Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίληψη:
Η διαδικασία ενώπιον των υπηρεσιακών συμβουλίων και του ΑΣΕΠ δεν αποκλείει το δικαίωμα των εργαζομένων να ζητήσουν, την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας. Ο λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος, αφού με αυτόν δεν αποδίδεται διαγνωστικό σφάλμα, ως προς το αληθινό περιεχόμενο εγγράφου, αλλά σφάλμα, ως προς την εκτίμηση και ερμηνεία του περιεχομένου του. Εφόσον το εφετείο δέχθηκε ότι υπήρξε διαδοχή στο πρόσωπο του εργοδότη από το αναιρεσείον και στη συνέχεια, ότι αυτό δεσμεύεται, ειδικά, ως προς το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας, από τις τελεσίδικες αποφάσεις, που εκδόθηκαν επί αγωγών των εναγόντων κατά του Π.Ο.Δ.Α., του οποίου είναι ειδικός διάδοχος, δεν δέχθηκε, κατά παράβαση του νόμου, ότι υπάρχει δεδικασμένο. Η παράλειψη του δικαστηρίου να αναστείλει τη διαδικασία, λόγω εκκρεμοδικίας δεν συνιστά παράλειψη κήρυξης δικονομικού απαραδέκτου. Ο ισχυρισμός περί παραγραφής αξιώσεων κατά Δήμου, είναι μεν από εκείνους που λαμβάνονται υπόψη από τα δικαστήρια της ουσίας, και χωρίς να προταθούν, όχι όμως και από τον ’ρειο Πάγο.
Αριθμός 712/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικού διαδόχου του ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΜΟΥΣΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ" (ΔΑΜΣ), που έδρευε στην Αθήνα και εκπροσωπείτο νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Ευκλείδου.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Ε. του Ι., 2) Α. Μ. του Ν., 3) Α. Α. του Π., 4) Α. Α. του Β., 5) Α. Μ. του Ν., 6) Α. Γ. του Α., 7) Α. Δ. του Π., 8) Β. Δ. του Γ., 9) Β. Κ. του Ν., 10) Β. Σ. του Χ., 11) Β. Γ. του Α., 12) Β. Μ. του Ε., 13) Β. Ν. του Ι., 14) Β. Ι. του Χ., 15) Γ. Π. του Ι., 16) Γ. Μ. του Σ., 17) Γ. Ε. του Κ., 18) Γ. Κ. - Ν. του Θ., 19) Γ. Ι. του Κ., 20) Γ. Μ. του Ν., 21) Γ. Μ. - Ι. του Κ., 22) Γ. Ι. του Μ., 23) Γ. Α. του Ν., 24) Δ. Ε. του Χ., 25) Δ. Β. του Θ., 26) Δ. Α. του Π., 27) Δ. Α. του Π., 28) Δ. Β. του Ε., 29) Ε. Μ. του Ι., 30) Ε. Ι. του Μ., 31) Ζ. Α. του Δ., 32) Ζ. Ε. του Χ., 33) Ζ. Ζ. του Κ., 34) Ζ. Ο. του Μ., 35) Ζ. Γ. του Π., 36) Ζ. Η. του Δ., 37) Η. ’. του Χ., 38) Θ. ’. του Γ., 39) Θ. Ε. του Κ., 40) Θ. Κ. του Δ., 41) Ί. Μ. του Γ., 42) Ι. Ν. του Α., 43) Κ. Σ. του Δ., 44) Κ. Α. του Κ., 45) Κ. Π. του Δ., 46) Κ. του Η., 47) Κ. Σ. του Ν., 48) Κ. Π. του Ι., 49) Κ. Α. του Ν. και 50) Κ. Χ. του Δ., όλων κατοίκων
οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Φωτεινή Δερμιτζάκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-6-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1744/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5077/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 7-11-2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 25-10-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος υπέβαλε ένσταση, επειδή σύμφωνα με το άρθρο 90 του ν. 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού, σε συνδυασμό με το άρθρο 94 εδ. 3 του ιδίου νόμου και το άρθρο 276 του ν. 3463/2006 "...σε κάθε περίπτωση οι αξιώσεις των αναιρεσιβλήτων για το χρονικό διάστημα από 1-5-2005 έως και 22-7-2005 είναι παραγεγραμμένες, διότι η επίδοση της από 5-6-2007 και με αριθμ. κατάθεσης 136729/2816/2007 αγωγής τους στο τέως ΝΠΔΔ "ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΜΟΥΣΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ" έλαβε χώρα την 23-7-2007, όπως προκύπτει από την από 28-2-2013 βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών
την οποία προσκομίζουμε και επικαλούμαστε και ομολογούν οι αναιρεσίβλητοι στις προτάσεις τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αποτέλεσμα να έχει ήδη επέλθει η παραγραφή των ενδίκων απαιτήσεων για το χρονικό διάστημα από 1-5-2005 έως και 22-7-2005, ένσταση που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως και σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου (άρθρο 94 εδ. 3 Ν. 2362/1995 και άρθρο 304 ΠΔ 410/1995 και ήδη άρθρο 276 ν. 3463/2006)" και ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθεμία δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η διαδικασία ενώπιον των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων και του ΑΣΕΠ δεν αποκλείει το δικαίωμα των εργαζομένων να ζητήσουν, σύμφωνα με τα άρθ. 20, 26, 94 και 95 του Συντάγματος, με αγωγή, παρακάμπτοντας τη διαδικασία αυτή, την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας τους, ότι δηλ. συνδέονται με το Δημόσιο κ.λπ. εξαρχής με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία, ως εισάγουσα διαφορά ιδιωτικού δικαίου, υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (άρθ. 94 Συντ., 1 ν. 1406/1983, 1 ΚΠολΔ).
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 4 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για υπέρβαση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας (και όχι για έλλειψη καθ' ύλην αρμοδιότητας, όπως φέρεται) είναι αβάσιμος.
Με τους δεύτερο και τρίτο λόγους αναίρεσης, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου των, προβάλλονται αιτιάσεις, αντίστοιχα, από τους αρ. 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι 1) το Εφετείο δεν διέλαβε στην απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την κρίση ότι το αναιρεσείον είναι ειδικός διάδοχος του αρχικού εργοδότη των αναιρεσίβλητων και 2) παραμόρφωσε το περιεχόμενο της, από 3-6-2003, απόφασης του ΔΣ του Π.Ο.Δ.Α. Όμως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο διέλαβε σ' αυτήν, μεταξύ των άλλων και ότι "οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Πολιτισμικός Οργανισμός του Δήμου Αθηναίων" (Π.Ο.Δ.Α.), προκειμένου να εργασθούν ως μουσικοί στη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων με έγγραφες (τυπικές) συμβάσεις έργου, ετήσιας διάρκειας, που μετά τη λήξη τους ανανεώνονταν διαδοχικώς. Στη συνέχεια, με την από 3-6-2003 απόφαση του Δ.Σ. του Π.Ο.Δ.Α., μεταφέρθηκαν στο εναγόμενο, χωρίς να διακοπεί η ενότητα και η συνέχεια της εργασιακής τους σχέσης. Οι ως άνω συμβάσεις εξακολουθούσαν να ισχύουν, ανανεού΅ενες, με τη συναίνεση του εναγομένου, έως το χρόνο άσκησης της αγωγής τους, αμειβόμενοι οι ενάγοντες με δελτία παροχής υπηρεσιών". Με τις παραδοχές αυτές αιτιολογείται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, η κρίση του δικαστηρίου, ότι το αναιρεσείον είναι ειδικός διάδοχος του αρχικού εργοδότη των αναιρεσίβλητων και συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, ο τρίτος λόγος είναι απαράδεκτος, αφού με αυτόν δεν αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση διαγνωστικό σφάλμα, ως προς το αληθινό περιεχόμενο της, από 3-6-2003, απόφασης του ΔΣ του Π.Ο.Δ.Α., δηλαδή λάθος κατά την ανάγνωσή της, αλλά σφάλμα, ως προς την εκτίμηση και ερμηνεία του περιεχομένου της.
Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 16 εδάφ. α' ΚΠολΔ, που ορίζει ότι λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, προκύπτει, ότι ο λόγος αυτός προϋποθέτει, ότι το δικαστήριο ερεύνησε περί της συνδρομής των προϋποθέσεων του δεδικασμένου και, ακολούθως, δέχθηκε την ύπαρξη ή μη ύπαρξη αυτού. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι δεδικασμένο παράγεται από την τελεσιδικία της απόφασης, ανεξάρτητα από το είδος της παρεχόμενης έννομης προστασίας. Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό, αφού δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένη απόφαση (Ολ.ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 324 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, προκύπτει, ότι το δεδικασμένο προϋποθέτει ταυτότητα αντικειμένου, στο οποίο αναφέρεται το κριθέν και υπό κρίση δικαίωμα, καθώς και ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 225 παρ. 1 και 2 και 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η μεταβίβαση του αντικειμένου της δίκης, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης αυτής, ο ειδικός δε διάδοχος του διαδίκου, που έγινε όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος της, είτε με βάση σύμβαση, είτε από το νόμο, είτε με πολιτειακή βούληση, δεν αποκτά μεν την ιδιότητα του διαδίκου, δικαιούμενος να ασκήσει παρέμβαση, δεσμεύεται όμως από το δεδικασμένο που παράγεται από την τελεσίδικη απόφαση, που εκδόθηκε στη δίκη εκείνη. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2) επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την, από 5-6-2007, αγωγή τους οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν, ότι δυνάμει διαδοχικά ανανεούμενων συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που χαρακτηρίζονταν ως συμβάσεις έργου, προσλήφθηκαν από το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Πολιτισμικός Οργανισμός του Δήμου Αθηναίων", προκειμένου να εργασθούν ως μουσικοί στη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων, στη συνέχεια δε, με την από 3-6-2003 απόφαση του Δ.Σ. του Π.Ο.Δ.Α., μεταφέρθηκαν στο εναγόμενο χωρίς να διακοπεί η ενότητα και η συνέχεια της εργασιακής τους σχέσης, αμειβόμενοι με δελτία παροχής υπηρεσιών. Περαιτέρω, ισχυρίσθηκαν ότι η συνεχής, κατά τα άνω, κατάρτιση των εν λόγω συ΅βάσεών τους ως ορισ΅ένου χρόνου, αλλά και ο προαναφερθείς χαρακτηρισ΅ός τους ως συμβάσεων έργου, γίνονταν παράνο΅α και καταχρηστικά, αφού αντιστρατεύονταν την ισχύουσα κεί΅ενη νο΅οθεσία και αποσκοπούσαν στην καταστρατήγηση, εκ μέρους του εργοδότη τους, των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, που αφορούν την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και των κάθε είδους δικαιωμάτων τους, που απορρέουν από αυτήν, όπως κρίθηκε τελεσιδίκως με αποφάσεις των δικαστηρίων, με βάση δε τα παραπάνω ζήτησαν να τους επιδικαστούν οι αναφερόμενες στην αγωγή μισθολογικές διαφορές. Με τις αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών 1126/2007 ως προς τους δέκατο τρίτο και τριακοστό έκτο, 1128/2007 ως προς τους τέταρτο, έβδομο, εικοστό τέταρτο, εικοστό έβδομο, τριακοστό πρώτο, τεσσαρακοστό, τεσσαρακοστή ένατη, 1129/2007 ως προς τους πρώτο, δέκατο, δωδέκατη, δέκατη τέταρτη, εικοστό, εικοστό δεύτερο, εικοστό τρίτο, εικοστό έκτο, τριακοστή τρίτη, τριακοστό τέταρτο, τριακοστή όγδοη, τεσσαρακοστή πρώτη, τεσσαρακοστό δεύτερο, τεσσαρακοστή τέταρτη, τεσσαρακοστή έκτη, τεσσαρακοστή έβδομη, τεσσαρακοστό όγδοο, πεντηκοστό, και 1130/2007 ως προς τους τρίτο, εικοστό πέμπτο, τριακοστό, τεσσαρακοστό τρίτο και τεσσαρακοστό πέμπτο κρίθηκε, τελεσιδίκως, ΅ε δύνα΅η δεδικασμένου, ότι οι ως άνω συ΅βάσεις στην πραγματικότητα υπέκρυπταν συ΅βάσεις εξαρτημένης εργασίας και δη αορίστου χρόνου, αφού κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου εργοδότη τους. Ειδικότερα, ότι οι προαναφερόμενοι ενάγοντες παρείχαν τις υπηρεσίες τους, απασχολούμενοι διαρκώς και αδιαλείπτως, στις πραγματοποιούμενες από το τότε εναγόμενο (Π.Ο.Δ.Α.), τακτικές και έκτακτες συναυλίες, αλλά και στην προετοιμασία τους, ως μέλη της Συμφωνικής Ορχήστρας του, η οποία δημιουργήθηκε το έτος 1996, ενώ από το 1999 διευρύνθηκε και σχηματίστηκαν πέντε συνολικά ΅ουσικά σχήματα. Ότι στόχος της δημιουργίας των ανωτέρω μουσικών συνόλων ήταν να παράσχουν κατά τρόπο, σταθερό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό έργο, συμβάλλοντας στη βελτίωση του πολιτιστικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής των δη΅οτών του Δή΅ου Αθηναίων. Ότι τα σύνολα αυτά είχαν σταθερή παρουσία στα ΅ουσικά δρώ΅ενα του Δή΅ου Αθηναίων, αφού πραγματοποιούσαν περισσότερες από δύο συναυλίες κάθε ΅ήνα. Ότι ο τακτικός προγραμματισμός αυτών αποφασιζόταν από τον Πρόεδρο του εναγο΅ένου και τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή, οι οποίοι καθόριζαν τα προς εκτέλεση έργα ως και τον τόπο και χρόνο των συναυλιών όλων των ΅ουσικών συνόλων. Ότι, προκει΅ένου οι ενάγοντες, όπως και οι άλλοι ΅ουσικοί, να ανταπεξέρχονται στις συναυλίες που υποχρεούντο να συμμετάσχουν, πραγματοποιούσαν καθημερινές δοκι΅ές - πρόβες σε καθορισ΅ένο ωράριο, που είχε ορίσει η διοίκηση του εναγο΅ένου και η καθημερινή τους απασχόληση ελεγχόταν ΅έσω τήρησης από το εναγό΅ενο σχετικού παρουσιολογίου. Ότι οι τακτικές αυτές πρόβες ήταν απόρροια της επαγγελ΅ατικής ετοιμότητας, που υποχρεούντο να επιδεικνύουν προς το εναγό΅ενο, εφόσον αυτό καθόριζε το πρόγρα΅΅α των ΅ουσικών εκδηλώσεων. Το γεγονός ότι για την ΅ισθοδοσία των εναγόντων εκδίδονταν, από το εναγό΅ενο δελτία παροχής υπηρεσιών, στα οποία πολλές φορές αντιστοιχούσαν σε ΅ισθούς δύο, τριών ή και περισσότερων ΅ηνών, ανάλογα ΅ε τις σχετικές πιστώσεις, που κάθε φορά εγκρίνονταν ΅ε αποφάσεις του διοικητικού του συμβουλίου, δεν αποτελεί κριτήριο ώστε να κριθούν οι επίδικες συ΅βάσεις ως συ΅βάσεις ανάθεσης έργου, ούτε ο χαρακτηρισ΅ός τους από τα συμβαλλόμενα ΅έρη ως συ΅βάσεων έργου ή ανάθεσης εργασίας κατ' αποκοπήν. Ότι το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), με την 1326/18-11-2005 απόφασή του, αποφάνθηκε ότι ορθώς έκρινε το Υπηρεσιακό Συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων με το 9 πρακτικό, σε απάντηση του 235/288/04 εγγράφου του Δ.Α.Μ.Σ., ότι οι αναφερόμενοι σ' αυτό 160 υπάλληλοι (΅εταξύ των οποίων και οι ενάγοντες) πληρούν όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του Π.δ. 164/2004 για την κατάταξή τους σε θέσεις ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου. Και τέλος, ότι, σύ΅φωνα ΅ε το άρθρο 1 παρ. 9 ν. 3320/2005, ο χρόνος των συ΅βάσεων ΅ίσθωσης έργου, ΅ε βάση τις οποίες οι ενάγοντες απασχολήθηκαν, λογίζεται ότι έχει διανυθεί ΅ε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.
Συνεπώς, εφόσον το Εφετείο δέχθηκε ότι υπήρξε διαδοχή στο πρόσωπο του εργοδότη από το αναιρεσείον και στη συνέχεια, ότι αυτό δεσμεύεται, ειδικά, ως προς το χαρακτηρισμό των επίδικων συμβάσεων εργασίας, από τις παραπάνω τελεσίδικες αποφάσεις, που εκδόθηκαν επί αγωγών των εναγόντων αυτών κατά του Π.Ο.Δ.Α., του οποίου είναι ειδικός διάδοχος, δεν δέχθηκε, κατά παράβαση του νόμου, ότι υπάρχει δεδικασμένο, και ο, αληθώς, από τον αρ. 16 (και όχι 19, όπως, εσφαλμένα, επικαλείται το αναιρεσείον), τέταρτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλει, ότι, απαραδέκτως, το Εφετείο δέχθηκε ότι δεσμεύεται από το δεδικασμένο των παραπάνω αποφάσεων, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ υπάρχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο. Επί παράλειψης κήρυξης προσωρινού απαραδέκτου, όπως είναι το απαράδεκτο της συζήτησης ή της αναβολής της ή της αναστολής της διαδικασίας, ο λόγος αυτός στοιχειοθετείται όταν το απαράδεκτο αυτό επιβάλλεται από το νόμο προς κατοχύρωση του αποτελέσματος της ακυρότητας άλλης διαδικαστικής πράξης που προηγήθηκε, όπως είναι η ακυρότητα της κλήτευσης, ή (και) προς εξασφάλιση της άσκησης δικονομικού δικαιώματος, όπως είναι πρωτίστως το θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα της υπεράσπισης (Ολ.ΑΠ 12/2000). Επομένως η παρά το νόμο παράλειψη του δικαστηρίου να αναστείλει τη διαδικασία, λόγω εκκρεμοδικίας (άρθρ. 222 ΚΠολΔ), δεν συνιστά παράλειψη κήρυξης δικονομικού απαραδέκτου, με την έννοια της διάταξης του αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού η αναστολή αυτή επιβάλλεται από το νόμο χάριν οικονομίας χρόνου και δαπάνης, καθώς και προς αποφυγήν έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, ενδεχόμενο όμως που αντιμετωπίζεται από το νόμο με την καθιέρωση λόγου αναψηλάφησης για την τελευταία απόφαση (άρθρα 544 παρ. 1 και 549 παρ. 2 ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια, ο πέμπτος, αληθώς από τον αρ. 14 (και όχι 1, όπως εσφαλμένα επικαλείται το αναιρεσείον) του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο, προβάλλεται ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν κήρυξε την προταθείσα ακυρότητα εκδίκασης της παραπάνω ένδικης αγωγής των εναγόντων, ενόψει της εκκρεμοδικίας που υφίστατο από την ασκηθείσα από 25-8-2004 και με αριθ. 3702/2004 αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά του αναιρεσείοντος και του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων, που έχει την ίδια ιστορική και νομική αιτία με την αγωγή του και επί της οποίας είχε εκδοθεί η 2207/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και δεν ανέβαλε την εκδίκαση της αγωγής, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί των επικαλουμένων, με το αναιρετήριο, ειδικότερα, αγωγών είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω ο έκτος, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους παραπάνω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, από τις διατάξεις των άρθρων 222 και 249 ΚΠολΔ, περί εκκρεμοδικίας και αναβολής της εκδίκασης της αγωγής, που επαναφέρθηκαν με λόγους έφεσης, είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, το Εφετείο έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς αυτούς και τους αντίστοιχους λόγους έφεσης και τους απέρριψε.
Με τον έβδομο λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη των ουσιωδών και αυτοτελών ισχυρισμών του, για την απόσβεση της απαίτησης των αναιρεσίβλητων, με συμψηφισμό και εξόφληση αυτής και ακόμη ότι δεν έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς αυτούς. Όμως, όπως προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου, τούτο, ερευνώντας τον αντίστοιχο λόγο έφεσης, δέχθηκε ότι "ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση η ένσταση περί εξοφλήσεως και συμψηφισμού των αναφερομένων χρηματικών ποσών, που επιδικάσθηκαν προσωρινώς, με την 4992/2005 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών (ασφαλιστικών ΅έτρων), καθόσον δεν αναφέρεται το χρονικό διάστη΅α, στο οποίο αφορούν οι εν λόγω καταβολές". Εφόσον, όμως, οι σχετικές ενστάσεις, απορρίφθηκαν ως αόριστες, δίχως δηλαδή να εκδοθεί αποδεικτικό πόρισμα, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Αβάσιμος δε είναι ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος του με το οποίο προβάλλονται αιτιάσεις από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς αυτούς και τους απέρριψε. Τέλος, κατά το υπόλοιπο μέρος του, με το οποίο προβάλλεται πλημμέλεια από τον αρ. 19 είναι απαράδεκτος, διότι, δεν προσδιορίζεται η συγκεκριμένη πλημμέλεια.
Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την απόφαση και γ) ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή αποτελεί εκδήλωση της αρχής ότι ο ’ρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα πραγματικά γεγονότα και τους ισχυρισμούς που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου από τους διαδίκους και γι' αυτό ακριβώς νέοι ισχυρισμοί, έστω και επιγενόμενοι, δεν μπορούν να προταθούν, ούτε για τη θεμελίωση των λόγων αναίρεσης, ούτε για την απόκρουσή τους, αν δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες εξαιρέσεις. Εξάλλου, η έννοια της δημόσιας τάξης περιλαμβάνει τους κανόνες με τους οποίους η Ελληνική Πολιτεία προστατεύει θεμελιώδεις αξίες και αντιλήψεις του έννομου βίου, πολιτειακές, ηθικές, οικονομικές ή κοινωνικές, η προσβολή των οποίων δεν είναι ανεκτή από την κρατούσα στη Χώρα γενική περί δικαίου συνείδηση. Οι ισχυρισμοί δε, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίως και δημόσιας τάξης. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της αναίρεσης, το αναιρεσείον, ζήτησε, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, με την επίκληση, ότι η ένδικη αξίωση των αναιρεσίβλητων, παρεγράφη κατ' άρθρο 90 ν. 2362/1995, εφόσον παρήλθε διετία από τότε που γεννήθηκε μέχρι την άσκηση της αγωγής, προκειμένου δε να θεμελιώσει το παραδεκτό του, για πρώτη φορά, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προταθέντος ισχυρισμού, επικαλείται ότι ο καταλυτικός της αξίωσης των αναιρεσίβλητων ισχυρισμός του, περί παραγραφής, στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια και αφορά τη δημόσια τάξη. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός είναι απαράδεκτος, προεχόντως, διότι δεν προβλήθηκε ως λόγος αναίρεσης, με το δικόγραφο της αναίρεσης, ανεξαρτήτως του ότι, είναι μεν από εκείνους οι οποίοι, κατ' εξαίρεση, λαμβάνονται υπόψη από τα δικαστήρια της ουσίας, και χωρίς να προταθούν, όχι όμως και από τον ’ρειο Πάγο, ειδικώς δε στην προκειμένη περίπτωση, ο ίδιος ισχυρισμός δεν αφορά τη δημόσια τάξη. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αναιρεσείον, ως ηττώμενο, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, μειωμένα, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ και 281 του ν. 3463/2006 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 7-11-2011, αίτηση του αναιρεσείοντος για την αναίρεση της 5077/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει το αναιρεσείον σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, το οποίο ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ