Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Κλήτευση .
Περίληψη:
Αναβολή συζήτησης και η αναγραφή στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Άσκηση αναίρεσης κατά αποφάσεως Πολυμελούς Πρωτοδικείου, που δίκασε ως Εφετείο. Λόγοι αναίρεσης από 560 αριθμ. 1 - Απορρίπτει.
Αριθμός 488/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Θ. Σ. του Α., 2) Χ. Σ. του Α. και 3) Δ. Σ. του Α., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Αναγνωστόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ομόρρυθμου εταιρείας με την επωνυμία "Αφοί Δ. Θ. Ο.Ε." και έδρα το ..., που εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, και 2) Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Γεωργιάδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31/7/2003 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και την από 24/9/2004 ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση της πρώτης αναιρεσίβλητης, οι οποίες κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Πατρών και συνεκδικάστηκαν με την προφορικά ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 354/2005 του ιδίου Δικαστηρίου και 68/2010 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 23/8/2010 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 28/2/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1-3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί και δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ' αυτή κάποιος διάδικος, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και αν μεν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζήτησής της ή δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποιος διάδικος επέσπευσε τη συζήτησή της, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρ. 226 παρ. 4 εδάφ.β' και γ' ΚΠολΔ, που έχουν εφαρμογή και στην αναιρετική διαδικασία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 575 εδάφ.β' ΚΠολΔ, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε, κατά την οποία δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου προς εμφάνιση και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Ωστόσο, κατά την έννοια των τελευταίων αυτών διατάξεων, η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για την μετ' αναβολή δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήση του απολειπόμενου κατ' αυτή διαδίκου, εφόσον αυτός, είτε είχε επισπεύσει εγκύρως ο ίδιος τη συζήτηση της υπόθεσης κατά την αρχική δικάσιμο είτε είχε νόμιμα κλητευθεί να παραστεί κατ' αυτήν είτε είχε σε κάθε περίπτωση νόμιμα παραστεί κατ' αυτή, οπότε με τη νόμιμη παράστασή του, χωρίς εναντίωσή του, καλύφθηκε η τυχόν ακυρότητα της κλήτευσής του για την αρχική δικάσιμο. Διαφορετικά η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ' αναβολή δικάσιμο, δεν ισχύει ως κλήτευση του απολειπόμενου κατ' αυτή διαδίκου (ΑΠ 1436/2012). Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τους αναιρεσείοντες 1912 Β'/6-6-2011 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πατρών ..., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 7-3-2012, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για την ανωτέρω στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο της 23-1-2013, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια των αναιρεσειόντων προς την πρώτη αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "Αφοί Δ. Θ. Ο.Ε.". Επομένως, εφόσον η πρώτη αναιρεσίβλητη δεν εμφανίστηκε, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά τη σημερινή, νόμιμη μετ` αναβολή δικάσιμο της 23-1-2013, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία της, κατά τα προαναφερθέντα.
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 1072 ΑΚ, η οποία αποδίδει προϊσχύον Βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο (ν. 7 παρ. 5, ν. 30 παρ. 1, ν. 56 παρ. 1 Π (411), ν. 6 παρ. 4, Βασ. 50 παρ. 1, ν. 1 παρ. 1-4, 7Π (43.12) και 23 Εισ. (2, 1), "Η κοίτη ποταμού μη πλεύσιμου που εγκαταλείφθηκε ανήκει στους κυρίους των παραποτάμιων κτημάτων. Η διάταξη του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται αναλόγως. Οι κύριοι του εδάφους της νέας κοίτης έχουν δικαίωμα μέσα σε ένα έτος να αποκαταστήσουν το ρεύμα στην προηγούμενη κοίτη". Η διάταξη του αμέσως προηγούμενου άρθρου (1071 ΑΚ) ρυθμίζει πώς γίνεται η κατανομή νησιού που πρόβαλε σε ποταμό μη πλεύσιμο στους κυρίους των παραποτάμιων κτημάτων, ορίζοντας ότι "το νησί που πρόβαλε σε ποταμό μη πλεύσιμο ανήκει στους κυρίους των παραποτάμιων κτημάτων. Σε καθένα από αυτούς ανήκει το τμήμα, που περιλαμβάνεται μεταξύ νοητής γραμμής κατά μήκος και στη μέση του ποταμού και γραμμών που σύρονται κάθετα προς αυτήν από την άλλη πλευρά του κάθε κτήματος". Από τη διάταξη, ειδικότερα, της παρ.1 του άρθρου 1072 ΑΚ που προπαρατέθηκε, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 966, 967 και 968 του ίδιου Κώδικα προκύπτει, ότι ο ποταμός που ρέει με ελεύθερη και αέναη ροή, δεν είναι όμως πλεύσιμος, τότε το έδαφος, που καταλαμβάνεται από την κοίτη του, είναι κοινής χρήσεως και εκτός συναλλαγής πράγμα και ως τέτοιο ανήκει στο Δημόσιο, εφόσον δεν ανήκει σε δήμο ή κοινότητα ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά (άρθρο 968 ΑΚ) και, περαιτέρω, ότι προϋπόθεση της εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1072 Α.Κ., είναι η ύπαρξη παραποτάμιου κτήματος ή κτημάτων, τα οποία βρίσκονται σε επαφή με τον ποταμό, του οποίου η κοίτη εγκαταλείφθηκε. Ως "εγκατάλειψη" της παλαιάς κοίτης του ποταμού νοείται η πλήρης και ολοκληρωτική εγκατάλειψή της, με το σχηματισμό νέας κοίτης, η οποία αποτελεί φυσικό φαινόμενο με προοπτική σταθερότητας και διάρκειας και όχι η μερική εγκατάλειψη ή ορθότερα ο περιορισμός της κοίτης του ποταμού που συχνά δεν έχει διάρκεια.
Συνεπώς, αν η κοίτη μη πλεύσιμου ποταμού, η οποία ανήκει στο Δημόσιο, περιορίστηκε κατά τρόπο, ώστε μεταξύ της ιδιοκτησίας τρίτου και της κοίτης του ποταμού, που περιορίστηκε, να παρεμβάλλεται έκταση, αυτή εξακολουθεί να ανήκει στο Δημόσιο και δεν έχει, συνακόλουθα, εφαρμογή η προμνημονευόμενη διάταξη του άρθρου 1072 παρ.1 ΑΚ (Ολ.ΑΠ 24/2001). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1033 ΑΚ, για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάσθηκε. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση, που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Στην προκείμενη περίπτωση, το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε τα ακόλουθα: "Το επίδικο ακίνητο εκτάσεως 4637,18 τ.μ. κατά προσέγγιση, κείται στη θέση "Φλογεραίικα" ή "Μπέικι" του Τ.Δ. Θεριανού του Δήμου Βραχνέϊκων του Ν. Αχαΐας και φέρεται μεν από τους ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες να συνορεύει γύρωθεν βόρεια με διανοιγείσα αγροτική οδό, ανατολικά με διανοιγείσα αγροτική οδό, νότια με ακίνητο ιδιοκτησίας των αυτών εναγόντων-αναιρεσειόντων και δυτικά με ακίνητο ιδιοκτησίας της εναγόμενης και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης ομόρρυθμης εταιρείας, αλλά κατά την κρίση του Δικαστηρίου (του δικάσαντος ως Εφετείου) συνορεύει στην πραγματικότητα βόρεια με αγροτική οδό και πρώην τμήμα κοίτης του ποταμού Πείρου, ανατολικά με αγροτική οδό, νότια με ακίνητο συγκυριότητας των αναιρεσειόντων και δυτικά με πρώην τμήμα κοίτης του ποταμού Πείρου. Αποτελεί δε το ακίνητο τούτο τμήμα της κοίτης του ποταμού Πείρου. Το γεγονός αυτό προκύπτει ανενδοίαστα από τις προσκομιζόμενες αεροφωτογραφίες των ετών 1945, 1960, 1971 και 1987 χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, αλλά και από αυτή τη σύσταση του εδάφους που είναι κροκαλοειδής, παρουσιάζει συγκεντρώσεις φερτών υλικών (αμμοχάλικου), είναι παντελώς ακατάλληλη για καλλιέργεια και σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης έχει κατακλυσθεί από τον ποταμό Πείρο τουλάχιστον μια φορά στο παρελθόν. Το ακίνητο αυτό ως δημόσια γαία περιήλθε κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο διά της υπογραφής των πρωτοκόλλων του Λονδίνου της 21.1/3.2.1830 "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος" και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6/1.7.1830) και της από 9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως περί οριστικού διακανονισμού των ορίων του πρώτου Ελληνικού Κράτους σύμφωνα με το οποίο στο Ελληνικό Δημόσιο περιήλθαν, αιτία πολέμου, κατά κυριότητα οι γαίες, οι οποίες έως εκείνο το χρονικό σημείο ανήκαν στο Οθωμανικό κράτος ή σε υπηκόους αυτού και κατέστη το Ελληνικό Δημόσιο πλασματικός νομέας αυτού. Ως τμήμα κοίτης μη πλεύσιμου ποταμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου παρέμεινε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου και το αυτό ίσχυσε και μετά τη θέση σε ισχύ του Αστικού Κώδικα με την ταυτόσημη ρύθμιση των άρθρων 967, 968 και 1072 ΑΚ έως τη μεταβίβασή του κατά κυριότητα λόγω πωλήσεως και μετά τη διενέργεια πλειοδοτικού διαγωνισμού μέσω της Κ.Ε.Δ. στην πρώτη αναιρεσίβλητη με το .../13-11-2001 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πατρών Θεοδώρας Μεταξά, το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών. Από τις προσκομιζόμενες αεροφωτογραφίες αποδεικνύεται, ότι έως το έτος 1971 ουδεμία πράξη νομής ασκήθηκε στο επίδικο από τους αναιρεσείοντες ή τους δικαιοπαρόχους αυτών, αλλά μεταξύ των ετών 1971 και 1987 έλαβε χώρα το πρώτον επέμβαση στο επίκοινο και μεταβολή της μορφολογίας αυτού προφανώς με τη χρήση μηχανημάτων και επιγενόμενη του 1971 εκμετάλλευση αυτού, πράξεις, ωστόσο, οι οποίες, ως ασκηθείσες επί ακινήτου ανήκοντος κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο όση διάρκεια και εάν έχουν μετά τις 11-9-1915 δεν δύνανται να προσπορίσουν διά κτητικής παραγραφής (χρησικτησίας) την κυριότητα του επιδίκου στον χρησιδεσπόζοντα. Εξάλλου, ουδέποτε το επίκοινο περιήλθε στους αναιρεσείοντες ή τους δικαιοπαρόχους τους κατά συγκυριότητα ως κυρίους παροχθίου κτήματος εγκαταληφθείσας κοίτης μη πλεύσιμου ποταμού, καθόσον τόσο από τις αεροφωτογραφίες του έτους 1987 αλλά κυρίως από την με αριθμό 1031286/2291/0010/7.4.2005 Κοινή Υπουργική Απόφαση Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και ΠΕΧΩΔΕ, με αντικείμενο την κατασκευή του φράγματος Αστερίου και αγωγού προσαγωγής υδάτων από τον ποταμό Πείρο στον παραπόταμο Παραπείρο, αποδεικνύεται ότι ουδέποτε εγκαταλείφθηκε ολικώς η κοίτη του ποταμού Πείρου, αλλά παρέμεινε ενεργός κοίτη πλάτους 4 - 5 μέτρων με αποτέλεσμα το λοιπό ανενεργό τμήμα αυτής, στο οποίο εντάσσεται το επίδικο, να παραμείνει στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου.
Συνεπώς, οι αναιρεσείοντες δεν κατέστησαν συγκύριοι του επιδίκου λόγω γονικής παροχής από την Ι. Σ. διά του υπ' αριθ. .../29-2-1985 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πατρών Νικολάου Παφύλα, το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών, για το λόγο ότι ουδέποτε η δικαιοπάροχος αυτών είχε καταστεί κυρία του επιδίκου ως αναμειχθείσα στην κληρονομία του πατέρα της Θ. Κ., ο οποίος αποβίωσε το έτος 1917 και σε κάθε περίπτωση ουδέποτε οι απώτατοι δικαιοπάροχοι αυτής άσκησαν πράξεις νομής επί του επικοίνου επί μία τριακοντετία προ της 11-9-1915, ώστε να έχουν καταστεί κύριοι αυτής και να δύνανται να της προσπορίσουν κυριότητα". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές, το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο έκρινε, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα της κοίτης του ποταμού Πείρου, ότι η σύσταση του εδάφους του είναι παντελώς ακατάλληλη για καλλιέργεια, ότι το ακίνητο αυτό ως δημόσια γαία περιήλθε κατά κυριότητα στο προσθέτως παρεμβαίνον και ήδη δεύτερο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο και παρέμεινε ως τμήμα κοίτης μη πλεύσιμου ποταμού έως τη μεταβίβασή του κατά κυριότητα λόγω πωλήσεως, μετά τη διενέργεια πλειοδοτικού διαγωνισμού το έτος 2001, στην εναγόμενη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία "Αφοί Δ. Θ. Ο.Ε.", υπέρ της οποίας το δεύτερο αναιρεσίβλητο είχε ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση, ότι έως το 1971 ουδεμία πράξη νομής ασκήθηκε στο επίδικο από τους ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες ή τους δικαιοπαρόχους τους, ότι ουδέποτε το επίδικο περιήλθε στους αναιρεσείοντες ή τους δικαιοπαρόχους τους κατά συγκυριότητα ως κυρίους παροχθίου κτήματος εγκαταληφθείσας κοίτης μη πλεύσιμου ποταμού, διότι ουδέποτε εγκαταλείφθηκε ολικώς η κοίτη του ποταμού Πείρου, αλλά παρέμεινε ενεργός κοίτη πλάτους 4 - 5 μέτρων, ότι η άμεση δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων Ι. Σ. ουδέποτε είχε καταστεί κυρία του επιδίκου κατά παράγωγο ή πρωτότυπο τρόπο και ότι σε κάθε περίπτωση ουδέποτε οι απώτατοι δικαιοπάροχοι αυτής άσκησαν πράξεις νομής επί του επιδίκου επί μια τριακονταετία προ της 11-9-1915, ώστε να έχουν καταστεί κύριοι αυτού και να δύνανται να της προσπορίσουν κυριότητα κατά παράγωγο τρόπο. Ακολούθως, το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο δέχτηκε την έφεση του δεύτερου αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δέχτηκε την πρόσθετη παρέμβαση του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου και απέρριψε την αγωγή. Με αυτά, που δέχθηκε, και, έτσι, που έκρινε το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, δεν παραβίασε τις προπαρατιθέμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 967, 968 και 1072, ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ορθά δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 974 ΑΚ. Επομένως, ο μοναδικός, από το άρθρο 560 αριθ. 1 του ΚΠολΔ λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση των διατάξεων αυτών, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα του δεύτερου αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, μειωμένα όμως κατ' άρθρο 22 του ν. 3693/1957, όπως στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-8-2010 αίτηση των Θ. Σ. κ.λ.π. για αναίρεση της 68/2010 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που δίκασε ως Εφετείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του δεύτερου αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ