Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Χρησικτησία έκτακτη.
Περίληψη:
Αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ., αρ. 19 (αβάσιμος), 9 (απαράδεκτος, επειδή αφορά "αίτηση" για διορισμό νέου πραγματογνώμονα), 11γ΄ (αβάσιμος), 20 (απαράδεκτος, επειδή αφορά εκτίμηση περιεχομένου εγγράφου). Αβάσιμος και ο λόγος αναιρέσεως που πλήττει μη πραγματική παραδοχή του δικαστηρίου (εσφαλμένη προϋπόθεση).
Αριθμός 2127/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δήμου Τρικκαίων, νόμιμα εκπροσωπούμενου, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Ζυγούρη.
Της αναιρεσίβλητης: Ιεράς Μητρόπολης Τρίκκης και Σταγών, νόμιμα εκπροσωπούμενης, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δήμο Θανάσουλα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/7/2006 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 39/2007 μη οριστική, 232/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 40/2011 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων Δήμος με την από 8/4/2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 11/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας διαλαμβάνει επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Εξάλλου λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προσβάλλεται μη πραγματική παραδοχή του δικαστηρίου, στηριζόμενος έτσι, σε εσφαλμένη προϋπόθεση, είναι αβάσιμος.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με το ... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Τρικάλων Β. Πουλιανίτη που μεταγράφηκε νόμιμα (...) η Σ. σύζυγος Σ. Τ., το γένος Ν. Τ., δώρησε στην ενάγουσα Ιερά Μητρόπολη Τρίκκης και Σταγών ένα αγροτεμάχιο και ήδη οικόπεδο, καθώς έχει ενταχθεί στο σχέδιο της πόλης των Τρικάλων, εμβαδού 2.006,90 τ.μ. και ήδη κατά νεότερη καταμέτρηση από τον ΟΚΧΕ 1997 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "..." ... της κτηματικής περιφέρειας της συνοικίας ... του Δήμου ... (...). Το ακίνητο αυτό που ήδη φέρει ΚΑΕΚ ... αποτελούσε τμήμα μεγαλύτερης έκτασης περίπου 9,5 στρεμμάτων, του οποίου την νομή και κατοχή είχε κατά το έτος 1881, που απελευθερώθηκε η Θεσσαλία από τον Τουρκικό ζυγό ο πατέρας της Φ. Τ., Ν., θυγατέρα της οποίας ήταν η προαναφερθείσα Σ. Τ.. Περί τις αρχές 1885 έτους ο ως άνω αρχικώς νομέας και κάτοχος του αγροκτήματος αυτού ενόψει του γάμου της παραπάνω θυγατέρας του Φ. με τον Ι. Τ. μεταβίβασε λόγω άτυπης προίκας σ' αυτήν το παραπάνω (μείζον του επιδίκου) αγροτεμάχιο, έκτοτε δε αυτή το νεμόταν (βοηθούμενη από τον παραπάνω σύζυγό της, μετά τον γάμο της μ' αυτόν που έγινε περί το έτος 1886, και μέχρι τον θάνατό του το έτος 1912) διαννοία κυρίου με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του ακινήτου αυτού δεν προσβάλλει κατ' ουσία το δικαίωμα τρίτου προσώπου μέχρι τα τέλη 1928 έτους, που ενόψει του γάμου της άνω θυγατέρας της Σ. με τον Σ. Τ., παρέδωσε την άνω νομή της επ' αυτού στην τελευταία λόγω άτυπης προίκας. Από τότε έως την 10-9-1976 η εν λόγω άμεση δικαιοπάροχος της ενάγουσας, νεμόταν το αγροτεμάχιο αυτό με τα ίδια προσόντα της δικαιοπαρόχου της και με καλή ως άνω πίστη, έως την 23-2-1946. Ειδικότερα τόσο αυτή όσο και προ αυτής η παραπάνω δικαιοπάροχός της ασκούσαν σ' αυτό συνεχώς και αδιαλείπτως εμφανείς πράξεις νομής προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του και συγκεκριμένα το καλλιεργούσαν με σιτηρά, και καλαμπόκι, διατηρούσαν στο ανατολικό μέρος του αριθμό οπωροφόρων δένδρων και αμπέλι και φρόντιζαν για την διατήρηση ανέπαφων των ορίων του. Από τη δεκαετία του 1950 δε, η Σ. Τ. (Τ.) εκμίσθωνε για σχεδόν 20 έτη το ακίνητο αυτό με επίμορτη αγροληψία στον Κ. Κ.. Το εν λόγω ακίνητο ήταν ανέκαθεν καλλιεργούμενος αγρός έως το έτος 1980 περίπου που η καλλιέργειά του εγκαταλείφθηκε λόγω της επικείμενης ένταξής του στο σχέδιο πόλης Τρικάλων και ποτέ δεν είχε την ιδιότητα του κοινοχρήστου πράγματος, ώστε να είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας. Τούτο προκύπτει από την ως άνω πραγματογνωμοσύνη η οποία διεξήχθη από την διορισθείσα πραγματογνώμονα που είχε τις προς τούτο ειδικές γνώσεις, κατά την προσφορότερη μέθοδο της τεχνικής με την χρήση των καταλλήλων φωτοερμηνευτικών οργάνων, ως προς την ερμηνεία των αεροφωτογραφιών των ετών 1945, 1960, 1974, 1985 και 1995 που προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι στις οποίες το επίδικο εμφανίζεται, έως το έτος 1980 περίπου, ως καλλιεργήσιμη έκταση σε συνδυασμό με την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας. Μόνη δε η περί του αντιθέτου κατάθεση του μάρτυρα του εναγομένου, η οποία δεν επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, δεν μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο σε διαφορετική κρίση για το κρίσιμο αυτό σημείο της υποθέσεως.
Συνεπώς η άμεσος δικαιοπάροχος της ενάγουσας Σ. Τ. απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη σχετική μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής και η ένσταση του εναγομένου περί του ότι είναι κύριος του επιδίκου καθόσον αυτό είχε την ιδιότητα κοινοχρήστου πράγματος από αμνημονεύτων ετών (βοσκότοπος, παιδότοπος κ.λ.π.) είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ' ουσία. Στη συνέχεια η εν λόγω αληθινή κυρία του επιδίκου με το παραπάνω συμβόλαιο αγοράς που μεταγράφηκε νόμιμα μεταβίβασε το δικαίωμά της αυτό στην ενάγουσα και έτσι η τελευταία κατέστη κυρία του επιδίκου με παράγωγο τρόπο, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη σχετική μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής.
Από τότε που το επίδικο περιήλθε στην ενάγουσα (11-9-1976) αυτή συνέχισε να ασκεί, διαμέσου των εκπροσώπων της, επ' αυτού πράξεις νομής διαννοία κυρίου, όπως και η παραπάνω δικαιοπάροχός της και συγκεκριμένα το επισκεπτόταν και το φύλασσε αποκλείοντας την επέμβαση επ' αυτού οποιουδήποτε τρίτου χωρίς να ενοχληθεί από κανέναν, επιμελήθηκε δε τα της ένταξης της εν λόγω ιδιοκτησίας της στο σχέδιο πόλης Τρικάλων παρακολουθώντας τη σχετική διαδικασία, ως και την εγγραφή της στο εθνικό κτηματολόγιο. Έτσι, σε κάθε περίπτωση η ενάγουσα έγινε κυρία του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία αφού το κατέχει και το νέμεται αυτή και οι προαναφερόμενοι δικαιοπάροχοί της συνεχώς και χωρίς διακοπή από αρχές 1885 έτους έως τα τέλη 2002 έτους, δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 20 ετών και δη 105 έτη περίπου (...)". Βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος Δήμου Τρικκαίων κατά της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 232/2008 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων η οποία είχε δεχθεί τα ίδια και κατά παραδοχήν της ένδικης αναγνωριστικής αγωγής της αναιρεσίβλητης Ι.Μ. Τρίκκης και Σταγών είχε αναγνωρίσει την τελευταία κυρία του αναφερόμενου επιδίκου ακινήτου. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, μεταξύ των οποίων και ότι η άμεση δικαιοπάροχος της αναιρεσίβλητης, από το έτος 1928, οπότε το έλαβε στη νομή της ως άτυπη προίκα από τη μητέρα της και έκτοτε μέχρι το έτος 1976, οπότε το μεταβίβασε στην αναιρεσίβλητη λόγω δωρεάς (προαναφερόμενο υπ' αριθμ. .../10-9-76 συμβόλαιο), νεμόνταν το επίδικο με τις αναφερόμενες πράξεις νομής, και με καλή δε πίστη μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23-2-1946), διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα της κυριότητας της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης επί του επιδίκου, κτηθείσα με έκτακτη χρησικτησία, οι οποίες (αιτιολογίες) στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα του Εφετείου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου και δη των άρθρων 974, 976, 980, 1045 του ΑΚ, ο υπό την ισχύ του οποίου και μόνον χρόνος (υπερεικοσαετίας) αρκεί για την απόκτηση της κυριότητας. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον δεύτερο από το άρθρο 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ., λόγο της αιτήσεώς του, ειδικότερα δε ότι η προσβαλλομένη, μη αναφέροντας νομή της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης επί του επιδίκου μετά την 23-2-1946 και μέχρι το έτος 1976, έχει ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες, είναι αβάσιμα. Αβάσιμα, ως στηριζόμενα σε εσφαλμένη προϋπόθεση, είναι και όσα ο αναιρεσείων υποστηρίζει με τον τρίτο, υπό την επίκληση του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς του, ότι δηλαδή το Εφετείο εν πάση περιπτώσει, "μη διαγνωσθείσης της νομής των δικαιοπαρόχων της αντιδίκου κατά το διάστημα από 23-2-1946 έως 10-9-1976", παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν.δ. 31/1968, όπως αντικ. με το άρθρο 62 του ν.1416/1984, και εκείνων του α.ν. 1539/1938, κατά τις οποίες τα ακίνητα των δήμων και των κοινοτήτων είναι ανεπίδεκτα νομής και χρησικτησίας τρίτου από το έτος 1968 και εφεξής. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης, το Εφετείο δέχεται ότι το επίδικο ακίνητο ουδέποτε υπήρξε κοινοτικός ή δημοτικός χώρος, ώστε να είναι ανεπίδεκτος, χρησικτησίας κατά τα ανωτέρω, βρισκόμενο πάντοτε υπό τη νομή και κυριότητα ιδιωτών (των δικαιοπαρόχων της αναιρεσίβλητης), ειδικότερα δε υπό την νομή της άμεσης δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης και κατά το ειρημένο χρονικό διάστημα από 23-2-1946 έως 10-9-1976.
ΙΙ. Ο κατά το άρθρο 559 αρ. 9 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ότι το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη δεν δημιουργείται όταν η "αίτηση" αφορά τον διορισμό πραγματογνώμονα, όπως δεν δημιουργείται ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 11 γ' του ίδιου άρθρου όταν από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, καθώς και ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 20 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ όταν πρόκειται για παράπονο που αναφέρεται και μόνο στην εκτίμηση του περιεχομένου εγγράφου, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ.
Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου, όπως εκτιμάται το ελλειπές περιεχόμενό του (μη ολοκληρωμένο) στο βρισκόμενο στη δικογραφία αντίγραφό του. και υπό την επίκληση του αριθμού 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ υποστηρίζεται ότι το Εφετείο άφησε αδίκαστο το αίτημα του αναιρεσείοντος για τον διορισμό ειδικών πραγματογνωμόνων εκτός του καταλόγου του Πρωτοδικείου Τρικάλων, για την απόδειξη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος για δική του κυριότητα επί του επιδίκου, ως κοινόχρηστου χώρου. Παρεκτός του ότι, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της έφεσης του αναιρεσείοντος, τέτοιο αίτημα δεν υποβλήθηκε στο Εφετείο, το οποίο απέρριψε τους τέταρτο και πέμπτο λόγους της εφέσεως του αναιρεσείοντος που αφορούσαν την εκτίμηση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της διεξαχθείσης πραγματογνωμοσύνης, ώστε να μπορεί κατ' αρχήν να προβληθεί σχετικά λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ο εξεταζόμενος ως άνω λόγος είναι απαράδεκτος, αφού δεν πρόκειται για αίτηση κατά την έννοια της προρρηθείσης διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 9 του ΚΠολΔ. Με τον τέταρτο λόγο, από τον αριθμό 11γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, του αναιρετηρίου προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη το υπ' αριθμ. .../1976 δωρητήριο συμβόλαιο, τον τίτλο δηλαδή κυριότητας της αναιρεσίβλητης, που είχε επικαλεστεί και ο αναιρεσείων, με τον πέμπτο δε και υπό την επίκληση του αριθμού 20 του ίδιου άρθρου ότι άλλως το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού (συμβολαίου) με το να μην αναγνώσει την περικοπή του ότι το επίδικο "κείται εν τη θέσει "... ..." (...), ένθα η γνωστή κοινόχρηστος έκτασις του χωρίου τούτου, υπό την ονομασίαν ... ...". Ο πρώτος από τους ανωτέρω λόγους είναι αβάσιμος, αφού από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη το ειρημένο υπ' αριθμ. .../76 συμβόλαιο, το οποίο και ρητώς μνημονεύει, ο δε τελευταίος παρεκτός του ότι δεν προσκομίζεται το ανωτέρω συμβόλαιο, για να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της αποδιδόμενης παραμόρφωσης του περιεχομένου του, είναι απαράδεκτος, αφού από το περιεχόμενο του ως άνω λόγου προκύπτει σαφώς ότι πρόκειται και μόνον για την εκτίμηση του περιεχομένου του ως άνω συμβολαίου (εγγράφου), αναφερομένου στη θέση του επιδίκου ("... ..."), στην οποία υπάρχει (και) η "γνωστή κοινόχρηστος έκτασις υπό την ονομασία "... ...".
ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρ. 178, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, 281 παρ. 2 ν.3463/2006).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8-4-2011 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 40/2011 αποφάσεως του Εφετείου Λαρίσης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα Δήμο στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ