του ιδίου. Επομένως δεν θεμελιώνεται ο λόγος αυτός, όταν το Εφετείο επιλαμβανόμενο εφέσεως που υπάγεται, κατά το άρθρο 19 του ΚΠολΔ στην καθ' ύλην αρμοδιότητά του, κρίνει εσφαλμένως ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση ήταν ή δεν ήταν αρμόδιο καθ' ύλην (Ολ.ΑΠ 5/2003, Ολ.ΑΠ 3/1991, Ολ.ΑΠ 30/1995 ΑΠ 638/2012, ΑΠ 1034/2010, ΑΠ 1192/2010). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι εσφαλμένα δέχθηκε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν αρμόδιο καθ' ύλην, για την εκδίκαση της σωρευομένης με την αρνητική του άρθρου 1108 ΑΚ, αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή, καθόσον δεν αναφερόταν στο δικόγραφο η προσδιορίζουσα την καθ'ύλην αρμοδιότητα αξία του επιδίκου. Ο λόγος αυτός, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, είναι απαράδεκτος, καθόσον η προβαλλομένη αιτίαση δεν αναφέρεται σε σφάλμα του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου αναφορικά με τη δική του αρμοδιότητα προς εκδίκαση της εφέσεως αλλά σε σφάλμα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.
Επειδή από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 10/2011, ΑΠ 191/2013). Εξάλλου, ο κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως, ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 834/2013). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάζονται με αυτά κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι από τον ’ρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε λόγος αναίρεσης από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 567/2013, ΑΠ 197/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο από τους λόγους της αναιρέσεως και με την επίκληση των παραπάνω διατάξεων των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια α)ότι απέρριψε την ένσταση ιδίας κυριότητας της αναιρεσείουσας - εναγομένης με τακτική χρησικτησία, γιατί εσφαλμένα δέχθηκε ότι αυτή δεν έχει νόμιμο τίτλο και ότι το πρώτον, απαραδέκτως, κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ, επικαλέστηκε καλή, κατά το άρθρο 1042 ΑΚ πίστη στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για την οποία (καλή πίστη) επαλλήλως δέχθηκε ότι δεν υπάρχει, για το λόγο ότι η εναγομένη αναιρεσείουσα και οι δικαιοπάροχοί της από το 1990 γνώριζαν ή σε κάθε περίπτωση από βαρειά αμέλεια αγνοούσαν ότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους τους. Ότι η κρίση αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι εσφαλμένη, αφού με σαφήνεια και πληρότητα η αναιρεσείουσα εξέθετε στις προτάσεις της πρωτοβάθμιας δίκης, που νόμιμα επανέφερε στο Εφετείο, ότι απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας και ότι η επίκληση του άρθρου 1041 ΑΚ συμπεριλαμβάνει και την καλή πίστη, έστω και αν από παραδρομή δεν ανεγράφη και το στοιχείο αυτό (καλή πίστη) και ότι σε κάθε περίπτωση υφίσταται νομιζόμενος τίτλος, β)ότι απέρριψε την ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσείοντα με έκτακτη χρησικτησία, ενώ αυτή (αναιρεσείουσα) επικαλέστηκε και απέδειξε ότι η ίδια και οι δικαιοπάροχοί της βρίσκονται στη νομή του επιδίκου ακινήτου, το οποίο είναι τμήμα του μεγαλυτέρου, επιφανείας 17.565 τ.μ. ακινήτου τους, επί 33 έτη και ειδικότερα ότι οι δικαιοπάροχοί τους από το 1972 και η ίδια από το 2001 έχουν περιφράξει το όλο ακίνητο και έχουν ανεγείρει σ' αυτό από το 1974, με νόμιμη οικοδομική άδεια κτίσματα, έχουν κατασκευάσει σωληνώσεις ύδατος και καλωδιώσεις ηλεκτρικού ρεύματος, έχουν προβεί σε εδαφικές διαμορφώσεις, σε τσιμεντοστρώσεις, ασφαλτοστρώσεις κ.λπ. και ότι το επίδικο, ως τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου έχει απωλέσει την αυθυπαρξία του, όπως προκύπτει και από την από 2-2-2009 έκθεση του αρχιτέκτονα μηχανικού Χ. Θ. και την από Ιανουαρίου 2009 έκθεση φωτοερμηνείας του Δ.Μ. και ότι γι'αυτό δεν μπορεί να γίνει λόγος για εποπτεία και επίβλεψη από τον αναιρεσίβλητο, αφού δεν ήταν δυνατόν αυτός, ανά πάσα στιγμή με εμφανείς υλικές πράξεις να εκδηλώνει την επ'αυτού φυσική εξουσία του και γ)ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται ο αναιρεσίβλητος προκύπτει ότι αυτός και ο δικαιοπάροχός του - πατέρας του δεν είχαν αποκτήσει παραγώγως την κυριότητα του επιδίκου, σε αντίθεση με την αναιρεσείουσα που είχε αποκτήσει την κυριότητα αυτή με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Ειδικότερα ότι ενώ ο αναιρεσίβλητος ισχυρίζεται ότι απέκτησε το επίδικο από εκ διαθήκης κληρονομιά του πατέρα του Γ. Σ. και δη με τη νόμιμα δημοσιευθείσα υπ' αριθμ. .../22.11.1982 δημόσια διαθήκη της συμβ/φου Κρωπίας Αικ. Καρασήμου, αποδέχθηκε το ακίνητο αυτό ως κληρονομιαίο μετά από 23 χρόνια, δεν το συμπεριέλαβε στις δηλώσεις φόρου κληρονομίας των ετών 1984 και 1987, καθώς και στο Ε-9 και ότι τούτο στους κτηματολογικούς πίνακες και το κτηματολογικό διάγραμμα της απαλλοτριώσεως της περιοχής, φέρεται ως ιδιοκτησία Τ. και περαιτέρω ενώ ισχυρίζεται ότι ο δικαιοπάροχός του - πατέρας του απέκτησε το ακίνητο με συμβολαιογραφική πράξη δωρεάς του συμβ/φου Κρωπίας Παν. Μιχαήλ, του οποίου το αρχείο καταστράφηκε από πυρκαϊά στην κατοχή, δεν επιμελήθηκε μετά την ανασύσταση του καταστραφέντος αυτού αρχείου στην καταχώρηση του τίτλου στο Υποθηκοφυλακείο Κρωπίας. Οι λόγοι αυτοί στους οποίους δεν προσδιορίζονται οι παραβιάσεις των περί πρωτοτύπου και παραγώγου τρόπου αποκτήσεως κυριότητας διατάξεων, ούτε διαλαμβάνονται οι ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες και τα ζητήματα στα οποία αφορούν και που είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, είναι απαράδεκτοι, καθόσον ευθέως, απροκάλυπτα και χωρίς επιφάσεις για ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση των εν λόγω διατάξεων πλήττουν την ορθότητα της εκτιμήσεως των αποδείξεων και την περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, η οποία κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Ενόψει τούτων οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, ενώ η μερικότερη αιτίαση του έκτου λόγου ότι έχει παραγραφεί η διεκδικητική αγωγή, μη υφισταμένου εντεύθεν εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της ένδικης αναγνωριστικής, της κυριότητας αγωγής, είναι απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ, γιατί ούτε στο αναιρετήριο αναφέρεται, ούτε από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει, ότι είχε προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας, ούτε υπάγεται σε κάποια από τις αναφερόμενες στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 562 εξαιρετικές περιπτώσεις του επιτρεπτού της υποβολής του το πρώτον στον ’ρειο Πάγο (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 193/2013, ΑΠ 834/2013).
Επειδή, κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ.γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 495/2013). Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του (Ολ.ΑΠ 23/2008, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 179/2013). Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ'είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 17/2013) ενώ ως αποτελούντα ξεχωριστά από τα έγγραφα αποδεικτικά μέσα πρέπει να μνημονεύονται η έκθεση και το πρακτικό αυτοψίας (359 ΚΠολΔ), η γνωμοδότηση των πραγ/νων (383 ΚΠολΔ) τα πρακτικά εξέτασης των μαρτύρων (410 ΚΠολΔ) και οι ένορκες βεβαιώσεις (270 παρ.2 και 339 ΚΠολΔ) ΑΠ 495/2013, ΑΠ 481/2013. Για τις κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔ γνωμοδοτήσεις δεν απαιτείται ειδική μνεία, αφού πρόκειται περί εγγράφου που ρυθμίζεται ειδικά και όχι περί ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου, η δε μνεία της απόφασης ότι "λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα" καλύπτει και αυτές (Ολ.ΑΠ 8/2005, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 481/2013). Περαιτέρω μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμα αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 14-15-16/2005), ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 495/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον έκτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι δεν έλαβε υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, με επίκληση, στον πρώτο βαθμό και επαναφερθέντα στον δεύτερο παρακάτω αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυπτε η βασιμότητα του έχοντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ισχυρισμού της αναιρεσείουσας περί ιδίας κυριότητας του επιδίκου. Ειδικότερα η προσβαλλομένη δεν έλαβε υπόψη α) την υπ' αριθμ. .../9-2-1973 άδεια οικοδομής της Πολεοδομίας ΔΑΑ, β) την υπ' αριθμ. .../2.4.1975 πράξη της ίδιας υπηρεσίας, γ)την από 2-2-2009 τεχνική έκθεση και τα συνοδεύοντα αυτήν τρία σχεδιαγράμματα του αρχιτέκτονα μηχανικού Χ. Θ., δ)την από Ιανουαρίου 2009 έκθεση φωτοερμηνευτικής έρευνας του τοπογράφου μηχανικού 1, με τις προσαρτημένες σ'αυτήν δύο αεροφωτογραφίες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (ΓΥΣ) των ετών 1978 και 1988, ε)την νόμιμα δημοσιευθείσα υπ' αριθμ. .../22.11.1982 δημόσια διαθήκη του Γ. Ν.Σ. στη συμβ/φο Κρωπίας Αικατερίνη Γ. Μπραϊμη - Καρασήμου, στ) την υπ' αριθμ. .../14-10-2005 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ζ) την από 8.3.1974 δήλωση φόρου κληρονομίας του αναιρεσίβλητου, η)την από 28-7-1997 συμπληρωματική δήλωση κληρονομίας του αναιρεσιβλήτου, θ) την από 1-10-2008 και με αριθμ. πραξ. καταθ. 8466/2008 αγωγή του αναιρεσίβλητου κατά αναιρεσείουσας στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ι) το υπ' αριθμ. 395/Δ/24.11.1976 ΦΕΚ τ.Δ' σε συνδυασμό α) με τον κτηματολογικό πίνακα καταμερισμού μεταξύ και δημοσίων και παροδίων ιδιοκτητών της αποζημιώσεως ακινήτων προς βελτίωση της Ε.Ο. Σταυρού - Λαυρίου και β) το από 9-7-1987 κτηματολογικό διάγραμμα της άνω απαλλοτριώσεως. ια) έγχρωμες φωτογραφίες του όλου ενιαίου και αδιάσπαστου ακινήτου των ετών 1993, 1996, 2000, 2004, 2005, 2008 και δύο πανοραμικές έγχρωμες φωτογραφίες του όλου ακινήτου, με το εργοστάσιο, έτους 2006, ιβ) τα από 4-5-1990, 1-2-2002, 21-2-2005, 1-2-2007 ιδιωτικά συμφωνητικά μισθώσεως με εκμισθώτρια την "Τ. ΑΕ" το πρώτο και την αναιρεσείουσα τα λοιπά και εκμισθωτή τον Α. Γ., το από 12-7-1990 ιδιωτικό συμφωνητικό συνάψεως χρησιδανείου μεταξύ Α. Γ. και ’. - Ε. και Χ. Δ. και την υπ' αριθμ. .../4.1.2007 ένορκη βεβαίωση του Α. Γ. στη συμβ/φο Ιορδάνα Μορφωντού. Ο λόγος αυτός, που κατ' αρχάς είναι παραδεκτός γιατί όλων των παραπάνω αποδείξεων έγινε επίκληση και προσκομιδή τους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με νόμιμη κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ επαναφορά (Ολ.ΑΠ 23/2008), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ), που ρητά αναφέρει (φύλλο 6α) ότι λήφθηκαν υπόψη "τα έγγραφα, που επικαλούνται νομίμως και προσκομίζουν οι διάδικοι, σε μερικά από τα οποία γίνεται παρακάτω ειδική μνεία, χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης" ... μεταξύ των οποίων "φωτογραφίες του επιδίκου, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αριθμ.3, 448 παρ.2, 457 παρ.4 ΚΠολΔ" ... "τις υπ' αριθμ. .../4.1.2007 "... ένορκες βεβαιώσεις των Α. Γ. ...", σε συνδυασμό με το περιεχόμενό της, όπου γίνεται και ειδικότερη αναφορά σε κάποια από τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία (φύλλο 7α για την .../9.2.1973 οικοδομική άδεια, φύλλο 10β για τοπογραφικά διαγράμματα, ένορκες βεβαιώσεις, φωτογραφίες του επιδίκου, για την από 2-2-2009 τεχνική έκθεση του αρχιτέκτονα - μηχανικού Χ. Θ. και την από Ιανουαρίου 2009 έκθεση φωτοερμηνευτικής έρευνας του αγρονόμου τοπογράφου - μηχανικού Δ.Μ., φύλλο 11β για συμβόλαια, τοπογραφικά διαγράμματα κ.λπ), δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για την στήριξη του αποδεικτικού πορίσματος και την απόρριψη του περί ιδίας κυριότητας, με τακτική και έκτακτη χρησικτησία ισχυρισμού της αναιρεσείουσας, ενώ για τα υπό στοιχ.γ, δ αποδεικτικά μέσα που είναι γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 481/2013) κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔ δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη αναφορά, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, δεν είναι ιδιαίτερες αποδείξεις, αλλά έγγραφα, που ρυθμίζονται "ειδικά" και εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και ως προς αυτά αρκούσε η αναφορά "στα έγγραφα που λήφθηκαν υπόψη". Εξάλλου η άποψη της αναιρεσείουσας ότι η διαφορετική εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών μέσων, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ (ΑΠ 481/2013, ΑΠ 609/2013). Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός και συνακόλουθα η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου (άρθρ.183 και 176 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-4-2010 αίτηση της ΑΕ "’. Δ. Βιομηχανική Εμπορική Εταιρεία Ετοίμων Ενδυμάτων και Ειδών Κλωστοϋφαντουργίας - Εκμετάλλευση Ακινήτων ΑΕ" και τον διακριτικό τίτλο "’. Δ. ΑΕ" κατά του Ν. Σ. του Γ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 81/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Μαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή