Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίληψη:
Εφόσον προκύπτει ότι η υπόθεση ήταν εκκρεμής ενώπιον του Εφετείου κατά τη δημοσίευση του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α΄ 20-3-2013), αφού συζητήθηκε την 6-3-2013, και δημοσιεύθηκε στις 30-5-2013, έπρεπε να εφαρμόσει το νόμο αυτό και να δεχθεί ότι το παραπάνω αίτημα είναι νόμιμο. Κατά την άποψη που επικράτησε στο δικαστήριο, παραβίασε την παραπάνω διάταξη.
Αριθμός 2011/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1. Ε. Π. του Γ., 2. Γ. Χ. του Α. και 3. Α. Ζ. του Α., κατοίκων ..., εκ των οποίων ο 2ος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνο Ρήγο και οι 1ος και 3ος εκπροσωπήθηκαν από τον ανωτέρω πληρεξούσιο και δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Του ΟΤΑ Α' Βαθμού με την επωνυμία "Δήμος Πάργας", που παρίσταται ως καθολικός διάδοχος της Δημοτικής Επιχείρησης με την επωνυμία "Αναπτυξιακή Δημοτική Επιχείρηση Πάργας", έχων ως έδρα την Πάργα Πρεβέζης και η οποία εκπροσωπείται νόμιμα, και ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του, Γρηγόριο Γερασίμου και Ανδρέα Τάσση, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-6-2003 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πρέβεζας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 886/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 233/2005 του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20-2-2007 αίτησή τους.
Εκδόθηκε η 123/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρεί την ανωτέρω απόφαση και παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο για περαιτέρω εκδίκαση.
Εκδόθηκε η 143/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 18-12-2013 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 3-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της, από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί για το παραδεκτό της αγωγής να εκτίθενται στο δικόγραφο της τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένης νομικής διάταξης, στην οποία και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή αίτημα. Ακόμη, κατά το άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου υπόκειται και η εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας του περιεχομένου διαδικαστικών εγγράφων, στα οποία περιλαμβάνεται και η αγωγή, για την οποία η εσφαλμένη, ως προς τη νομιμότητα και την εν γένει θεμελίωσή της, κρίση ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, γιατί ανάγεται στη μη προσήκουσα εφαρμογή και ερμηνεία του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Η νομική δε αοριστία της αγωγής, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το ουσιαστικό δικαστήριο, ελέγχεται αναιρετικά, ως παραβίαση από τον αριθ. 1 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια και πληρότητα της αγωγής και τη νομική βασιμότητά της, σε αναφορά με συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ορίζει ο κανόνας αυτός για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία ή διάφορα από αυτά. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του KΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών (αρθ. 173 και 200 του Α.Κ.). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, το άρ. 656 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε ΅ε το άρ. 61 του ν. 4139/13, ορίζει ότι: "Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζό΅ενος έχει δικαίω΅α να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το ΅ισθό για το διάστη΅α που δεν απασχολήθηκε. Δικαίω΅α να απαιτήσει το ΅ισθό έχει ο εργαζό΅ενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζό΅ενος δεν είναι υποχρεω΅ένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, ό΅ως, έχει δικαίω΅α να αφαιρέσει, από το ΅ισθό καθετί που ο εργαζό΅ενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού". Από την ως άνω διάταξη, σαφώς προκύπτει ότι, σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας σύ΅βασης εργασίας εργαζο΅ένου, το δικαστήριο, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτη΅α, διατάσσει την πραγματική απασχόληση του, στη θέση την οποία κατείχε πριν την άκυρη καταγγελία, χωρίς να έχει την ευχέρεια να απορρίψει το σχετικό αίτη΅α ή να αξιώσει περισσότερα στοιχεία, για τη θεμελίωση του. Πρέπει να σημειωθεί ότι με την ως άνω διάταξη τροποποιήθηκε εκείνη του άρθρου 656 Α.Κ. η οποία όριζε ότι : "Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ή αν η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που τον αφορούν και δεν οφείλεται σε ανωτέρα βία, ο εργαζό΅ενος έχει δικαίω΅α να απαιτήσει το ΅ισθό ..... ". Με αυτή τη διατύπωση ο νο΅οθέτης, σε περίπτωση ακύρωσης της καταγγελίας σύ΅βασης εργασίας και περιέλευσης του εργοδότη σε καθεστώς υπερη΅ερίας, προέβλεπε ότι ο εργαζό΅ενος ΅πορεί να αξιώσει ΅όνον το ΅ισθό του. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που υποβαλλόταν αίτημα για την πραγματική απασχόληση του εργαζομένου, προκειμένου να θεμελιωθεί η αξίωση αυτή, ήταν αναγκαία η επίκληση με την αγωγή πραγματικών περιστατικών, με βάση τα οποία η μη πραγματική απασχόληση του από τον εργοδότη θεμελίωναν προσβολή της προσωπικότητας του ή καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη. Περαιτέρω, κατά το άρ. 98 του παραπάνω νό΅ου, οι διατάξεις του άρ. 61, μεταξύ των οποίων και του τροποποιημένου 656 ΑΚ, "καταλαμβάνουν και τις εκκρε΅είς υποθέσεις". Τέλος, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 533 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση, έχει την έννοια ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που διείπε την έννομη σχέση ή το δικαίωμα που αποτελούσε αντικείμενο της δίκης και συνεπώς ήταν εφαρμοστέος όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση και όχι τον τυχόν ισχύοντα νεώτερο νόμο με αντίθετο ή άλλο περιεχόμενο, που όμως δεν έχει αναδρομική δύναμη.
Συνεπώς, αν αυτός έχει αναδρομική δύναμη τότε εφαρμόζει τον τελευταίο. Στην προκειμένη περίπτωση, το εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, αφού δέχθηκε ότι η καταγγελία των επίδικων συμβάσεων εργασίας είναι άκυρη, στη συνέχεια δέχθηκε μεταξύ των άλλων και ότι το αίτημα της αγωγής να υποχρεωθεί η εναγομένη να επαναπροσλάβει τους ενάγοντες και να απασχολεί αυτούς, δεν είναι νόμιμο καθόσον και στην περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ο εργοδότης δεν έχει κατ' αρχήν υποχρέωση να απασχολεί το μισθωτό και η μη αποδοχή των προσφερόμενων υπηρεσιών του τελευταίου δεν έχει άλλες συνέπειες εκτός από εκείνες που επέρχονται με την υπερημερία του, εκτός εάν η άρνηση αυτή είναι παράνομη, όπως όταν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζόμενου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητάς του κατά τα άρθρα 59, 914 και 932 του ΑΚ, περιστάσεις που πρέπει να συντρέχουν ακόμη και στην περίπτωση που σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του ν. 1264/1982, επιβάλλεται στον εργοδότη, με απειλή ποινικών κυρώσεων η υποχρέωση πραγματικής απασχόλησης του μισθωτού, διάταξη που αναφέρεται στην εξαιρετική περίπτωση που ο εργαζόμενος απολύθηκε και η απόλυσή του κρίθηκε άκυρη με δικαστική απόφαση, καθόσον η υποχρέωση του εργοδότη για αποδοχή των υπηρεσιών του δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, αλλά με τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων, οπότε για να είναι νόμιμη η αγωγή ως προς το αίτημα της αποδοχής των υπηρεσιών του μισθωτού, θα πρέπει να εκτίθεται στο δικόγραφο περιστατικά με τα οποία η άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες εκ μέρους του εργαζόμενου γίνεται κάτω από περιστάσεις οι οποίες υπερβαίνουν προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ ή συνιστούν παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του ή ότι εκ προθέσεως ζημιώνεται κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή ότι υπαιτίως προσβάλλεται το δικαίωμά του στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και της συμμετοχής του στην οικονομική ζωή, με την παραδοχή δε ότι στην αγωγή τους οι ενάγοντες δεν περιέχουν τα απαραίτητα για τη νομική θεμελίωση αυτού του αιτήματος πραγματικά περιστατικά απέρριψε το σχετικό αίτημα, ως μη νόμιμο. Όμως, εφόσον προκύπτει ότι η υπόθεση ήταν εκκρε΅ής, ενώπιον του, κατά τη δη΅οσίευσή του ν.4139/2013 (ΦΕΚ Α' 20-3-2013), αφού συζητήθηκε την 6-3-2013, και δημοσιεύτηκε στις 30-5-2013, έπρεπε να εφαρμόσει το νόμο αυτό και να δεχθεί ότι το παραπάνω αίτημα είναι νόμιμο.
Συνεπώς, παραβίασε την παραπάνω διάταξη, αφού για τη νομική επάρκεια και πληρότητα της αγωγής, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ορίζει ο κανόνας αυτός και είναι βάσιμος ο μοναδικός λόγος της αναίρεσης, από τον αρ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το παραπάνω μέρος της και εκείνο που αναφέρεται στην επιδίκαση δικαστικών εξόδων.
Από τις συνδυασ΅ένες διατάξεις, του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 580 Κ.Πολ.Δ., το οποίο προστέθηκε ΅ε το άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 4055/2012 και ορίζει ότι, αν αναιρεθεί η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, στο οποίο παραπέ΅φθηκε η υπόθεση για παραπέρα εκδίκαση ΅ετά από πρώτη αναίρεση, δεν γίνεται δεύτερη παραπο΅πή, αλλά ο ’ρειος Πάγος δικάζει την ουσία της υπόθεσης, της παραγράφου 2 του άρθρου 570 ΚΠολΔ, κατά την οποία νέοι ισχυρισ΅οί των διαδίκων και νέα αποδεικτικά ΅έσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης από τον ’ρειο Πάγο ΅ετά την αναίρεση υποβάλλονται σύ΅φωνα ΅ε τις διατάξεις που ισχύουν για τα δικαστήρια της ουσίας και της παρ. 2 του άρθρου 581 του ίδιου Κώδικα, σύ΅φωνα ΅ε την οποία η υπόθεση συζητείται στο δικαστήριο της παραπο΅πής ΅έσα στα όρια που διαγράφονται ΅ε την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις, κατά το άρθρο 237, προκύπτουν τα εξής: Σε περίπτωση δεύτερης αναιρετικής απόφασης για την ίδια υπόθεση, ο ’ρειος Πάγος δεν έχει τη δυνατότητα εκ νέου παραπο΅πής στο δικαστήριο της ουσίας, αλλά οφείλει να κρατήσει και να δικάσει ο ίδιος την υπόθεση κατ' ουσία, λειτουργώντας ως δευτεροβάθ΅ιο δικαστήριο. Δεν προχωρεί ό΅ως α΅έσως ΅ετά την αναίρεση της απόφασης στην ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, έστω και αν οι διάδικοι, ενόψει της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης και υπό την προϋπόθεση παραδοχής αυτής, έχουν καταθέσει προτάσεις και για την ουσία της υπόθεσης, αφού δεν υφίσταται και δεν νοείται, υπό την ισχύ των προαναφερό΅ενων διατάξεων, ενοποιη΅ένο στάδιο συζήτησης της αίτησης αναίρεσης και της ουσίας της υπόθεσης. Το αναιρετικό τ΅ή΅α, το οποίο, όταν δικάζει κατ' ουσία την υπόθεση, οφείλει να τηρεί και τις προαναφερό΅ενες διατάξεις των άρθρων 581 παρ. 2 και 570 παρ. 2 του ΚΠολΔ, συζητεί την υπόθεση ΅έσα στα όρια που διαγράφονται ΅ε την αναιρετική απόφαση, αφού ό΅ως κατατεθούν προτάσεις, σύ΅φωνα ΅ε τις προβλέψεις του άρθρου 237 ΚΠολΔ και αφού ΅ετά την αναίρεση παρασχεθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να υποβάλουν νέους ισχυρισ΅ούς και νέα αποδεικτικά ΅έσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, σύ΅φωνα ΅ε τις ισχύουσες για τα δικαστήρια της ουσίας διατάξεις. Μπορεί, δηλαδή, να προβληθούν από τους διαδίκους στον ’ρειο Πάγο, ΅ε κρίσι΅η χρονική αφετηρία τη, ΅ετά την αναίρεση, συζήτηση της υπόθεσης, κατ' ουσία νέοι ισχυρισ΅οί, υπό τους περιορισ΅ούς των άρθρων 527 και 269 παρ. 2 ΚΠολΔ, ή και να ασκηθούν από τον εκκαλούντα πρόσθετοι λόγοι έφεσης με τις προϋποθέσεις του άρθρου 520 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ενδεχό΅ενη ταυτόχρονη εξέταση, ύστερα από ΅ια ενιαία συζήτηση, τόσο της αίτησης αναίρεσης, όσο και της ουσίας της υπόθεσης, στην περίπτωση βέβαια που η πρώτη γίνει δεκτή, συνεπάγεται τη δυσχέρανση ή και τη ΅αταίωση ουσιαστικά της άσκησης εκ ΅έρους των διαδίκων των πιο πάνω ευχερειών και παράλληλα επιβάλλει σ' αυτούς, κατά παραγνώριση της αρχής της οικονο΅ίας της δίκης, το υπέρ΅ετρο και συχνά περιττό δικονο΅ικό βάρος της κατάθεσης προτάσεων για την ουσία της υπόθεσης σε όλη τη δυνατή έκταση, αφού αυτοί δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν εκ των προτέρων αν θα αναιρεθεί και σε ποια έκταση η προσβαλλό΅ενη απόφαση και συνακόλουθα ποια είναι τα όρια της εκδίκασης της υπόθεσης στην ουσία. Έτσι, για την εκπλήρωση της επιβαλλό΅ενης στον ’ρειο Πάγο, από τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, υποχρέωσης για εκδίκαση, ΅ετά από δεύτερη αναίρεση, της υπόθεσης κατ' ουσία, θα πρέπει να λάβει χώρα νέα συζήτηση της υπόθεσης, ΅ετά την έκδοση της αναιρετικής απόφασης, ενώπιον του αναιρετικού τ΅ή΅ατος, το οποίο δικάζει πλέον ως δικαστήριο ουσίας, ύστερα από κλήση του επι΅ελεστέρου από τους διαδίκους, σύ΅φωνα ΅ε τις προβλέψεις της διάταξης του άρθρου 581 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η οποία εφαρ΅όζεται και στην περίπτωση αυτή. Εφόσον, λοιπόν, στην κρινό΅ενη υπόθεση αναιρείται η απόφαση του δικαστηρίου, που δίκασε ΅ετά από αναίρεση προηγού΅ενης απόφασής του, ως προς το κύριο αίτημα της αγωγής, να υποχρεωθεί η εναγομένη να επαναπροσλάβει τους ενάγοντες και να απασχολεί αυτούς, κατ' νάγκη δε και το παρεπόμενο περί απειλής σε βάρος της χρηματικής ποινής, για την περίπτωση μη συμμόρφωσης της, πρέπει η υπόθεση να διακρατηθεί και να δικασθεί, κατά το ΅έρος αυτό, από το Τ΅ή΅α τούτο, σε νέα συζήτηση, που θα λάβει χώρα ΅ετά από κλήση του επι΅ελεστέρου των διαδίκων. Τέλος, πρέπει, να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος (καθολικός διάδοχος της εναγομένης), στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων μειωμένα, σύμφωνα με τα άρθρα 183 ΚΠολΔ και 281 του ν. 3463/2006 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, την 143/2013 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων, κατά το μέρος της, που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Κρατεί την υπόθεση, κατά το αναιρού΅ενο ΅έρος της, προς ουσιαστική εκδίκαση σε νέα συζήτηση, ΅ετά από επίσπευση του επι΅ελέστερου των διαδίκων. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Οκτωβρίου 2014. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Νοεμβρίου 2014.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Οκτωβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ