Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίληψη:
Προκειμένου να εξευρεθούν και να θεωρηθούν εφαρμοστέοι οι ευνοϊκότεροι κανόνες, πρέπει να αναζητηθεί η πηγή που περιέχει τους ευνοϊκότερους όρους, ως σύνολο, για το ζήτημα των αποδοχών των εργαζομένων. Τα επιπλέον ποσά, που αντιστοιχούσαν σε αύξηση μεγαλύτερη του 12%,ορθώς, καταχωρήθηκαν, ως «αρνητική προσωπική διαφορά», σύμφωνα με το άρθρο 9 της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, η οποία υπεγράφη κατ' εφαρμογή της §3 του άρθρου 12 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της ΕΡΤ-ΑΕ, στα πλαίσια μίας γενικής αναμόρφωσης του μέχρι τότε ισχύοντος με προηγούμενες ΕΣΣΕ μισθολογικού καθεστώτος. Οι διατάξεις της δεν αντίκειται στον ως άνω Κανονισμό, ούτε θεσπίζουν δυσμενείς σε σχέση με τους οριζόμενους σε αυτόν όρους εργασίας για τους εργαζομένους της εναγομένης.
Αριθμός 480/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Α. Των αναιρεσειόντων - καλούντων: 1) Α. Κ., έως και 225) Τ. Ζ., κατοίκων εκ της υπηρεσίας τους
. Εκπροσωπήθηκαν όλοι, πλην του 60ου των αναιρεσειόντων Π. Κ., που δεν παραστάθηκε, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Καρανάσιο, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι: α) ο 60ος αναιρεσείων Π. Κ. απεβίωσε την 1η-1-2010 και την βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζουν οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Α. χα Π. Κ., Σ. Π. Κ. και Α. Π. Κ., κάτοικοι ... που εκπροσωπούνται από τον ίδιο, β) το επώνυμο της 12ης των αναιρεσειόντων είναι Κ. Α. (πρώην Α. Α.), γ) εκ παραδρομής το επώνυμο της 79ης των αναιρεσειόντων γράφτηκε στο αναιρετήριο "Κ." αντί του ορθού "Κ.", δ) το επώνυμο της 104ης των αναιρεσειόντων είναι Γ. Μ. (πρώην Κ. - Γ. Μ.), ε) το επώνυμο της 157ης των αναιρεσειόντων είναι Μ. Σ. (πρώην Μ. - Π. Σ.), στ) το επώνυμο της 164ης των αναιρεσειόντων είναι Ν. - Κ. Ε. (πρώην Ν. Ε.) και ζ) το επώνυμο της 210ης των αναιρεσειόντων είναι Μ. Φ. (πρώην Τ. Φ.).
Του αναιρεσιβλήτου - καθού η κλήση: Ελληνικού Δημοσίου, ως καθολικού διαδόχου της καταργηθείσας (δυνάμει της αριθμ. Οικ. 2/11-6-2013 κοινής απόφασης του Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ και του Υπουργού Οικονομικών) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση ΑΕ" (ΕΡΤ ΑΕ), που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και τον Ειδικό Διαχειριστή, που κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και τον ειδικό πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λαλλά.
Β. Του αναιρεσείοντος - καθού οι κλήσεις - καθού η πρόσθετη παρέμβαση: Ελληνικού Δημοσίου, ως καθολικού διαδόχου της καταργηθείσας (δυνάμει της αριθμ. Οικ. 2/11-6-2013 κοινής απόφασης του Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ και του Υπουργού Οικονομικών) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση ΑΕ" (ΕΡΤ ΑΕ), που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και τον Ειδικό Διαχειριστή, που κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και τον ειδικό πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λαλλά.
Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων - υπερών η πρόσθετη παρέμβαση: 1) Α. Κ., έως και 225) Τ. Ζ., κατοίκων εκ της υπηρεσίας τους
. Εκπροσωπήθηκαν όλοι, πλην του 60ου των αναιρεσιβλήτων Π. Κ., που δεν παραστάθηκε, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Καρανάσιο, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι: α) ο 60ος αναιρεσίβλητος Π. Κ. απεβίωσε την 1η-1-2010 και την βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζουν οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Α. χα Π. Κ., Σ. Π. Κ. και Α. Π. Κ., κάτοικοι ... που εκπροσωπούνται από τον ίδιο, β) το επώνυμο της 12ης των αναιρεσιβλήτων είναι Κ. Α. (πρώην Α. Α.), γ) το επώνυμο της 104ης των αναιρεσιβλήτων είναι Γ. Μ. (πρώην Κ. - Γ. Μ.), δ) το επώνυμο της 157ης των αναιρεσιβλήτων είναι Μ. Σ. (πρώην Μ. - Π. Σ.), ε) το επώνυμο της 164ης των αναιρεσιβλήτων είναι Ν. - Κ. Ε. (πρώην Ν. Ε.) και στ) το επώνυμο της 210ης των αναιρεσιβλήτων είναι Μ. Φ. (πρώην Τ. Φ.).
Της αναιρεσίβλητης: Μ. Σ., κατοίκου εκ της υπηρεσίας της
η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Της προσθέτως παρεμβαίνουσας - καλούσας: Δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία "Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Προσωπικού Ελληνικής Ραδιοφωνίας - Τηλεόρασης" (ΠΟΣΠΕΡΤ), που εδρεύει στην Αγία Παρασκευή Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Σωτηρακόπουλο.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Στο σημείο αυτό, οι πληρεξούσιοι του Ελληνικού Δημοσίου ζήτησαν ν' αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξαν. Για το ζήτημα της αναβολής έλαβε το λόγο και ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων/αναιρεσιβλήτων - καλούντων, που δεν συναίνεσε στο αίτημα των αντιδίκων.
Το Δικαστήριο διασκέφθηκε με τη συμμετοχή και του Γραμματέα και διά του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα της αναβολής και προχώρησε στη συζήτηση της υπόθεσης.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-9-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων/αναιρεσιβλήτων - καλούντων και της υπό στοιχείο Β αναιρεσίβλητης Μ. Σ., που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 290/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5394/2010 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν: α) αναιρεσείοντες/αναιρεσίβλητοι - καλούντες με την από 28-3-2012 αίτησή τους, η οποία αρχικά προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 20-11-2012 και κατόπιν αναβολών για τη δικάσιμο της 15-10-2013, οπότε ματαιώθηκε και β) η τότε αναιρεσείουσα ΕΡΤ - ΑΕ με την από 12-5-2011 αίτησή της, η οποία αρχικά προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 24-1-2012 και κατόπιν αναβολών για τη δικάσιμο της 15-10-2013, οπότε ματαιώθηκε. Η υπόθεση επανέρχεται για συζήτηση με τις από 15-10-2013 κλήσεις των καλούντων (αναιρεσειόντων/ αναιρεσιβλήτων και προσθέτως παρεμβαίνουσας).
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 8-11-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως και να απορριφθεί ο πρώτος (ως προς την από 28-3-2012 αίτηση των υπό στοιχείο Α αναιρεσειόντων) και την από 13-1-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως (ως προς την από 12-5-2011 αίτηση αναιρέσεως της ΕΡΤ - ΑΕ). Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ζήτησαν αντίστοιχα την παραδοχή των αιτήσεών τους και της πρόσθετης παρέμβασης, την απόρριψη των αντιθέτων, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύ΅φωνα ΅ε τις διατάξεις των άρθρων 246 και 573 ΚΠολΔ πρέπει να ενωθούν και συνεκδικαστούν οι, από 12-5-2011 και 28-3-2012, αντίθετες αιτήσεις, για την αναίρεση της 5394/2010 απόφασης του Πολυ΅ελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθόσον διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται ΅είωση των εξόδων. Από το συνδυασ΅ό των διατάξεων των άρθ. 94 § 1 (όπως η παρ. αυτή αντικ. ΅ε το άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 4055/12-3-2012), 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικ. ΅ε το άρθ. 7 § 2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά δικαστήρια και δη στον ’ρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται ΅ε πληρεξούσιο δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε ΅ε συμβολαιογραφική πράξη είτε ΅ε προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε ΅ε ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δη΅όσια, δη΅οτική ή άλλη αρχή, ΅πορεί δε να αφορά ορισ΅ένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακό΅η και εκείνες που είχαν γίνει προηγου΅ένως (δ) εάν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή του, ή παρίσταται ΅ε δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας αυτού, η οποία απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την οποία αυτεπάγγελτα ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονο΅ικά απών. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασ΅ό ΅ε εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν ε΅φανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νό΅ι΅α ή επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν ε΅φανισθεί ή ε΅φανισθεί αλλά δεν μετέχει, νο΅ί΅ως, στη συζήτηση, ο ’ρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο δικηγόρος που υπογράφει την κλήση για συζήτηση ήταν εφοδιασμένος ΅ε πληρεξουσιότητα και σε καταφατική περίπτωση η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Και αν ΅εν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εμφανίσθηκε και δεν ε΅φανίστηκε ο αντίδικός του, πρέπει να προσκο΅ίζεται ΅ε επίκληση αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολειπόμενο διάδικο, πρέπει να προσκο΅ίζεται ΅ε επίκληση η κλήση που επιδόθηκε. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 576 ΚΠολΔ, σε περίπτωση απλής ο΅οδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί, νο΅ί΅ως, ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κληθεί νο΅ί΅ως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Τέλος, αν δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη. Στην προκεί΅ενη περίπτωση φέρονται προς συζήτηση οι παραπάνω αιτήσεις αναίρεσης. Κατά τη συζήτησή των η αναιρεσείουσα - αναιρεσίβλητη, Σ. Μ. δεν ε΅φανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε ΅ε δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου της, κατά τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, ενώ όλοι οι λοιποί αναιρεσείοντες - αναιρεσίβλητοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου των Κων/νου Καρανάσιου. Ό΅ως, όσον αφορά και τους Β. Ε. (17η), Ε. Σ. (52η), Κ. Φ. (70ο) και Τ. Α. (213η), δεν προσκο΅ίστηκαν πληρεξούσια έγγραφα, από τα οποία να προκύπτει η, ΅ε τον τρόπο που προαναφέρθηκε, παροχή πληρεξουσιότητας στον παραπάνω δικηγόρο για την εκπροσώπησή των στο δικαστήριο και συνεπώς η παράστασή των δεν είναι νό΅ι΅η και θεωρούνται απόντες. Εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει νό΅ι΅η επίσπευση της συζήτησης της υπόθεσης και από τους απολειπόμενους αναιρεσείοντες - αναιρεσίβλητους, ούτε αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι αυτοί κλητεύθηκαν, νό΅ι΅α και ε΅πρόθεσ΅α, για να παραστούν στην παρούσα δικάσι΅ο από την αντίδικό τους αναιρεσείουσα - αναιρεσίβλητη ή το Ελληνικό Δημόσιο που υπεισήλθε στη θέση της ΕΡΤ ΑΕ και συνεχίζει τη δίκη ή τους λοιπούς αναιρεσείοντες - αναιρεσίβλητους, αφού οι παριστάμενοι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προσκο΅ίζουν, την οικεία έκθεση επίδοσης ή αντίγραφο της κρινό΅ενης αίτησης αναίρεσης, ΅ε την πράξη ορισ΅ού δικασί΅ου και κλήση για συζήτηση στη δικάσι΅ο αυτή. Πρέπει, επο΅ένως, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση των κρινό΅ενων αιτήσεων αναίρεσης, ως προς τους παραπάνω διαδίκους. Κατά τη διάταξη του άρθρου 669 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία εφαρ΅όζεται και επί αναίρεσης (άρθρο 675Α ΚΠολΔ) "Αναγνωρισμένα επαγγελ΅ατικά σω΅ατεία εργαζο΅ένων ή εργοδοτών, αναγνωρισμένες ενώσεις τους ή επιμελητήρια, έχουν το δικαίω΅α να παρέ΅βουν υπέρ διαδίκου, εφόσον είναι ΅έλος τους ή ΅έλος κάποιας από τις οργανώσεις που αποτελούν την ένωση". Στην προκει΅ένη υπόθεση άσκησε, για πρώτη φορά, πρόσθετη παρέ΅βαση, υπέρ των αναιρεσίβλητων στην πρώτη αίτηση αναίρεσης, η δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση ΅ε την επωνυ΅ία "Πανελλήνια Ο΅οσπονδία Συλλόγων Προσωπικού Ελληνικής Ραδιοφωνίας - Τηλεόρασης" (ΠΟΣΠΕΡΤ), με την από 12-1-2012 πρόσθετη παρέμβασή της, την οποία επέδωσε στην αναιρεσείουσα ΕΡΤ ΑΕ (βλ. .../18-1-2012 έκθεση επίδοσης του δικ. Επιμελητή
) επικαλούμενη, ως έννομο συμφέρον, την προστασία των εργασιακών και οικονομικών συμφερόντων των εργαζομένων μελών πρωτοβάθμιων σωματείων, που υπάγονται σ' αυτήν.
Συνεπώς, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, υφίσταται στο πρόσωπο της παρεμβαίνουσας το αναγκαίο έννομο συμφέρον και, αφού η παρέμβαση ασκήθηκε παραδεκτά, πρέπει να συνεκδικαστεί με την αίτηση αναίρεσης. Σύμφωνα με την αρχή της εύνοιας των μισθωτών, την οποία καθιέρωνε το άρθρο 3 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ν. 3239/ 1955 "περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας", σε συνδυασμό με το άρθρο 680 ΑΚ και επανέλαβε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του, κατά τον, στην προκειμένη περίπτωση, κρίσιμο χρόνο ισχύοντος ν. 1876/1990 "για τις ελεύθερες διαπραγματεύσεις", οι ευνοϊκότεροι για τους μισθωτούς όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των τυχόν δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ). Και τούτο, διότι οι κανονιστικοί όροι μιας ΣΣΕ περιέχουν κατώτατα όρια υποχρεωτικής προστασίας, έτσι, ώστε με τις ατομικές συμβάσεις να απαγορεύεται μεν η δυσμενέστερη ρύθμιση των ίδιων ζητημάτων, να επιτρέπεται, όμως, η βελτίωση της προστασίας αυτής. Από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών συνάγεται ότι η αρχή της εύνοιας υπέρ αυτών δεν εφαρμόζεται μόνο στη σχέση ΣΣΕ και ατομικής σύμβασης, αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, ΣΣΕ, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, που ρυθμίζουν την εργασιακή σχέση (πρβλ. και άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 1876/ 1990, όσον αφορά τη σχέση ΣΣΕ και νόμων). Στην περίπτωση αυτή η ρύθμιση της ασθενέστερης πηγής μπορεί να αποκλίνει από τη ρύθμιση της ισχυρότερης, μόνο, όμως, προς το συμφέρον των εργαζομένων. Εν τούτοις, για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, κατά το συσχετισμό μιας ΣΣΕ ή άλλης πηγής κανόνων που ρυθμίζουν την εργασιακή σχέση και μιας ατομικής σύμβασης ή, γενικότερα, κατά το συσχετισμό των διαφόρων κανονιστικών πηγών μεταξύ τους, τα σύνολα των όρων που ρυθμίζουν τις αποδοχές συγκρίνονται ως ενότητα. Με την έννοια αυτή, αν δεν υπάρχει αντίθετη, ειδική ρύθμιση, προκειμένου να εξευρεθούν και να θεωρηθούν εφαρμοστέοι οι ευνοϊκότεροι κανόνες, δεν είναι δυνατή η επιλογή ορισμένων όρων αποδοχών από μία πηγή και ορισμένων από άλλη, διότι δεν επιτρέπεται η σύγχρονη εφαρμογή περισσοτέρων κανονιστικών πηγών, αλλά πρέπει να αναζητηθεί η πηγή που περιέχει τους ευνοϊκότερους όρους, ως σύνολο, για το ζήτημα των αποδοχών των εργαζομένων. Ειδικά, όσον αφορά στη συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ, αυτό αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 1876/1990. Περαιτέρω, από το σύνολο των διατάξεων του ν. 1876/1990 συνάγεται ότι οι όροι εργασίας, τους οποίους ρυθμίζει κάποια συλλογική σύμβαση εργασίας, μπορούν να τροποποιηθούν με νεότερη τέτοια σύμβαση (διαδοχή ΣΣΕ). Διαδοχή ΣΣΕ υπάρχει όταν χρονικά νεότερη ΣΣΕ αντικαθιστά προγενέστερη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος. Κατά τη διαδοχή ΣΣΕ, η νεότερη ΣΣΕ μπορεί να τροποποιεί τους όρους εργασίας της παλαιότερης τόσο υπέρ όσο και σε βάρος των εργαζομένων, δηλαδή κατά τη διαδοχή ΣΣΕ δεν ισχύει η αρχή της προστασίας ή της ευνοίας υπέρ των μισθωτών, αλλά η αρχή της τάξεως (αρχή της διαδοχής των ρυθμίσεων). Για να καταστεί όρος της ατομικής σύμβασης εργασίας κανονιστικός όρος της ΣΣΕ πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και μισθωτών ΣΣΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει η νεότερη ΣΣΕ (διαδοχή τάξεων), έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες διατάξεις για τους μισθωτούς, αφού ρητά συμφωνήθηκε με την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμόζεται η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του από 20-4-1989 Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της ΕΡΤ Α.Ε., που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του Ν. 1730/ 1987 και εγκρίθηκε με την 8256/Ζ2/ 815/12-4-1989 (ΦΕΚ 283/ 13/20-4-1989) απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης, "ο παρών ΓΚΠ της ΕΡΤ Α.Ε. καθορίζει τους όρους, τις συνθήκες εργασίας του προσωπικού... καθώς και τις εν γένει σχέσεις του προσωπικού με την εταιρία", ενώ, κατά την §1 του άρθρου 12 αυτού, "το τακτικό προσωπικό εξελίσσεται, ανεξάρτητα από το βαθμό που έχει σε ενιαία μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.). Κατά την §3 του ίδιου άρθρου "ο βασικός μισθός κάθε μισθολογικού κλιμακίου καθορίζεται με ειδική - συλλογική σύμβαση εργασίας, που συνάπτεται μεταξύ της πολυπληθέστερης δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης και της ΕΡΤ ΑΕ...", και κατά την §10 του αυτού άρθρου "μειωμένες αποδοχές καταβάλλονται στο προσωπικό στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον παρόντα Κανονισμό και από τις σχετικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας". Με την από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, που κατατέθηκε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας (5/1-8-2001 πράξη), τροποποιήθηκε ο μέχρι τότε ισχύων ΓΚΠ της εταιρείας, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 1876/1990. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 της εν λόγω ΕΣΣΕ, ορίσθηκε ότι "Στην παρούσα ΣΣΕ υπάγεται το τακτικό και έκτακτο (πλην δημοσιογράφων, ιατρών και δικηγόρων) προσωπικό της ΕΡΤ ΑΕ, που καλύπτεται από τα πρωτοβάθμια σωματεία, τα οποία είναι μέλη της ΠΟΣΠΕΡΤ". Με το άρθρο 2 της ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι "1. Με την παρούσα σύμβαση θεσπίζεται νέο μισθολόγιο, το οποίο αποκαθιστά τις δυσχέρειες και αδυναμίες του προηγούμενου, όπως και τις ακραίες εξατομικεύσεις των αμοιβών, δημιουργώντας νέο, δικαιότερο, ορθολογικότερο, ευνοϊκότερο για τους εργαζομένους, κατανοητό και εύκολα εφαρμόσιμο λογιστικά, μισθολογικό καθεστώς. 2. Οι διαφορές αποδοχών, που θα προκύψουν μεταξύ των καταβαλλομένων την 28-2-2001 και των δικαιουμένων με την εφαρμογή του νέου μισθολογίου την 1-3-2001, θα καταβληθούν σταδιακά ως εξής: Α) Το 50% της διαφοράς από την 1-3-2001. Β) Το υπόλοιπο 50% της διαφοράς από την 1-3-2002. 3. Με την έναρξη ισχύος της παρούσας, καταργούνται οι. αντίστοιχες διατάξεις του ΓΚΠ της ΕΡΤ ΑΕ, όπως ενδεικτικά τα άρθρα 12, 13 κ.λπ. και γενικά κάθε διάταξη που ρυθμίζει θέματα μισθολογικά ή σχετίζεται με τις καταργούμενες ρυθ΅ίσεις. 4. Όπου στον ΓΚΠ της ΕΡΤ ΑΕ γίνεται παραπο΅πή στις διατάξεις του, που ρυθμίζουν ΅ισθολογικά θέ΅ατα, εφεξής θεωρείται ότι η παραπο΅πή γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις της παρούσης. 5. Η επανένταξη του προσωπικού ΅ε βάση τα νέα ΅ισθολογικά κλι΅άκια (ΜΚ) θα ολοκληρωθεί ΅έσα σε προθεσ΅ία τριών (3) ΅ηνών από την κατάθεση ενός πρωτοτύπου της παρούσας στην αρ΅όδια Επιθεώρηση Εργασίας". Με τα άρθρα 3 - 8 καταστρώθηκαν, συνολικά, το νέο ΅ισθολόγιο, τα νέα ΜΚ, οι κανόνες ένταξης των εργαζο΅ένων σε αυτά ανάλογα ΅ε την ειδικότητά τους, τα διατηρού΅ενα και καταργού΅ενα επιδό΅ατα και, γενικά, το ΅ισθολογικό καθεστώς των εργαζο΅ένων που υπάγονταν στην από 31-7-2001 ΕΣΣΕ κατά τρόπο πλήρη, οριστικό και διαφορετικό του ΅έχρι τότε ισχύοντος βάσει του ΓΚΠ. Με το άρθρο 9 της ίδιας ΕΣΣΕ προβλέφθηκε ότι "Οι ποσοστιαίες αυξήσεις του νέου ΅ισθολογίου, σε σχέση ΅ε τις καταβαλλόμενες αποδοχές της 28-2-2001, κυ΅αίνονται για όλους τους υπαλλήλους από 8% ΅έχρι 12%. Σε περίπτωση, κατά την οποία προκύπτει ποσοστιαία αύξηση ΅ικρότερη του 8%, τότε καταβάλλεται συμπληρωματικό ποσό ΅έχρι την κάλυψη του συγκεκριμένου ποσοστού (8%), που διατηρείται ως θετική, προσωπική διαφορά και ε΅φανίζεται σε ξεχωριστή στήλη στη ΅ισθολογική κατάσταση. Σε περίπτωση, κατά την οποία προκύπτει ποσοστιαία αύξηση ΅εγαλύτερη του 12%, τότε περικόπτεται ανάλογο ποσό, ώστε η αύξηση να περιοριστεί στο συγκεκρι΅ένο ποσοστό (12%). Το ποσό που περικόπτεται ε΅φανίζεται σε ξεχωριστή στήλη στη ΅ισθοδοτική κατάσταση ως αρνητική διαφορά. Η ανωτέρω προσωπική διαφορά (θετική ή αρνητική) λα΅βάνεται υπόψη για τη σταδιακή εφαρ΅ογή του νέου ΅ισθολογίου, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 2". Με το άρθρο 23, τέλος, της εν λόγω ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι "... Ευνοϊκότεροι όροι και συνθήκες εργασίας, που έχουν θεσπιστεί για τους εργαζό΅ενους της ΕΡΤ ΅ε διατάξεις Νό΅ων, ΣΣΕ, Διαιτητικών Αποφάσεων, ΓΚΠ και ΑΔΣ ΕΡΤ, δεν θίγονται ΅ε την παρούσα, αλλά εξακολουθούν να ισχύουν και εφαρ΅όζονται στο τακτικό και έκτακτο προσωπικό της ΕΡΤ, που καλύπτεται από την ΠΟΣΠΕΡΤ. Η ισχύς της παρούσας ΣΣΕ σε όσα θέ΅ατα δεν ορίζεται άλλη η΅ερο΅ηνία, αρχίζει από 1-3-2001 και λήγει την 31-12-2002, οι δε διατάξεις της δεσμεύουν τα δύο ΅έρη για όλο το χρονικό διάστη΅α και ΅έχρι την υπογραφή νέας ΣΣΕ". Στη συνέχεια, ΅ε την από 12-2-2004, νεότερη ΕΣΣΕ ΅εταξύ της ΕΡΤ ΑΕ και της ΠΟΣΠΕΡΤ, που κατατέθηκε νό΅ι΅α στην αρ΅όδια Επιθεώρηση Εργασίας, συ΅φωνήθηκε η χορήγηση αυξήσεων επί των βασικών ΅ισθών των ΜΚ, όπως είχαν διαμορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος της, κατά ποσοστό 3,1% για το διάστη΅α από 1-1-2003, 3,1% για το διάστη΅α από 1-7-2003, 3,5% για το διάστη΅α από 1-1-2004 και 3,5% για το διάστη΅α από 1-7-2004, ήτοι συνολική αύξηση για όλο το εν λόγω χρονικό διάστη΅α ανερχόμενη σε ποσοστό 13,2%. Με το άρθρο 2 παρ. 2 της ίδιας ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι "2.1 Με την έναρξη ισχύος της παρούσας καταργούνται όσες διατάξεις του ΓΚΠ της ΕΡΤ είναι αντίθετες ΅ε τα ρυθ΅ιζό΅ενα ΅ε την παρούσα θέ΅ατα. (... ). 2.2. Όπου στον ΓΚΠ της ΕΡΤ ΑΕ γίνεται παραπο΅πή στις διατάξεις του, που ρυθμίζουν ΅ισθολονικά θέ΅ατα, θεωρείται ότι η παραπο΅πή γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις της παρούσας και στις ΕΣΣΕ που έχουν υπογραφεί ΅έχρι σή΅ερα". Με το άρθρο 15 παρ. 2 ορίστηκε ότι "όλες οι προηγού΅ενες ΕΣΣΕ και διαιτητικές αποφάσεις ΅ε οποιονδήποτε τρόπο και αν θεσπίστηκαν και τέθηκαν σε ισχύ αποτελούν αδιάσπαστο σύνολο ΅ε την παρούσα και εξακολουθούν να ισχύουν σε όσα θέ΅ατα δεν τροποποιούνται ΅ε την παρούσα", ήτοι και η από 31-7-2001 ΕΣΣΕ και το άρθρο 9 αυτής. Ό΅οια διάταξη περιλήφθηκε και στην από 16-1-2005 ΕΣΣΕ ΅εταξύ ΕΡΤ και ΠΟΣΠΕΡΤ, που κατατέθηκε αρ΅οδίως, ΅ε την οποία προβλέφθηκε ΅εταξύ άλλων, η χορήγηση αύξησης στους βασικούς ΅ισθούς και τα εκεί αναφερό΅ενα επιδό΅ατα. Στην προκει΅ένη περίπτωση, ΅ε την από 28-9-2007 αγωγή των οι αναιρεσείοντες - αναιρεσίβλητοι - ενάγοντες εκθέτουν ότι τυγχάνουν υπάλληλοι της αναιρεσείουσας - αναιρεσίβλητης - εναγο΅ένης δυνά΅ει συ΅βάσεων εργασίας ορισ΅ένου χρόνου, α΅ειβό΅ενοι βάσει του ΅ισθολογίου που ορίζεται από το άρθρο 12 του, από 20-4-1989, Γενικού Κανονισ΅ού Προσωπικού της ΕΡΤ ΑΕ, όπως αυτό τροποποιήθηκε και ισχύει από 1-3-2001 ΅ε την από 30-7-2001 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύ΅βαση Εργασίας, σε συνδυασ΅ό ΅ε τις εκάστοτε οικείες επιχειρησιακές ΣΣΕ, που συνάπτονται ΅εταξύ του νο΅ί΅ου εκπροσώπου της εναγο΅ένης και του εκπροσώπου της ΠΟΣΠΕΡΤ, της οποίας είναι ΅έλη. Ότι, ειδικότερα, δυνά΅ει του άρθρου 2 της ως άνω επιχειρησιακής συλλογικής σύ΅βασης εργασίας θεσπίστηκε, ΅εταξύ άλλων, νέο ΅ισθολόγιο, επανεντάχθηκε το προσωπικό σε νέα ΅ισθολογικά κλι΅άκια και τροποποιήθηκαν οι αντίστοιχες διατάξεις του Γενικού Κανονισ΅ού Προσωπικού της εναγο΅ένης, που ρύθ΅ιζαν ΅ισθολογικά θέ΅ατα. Ότι, ΅ε το άρθρο 9 της εν λόγω επιχειρησιακής συλλογικής σύ΅βασης εργασίας, καθορίστηκαν οι ποσοστιαίες αυξήσεις επί του νέου ΅ισθολογίου, ανερχόμενες από 8% έως 12%, σε σχέση ΅ε τις καταβαλλόμενες την 28-2-2001 αποδοχές και προβλέφθηκε ότι σε περίπτωση που προκύπτει ποσοστιαία αύξηση ΅εγαλύτερη του 12% τότε περικόπτεται ανάλογο ποσό από τις προβλεπόμενες από το ΅ισθολόγιο ΅ηνιαίες τακτικές αποδοχές τους, ώστε η αύξηση να περιοριστεί στο ανωτέρω ποσοστό 12% και το ποσό που περικόπτεται να εμφανίζεται χωριστά στη ΅ισθοδοτική κατάσταση ως αρνητική διαφορά. Ότι η εναγό΅ενη δεν κατέβαλε σε καθένα από αυτούς, παρακρατώντας τα, ως προσωπική αρνητική διαφορά, τα αναφερό΅ενα στην αγωγή ποσά, από την 1-3-2001 έως και τη 31-12-2006, αν και στο ΅εταξύ χρονικό διάστη΅α, από 1-1-2003 έως 31-12-2004, ίσχυε η από 12-2-2004 ΕΣΣΕ, στην οποία προβλέφθηκαν, συνολικά, αυξήσεις 13,2%. Ότι η ως άνω ρύθ΅ιση του άρθρου 9 της από 30-7-2001 ΕΣΣΕ, ως αντικείμενη στα ευνοϊκότερα οριζόμενα και καθιστάμενα όρους της ατο΅ικής σύ΅βασης εκάστου εξ αυτών του, από 20-4-1989 ισχύοντος Γ.Κ.Π., ο οποίος δεν προέβλεπε την περικοπή των τακτικών ΅ηνιαίων αποδοχών τους, δεν ΅πορούσε να τροποποιήσει και να αντικαταστήσει αυτόν, κατ' εφαρ΅ογή του άρθρου 7 § 2 του ν. 1876/1990 και ότι επιπλέον αυτή δεν τύγχανε εφαρμοστέα, ενόψει της αντίθεσής της ΅ε τις διατάξεις των άρθρων 4 § 1 και 22 § 1 του Συντάγ΅ατος. Ζητούν δε την καταβολή των παρακρατηθέντων ΅ηνιαίως από την εναγό΅ενη ποσών επί των ΅ηνιαίων αποδοχών και επί των επιδο΅άτων εορτών και αδείας από 1-3-2001 έως 31-12-2006 και επικουρικά, (εφόσον κριθεί νό΅ι΅η η ρύθ΅ιση του άρθρου 9 της παραπάνω ΕΣΣΕ), από την 1-1-2003 έως την 31-12-2006, ενόψει του ότι αφενός ΅εν, δυνά΅ει του ως άνω άρθρου σε συνδυασ΅ό ΅ε το άρθρο 2 § 2 της αυτής ΕΣΣΕ, σύ΅φωνα ΅ε το οποίο οι διαφορές αποδοχών που θα προέκυπταν ΅εταξύ των καταβαλλομένων την 28-2-2001 και των δικαιου΅ένων ΅ε την εφαρ΅ογή του νέου ΅ισθολογίου την 1-3-2001, θα καταβάλλονταν σταδιακά και δη το 50% της διαφοράς από την 1-3-2001 και το υπόλοιπο 50% από την 1-3-2002, η ως άνω παρακράτηση θα έπρεπε να γίνει σταδιακά κατά την εφαρ΅ογή αυτής και πάντως για όσο χρονικό διάστη΅α διήρκησε η ΕΣΣΕ, αφετέρου δε κατά την επόμενη ισχύουσα ΕΣΣΕ προβλέφθηκαν συνολικά αυξήσεις 13,2%, οπότε η εν λόγω παρακρατηθείσα προσωπική διαφορά θα έπρεπε ή να ΅ειωθεί ή να εκμηδενιστεί κατά περίπτωση από τις σταδιακές αυξήσεις, κυρίως, ΅ε βάση τους όρους που διέπουν τις συ΅βάσεις εργασίας των, επικουρικώς δε λόγω αδικοπρακτικής συ΅περιφοράς της εναγο΅ένης, η οποία παρανό΅ως και υπαιτίως παρακρατούσε τα αιτού΅ενα ποσά, και όλως επικουρικώς κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισ΅ού. Το πρωτοβάθ΅ιο δικαστήριο, ΅ε την 290/2008 απόφασή του, δέχθηκε, εν ΅έρει, την αγωγή, απορρίπτοντας, ως ΅η νό΅ι΅η, την κύρια βάση της, κατά το ΅έρος ΅ε το οποίο, η ΅η ισχύς του άρθρου 9 της από 30-7-2006 ΕΣΣΕ θεμελιωνόταν στην αντίθεση των οριζόμενων σε αυτό ΅ε τις διατάξεις των άρθρων 4 § 1 και 22 § 1 του Συντάγ΅ατος και την επικουρική της βάση περί αδικαιολόγητου πλουτισ΅ού, υποχρεώνοντας την εναγό΅ενη να καταβάλει σε καθένα των εναγόντων τα αιτού΅ενα ποσά, κατά της απόφασης δε αυτής οι διάδικοι άσκησαν εφέσεις. Το, ως Εφετείο, δικάσαν Πολυ΅ελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ΅ε την προσβαλλό΅ενη απόφασή του, δέχθηκε ότι το πρωτοβάθ΅ιο δικαστήριο το οποίο, ΅ε την εκκαλού΅ενη απόφασή του, έκρινε νό΅ι΅η την αγωγή, όσον αφορά το χρονικό διάστη΅α από 1-3-2001 έως 31-12-2002, δεχόμενο, ότι ΅ε το άρθρο 9 της από 30-7-2001 ΕΣΣΕ θεσπιζόταν δυσμενέστερος όρος σε σχέση ΅ε τα οριζόμενα στον ΓΚΠ της ΕΡΤ ΑΕ και ότι επιπλέον η ρύθμιση αυτού ήταν αντίθετη ΅ε τους όρους του άρθρου 12 § 10 του ως άνω Κανονισ΅ού, εσφαλ΅ένως ερ΅ήνευσε και εφάρ΅οσε τις εν λόγω νο΅οθετικής ισχύος διατάξεις. Κατά το ΅εταγενέστερο, ωστόσο, επίδικο χρονικό διάστη΅α, δηλαδή, από 1-1-2003 έως 31-12-2006, κατά το οποίο, σύ΅φωνα ΅ε τις σχετικές επικλήσεις των εναγόντων, η εναγό΅ενη εξακολούθησε να παρακρατεί από τις αποδοχές των, ως προσωπική αρνητική διαφορά, ακέραια τα αναφερό΅ενα για καθένα εξ αυτών στην αγωγή χρη΅ατικά ποσά, παρά το ότι, από 1-1-2003, ίσχυσε η από 12-2-2004 ΕΣΣΕ, κατά τη διάρκεια ισχύος (1-1-2003 έως 31-12- 2004) της οποίας χορηγήθηκε, σταδιακά, ποσοστιαία συνολική αύξηση επί των έως τότε δια΅ορφω΅ένων βασικών ΅ισθών των ΅ισθολογικών κλι΅ακίων 13,2%, που κάλυπτε το παρακρατηθέν, ως προσωπική διαφορά, ποσό, η κρινό΅ενη αγωγή περί καταβολής διαφορών αποδοχών, είναι νό΅ι΅η στηριζόμενη στις προαναφερό΅ενες διατάξεις. Με βάση τις παραδοχές αυτές, δέχθηκε, κατά ένα ΅έρος, την, από 8-7-2008, έφεση της αναιρεσείουσας - εναγο΅ένης, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της και αφού κράτησε την υπόθεση, έκρινε νό΅ι΅η την αγωγή, ΅όνο για τα αιτού΅ενα ΅ε αυτή χρη΅ατικά ποσά, που αντιστοιχούσαν στις διαφορές αποδοχών των εναγόντων του χρονικού διαστή΅ατος, από 1-1-2003 έως 31-12-2006 και στη συνέχεια, ερευνώντας την αγωγή, κατά το ΅έρος που κρίθηκε νό΅ι΅η, δέχθηκε και τα εξής: Κατ' εφαρ΅ογή του άρθρου 9 της από 30-7-2001 Επιχειρησιακής ΣΣΕ, που υπεγράφη σύ΅φωνα ΅ε την §3 του άρθρου 12 του Γενικού Κανονισ΅ού Προσωπικού της ΕΡΤ-ΑΕ, στα πλαίσια γενικής αναμόρφωσης του ΅έχρι τότε ισχύοντος ΅ε προηγού΅ενες Επιχειρησιακές ΣΣΕ ΅ισθολογικού καθεστώτος, κατά την ένταξη των εναγόντων στα νέα ΅ισθολογικά κλι΅άκια και τη χορήγηση σε αυτούς των αντίστοιχων προβλεπό΅ενων βασικών ΅ισθών, παρακρατήθηκαν από τις αποδοχές καθενός εξ αυτών, ήτοι από το βασικό ΅ισθό και τα επιδό΅ατά τους, κατά τη χρονική περίοδο ισχύος αυτής (1-3-2001 έως 31-12-2002), εκείνα τα ποσά, που σε σχέση ΅ε τις καταβαλλόμενες σε αυτούς κατά την 28-2-2001 αποδοχές, υπερέβαιναν το 12% της χορηγηθείσης ποσοστιαίας αύξησης. Παρά, ωστόσο, το ότι ΅ε τις ΅εταγενέστερες ισχύουσες ΕΣΣΕ και δη την από 12-2-2004, ΅ε χρόνο ισχύος 1-1-2003 έως 31-12-2004, και την από 16-12-2005, ΅ε χρόνο ισχύος 1-1-2005 έως 31-12-2006, χορηγήθηκαν σταδιακά ποσοστιαίες αυξήσεις επί των έως τότε δια΅ορφω΅ένων βασικών ΅ισθών των ΅ισθολογικών κλι΅ακίων, ΅ε τις οποίες καλύπτονταν τα παρακρατηθέντα από κάθε ενάγοντα ως προσωπική διαφορά ποσά, γεγονός που δεν α΅φισβητεί η εναγό΅ενη, η τελευταία, ε΅΅ένοντας στην εφαρ΅ογή της ΅η ισχύουσας, ό΅ως, πλέον ως άνω, από 30-7-2001, Επιχειρησιακής ΣΣΕ, συνέχισε να τα παρακρατά ακέραια και εξ αιτίας του γεγονότος αυτού γεννήθηκε, για το εν λόγω επίδικο χρονικό διάστη΅α, η ένδικη αξίωση των εναγόντων. Με τις παραδοχές αυτές δέχθηκε και κατ' ουσία, κατά ένα ΅έρος, την αγωγή και επιδίκασε στους ενάγοντες τα αιτού΅ενα χρη΅ατικά ποσά, τα οποία αντιστοιχούν στο χρονικό διάστη΅α από 1-1-2003 έως 31-12-2006. Με την κρίση του αυτή το Πολυ΅ελές Πρωτοδικείο: Α) Κατά το ΅έρος ΅ε το οποίο απέρριψε τις αξιώσεις των εναγόντων για το χρονικό διάστη΅α από 1-3-2001 έως 31-12-2002, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Ειδικότερα: 1) Σύ΅φωνα ΅ε όσα προαναφέρθηκαν, η αξίωση των εναγόντων προϋποθέτει ότι ο όρος της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, που προέβλεψε την "αρνητική προσωπική διαφορά" και την εντεύθεν περικοπή των αποδοχών των εναγόντων, είναι ανίσχυρος, επειδή προσκρούει στους ευ΅ενέστερους όρους των ατο΅ικών συ΅βάσεων αυτών, στις οποίες είχε ενσωματωθεί ο ΓΚΠ, που δεν προέβλεπε τέτοια δυνατότητα περικοπής αποδοχών. 2) Το δικαστήριο δέχεται ότι οι ενάγοντες, οι οποίοι, σύ΅φωνα ΅ε τις ατο΅ικές των συ΅βάσεις α΅είβονται ΅ε βάση την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ, δεν συγκρίνουν το παλαιό ΅ε το νέο ΅ισθολογικό καθεστώς, ως ξεχωριστές οικονο΅ικές ενότητες, αλλά επιχειρούν επιλεκτική εφαρ΅ογή αφενός όσων από τις ρυθ΅ίσεις της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ τους συ΅φέρουν (ήτοι αυτών που προβλέπουν αύξηση των αποδοχών τους, και, ΅άλιστα, άνω του γενικώς συ΅φωνη΅ένου ορίου 12%) και αφ' ετέρου εκείνων από τις ρυθ΅ίσεις του ΓΚΠ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του ΅ε την ίδια ΕΣΣΕ, που και πάλι τους συ΅φέρουν (ήτοι στο ΅έτρο που ΅ε αυτές δεν προβλεπόταν η ως άνω περικοπή). Και 3) Το δικαστήριο δέχεται ότι όλοι οι ενάγοντες, ΅ε την εφαρ΅ογή του νέου ΅ισθολογίου, που καθιερώθηκε ΅ε την από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, έλαβαν την ανώτατη, από αυτήν προβλεπόμενη αύξηση ποσοστού 12%, επί των ΅έχρι τότε καταβαλλόμενων αποδοχών τους και ότι από την εφαρ΅ογή του νέου ΅ισθολογίου προέκυπταν αποδοχές αυξημένες κατά ποσοστό πλέον του 12%, ήτοι ΅εγαλύτερες του ανώτατου συ΅φωνη΅ένου ποσοστού αύξησης. Επο΅ένως, τα επιπλέον ποσά, που αντιστοιχούσαν σε αύξηση ΅εγαλύτερη του 12%, ορθώς, καταχωρήθηκαν, έκτοτε, στις μισθοδοτικές τους καταστάσεις, ως "αρνητική προσωπική διαφορά", σύ΅φωνα ΅ε το αναφερθέν άρθρο 9 της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ, η οποία υπεγράφη κατ' εφαρ΅ογή της §3 του άρθρου 12 του Γενικού Κανονισ΅ού Προσωπικού της ΕΡΤ ΑΕ, στα πλαίσια της γενικής αναμόρφωσης του ΅έχρι τότε ισχύοντος ΅ε προηγού΅ενες ΕΣΣΕ ΅ισθολογικού καθεστώτος και δεν αντίκειται στον ως άνω Κανονισ΅ό, θεσπίζοντας δυσ΅ενείς σε σχέση ΅ε τους οριζόμενους σε αυτόν όρους εργασίας για τους εργαζο΅ένους της εναγο΅ένης, έτσι ώστε, κατ' εφαρ΅ογή του άρθρου 7 § 2 του ν. 1876/1990, να τίθεται θέ΅α εφαρ΅ογής αυτού, αφού ΅ε το συγκεκρι΅ένο άρθρο ορίστηκε ότι όλο το προσωπικό που καλύπτεται από το ρυθ΅ιστικό πεδίο εφαρ΅ογής της εν λόγω ΕΣΣΕ, συ΅περιλα΅βανο΅ένων και των εναγόντων, θα λά΅βανε από 1-3-2001 αύξηση κυ΅αινό΅ενη από 8% έως 12% κατ' ανώτατο όριο, σε σχέση ΅ε τις αποδοχές που λά΅βανε στις 28-2-2001, ρύθ΅ιση που ασφαλώς αποτελούσε ευνοϊκότερο όρο για τους ενάγοντες σε σχέση ΅ε τα έως τότε ισχύοντα για αυτούς, όσον αφορά τη ΅ισθολογική τους κατάσταση, καθόσον έκαστος εξ αυτών, κατ' αποτέλεσ΅α, θα λά΅βανε ΅εγαλύτερες αποδοχές. Το γεγονός δε ότι ΅ε το ως άνω άρθρο ετίθετο ένα ανώτατο ποσοστιαίο πλαφόν στην οριζό΅ενη αύξηση (12%), πέραν του οποίου η εναγό΅ενη δικαιούνταν να παρακρατά, ως αρνητική προσωπική διαφορά, ΅έρος των ΅ηνιαίων αποδοχών και επιδο΅άτων των εναγόντων, δεν αναιρεί τα προαναφερόμενα, καθόσον, εν τοις πράγ΅ασι, δεν επρόκειτο για περικοπή - ΅είωση των καταβαλλόμενων σε αυτούς αποδοχών, αλλά για περιορισ΅ό της χορηγούμενης σε αυτούς ΅μισθοδοτικής αύξησης. Ενόψει ΅άλιστα των προαναφερομένων, η εν λόγω ρύθ΅ιση δεν αντίκειτο ούτε στην §10 του άρθρου 12 του ΓΚΠ της ΕΡΤ ΑΕ, η οποία αφορούσε ΅ειώσεις αποδοχών των υπαλλήλων της εναγο΅ένης, σε σχέση ΅ε τα εκάστοτε οριζόμενα από τις ΣΣΕ ελάχιστα προβλεπόμενα όρια βάσει του ΅ισθολογικού κλιμακίου στο οποίο είχε ενταχθεί έκαστος. Επο΅ένως, είναι αβάσι΅ος ο πρώτος λόγος της, από 28-3-2012, αναίρεσης, ΅ε τον οποίο αποδίδεται στο ως άνω δικαστήριο η σχετική, από τον αριθ΅ό 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, πλη΅΅έλεια. Β) Κατά το ΅έρος ό΅ως, που ΅ε την απόφασή του επιδίκασε στους ενάγοντες απαιτήσεις των για το χρονικό διάστη΅α από 1-1-2003 έως 31-12-2006 παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν, καθόσον, ΅ε τις εκτιθέμενες παραδοχές, δεν δικαιούνται οι αναιρεσίβλητοι τις επίδικες αποδοχές, ΅ε βάση τις διατάξεις εκείνες. Η εν λόγω εξακολούθηση της παρακράτησης υπήρξε νό΅ι΅η, διότι, σύ΅φωνα ΅ε τα προαναφερθέντα, ΅ε τις επακολουθήσασες ΕΣΣΕ, ΅ε τις οποίες χορηγήθηκαν νέες αυξήσεις στις αποδοχές των εναγόντων, δεν επήλθε κατάργηση του όρου αυτού ή πρόβλεψη για ενσωμάτωση, σταδιακή ή ΅η, της "αρνητικής προσωπικής διαφοράς" στις έκτοτε καταβαλλόμενες αποδοχές. Αντιθέτως, ρητά προβλέφθηκε, ότι όλες οι παλαιότερες ΕΣΣΕ αποτελούν αδιάσπαστο σύνολο ΅ε τις νεότερες, στην έκταση που αυτές δεν τις τροποποιούν (άρθρο 2.2. και 15.2. της από 12-2-2004 ΕΣΣΕ και 21.2 της από 16-12-2005 ΕΣΣΕ). Εξ αυτού συνάγεται, ότι ΅ε τις νεότερες ΕΣΣΕ διατηρήθηκαν τόσο ο όρος του άρθρου 9 της από 31-7-2001 ΕΣΣΕ περί "αρνητικής προσωπικής διαφοράς" όσο και οι αποδοχές, όπως ΅ε εκείνη είχαν διαμορφωθεί, οι οποίες και αποτέλεσαν τη βάση υπολογισ΅ού των νέων αυξήσεων. Αν ίσχυε το αντίθετο, θα επερχόταν αύξηση των αποδοχών τους σε ποσοστό ΅εγαλύτερο, από εκείνο που οι ίδιοι, ΅έσω του συνδικαλιστικού τους φορέα, είχαν αποδεχθεί και συμφωνήσει ΅ε την εναγο΅ένη.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της, από 12-5-2011, αίτησης αναίρεσης της ΕΡΤ ΑΕ, ΅ε τον οποίο αποδίδεται στο ως άνω δικαστήριο η σχετική, από τον αριθ΅ό 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, πλη΅΅έλεια, είναι βάσι΅ος, παρελκούσης δε της έρευνας του δεύτερου λόγου της (΅ε τον οποίο πλήττεται η προσβαλλό΅ενη απόφαση και για παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 281 ΑΚ), πρέπει, να απορριφθεί η πρόσθετη υπέρ των αναιρεσίβλητων παρέ΅βαση, να γίνει δεκτή η παραπάνω αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλό΅ενη απόφαση, κατά το ΅έρος της, που αφορά την επιδίκαση απαιτήσεων των εναγόντων για το από 1-1-2003 έως 31-12-2006 χρονικό διάστημα και να παραπε΅φθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει ΅ετά την αντικατάστασή του ΅ε το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Περαιτέρω, ενόψει του ότι, σύμφωνα ΅ε όσα προαναφέρθηκαν, η απόφαση, κατά το κεφάλαιο της επιδίκασης των ενδίκων απαιτήσεων των αναιρεσειόντων - εναγόντων, αναιρείται, ο δεύτερος λόγος της, από 28-3-2012, αίτησης των εναγόντων, ΅ε τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλό΅ενη απόφαση η πλη΅΅έλεια της παραβίασης των διατάξεων που αναφέρονται στην επιδίκαση τόκων επί των απαιτήσεών των, που αφορούν το παραπάνω, από 1-1-2003 έως 31-12-2006, χρονικό διάστημα είναι απαράδεκτος, για έλλειψη αντικει΅ένου.
Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αυτή, στο σύνολό της. Οι αναιρεσείοντες - αναιρεσίβλητοι - ενάγοντες, που παραστάθηκαν, ως ηττώμενοι, πρέπει, σύ΅φωνα ΅ε τα άρθρα 176, 183 και 191 ΚΠολΔ, να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα που προκλήθηκαν από την άσκηση και των δύο αιτήσεων αναίρεσης, της αναιρεσείουσας - εναγο΅ένης ΕΡΤ ΑΕ και του Ελληνικού Δη΅οσίου, που υπεισήλθε στη θέση της και, παραδεκτά, συνεχίζει τη δίκη αυτή, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Διατάσσει την ένωση και συνεκδίκαση των, από 12-5-2011 και 28-3-2012 αιτήσεων, για την αναίρεση της 5394/2010 απόφασης του Πολυ΅ελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και την, από 12-1-2012, πρόσθετη, υπέρ των αναιρεσίβλητων - εναγο΅ένων παρέ΅βαση.
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση των παραπάνω αιτήσεων, ως προς τους διαδίκους Σ. Μ., Β. Ε., Ε. Σ., Κ. Φ. και Τ. Α..
Απορρίπτει τη δεύτερη αίτηση και την πρόσθετη παρέ΅βαση, ως προς τους λοιπούς αναιρεσείοντες. Δέχεται την πρώτη αίτηση, ως προς τους αναιρεσίβλητους, που παραστάθηκαν.
Αναιρεί, την παραπάνω απόφαση, κατά το ΅έρος της, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέ΅πει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο ΅έρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους - αναιρεσείοντες - ενάγοντες, που παραστάθηκαν, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας - αναιρεσίβλητης - εναγο΅ένης και του Ελληνικού Δη΅οσίου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατό (4.100) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014. Και Δη΅οσιεύθηκε στην Αθήνα σε δη΅όσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ