Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 615 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική.




Περίληψη:
Αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή. Ο λόγος από 14 λόγω αοριστίας πρέπει να περιλαμβάνεται στο αναιρετήριο ότι είχε προταθεί στο Εφετείο. Κτήση κυριότητας με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο. Απορρίπτει λόγους αναίρεσης από 1 και 19. Διδάγματα κοινής πείρας. Απαράδεκτος ο λόγος από αριθμ.1 εδ. β' - Απορρίπτει λόγο από 11β' . Επίσης απορρίπτει λόγους από 10, 20 και 13.




Αριθμός 615/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Α.ς Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειουσών: 1) Σ. συζ. Β. Π., 2) Μ. Μ. και 3) Α.-Σ. Π., κατοίκων ... . H 3η ατομικά και ως ειδικός διάδοχος της Α. χήρας Σ. Μ., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Βλάχο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. χήρας Ε. Κ., που δεν παραστάθηκε και 2) Λ. Π. του Ε., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Μάλλιο, ο οποίος δήλωσε ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη απεβίωσε και ο δεύτερος αναιρεσίβλητος συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη, ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/7/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6356/2007, 1893/2008 διορθωτικής αυτής του ιδίου Δικαστηρίου και 4980/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση των αποφάσεων αυτών ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 14/9/2008 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 10/10/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α', 287, 291 και 292 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται, αν μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Ο θάνατος του διαδίκου, που επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης, καθώς και η εκούσια επανάληψη αυτής από τους κληρονόμους του, μπορούν να γνωστοποιηθούν διαδοχικά με ενιαία δήλωση στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης προς συζήτηση, εφόσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση της ιδιότητάς τους ως κληρονόμων, οπότε ακολουθεί η άμεση συζήτηση της υπόθεσης. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62, 73, 286 επ. και 313 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κάποιος διάδικος αποβιώσει κατά την διάρκεια της δίκης και μέχρι το τέλος της προφορικής συζητήσεως μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση και εφόσον τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνη της γνωστοποιήσεως του θανάτου στον αντίδικο του αποβιώσαντος, επέρχεται διακοπή της δίκης και όλες οι διαδικαστικές πράξεις που επιχειρούνται μέχρι την νόμιμη επανάληψη της διαδικασίας λογίζονται άκυρες. Αν δεν γίνει η γνωστοποίηση του θανάτου δεν επέρχεται διακοπή της δίκης, η δε απόφαση που εκδίδεται είναι υποστατή και μπορεί να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της αναιρέσεως. Σε περίπτωση που ο διάδικος αποβιώσει μετά το πέρας της προφορικής συζητήσεως, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση ή πολύ περισσότερο μετά την έκδοση της τελευταίας, όταν δηλαδή δεν υφίσταται πλέον εκκρεμής δικαστικός αγών, δεν υπάρχει στάδιο εφαρμογής των διατάξεων περί διακοπής της δίκης από την περίπτωση αυτή. Σε κάθε περίπτωση τα ένδικα μέσα που ασκούνται κατά της οριστικής αποφάσεως, άρα και η αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απευθύνονται, σύμφωνα με το άρθρο 558 ΚΠολΔ κατά των καθολικών διαδόχων (κληρονόμων) του αποβιώσαντος, απευθυνόμενα δε κατ' αυτού είναι άκυρα, υπό την προϋπόθεση ότι ο αναιρεσείων διάδικος είχε λάβει γνώση του θανάτου του αντιδίκου του με οποιονδήποτε τρόπο, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και να απευθύνει κατ' αυτών την αναίρεση. Επομένως, η αναίρεση που απευθύνεται κατά αποβιώσαντος, χωρίς όμως να γνωρίζει τον θάνατο ο αναιρεσείων, δεν είναι άκυρη και η συζήτησή της χωρεί νομίμως με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, εάν αυτοί εμφανίζονται κατά την συζήτηση με την ιδιότητα αυτή, στην θέση του αποβιώσαντος αναιρεσιβλήτου και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς (Ολ.ΑΠ 27/1987, ΑΠ 103/2011).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης, και δεν αμφισβητείται από τα διάδικα μέρη, η αρχικώς διάδικος αναιρεσείουσα Α. χήρα Σ. Μ., της οποίας οριστικός δικαστικός συμπαραστάτης ήταν η πρώτη αναιρεσείουσα Σ. σύζ. Β. Π. και με την ιδιότητα αυτή είχε ασκήσει και γι' αυτήν την αίτηση αναίρεσης, απεβίωσε στις 13-8-2011 χωρίς διαθήκη και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τις δύο πρώτες αναιρεσείουσες κόρες της, ενώ από το .../28-3-2005 συμβόλαιο δωρεάς του συμβολαιογράφου Μεγάρων Θωμά Μπέη, που μεταγράφηκε νόμιμα, προκύπτει ότι το ποσοστό της αποβιώσασας επί του επίδικου ακινήτου το μεταβίβασε αυτή στην τρίτη αναιρεσείουσα Α.-Σ. Π., η οποία επίσης συνεχίζει τη δίκη και ως ειδική διάδοχος της αποβιώσασας. Περαιτέρω, από τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης, προκύπτει ότι η αρχικώς διάδικος και πρώτη αναιρεσίβλητη Α. χήρα Ε. Κ. απεβίωσε στις 26-7-2009 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου ως μοναδικό κληρονόμο της από τον δεύτερο των αναιρεσιβλήτων υιό της Λ. Π. του Ε.. Εξάλλου, κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα (άρθρ. 62 και 73 του ΚΠολΔ) από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι οι αναιρεσείουσες κατά την άσκηση της ένδικης με κατάθεσης 908/15-9-2010 αιτήσεως για αναίρεση της 4980/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών γνώριζαν τον θάνατο της παραπάνω αρχικής διαδίκου, που επήλθε στις 26-7-2009, δηλαδή μετά το πέρας της προφορικής επί της εφέσεως συζητήσεως που έλαβε χώρα στις 19-3-2009 και μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (31-8-2009) και πριν από την άσκηση της αναίρεσης, καθόσον από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει ότι οι αναιρεσείουσες κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης γνώριζαν τον θάνατό της. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης που απευθύνθηκε και κατά της αποβιώσασας πρώτης αναιρεσίβλητης, χωρίς όμως να γνωρίζουν τον θάνατο οι αναιρεσείουσες, δεν είναι άκυρη και η συζήτησή της χωρεί νομίμως με τον κληρονόμο της αποβιώσασας και δεύτερο αναιρεσίβλητο Λ. Π., ο οποίος εμφανίστηκε κατά την συζήτηση και με την ιδιότητα αυτή στην θέση της αποβιώσασας πρώτης αναιρεσιβλήτου, εκπροσωπούμενος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ελευθέριο Μάλλιο, πρόβαλλε υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς. Επομένως, και δεδομένου ότι δεν υπάρχει αμφισβήτηση της ιδιότητας των ως άνω διαδίκων ως κληρονόμων, παραδεκτά προχωρεί η συζήτηση της υποθέσεως. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 552, 553 και 566 παρ. 2 ΚΠολΔ, με τις οποίες καθορίζεται η έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, οι υποκείμενες σε αναίρεση αποφάσεις και τα της ασκήσεως αναιρέσεως κατά περισσότερων αποφάσεων, προκύπτει, ότι σε υπόθεση η οποία διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, μόνο η οριστική απόφαση που εκδόθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εφόσον τούτο υπεισήλθε στην εξέταση της ουσίας, υπόκειται σε αναίρεση, όχι δε και η πρωτόδικη, η οποία ενσωματώνεται στην απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (Ολ.ΑΠ 40/1996). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε κατά τύπους την έφεση της πρώτης εκκαλούσας και ήδη πρώτης αναιρεσείουσας, η οποία είχε δικαστεί πρωτοδίκως ερήμην, σαν να ήταν όμως και αυτή παρούσα, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση ως προς αυτή μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση κατ' άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, και, αφού κράτησε την υπόθεση ερεύνησε ως προς αυτή τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, δέχτηκε ως προς αυτή την αγωγή, ενώ ως προς τις λοιπές εκκαλούσες και ήδη αναιρεσείουσες δέχτηκε κατά τύπους την έφεση και την απέρριψε στην ουσία. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που αυτοτελώς στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ενσωματώθηκε στην απόφαση του Εφετείου. Επειδή, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί και, μάλιστα, νομίμως, στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή εξαιρέσεις. Εξάλλου, η αοριστία της αγωγής εξετάζεται μεν και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, για να δημιουργηθεί όμως λόγος ακυρότητας του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγω της μη απόρριψης της αγωγής ως αόριστης, πρέπει ο ισχυρισμός περί αοριστίας να έχει προταθεί στο δικαστήριο κατά το άνω άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι δεν είναι από τους ισχυρισμούς εκείνους, οι οποίοι κατ' εξαίρεση λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας και ειδικώς δεν αφορά τη δημόσια τάξη. Κατ' ακολουθίαν, ο πέμπτος λόγος της αναίρεσης από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν απέρριψε ως αόριστη την αγωγή, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, εφόσον δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο, ότι ο σχετικός περί αοριστίας της αγωγής ισχυρισμός προτάθηκε παραδεκτά στο πιο πάνω Δικαστήριο από τις αναιρεσείουσες. Επειδή, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ). Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ' αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992).
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου .../3-6-1930 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Μεγάρων Περίανδρου Φιλιππόπουλου περιήλθαν στον Π. Κ. του Β., λόγω πωλήσεως από τον αληθινό κύριο Σ. Μ., εκτός των άλλων αγροτεμαχίων, και δύο συνεχόμενα αγροτεμάχια στη θέση "Άγιος Χαράλαμπος" περιοχή ..., στο πρώτο από τα οποία υπήρχαν 51 ελαιόδενδρα και στο δεύτερο 12 ελαιόδενδρα και 25 αγριελιές, συνολικής, κατά τους ισχυρισμούς των διαδίκων, εκτάσεως 8.214 τμ. Ο ανωτέρω Π. Κ. μεταβίβασε τμήμα του πιο πάνω ενιαίου ακινήτου του με την εντός αυτού παλιά αγροικία, ευρισκόμενο στο δυτικό μέρος αυτού στο Θ. Τ., το οποίο εμφανίζεται με τα αλφαβητικά στοιχεία Α Ο Ξ Ν Ρ Π Α στο από Μαρτίου 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Κ. Α., εκτάσεως 1433 τμ. Εξάλλου ο ίδιος Π. Κ. προέβη το έτος 1953 σε διανομή της ακίνητης περιουσίας του στα τέκνα του, ήτοι στις θυγατέρες του Α. σύζυγο Σ. Μ., ήδη πρώτη εναγομένη και στο γιό του Ε. Κ., δικαιοπάροχο των εναγόντων, σύζυγο της πρώτης ενάγουσας και πατέρα του δεύτερου ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου. Έτσι, με το .../1953 προικοσύμφωνο, που νόμιμα μεταγράφηκε, μεταβίβασε λόγω προίκας στη θυγατέρα του Α. τριάντα εννέα (39) ακίνητα (αγροτεμάχια), μεταξύ των οποίων και τμήμα του πιο πάνω ενιαίου αγροτεμαχίου 2.219 τμ, όπως συνομολογούν οι διάδικοι, εντός του οποίου κατά το χρόνο εκείνο υπήρχαν πέντε ελαιόδενδρα και δεκαπέντε ελαιόφυτα, ευρισκόμενο στο ανατολικό μέρος αυτού, το οποίο συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία Κ. Μ. και δυτικά με υπόλοιπη ιδιοκτησία Π. Κ. και το οποίο εμφανίζεται με τα αλφαβητικά στοιχεία Τ Η Θ Σ Τ στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα. Λόγω της παραπάνω διανομής κατά τον αυτό χρόνο (1953) ο Π. Κ. ατύπως μεταβίβασε στο γιό του την υπόλοιπη ακίνητη περιουσία του, στην οποία, μεταξύ των άλλων, ακινήτων περιλαμβανόταν και το τμήμα 4561 τμ, του πιο πάνω ενιαίου αγροτεμαχίου, που είχε απομείνει, μετά την προικοδότηση της ως άνω θυγατέρας του και τη γενομένη προς το Θ. Τ. μεταβίβαση, εντός του οποίου υπήρχε μια αγροικία (δωμάτιο και σταύλος), το οποίο εμφανίζεται με τα αλφαβητικά στοιχεία Π Γ Δ Ε Ζ Γ Σ Ι Κ Λ Μ Ρ Π στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα. Το εν λόγω αγροτεμάχιο συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία πρώτης εναγομένης, δυτικά με ιδιοκτησία Τ., βόρεια με ιδιοκτησία Σ. Μ. και στη συνέχεια με ιδιοκτησίες Π. Α., Δ. Μ. και αγνώστου και νότια εν μέρει με ιερό ναό Αγίου Χαραλάμπους και εν μέρει με ιδιοκτησία Ι. Μ.. Ο Ε. Κ., αφότου εγκαταστάθηκε στη νομή του ως άνω αγροτεμαχίου του (1953), άρχισε να νέμεται τούτο ασκώντας συνεχώς και αδιαλείπτως εμφανείς πράξεις φυσικής εξουσιάσεως με διάνοια κυρίου με τη θέληση δηλαδή να το έχει δικό του. Πιο συγκεκριμένα καλλιεργούσε σε αυτό ελαιόδενδρα και συνέλεγε τον ελαιόκαρπο, όργωνε τμήματα αυτού και έσπερνε σε αυτά δημητριακά, ενώ μεγάλα χρονικά διαστήματα, κατά την περίοδο συγκομιδής του ελαιοκάρπου και του θερισμού ο ίδιος και η οικογένεια του διέμεναν στην παλιά αγροικία που υπήρχε εντός αυτού εν γνώσει της πρώτης εναγομένης και του συζύγου της Σ. Μ., οι οποίοι ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν. Μετά το θάνατο του Ε. Κ., που συνέβη το 1967, οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του σύζυγος του, πρώτη ενάγουσα Α. Κ. και τα τέκνα του Π. Κ. και Λ. Κ., θετό τέκνο Κ. Π., δεύτερος ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, συνέχισαν κατά τον ίδιο, όπως και ο δικαιοπάροχός τους, τρόπο να νέμονται το ως άνω αγροτεμάχιο. Συγκεκριμένα καλλιεργούσαν και όργωναν αυτό, συνέλεγαν τον ελαιόκαρπο, ενώ αρκετές φορές με φιλικά τους πρόσωπα επισκέπτονταν την αγροικία, την οποία ο Π. Κ. είχε ανακαινίσει, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανένα. Μάλιστα το έτος 1970 η πρώτη ενάγουσα υπέβαλε αίτηση στο Αγρονομείο Μεγάρων και καταχωρήθηκε με τον αριθμό ... στο ευρετήριο αριθμών Μητρώου ελαιοδέντρων, έκτοτε δε ο αριθμός αυτός αναγράφηκε στον κορμό όλων των ελαιοδέντρων, που καλλιεργούσε ο δικαιοπάροχος των εναγόντων Ε. Κ. και μετά το θάνατό του οι ίδιοι. Εξάλλου, το έτος 1993 απεβίωσε σε αυτοκινητικό ατύχημα ο Π. Κ., ο οποίος μετά την αποποίηση της κληρονομιάς του από τη σύζυγό του Π. Κ. το γένος Σ. Κ., κληρονομήθηκε από τους ενάγοντες. Έτσι οι τελευταίοι κατέστησαν συγκύριοι του πιο πάνω αγροτεμαχίου κατά ποσοστό 7/16 εξ αδιαιρέτου η πρώτη και κατά ποσοστό 9/16 εξ αδιαιρέτου ο δεύτερος, αφού στο πρόσωπό τους ήδη είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας (εικοσαετία). Οι ενάγοντες και μετά το θάνατο του Π. Κ. συνέχισαν να ασκούν στο εν λόγω αγροτεμάχιο τις ίδιες πιο πάνω διακατοχικές πράξεις νομής δηλαδή να καλλιεργούν τα εντός αυτού υπάρχοντα ελαιόδενδρα ενώ από το έτος 1993 είχαν τούτο εκμισθώσει στον Α. Μ. ο οποίος καλλιεργούσε σε αυτό κηπευτικά. Αποδεικνύεται περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, ότι το πιο πάνω αγροτεμάχιο των εναγόντων, με την 3/1996 πράξη εφαρμογής περιοχής Δήμου Μεγάρων (...), που κυρώθηκε με την 6137/380/1996 απόφασης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δυτικής Αττικής και νόμιμα μεταγράφηκε (τόμος 352 αρ. 435), εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως. Με την ως άνω ένταξη του εν λόγω αγροτεμαχίου στο σχέδιο πόλεως και στα πλαίσια εφαρμογής της πιο πάνω πράξεως τούτο ρυμοτομήθηκε σε τρία μικρότερα ακίνητα δηλαδή τα επίδικα και συγκεκριμένα: Α) Ένα ακίνητο εκτάσεως 1857,89 τμ, στη θέση "Άγιος Χαράλαμπος" της περιοχής ... Μεγάρων, που βρίσκεται στο ΟΤ 19 με αριθμό ιδιοκτησίας Ο1. Τούτο εμφανίζεται στο από Ιουλίου 2003 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Γ. Σ. με τα στοιχεία Α Β Γ Δ Ε Α και συνορεύει Βόρεια σε πλευρά ΑΒ μήκους 53,79 μ. με οδό πλάτους 8,50 μ και πέραν αυτής με τα αριθμ. 20 και 21 οικοδομικά τετράγωνα, Νότια σε πλευρά ΔΓ μήκους 51,28 μ. με οδό πλάτους 4,00 μέτρων και πέραν αυτής με το οικοδομικό τετράγωνο 18, Ανατολικά σε πλευρά ΒΓ μήκους 34,28 μέτρων με οδό πλάτους 5,00 μέτρων και πέραν αυτής εν μέρει με το 24 (κοινωφελές) οικοδομικό τετράγωνο και εν μέρει με το 24 ΟΤ και Δυτικά σε πλευρά ΑΔ μήκους 49,11 μ. με ιδιοκτησία Μ., Α. και Δ. Τ.. Β) Ένα ακίνητο εκτάσεως 930,56 τμ. που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Μεγάρων, στη θέση "Άγιος Χαράλαμπος" της περιοχής ... Μεγάρων και στο με αριθμό 24 Οικοδομικό Τετράγωνο με αριθμό ιδιοκτησίας 04, το οποίο εμφαίνεται στο από Ιουλίου 2003 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Γ. Σ. με τα στοιχεία Ζ.Η.Θ.Ι.Κ.Α.Μ.Ζ και συνορεύει Βόρεια σε πλευρά Ζ Η μήκους 18,40 μέτρων με οδό πλάτους 3,00 μέτρων και πέραν αυτής με το υπ' αριθμ. 24 Κοινωφελές Τετράγωνο, Νότια σε πλευρά ΜΛ μήκους 11,85 μέτρων, σε πλευρά ΑΚ μήκους 14,60 μέτρων, σε πλευρά ΚΙ μήκους 8,76 μέτρων και σε πλευρά ΙΘ μήκους 5,61 μέτρων με ιδιοκτησία αγνώστου και ιδιοκτησία Χ. Α., Χ. Ε., Χ. Κ. και Χ. Π., Ανατολικά σε πλευρά μήκους 45,55 μέτρων με ιδιοκτησία Α. χήρας Σ. Μ. και Δυτικά σε πλευρά ΜΖ μήκους 32,87 μέτρων με οδό πλάτους 5,00 μέτρων και πέραν αυτής με τα Οικοδομικά Τετράγωνα 19 και 18 και Γ) Ένα ακίνητο εκτάσεως 826,23 τ.μ. που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Μεγάρων, στη θέση "Άγιος Χαράλαμπος" της περιοχής ... Μεγάρων και στο με αριθμό 8 Οικοδομικό Τετράγωνο με αριθμό ιδιοκτησίας 10 Ν, το οποίο εμφαίνεται στο από Ιουλίου 2003 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Γ. Σ. με τα στοιχεία Α.Β.Γ.Δ.Ε.Ζ.Α. και συνορεύει Βόρεια σε πλευρά ΑΒ μήκους 6,42 μέτρων και σε πλευρά ΒΓ μήκους 13,76 μέτρων με ιδιοκτησία αγνώστου, Νότια σε πλευρά ΕΔ μήκους 19,72 μέτρων με οδό πλάτους 8,50 μέτρων, Ανατολικά σε πλευρά ΔΓ μήκους 40,09 μέτρων με ιδιοκτησίες αγνώστων και Δυτικά σε πλευρά ΕΖ μήκους 24,45 μέτρων και ΖΑ μήκους 18,16 μέτρων με ιδιοκτησία αγνώστων. Αποδεικνύεται ακόμη ότι οι ενάγοντες και μετά την ένταξη στο σχέδιο πόλεως του προαναφερόμενου αγροτεμαχίου τους, συνέχισαν να νέμονται τα τρία ως άνω επίδικα ακίνητα, που είχαν κατά τα ανωτέρω μετά την ένταξη διαμορφωθεί. Συγκεκριμένα ο Α. Μ., ο οποίος, όπως προεκτέθηκε είχε ήδη από το έτος 1993 μισθώσει το ενιαίο ακίνητο, εξακολούθησε να καλλιεργεί στα επίδικα κηπευτικά μέχρι το έτος 2002, ενώ το 2002 ο δεύτερος ενάγων με τον Ι. Μ. συνέλεξαν τον ελαιόκαρπο. Ακολούθως το έτος 2003 οι ενάγοντες μόνοι τους συνέλεξαν τον καρπό, ενώ το έτος 2004 η συλλογή του ελαιοκάρπου έγινε από τον Ι. Μ. για λογαριασμό των εναγόντων. Ο τελευταίος μάλιστα είχε κλειδί της ευρισκομένης στο πρώτο από τα επίδικα αγροικίας. Ακόμη το έτος 2004 οι ενάγοντες εκμίσθωσαν τα επίδικα στο Χ. Σ., κτηνοτρόφο που τα έσπειρε κριθάρι. Για τις πιο πάνω διακατοχικές πράξεις νομής των εναγόντων, οι οποίες προφανώς είχαν υποπέσει στην αντίληψη των εναγομένων, οι τελευταίοι ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν. Ωστόσο για πρώτη φορά κατά το έτος 2005, όταν ο δεύτερος ενάγων-αναιρεσίβλητος μετέβη στα επίδικα, προκειμένου να κλαδέψει τα ελαιόδενδρα μαζί με τον Ι. Μ., διαπίστωσε ότι είχε παραβιαστεί η θύρα της αγροικίας και είχε αλλαχθεί η κλειδαριά, ενώ τα φώτα ήταν αναμμένα, δεδομένου ότι η αγροικία από πολλά έτη ηλεκτροδοτείτο. Κατόπιν τούτου ο αναιρεσίβλητος κατέθεσε εναντίον της τρίτης εναγομένης και ήδη δεύτερης αναιρεσίβλητης την από 25-5-2005 έγκληση για τα αδικήματα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και αυτοδικίας. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι οι τρείς πρώτες εναγόμενες, η δεύτερη και η τρίτη από τις οποίες είναι θυγατέρες της πρώτης Α.ς χήρας Σ. Μ. το γένος Π. Κ., πρόκειται δηλαδή για την αδελφή του δικαιοπαρόχου των εναγόντων Ε. Κ., για πρώτη φορά αμφισβήτησαν την κυριότητα των εναγόντων στο προαναφερόμενο ενιαίο αγροτεμάχιό τους το 1995, όταν με την .../8-2-1995 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Μεγάρων Παρασκευής Ορφανού αποδέχθηκαν ως κληρονομιά του αποβιώσαντος άνευ διαθήκης το έτος 1978 συζύγου και πατέρα τους Σ. Μ. το εν λόγω αγροτεμάχιο. Ο δεύτερος ενάγων-αναιρεσίβλητος πληροφορηθείς το γεγονός αυτό με την από 25-5-1995 εξώδικη δήλωση - πρόσκληση και διαμαρτυρία, που επέδωσε στις ανωτέρω κληρονόμους, επικαλούμενος ότι ο ίδιος και η μητέρα του είναι αποκλειστικοί κύριοι του εν λόγω αγροτεμαχίου, ζήτησε από αυτές να ανακαλέσουν τη δήλωση αυτή, επιφυλασσόμενος σε διαφορετική περίπτωση να ενεργήσει δικαστικώς. Ωσαύτως οι ίδιες ως άνω εναγόμενες αμφισβήτησαν και πάλι την κυριότητα των εναγόντων, όταν το έτος 1996, κατά τη διαδικασία ένταξης της περιοχής ... Μεγάρων στο σχέδιο πόλεως, δήλωσαν το ως άνω αγροτεμάχιο ως ιδιοκτησία τους, ενώ το έτος 2005 η πρώτη εναγομένη με το .../28-3-2005 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Μεγάρων Θωμά Μπέη, που νόμιμα μεταγράφηκε, δώρισε κατά ψιλή κυριότητα στην τρίτη εναγομένη εγγονή της το ιδανικό μερίδιό της, κατά το οποίο κατά τους ισχυρισμούς της είναι συγκυρία στα επίδικα. Οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι ο φερόμενος ως απώτερος δικαιοπάροχος των εναγόντων Π. Κ., ατύπως το έτος ... πώλησε στον Α. Μ., μετέπειτα πεθερό της θυγατέρας του Α. Μ., πρώτης εναγομένης, το πιο πάνω αγροτεμάχιο των 4441,44 τμ και ότι μετά το θάνατο του Α. (1948) τούτο περιήλθε στη σύζυγό του Μ. χήρα Α. Μ. και στους γιους του Γ. και Σ. Μ. ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του. Ισχυρίζονται ακόμη ότι μετά το θάνατο του Σ. (1978) το εν λόγω αγροτεμάχιο περιήλθε στις τρείς πρώτες εναγόμενες σύζυγο και θυγατέρες του, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του και ότι συνακόλουθα αυτές έγιναν συγκυρίες τούτου δια χρησικτησίας συνυπολογίζοντας στο δικό τους χρόνο νομής και εκείνο των δικαιοπαρόχων τους (άμεσου). Σ. και (απώτερου) Α. Μ.. Ωστόσο από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδεικνύονται οι πιο πάνω ισχυρισμοί των εναγομένων και ειδικότερα δεν αποδεικνύεται ότι οι εναγόμενοι και οι δικαιοπάροχοί τους άσκησαν ποτέ στο εν λόγω αγροτεμάχιο εμφανές διακατοχικές πράξεις νομής. Ούτε εξάλλου αποδεικνύεται ότι είχε ποτέ περιέλθει το εν λόγω αγροτεμάχιο στη νομή του Α. Μ. και μετά το θάνατό του στη νομή της συζύγου και των τέκνων του (Σ. και Γ.), δεδομένου ότι οι τελευταίοι, εάν είχε αυτό συμβεί, όταν αποδέχθηκαν με την .../1970 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Γεωργίου Μαργέτη την κληρονομιά της αποβιώσασας το έτος 1965 μητέρας τους Μ. χήρας Α. Μ., θα είχαν προφανώς περιλάβει σε αυτήν και το κληρονομικό μερίδιο της τελευταίας στο εν λόγω αγροτεμάχιο. Σε κάθε δε περίπτωση οι εναγόμενες αλλά και ο θείος τους Γ. Μ. στις .../10-6-1986 και .../10-6-1986 δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς του συζύγου και πατέρα τους Σ. Μ. οι πρώτες και του πατέρα του Α. Μ. ο δεύτερος, που συνέταξε η συμβολαιογράφος Μεγάρων Αγγελική Καραγιώργου, αποδέχονται τέσσερα κληρονομιαία ακίνητα όχι όμως και το ως άνω αγροτεμάχιο. Αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα για το ποιος από τους διαδίκους ασκούσε πράξεις νομής επί του επιδίκου το ένδικο χρονικό διάστημα (1953 - 2005) η κατάθεση της μάρτυρος Α. Λ. και οι ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Μ. Γ. το γένος Σ. Μ. και Π. Χ. το γένος Γ. Μ., οι οποίες καταθέτουν ότι οι ενάγοντες και οι δικαιοπάροχοι τους ασκούσαν στα επίδικα τις πράξεις νομής που προαναφέρονται, κρίνονται αξιόπιστες, διότι είναι σαφείς, έχουν δε αυτοί άμεση γνώση για όσα καταθέτουν και δεν προσδοκούν έννομο συμφέρον από την ευνοϊκή υπέρ των εναγόντων έκβαση της δίκης. Ειδικότερα η Π. Χ., θυγατέρα του Γ. Μ. και ανιψιά του δικαιοπαρόχου των εναγομένων Σ. Μ. κατηγορηματικά καταθέτει ότι "ο Γ. και ο Σ. Μ. δεν είχαν στην κυριότητά τους οποιοδήποτε ακίνητο στην ... και στην περιοχή Αγίου Χαραλάμπους και ειδικότερα από κληρονομιά του πατέρα τους Α. Μ.". Εξάλλου, κατηγορηματικά καταθέτει και η Μ. Γ., πρώτη εξαδέλφη του Ε. Κ. και της πρώτης εναγομένης αδελφής του, ότι "οι αδελφοί Μ. δεν είχαν στην ιδιοκτησία τους ακίνητα στην περιοχή ...". Αλλά και η εξετασθείσα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρας Α. Λ. καταθέτει ότι με την οικογένεια της, τους Λ. και Π. Κ. και τη μητέρα τους συχνά επισκέπτονταν το επίδικο και συνέτρωγαν εντός της αγροικίας, την οποία είχε διαμορφώσει ο Π. Κ., επιβεβαίωσε δε και τις σχετικές φωτογραφίες που είχαν ληφθεί σε κάποια από τις επισκέψεις. Οι καταθέσεις των μαρτύρων αυτών δεν αναιρούνται κατά τρόπο που να μπορεί να στηρίξει διαφορετική δικαστική κρίση από την έκθεση φωτοερμηνείας του τοπογράφου μηχανικού Κ. Α., σύμφωνα με την οποία το αρχικό αγροτεμάχιο των 8214 τμ εμφανίζεται στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945, 1960, 1969, 1979 και 1987 ως ενιαίος καλλιεργούμενος αγρός ούτε εξάλλου από τις καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων, οι οποίοι δεν έχουν άμεση γνώση για την επικαλούμενη από τις εναγόμενες άτυπη προς τον απώτερο δικαιοπάροχό τους Α. Μ. πώληση του επιδίκου. Ειδικότερα, οι μάρτυρες Β. Π. και Σ. Β. σύζυγοι της δεύτερης και της τρίτης των εναγομένων, αντίστοιχα, όλως αόριστα καταθέτουν ότι οι εναγόμενες καλλιεργούσαν το επίδικο, ο δε εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρας Δ. Κ. καταθέτει ότι "μετά το θάνατο του Π. Κ. δεν έβλεπε τους ενάγοντες για 4-5 χρόνια", απουσία τους όμως που ήταν λόγω του πένθους, απολύτως δικαιολογημένη αλλά και γιατί το επίδικο κατά το χρονικό αυτό διάστημα, όπως προεκτέθηκε, ήταν μισθωμένο στον Α. Μ..
Συνεπώς οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι κατέστησαν συγκύριοι του ενιαίου αγροτεμαχίου των 4561 τμ και μετά τη ρυμοτόμησή του των τριών επίδικων ακινήτων κατά ποσοστό 7/16 εξ αδιαιρέτου η πρώτη και 9/16 εξ αδιαιρέτου ο δεύτερος, με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία) με την άσκηση δηλαδή στην πιο πάνω έκταση των προαναφερόμενων πράξεων νομής από τους ίδιους και τους δικαιοπαρόχους τους για χρονικό διάστημα πολύ μεγαλύτερο της εικοσαετίας". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές, το Εφετείο έκρινε, ότι οι αναιρεσίβλητοι έγιναν συγκύριοι των επίδικων εδαφικών τμημάτων κατά τα αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου, αφού στο πρόσωπό τους ήδη είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, και ότι ουδόλως αποδείχθηκε, ότι οι αναιρεσείουσες και οι δικαιοπάροχοί τους άσκησαν ποτέ στα επίδικα εμφανείς διακατοχικές πράξεις νομής. Κατόπιν τούτου, το Εφετείο απέρριψε την ένσταση ιδίας κυριότητας των αναιρεσειουσών και δέχτηκε την ένδικη αναγνωριστική περί κυριότητας ακινήτων αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά την ερειδόμενη στον πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία) κτήσεως της κυριότητας βάση της, κατ' αρχή επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει όμοια, ως προς τις εκκαλούσες-αναιρεσείουσες Σ. Π., Μ. Μ. και Α.-Σ. Π., ακολούθως δε, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση ως προς την πρώτη εκκαλούσα-αναιρεσείουσα Α. χήρα Σ. Μ., η οποία είχε δικαστεί πρωτοδίκως ερήμην, σαν να ήταν όμως και αυτή παρούσα, δέχτηκε και ως προς την αναιρεσείουσα αυτή την αγωγή, κατά την άνω βάση της. Με αυτά, που δέχθηκε, και έτσι, που έκρινε, το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 του ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της απόκτησης της κυριότητας των επίδικων ακινήτων από τους αναιρεσίβλητους με έκτακτη χρησικτησία και της μη άσκησης πράξεων νομής επί των επιδίκων από τις αναιρεσείουσες. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχτηκε, ότι ο απώτερος κοινός δικαιοπάροχος των διαδίκων Π. Κ. λόγω της αναφερόμενης διανομής το έτος 1953 μεταβίβασε ατύπως στο γιό του Ε. Κ., άμεσο δικαιοπάροχο των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων, την υπόλοιπη ακίνητη περιουσία του, στην οποία περιλαμβανόταν και το τμήμα των 4561 τ.μ. του αναφερόμενου ενιαίου αγροτεμαχίου, ο οποίος έκτοτε εγκαταστάθηκε στη νομή του και νεμόταν τούτο συνεχώς με διάνοια κυρίου μέχρι το θάνατό του το έτος 1967, οπότε οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, ήτοι η σύζυγός του και πρώτη αναιρεσίβλητη Α. Κ. και τα τέκνα του Π. Κ. και Λ. Κ., δεύτερος των αναιρεσιβλήτων, συνέχισαν να νέμονται το ακίνητο αυτό με διάνοια κυρίου, ότι ο άνω υιός του Π. Κ. αποβίωσε το έτος 1993 και κληρονομήθηκε από τους αναιρεσίβλητους, οι οποίοι έτσι έγιναν συγκύριοι του πιο πάνω αγροτεμαχίου κατά τα αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου, αφού στο πρόσωπό τους ήδη είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, ότι με την ένταξη του αγροτεμαχίου στο σχέδιο πόλεως τούτο ρυμοτομήθηκε σε τρία μικρότερα ακίνητα, δηλαδή τα επίδικα, και ότι ουδόλως αποδείχθηκε, ότι οι αναιρεσείοντες και οι δικαιοπάροχοί τους άσκησαν ποτέ στα επίδικα εμφανείς διακατοχικές πράξεις νομής. Επομένως, οι συναφείς έκτος και όγδοος, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς και τέταρτος, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου λόγοι αναίρεσης, με του οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
Επειδή, ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Εξάλλου, κατά την σαφή έννοια του άρθρου 559 αριθ. 1 εδάφ. β' ΚΠολΔ, η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, μόνο αν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, δηλαδή όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει εσφαλμένα να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας για να βρει την έννοια κάποιου κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ' αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, όχι δε και όταν χρησιμεύουν για την εξακρίβωση από το δικαστήριο της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν, γιατί στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείουσες με τον τέταρτο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο της αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 εδάφ. β' ΚΠολΔ, προβάλλουν την αιτίαση, ότι το Εφετείο με το να δεχτεί, ότι ουδόλως αποδείχθηκε, ότι το επίδικο αγροτεμάχιο είχε ποτέ περιέλθει στη νομή του απώτερου δικαιοπαρόχου τους Α. Μ. και μετά το θάνατό του στη νομή της συζύγου του Μ. και των τέκνων του Σ., δικαιοπαρόχου των αναιρεσειουσών, και Γ., επειδή δεν περιέλαβαν και το επίδικο στη δήλωση αποδοχής της μητέρας τους Μ. χήρας Α. Μ., που πέθανε το 1965, και ότι οι αναιρεσείουσες δεν συμπεριέλαβαν το επίδικο στις ... και .../10-6-1986 δηλώσεις αποδοχής κληρονομίας του συζύγου και πατέρα τους Σ. Μ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Μεγάρων Αγγελικής Καραγιώργου, παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, "ότι δηλαδή είθισται ιδιαιτέρως σε αγροτικά αλλά και άλλα ακίνητα να γίνονται αρχικές και συμπληρωματικές δηλώσεις αποδοχής κληρονομίας, οφειλόμενες, όπως στην περίπτωσή τους, και σε αδυναμία καταβολής ολόκληρου του αναλογούντος φόρου, όταν τα κληρονομιαία είναι πολλά και μεγάλης αξίας". Με το περιεχόμενο όμως αυτό, ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, διότι η επικαλούμενη παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας δεν αφορά την ερμηνεία κανόνα δικαίου, ή την υπαγωγή σ' αυτές αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, αλλά αφορά την εκτίμηση των αποδείξεων για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της βασιμότητας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα (αλλά και μόνον εκείνα) τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, που προκύπτει από τον συνδυασμό της με τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδάφ. 1 στοιχ. β', 346 και 453 παρ.1 ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες, των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτή προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ, το οποίο, μολονότι αναφέρεται στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισμών", έχει ανάλογη εφαρμογή και στην επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη η κατ' έφεση επίκληση εγγράφου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις ενώπιον του εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει με τις προτάσεις του σε προηγούμενη συζήτηση της υπόθεσης, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των προτάσεών του εκείνων, που περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου ή με ενσωμάτωση των προτάσεων του εκείνων στις προτάσεις του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αναίρεση απόφαση (Ολ.ΑΠ 23/2008).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. β' ΚΠολΔ λόγο της αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη του τα αναφερόμενα στο λόγο αυτό έγγραφα και ειδικότερα 1) το .../25-7-1953 προικοσύμφωνο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Μεγάρων Θωμά Μαργέτη, 2) τις από 20-11-1969 και 7-11-1970 άδειες συλλογής ελαιοκάρπου και 3) τις από 14-11-2006 ένορκες βεβαιώσεις που περιέχουν καταθέσεις των μαρτύρων Π. Δ., Ι. Μ., Χ. Κ. και Χ. Σ. ενώπιον της Ειρηνοδίκου Μεγάρων, τα οποία εντελώς αόριστα και μη νόμιμα επικαλέστηκαν οι αναιρεσίβλητοι με τη διατύπωση: "προσκομίζουμε και επικαλούμαστε το σύνολο των εγγράφων, τα οποία είχαμε προσκομίσει ενώπιον του δικάσαντος σε πρώτο βαθμό Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (σχετ. 1 έως )", και έτσι παρά το νόμο έλαβε υπόψη έγγραφα, των οποίων δεν έγινε νόμιμη επίκληση στο Εφετείο. Από την επισκόπηση των από 19-3-2009 προτάσεων των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων ενώπιον του Εφετείου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει, ότι πράγματι οι αναιρεσίβλητοι δεν επικαλέστηκαν νομίμως τα περισσότερα από τα έγγραφα, που είχαν επικαλεστεί νομίμως με τις πρωτόδικες προτάσεις τους, όπως όμως περαιτέρω προκύπτει από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα, αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων, αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα με επίκληση προσκομίζουν", το Εφετείο έλαβε υπόψη μόνο τα νομίμως επικαλούμενα έγγραφα και όχι και τα μη νομίμως επικαλούμενα. Τούτο προκύπτει ειδικότερα και από το γεγονός, ότι το Εφετείο, σύμφωνα με την άνω βεβαίωσή του, από τις προσκομισθείσες από τους αναιρεσίβλητους ένορκες βεβαιώσεις έλαβε υπόψη και μνημόνευσε μόνο τις με αριθμό 85 και 86/2009 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκου Μεγάρων, τις οποίες νομότυπα είχαν επικαλεστεί στις προτάσεις τους, και δεν έλαβε υπόψη τις από 14 Νοεμβρίου 2006 ένορκες βεβαιώσεις που περιέχουν καταθέσεις των μαρτύρων Π. Δ., Ι. Μ., Χ. Κ. και Χ. Σ. ενώπιον της ιδίας Ειρηνοδίκου, που οι αναιρεσίβλητοι δεν είχαν επικαλεστεί νόμιμα. Επομένως, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι το Εφετείο την κρίση του, ότι οι αναιρεσίβλητοι έγιναν συγκύριοι των επίδικων εδαφικών τμημάτων κατά τα αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου με έκτακτη χρησικτησία και ότι ουδόλως αποδείχθηκε, ότι οι αναιρεσείουσες και οι δικαιοπάροχοί τους άσκησαν ποτέ στα επίδικα εμφανείς διακατοχικές πράξεις νομής, δεν στήριξε στα ανωτέρω μη νομίμως επικαλούμενα έγγραφα, αλλά σε άλλα αποδεικτικά μέσα και κυρίως στις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και των νομίμως επικαλούμενων ένορκων βεβαιώσεων, και συνακόλουθα ο ερευνώμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, συνάγεται, ότι ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι' αυτά. Κατ' ακολουθίαν ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης από τον αριθ. 10 του ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή χωρίς απόδειξη, είναι αβάσιμος διότι όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση μνημονεύονται σ' αυτή όλα τα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρας, έγγραφα) που το Δικαστήριο έλαβε υπόψη για την συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος. Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, ιδρύεται, αν το δικαστήριο υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή, ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν, από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για παράπονο, αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως, θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό πόρισμά του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε ως προς το αποδεικτέο γεγονός (Ολομ.ΑΠ 2/2008). Έγγραφα, κατά τον προκείμενο λόγο αναιρέσεως, είναι τα κατά τα άρθρα 339 και 432 επ. ΚΠολΔ αναφερόμενα ως αποδεικτικά έγγραφα, τα παρέχοντα άμεση ή έμμεση απόδειξη. Υπό την έννοια αυτή, δεν αποτελούν έγγραφα εκείνα στα οποία αποτυπώνεται άλλο αποδεικτικό μέσο, όπως είναι οι γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων, οι εισηγητικές εκθέσεις και οι εκθέσεις αυτοψίας, οι ένορκες βεβαιώσεις, ή τα πρακτικά και οι αποφάσεις που περιέχουν καταθέσεις μαρτύρων. Κατ' ακολουθίαν, ο τρίτος λόγος της αναίρεσης από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της παραμόρφωσης από το Εφετείο του περιεχομένου της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος Α. Λ. και τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Μ. Γ. και Π. Χ. είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι η κατάθεση μάρτυρος και οι ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες επικαλούνται οι αναιρεσείουσες, δεν είναι αποδεικτικά έγγραφα κατά την παραπάνω έννοια.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 περ γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση, κατά την έννοια αυτής της διάταξης, νοείται αφενός μεν κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, δηλαδή κάθε αίτηση με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, και η οποία δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης, τέτοια δε αίτηση είναι ιδίως η της αγωγής, της ανταγωγής, της κύριας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, κάθε ένδικου μέσου, της ανακοπής, της τριτανακοπής, όχι, όμως, και εκείνη της ένστασης, της αντένστασης και γενικά εκείνη απόφανσης πάνω σε κάθε άλλου είδους πράγματα, αφετέρου δε κάθε μη αυτοτελής αίτηση των διαδίκων στη διαδρομή του δικαστικού αγώνα, εφόσον προκαλεί ενέργεια του δικαστηρίου και έτσι συντελεί στην εξέλιξη της διαδικασίας για το σκοπό έκδοσης οριστικής απόφασης και εφόσον αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης (ΑΠ 631/2010, ΑΠ 1486/1997).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον έβδομο λόγο της αναίρεσης, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την προαναφερόμενη πλημμέλεια από τον αριθμό 9 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο άφησε αδίκαστη αίτηση, και ειδικότερα την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που κατά τους ισχυρισμούς τους υπέβαλαν. Η αίτηση αυτή, όμως, δεν εμπίπτει στην αίτηση, υπό την έννοια του αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και γι' αυτό ο λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Επειδή, κατά το άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος αποδείξεως των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα, για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλλει με απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού, προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους αποδείξεως των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής αποφάσεως (άρθρο 14 Ι του ν. 2915/2001) και την εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 270 ΚΠολΔ σε όλες τις υποθέσεις. Αντίθετα, αντικειμενικό βάρος απόδειξης είναι ο κίνδυνος που διατρέχει ο διάδικος στη περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού, του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου, στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείουσες με τον όγδοο, κατά το δεύτερο μέρος του, αλλά και τελευταίο εξεταζόμενο, λόγο της αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια, ότι το Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης, με το να δεχθεί την αγωγή, "αποδεχόμενο συνεχή και αδιάλειπτη νομή στα επίδικα ακίνητα εκ μέρους των εναγόντων-αναιρεσιβλήτων, παρά το ότι δέχτηκε την εκ μέρους αυτών (αναιρεσειουσών) αμφισβήτηση του ένδικου δικαιώματος με τη συμμετοχή τους στη διαδικασία εντάξεως στο σχέδιο πόλεως". Ο λόγος όμως αυτός της αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον από την επισκόπηση του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, ότι το Εφετείο δέχτηκε την αγωγή, μετά την εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων, που είχαν προσκομισθεί από τους ενάγοντες-αναιρεσίβλητους, ώστε να μη τίθεται θέμα αναστροφής και παραβιάσεως του αντικειμενικού βάρους της αποδείξεως. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου Λ. Π. (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό κατάθεσης 908/15-9-2010 αίτηση των αναιρεσειουσών Σ. συζ. Β. Π. κ.λ.π. για αναίρεση της 4980/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα του δεύτερου αναιρεσίβλητου Λ. Π., τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή