Θέμα
Υπέρβαση εξουσίας, Ηθική αυτουργία, Ψευδής καταμήνυση, Κατηγορούμενος, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Επαρκής αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και ηθική αυτουργία στην τελευταία πράξη. Απόρριψη λόγου αναιρέσεως για ύπαρξη δεδικασμένου μεταξύ συκοφαντικής δυσφήμησης και ψευδούς καταμήνυσης. Αναίρεση για υπέρβαση εξουσίας από χειροτέρευση θέσεως κατηγορουμένου.
Αριθμός 273/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ -----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την (κοινή) αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων :1) Χ, 2) Ψ και 3) Ζ, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Πάλλη, για αναίρεση της με αριθμό 5.386/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ξ, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Σεπτεμβρίου 2008 κοινή αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1690/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 229 παρ. 1 ΚΠΔ όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 224 παρ. 2 Π.Κ. με την ποινή της παρ. 1 αυτού τιμωρείται όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για τη θεμελίωση των εγκλημάτων αυτών απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση και άμεσος δόλος ο οποίος στην περίπτωση μεν της ψευδούς καταμηνύσεως περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής, στην περίπτωση δε της ψευδορκίας μάρτυρα τη γνώση ότι αυτά που κατέθεσε ο κατηγορούμενος είναι ψευδή ή στο ότι έχει γνώση των αληθινών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος.
ΙΙ.'Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005). Στις περιπτώσεις των άνω εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως και ψευδορκίας μάρτυρος, η καταδικαστική απόφαση για να έχει την απαιτούμενη από τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και (στην περίπτωση του άρθρου 229 Π.Κ.) και στον πρόσθετο σκοπό του δράστη με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο τη γνώση όσο και το σκοπό.
ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλ-λόμενη υπ' αριθμ.5386/2008 απόφαση του κατ' έφεση δικάσαντος Τριμελούς Εφετείου Αθηνών οι μεν αναιρεσείοντες Ψ και Ζ καταδικάσθηκαν για ψευδορκία μάρτυρα, ο δε Χ για ψευδή καταμήνυση, συκοφαντική δυσφήμηση και ηθική αυτουργία στην πράξη των πρώτων. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρεται ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και των εγγράφων που φέρονται ως αναγνωσθέντα, καθώς και την απολογία του κατηγορούμενου και όλη την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα εξής: " ... Τα υποστηριζό΅ενα από τον πρώτο κατηγορού΅ενο Χ στην από 13-10-00 ΅ηνυτήρια αναφορά του ενώπιον του Εισαγγελέως Πλη΅/κών Αθηνών, ότι δήθεν ο εγκαλών Ξ είχε πλαστογραφήσει την ιδιόγραφη διαθήκη της θείας του ...., είναι ψευδή, γεγονός το οποίο γνώριζε ο ίδιος ο κατηγορού΅ενος. Μπορούσε δε το γεγονός αυτό, που ο ανωτέρω κατηγορού΅ενος διέδωσε ΅ε την πιο πάνω ΅ηνυτήρια αναφορά του ενώπιον τρίτων και δη του Εισαγγελέως, των γρα΅΅ατέων και των συνηγόρων, να βλάψει την τι΅ή και την υπόληψη του εγκαλούντος, ο κατηγορού΅ενος γνώριζε αυτό και αποσκοπούσε σ' αυτό, επιπλέον δε αποσκοπούσε, ΅ε την υποβολή της ως άνω αναφοράς να προκαλέσει την άσκηση ποινικής διώξεως σε βάρος του, πράγ΅α το οποίο και έγινε, αφού ασκήθηκε σε βάρος του εγκαλούντος ποινική δίωξη για πλαστογραφία, απάτη στο δικαστήριο και ηθική αυτουργία σε ψευδορκία ΅άρτυρα. Στη συνέχεια ό΅ως ΅ε το υπ'αριθ. 1162/02 βούλευ΅α του Συ΅βουλίου Πλη΅/κών Αθηνών το οποίο έχει καταστεί α΅ετάκλητο, το άνω συ΅βούλιο ΅ε την παραδοχή ότι η επίδικη διαθήκη είναι γνήσια, αποφάνθηκε να ΅η γίνει κατηγορία για τις ως άνω πράξεις. Επίσης ψευδή είναι και όσα κατέθεσαν οι κατηγορού΅ενοι, δεύτερος και τρίτος, Ψ και Ζ εξεταζό΅ενοι ως ΅άρτυρες ενώπιον του Πταισ΅ατοδίκη Αθηνών, που ενεργούσε προανάκριση, επί της ως άνω ΅ηνυτήριας αναφοράς, το ψευδές δε αυτών των ισχυρισ΅ών γνώριζαν οι κατηγορού΅ενοι αυτοί, και δη ο Ψ κατέθεσε ότι στις αρχές του 1998, ο εγκαλών, στο γραφείο του Χ, ο΅ολόγησε ενώπιον αυτού και του Χ, ότι είχε πλαστογραφήσει την επίδικη διαθήκη, και ο Ζ ότι αμέσως ΅ετά την εν λόγω ο΅ολογία, κατά την είσοδο του στο γραφείο του Χ, άκουσε να συζητούν οι Χ και Ψ ότι προ ολίγου ο εγκαλών είχε ο΅ολογήσει ενώπιον τους την πλαστογραφία της διαθήκης. Στις εν λόγω δε καταθέσεις προέβησαν οι κατηγορού΅ενοι δεύτερος και τρίτος, κατόπιν πειθούς και φορτικότητας του πρώτου κατ/νου, ο οποίος απέβλεπε οι εν λόγω ΅αρτυρικές καταθέσεις να ενισχύσουν την ουσιαστική βασι΅ότητα της άνω ΅ηνυτήριας αναφοράς του. Ειδικότερα ο πρώτος κατηγορού΅ενος στη ΅ηνυτήρια αναφορά του από 13-10-2000 αναφέρει ότι η "πλαστότης (της διαθήκης), αποδεικνύεται όχι ΅όνον εκ συγκριτικών εγγράφων αλλά και εξ ο΅ολογιών του αναφερο΅ένου προς ε΅έ και έτερα πρόσωπα". Ό΅ως ότι ο΅ολόγησε ενώπιον του ο Ξ ή ενώπιον άλλων τρίτων την εκ ΅έρους του πλαστογραφία της διαθήκης είναι ψευδές περιστατικό, αφού δεν αποδείχθηκε ότι έγινε τέτοια ο΅ολογία, ούτε άλλωστε συνέτρεχε προς τούτο λόγος, αφού όπως προαναφέρθηκε η διαθήκη ήταν γνήσια, όπως αποφάνθηκε και το άνω Συ΅βούλιο. Επίσης ο πρώτος κατηγορού΅ενος ΅ε την από 30-6-2000 εξώδικη όχληση του προς τον εγκαλούντα και την σύζυγο του, ανέφερε ΅εταξύ άλλων και τα εξής σε βάρος του !! "έχουν διαπραχθεί σοβαραί αξιόποιναι πράξεις από τον πρώτο από εσάς, τας οποίας θέλω να καταστήσω γνωστάς εις την Εισαγγελικήν Αρχήν προς άσκησιν ποινικής διώξεως εις βάρος σας, όπως η πλαστότης διαθήκης και η ΅η καταβολή κατόπιν εξαπατήσεως του Ελληνικού Δη΅οσίου του αναλόγου φόρου ΅εταβιβάσεως επί εκποιήσεως θαλασσίου σκάφους, ως ταύτα αποδεικνύονται εκ των εις χείρας ΅ου υφιστα΅ένων αποδεικτικών στοιχείων". Ο εγκαλών εις απάντηση της άνω εξωδίκου επέδωσε στον πρώτο κατηγορού΅ενο την από 6-7-2000 εξώδικη απάντηση και δια΅αρτυρία στην οποία ανέφερε: "Οι απειλές σας περί διαπράξεως σοβαρών αξιόποινων πράξεων εκ ΅έρους του πρώτου από ε΅άς είναι ψευδείς, δόλιοι, συκοφαντικοί και κακόβουλοι και ανα΅ένω να λάβω γνώσιν των στοιχείων που σας καλώ να καταθέσετε εις τον αρ΅όδιον Εισαγγελέα". Επίσης ο εγκαλών συνεπεία της από 30-6-2000 εξωδίκου, υπέβαλε κατά του πρώτου κατηγορου΅ένου την από 20-9-2000 έγκληση, ενώ συνεπεία της από 13-10-2000 εξωδίκου υπέβαλε κατά των κατηγορου΅ένων την από 21-1-2001 έγκληση του (επίδικη). Αποδεικνύεται λοιπόν από τα ανωτέρω ότι ο εγκαλών όχι ΅όνον δεν ο΅ολόγησε ενώπιον του πρώτου και δευτέρου των κατηγορου΅ένων την εκ ΅έρους του πλαστογραφία της διαθήκης, αλλά αντίθετα απαντά στους σχετικούς ισχυρισ΅ούς ΅ε τις άνω εξωδίκους δηλώσεις και εγκλήσεις. Επίσης και οι κατηγορού΅ενοι δεύτερος και τρίτος γνώριζαν ότι τα αναφερό΅ενα στις από 17-1-2001 ένορκες καταθέσεις τους ήσαν ψευδή, αφού ουδε΅ία ο΅ολογία περί πλαστότητας της διαθήκης είχε γίνει εκ ΅έρους του εγκαλούντος, προέβησαν δε στις εν λόγω καταθέσεις κατόπιν επι΅ονής και παροτρύνσεως του πρώτου κατηγορου΅ένου για την ουσιαστική βασι΅ότητα της άνω ΅ηνυτήριας αναφοράς αυτού και ΅ε τον οποίο συνδεόταν ΅ε δεσ΅ούς επαγγελ΅ατικής συνεργασίας και φιλίας ο δεύτερος και συγγενείας ο τρίτος από αυτούς. Εξάλλου δυνά΅ει των παρακάτω αποφάσεων: α) 8228/06 του παρόντος Δικαστηρίου ο πρώτος κατηγορού΅ενος κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε σε φυλάκιση πέντε (5) ΅ηνών για συκοφαντική δυσφή΅ηση σε βάρος του εγκαλούντος, εξαιτίας της από 30-6-2000 εξωδίκου που προαναφέρθηκε. Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε ΅ε την 1479/2007 απόφαση του ΑΠ, β) 7028/2007 του παρόντος Δικαστηρίου, εκδοθείσης κατόπιν εισαγωγής της υποθέσεως προς νέα συζήτηση, ο πρώτος κατηγορού΅ενος κηρύχθηκε ένοχος απλής δυσφη΅ήσεως και καταδικάσθηκε σε φυλάκιση τριών (3) ΅ηνών. Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε ΅ε την 845/2008 απόφαση του ΑΠ γ) 3923/2008 του παρόντος Δικαστηρίου, εκδοθείσης κατόπιν εισαγωγής της υποθέσεως προς νέα συζήτηση, έπαυσε κατά το άρθρο 31 ν 3346/2005 η ποινική δίωξη κατά του πρώτου κατηγορου΅ένου για την πράξη της εξυβρίσεως κατ' επιτρεπτή ΅εταβολή της κατηγορίας. Κατά συνέπεια των α΅έσως ανωτέρω δεν συντρέχει εν προκει΅ένω περίπτωση απαραδέκτου της ποινικής διώξεως λόγω δεδικασ΅ένου και ο προβληθείς σχετικός αυτοτελής ισχυρισ΅ός πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσι΅ος. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω οι κατηγορού΅ενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των αποδιδο΅ένων σε αυτούς πράξεων όπως στο διατακτικό ... ". Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους και επέβαλε σε καθένα από τους Ψ και Ζ ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών και στον Χ συνολική ποινή φυλακίσεως (7) μηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, εκτός από την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως για την οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την κατά τις άνω διατάξεις απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με τις αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στους κατηγορουμένους, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά, ενώ εκτίθενται περαιτέρω και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ.1α, 229 παρ.1 και 224 του Π.Κ τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Ειδικότερα, αναφορικά με τον κατηγορούμενο Χ, ιδιαιτέρως αιτιολογείται στην απόφαση ο σκοπός τον οποίο ο δράστης επιδίωξε με την ψευδή καταμήνυση, συνιστάμενος στην άσκηση ποινικής δίωξης για πλαστογραφία διαθήκης κ.λ.π. κατά του πολιτικώς ενάγοντος, η οποία και πράγματι ασκήθηκε και περαιτέρω, εκτίθενται στο σκεπτικό της αποφάσεως πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε την κρίση του ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών τα οποία αυτός διέλαβε στην μηνυτήρια αναφορά του κατά του πολιτικώς ενάγοντος, αφού, η δήθεν προς αυτόν και ενώπιόν του ομολογία του πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ο κατηγορούμενος, ως στοιχείο βασιμότητος της κατά του τελευταίου καταγγελίας, διέλαβε στην μηνυτήρια αναφορά του, ουδέποτε έλαβε χώρα. Περαιτέρω, με επαρκή αιτιολογία δέχεται το δικαστήριο την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας του κατηγορούμενου αυτού στην πράξη της ψευδορκίας των λοιπών, με την παραδοχή ότι οι τελευταίοι ωθήθηκαν στην πράξη αυτή με πειθώ και φορτικότητα και τις παροτρύνσεις και την επιμονή του Χ ο οποίος με τον πρώτο (Ψ) είχε φιλικές και επαγγελματικές σχέσεις και με το δεύτερο (Ζ) συνδέονταν με συγγενική σχέση. Ακόμη, για τους κατηγορούμενους τους οποίους το δικαστήριο κήρυξε ενόχους ψευδορκίας, η απόφαση διαλαμβάνει στο σκεπτικό της τα πραγματικά περιστατικά τα οποία οι ανωτέρω κατέθεσαν στην προανακριτική κατάθεσή τους εξεταζόμενοι επί της άνω μηνυτήριας αναφοράς του πρώτου, εκθέτει ότι τα πραγματικά περιστατικά αυτά ήσαν ψευδή και αναφέρει τις σκέψεις με τις οποίες άγεται στο αποδεικτικό πόρισμα ότι οι κατηγορούμενοι αυτοί γνώρισαν την αναλήθεια των όσων κατέθεσαν, αφού, ειδικότερα, δέχεται ότι ουδέποτε πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ του πολιτικώς ενάγοντος και του Χ στο γραφείο του τελευταίου και συνεπώς δεν μπορεί να υπήρξαν αυτήκοοι δήθεν ομολογίας του πρώτου ότι αυτός είχε πλαστογραφήσει διαθήκη. Οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων περί των προκυπτόντων από τις μαρτυρικές καταθέσεις και περί των σχέσεων αυτών και ιδία του πρώτου με τον πολιτικώς ενάγοντα, είναι απαράδεκτες διότι με την επίκληση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττουν την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ'του Κ.Π.Δ κοινός δεύτερος λόγος αναιρέσεως και των τριών αναιρεσειόντων, με τον οποίο πλήττεται η απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 Κ.Π.Δ, αν, κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Στ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει, να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξης ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προσκλήθηκε από αυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, ο κατηγορούμενος Χ ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προέβαλε την ένσταση του δεδικασμένου αλλά και στην ένδικη αίτηση αναιρέσεώς του για την πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος, επικαλείται το δεδικασμένο ως λόγο αναιρέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Ισχυρίζεται, προς τούτο, ότι επί άλλης, προγενέστερης έγκλησης, του ίδιου πολιτικώς ενάγοντος ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη για συκοφαντική δυσφήμηση για το ίδιο ιστορικό συμβάν της πλαστογράφησης διαθήκης. Για την πράξη αυτή εκδόθηκε αρχικώς η καταδικαστική υπ' αριθμ. 8228/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών η οποία ανηρέθη. Επηκολούθησε η υπ' αριθμ. 7028/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία κατά μετατροπή του κατηγορητηρίου, καταδικάσθηκε για απλή δυσφήμηση. Και η τελευταία ανηρέθη και τελικώς εκδόθηκε η υπ' αριθμ.3923/2008 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη και με την οποία απηλλάγη και για την πράξη της απλής δυσφήμησης, δεχθέν το δικαστήριο την ανυπαρξία οποιουδήποτε δόλου. Με τα περιστατικά αυτά που αναφέρονται στο ίδιο βιωτικό συμβάν για το οποίο κρίθηκε ότι αυτός εν είχε δόλο, ισχυρίζεται ότι παρήχθη αρνητικό δεδικασμένο και για την πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως για την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση τον κήρυξε ένοχο. Η πράξη, όμως, της απλής δυσφήμησης, κατά τον χρόνο, τόπο τέλεσης και λοιπά αντικειμενικά στοιχεία είναι τελείως διαφορετική από εκείνη της ψευδούς καταμηνύσεως για την οποία με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε.
Συνεπώς, ελλείποντος του στοιχείου της ταυτότητας της πράξης, δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση αρνητικό δεδικασμένο που να αποκλείει νέα δίωξη και είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ΣΤ' αναιρετικός λόγος V. Κατά το άρθρο 524 παρ. 2 Κ.Π.Δ, εάν η νέα συζήτηση διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που ασκήθηκε μόνο από εκείνον που καταδικάστηκε ή σε όφελός του, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευση του άρθρου 470, και δεν μπορεί να χειροτερεύσει θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται, διότι, άλλως, υπερβαίνει την εξουσία του. Τέτοια χειροτέρευση μπορεί να συμβεί και όταν, το κατ' άρθρο 524 Κ.Π.Δ δικαστήριο της παραπομπής, μετά από αναίρεση προηγουμένης αποφάσεώς του για άλλες πράξεις για τις οποίες είχε κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο, δικάζοντας εκ νέου για τις αναιρεθείσες πράξεις, κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο για την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως, για την οποία όμως με την αναιρεθείσα απόφασή του ο κατηγορούμενος είχε κηρυχθεί αθώος ή το δικαστήριο έπαυσε την κατ' αυτού ποινική δίωξη ή κηρύχθηκε αυτή απαράδεκτη για οποιονδήποτε λόγο.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της δικογραφίας για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ' αριθ. 76/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων Χ καταδικάσθηκε για ψευδή καταμήνυση και ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μαρτύρων, ενώ για την εναντίον του κατηγορία της συκοφαντικής δυσφημήσεως το δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη ελλείψει εγκλήσεως. Κατά τις αποφάσεως αυτής και κατά τις καταδικαστικές της διατάξεις, ασκήθηκε αναίρεση και με την υπ' αριθμ. 1380/2008 απόφαση του δικαστηρίου τούτου έγινε δεκτή η αίτηση αναιρέσεως, ανηρέθη η άνω υπ' αριθμ.76/2008 απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο. Το τελευταίο, όμως, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο όχι μόνο για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μαρτύρων για τις οποίες και μόνον είχε αναιρεθεί η προηγούμενη απόφασή του, αλλά και για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης για την οποία είχε κηρυχθεί απαράδεκτη η κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη. Έτσι, όμως, που έκρινε το Εφετείο, κατέστησε χείρονα τη θέση του αναιρεσείοντος, γιατί έπρεπε να ερευνήσει την υπόθεση μόνο κατά το μέρος που μεταβιβάσθηκε εις αυτό (άρθρο 470 και 524 παρ. 2 ΚΠΔ). Υπερέβη, επομένως, την εξουσία του και αναιρετέα εντεύθεν κατέστησε κατά τούτο και μόνο την απόφασή του, κατά τον βάσιμο, εκ του άρθρου 510 παρ. 1Η, πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως του Χ. Αναιρούμενης της αποφάσεως, δεν συντρέχει λόγος παραπομπής για την πράξη αυτή της συκοφαντικής δυσφημήσεως, αφού ως προς αυτήν η ανωτέρω υπ' αριθμ. 76/2008 απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη, θα παραπεμφθεί όμως η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, μόνον ως προς τον αναιρεσείοντα αυτόν και μόνο για νέα επιμέτρηση της ποινής, σημειουμένου ότι κατά τις λοιπές διατάξεις της η προσβαλλόμενη απόφαση για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μαρτύρων έχει καταστεί αμετάκλητη Μετά από αυτά, η μεν αίτηση αναιρέσεως του Χ πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, εκείνη δε των Ψ και Ζ να απορριφθεί και καταδικασθούν οι τελευταίοι στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμ.5386/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και μόνο ως προς τον Χ κατά την περί της επιμετρήσεως της ποινής διάταξη αυτής.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το άνω αναιρούμενο μέρος της στο άνω δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει την από 18-9-2008 αίτηση των α) Ψ και β) Ζ, για αναίρεση της πιο πάνω αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.Και
Καταδικάζει τους τελευταίους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 30 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ