Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίληψη:
Το δικαστήριο, που δέχθηκε ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη συνδέεται με την αναιρεσείουσα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δεν παραβίασε, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648, 649, 669, 671 και 672 του ΑΚ, 1, 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, 2 παρ. 2 του ΓΚΠ/ΟΤΕ, 5 παρ. 1 της 1999/70/ΕΚ, 13 και 21 του Ν. 2190/1994, ενόψει του ότι η αναιρεσείουσα δεν ανήκει στο Δημόσιο ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Αριθμός 2246/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΟΤΕ) ΑΕ", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Ηλιοπιερέα - Πιερράκο, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι: α) ανακαλεί την από 15-11-2013 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται και β) η αναιρεσείουσα παραιτείται από το δικόγραφο της αναιρέσεως ως προς την 2η των αναιρεσιβλήτων.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Π. του Α., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θωμά Καμενόπουλο και 2) Χ. Α. του Ι., κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-6-2004 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και άλλων προσώπων, που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκε η 496/2006 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 28-2-2012 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 7-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της 1ης αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 299, 294, 295 παρ. 1 και 297 του ΚΠολΔ, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζονται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι παραίτηση ολική ή μερική από το δικόγραφο του ένδικου μέσου που έχει ασκηθεί, όπως είναι και η αναίρεση (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ), μπορεί να γίνει και με προφορική δήλωση, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης. Η δήλωση αυτή, καταχωριζομένη στα πρακτικά, επιφέρει αντίστοιχη (ανάλογα με το περιεχόμενο και την έκτασή της) κατάργηση της δίκης. Επομένως, η παραίτηση της αναιρεσείουσας, από το, από 28-2-2012, δικόγραφο αναίρεσης, ως προς τη δεύτερη αναιρεσίβλητη, που έγινε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, είναι σύννομη και συνεπάγεται κατάργηση της δίκης, αλλά μόνο ως προς την παραπάνω αναιρεσίβλητη, ως προς την οποία θεωρείται, ότι δεν ασκήθηκε (άρθρα 295 παρ. 1 και 299 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 553 παρ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή κατά των τελεσιδίκων αποφάσεων. Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, ο χαρακτήρας της απόφασης ως τελεσίδικης ή όχι κρίνεται κατά το χρόνο άσκησης της αίτησης για αναίρεση, δηλαδή κατά το χρόνο κατάθεσης του δικογράφου της στη γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ). Εξάλλου, όταν προσβάλλεται απόφαση που έχει εκδοθεί στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, η προθεσμία της αναίρεσης αρχίζει αφότου συμπληρώθηκε η προθεσμία της έφεσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 518 παρ. 2 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ, αν η απόφαση δεν επιδοθεί, οι προθεσμίες της έφεσης και της αναίρεσης είναι τρία χρόνια και αρχίζουν αμφότερες από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη, αλλά η δεύτερη, όπως ήδη προαναφέρθηκε, ηρεμεί κατά τη διάρκεια της πρώτης. Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της 496/2006 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, της οποίας (απόφασης) δεν προκύπτει επίδοση από κάποιο διάδικο, ασκήθηκε εμπροθέσμως και είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 30-3-2006 και μέχρι τις 9-3-2012, όταν κατατέθηκε η αίτηση για αναίρεση στη γραμματεία του παραπάνω δικαστηρίου, δεν παρήλθε η τριετής προθεσμία της αναίρεσης, που άρχισε στις 31-3-2009, δηλαδή μετά την πάροδο της τριετούς προθεσμίας για άσκηση έφεσης.
Κατά τη διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, στο άρθρο 21 παρ. 1 του Ν. 2190/1994 ορίζεται ότι "οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του ίδιου νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επομένων παραγράφων", στην παρ. 2 ορίζεται ότι "η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες". Στη συνέχεια στις παρ. 3 και 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την άνω οριζόμενη διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν και τέλος οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγουμένων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατ' άρθρο 259 Π.Κ. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2190/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 2527/1997, στις διατάξεις του νόμου αυτού υπάγονται όλοι οι φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982 και τις μεταγενέστερες συμπληρώσεις του, πριν την τροποποίησή του με το Ν. 1892/1990. Μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνονται αφενός και οι κάθε είδους κρατικές ή δημόσιες και παραχωρηθείσες επιχειρήσεις και οργανισμοί καθώς και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου δημόσιου χαρακτήρα που επιδιώκουν κοινωφελείς ή άλλους δημόσιους σκοπούς (άρθρ. 51 παρ. 1 περ. γ' του ν. 1892/1990, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ. 6 του ν. 1943/1991) και αφετέρου τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο κράτος (άρθρ. 14 παρ. 1 εδ. β' παρ. 1 του ν. 2190/1994). Με την αναθεώρηση του έτους 2001 και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγουμένου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Έτσι με την αναθεώρηση αυτή του άρθρου 103 του Συντάγματος, η Ζ' Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και τη Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 2190/1994 και οι οποίες κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 του ΑΚ και 1 του ν. 2112/1920, συνάγεται ότι: α) Σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου είναι εκείνη στην οποία οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ρητώς ή σιωπηρώς ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. β) Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι εκείνη στην οποία ρητώς ή σιωπηρώς έχει συμφωνηθεί η λήξη της σε ορισμένο χρόνο ή η λήξη αυτή προκύπτει από το είδος και το σκοπό της εργασιακής συμβάσεως ή επιβάλλεται από διάταξη νόμου. Εξάλλου, ορίζεται: α) στο άρθρο 671 του ΑΚ ότι "η σύμβαση εργασίας που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται πως ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά τη λήξη του χρόνου της ο εργαζόμενος εξακολουθεί την εργασία χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης" και β) στο άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 ότι "οι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ' ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου". Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στην περίπτωση κατά την οποία η σύμβαση καταρτίστηκε υποχρεωτικώς, ως ορισμένης διάρκειας εκ του νόμου, όπως στην περίπτωση της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 2 του αναμορφωμένου ΓΚΠ - ΟΤΕ, που τέθηκε σε ισχύ με την από 10-6-1999 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (όρος 21 της εν λόγω Ε.Σ.Σ.Ε.) και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (άρθρο 7 παρ. 1 ν. 1876/1990), κατά την οποία ο Οργανισμός δύναται προς κάλυψη έκτακτων και πρόσκαιρων αναγκών να προσλαμβάνει έκτακτο προσωπικό με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου κατά σύστημα, όρους, διαδικασία και προϋποθέσεις που καθορίζονται με απόφαση της Διοίκησης, αυτή δε η σύμβαση εργασίας απαγορεύεται να παραταθεί ή να ανανεωθεί ή να μετατραπεί σε σύμβαση αορίστου χρόνου (ΑΠ 815, 816/2011). Να σημειωθεί ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2257/1994 "περί οργανώσεως και λειτουργίας του ΟΤΕ", στο οποίο περιγράφεται αναλυτικά ο σκοπός της εταιρίας, μεταξύ άλλων αναφερομένων δραστηριοτήτων είναι και η εγκατάσταση, λειτουργία, εκμετάλλευση, διαχείριση και ανάπτυξη κάθε είδους τηλεπικοινωνιακής υποδομής σε τοπικό εθνικό, διακρατικό και διεθνές επίπεδο και κατά το άρθρο πρώτο (προοίμιο) του ν. 3676/2008, "Η εταιρεία με την επωνυμία Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος ΑΕ ΟΤΕ είναι επιχείρηση ηλεκτρονικών επικοινωνιών νομίμως συσταθείσα και λειτουργούσα ως ανώνυμη εταιρεία κατά το δίκαιο της Ελληνικής Δημοκρατίας με έδρα το Αμαρούσιο Αττικής" και συνεπώς η εναγομένη δεν ανήκει στο Δημόσιο ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα παρακάτω κρίσιμα για την έρευνα του λόγου αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγουσες προσλήφθηκαν από την εναγομένη με τις κατωτέρω αναφερόμενες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, για να εργασθούν ως καθαρίστριες. Ειδικότερα, η τρίτη και πέμπτη ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητες), προσλήφθηκαν στις 1-7-2002 και εργάσθηκαν μέχρι 28-2-2003. Ακολούθως, η σύμβασή των ανανεώθηκε από 1-3-2003 έως 31-10-2003 και εκ νέου από 1-11-2003 έως 30-4-2004. Συνολικά απασχολήθηκαν, ως καθαρίστριες, για χρονικό διάστημα 22 μηνών, καλύπτοντας από το χρόνο κατάρτισης της πρώτης τους σύμβασης, πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγόμενης και προσφέροντας την εργασία τους υπό τις αυτές συνθήκες με τους συναδέλφους τους, που αποτελούν το μόνιμο προσωπικό της τελευταίας. Η κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων δεν δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, δεδομένου ότι η εναγομένη δεν απέδειξε την ύπαρξη τέτοιων λόγων που επέβαλαν την πρόσληψη των εναγουσών και επομένως, υφίσταται ακυρότητα των επί μέρους συμβάσεων (άρθρο 174 ΑΚ) και πρόκειται για μία σύμβαση αορίστου χρόνου για την κάθε ενάγουσα, η λύση της οποίας δεν είναι δυνατόν να γίνει χωρίς καταγγελία και την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των εναγουσών η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της ΕΕ της 28-6-1999 πριν την έκδοση του ΠΔ 81/2003, είναι αβάσιμος και τούτο διότι, για το πριν την έκδοση του ΠΔ 81/2003 χρονικό διάστημα, το Δικαστήριο οφείλει να εφαρμόζει τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου λαμβάνοντας υπόψη τους σκοπούς που επιδιώκει η Οδηγία, και επομένως το Δικαστήριο εφαρμόζει τις διατάξεις του ν. 2112/1920 τις οποίες ερμηνεύει σύμφωνα με την ανωτέρω Οδηγία. Μετά την έκδοση του ΠΔ 81/2003, η προαναφερόμενη Οδηγία ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο, όμως το συγκεκριμένο ΠΔ δεν εφαρμόζεται στις ενάγουσες, δεδομένου ότι το ίδιο ορίζει ότι εφαρμόζεται σε συμβάσεις, ανανεώσεις συμβάσεων ή σχέσεις εργασίας, που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του, ήτοι την 2-4-2003, ήδη δε οι σχέσεις εργασίας των εναγουσών είχαν ήδη ανανεωθεί μια φορά πριν την έκδοση του ανωτέρω διατάγματος και ήδη επρόκειτο για μία σύμβαση αορίστου χρόνου. Ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι, σύμφωνα με τον κανονισμό της, που έχει ισχύ νόμου, δεν επιτρέπεται η σύναψη συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και επομένως, ανεξαρτήτως του αν οι ενάγουσες κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες της, εξ αιτίας της ανωτέρω απαγόρευσης, δεν μπορούν να θεωρηθούν οι συμβάσεις τους μια σύμβαση αορίστου χρόνου, είναι απορριπτέος και τούτο διότι η Οδηγία 1999/70/ΕΚ αλλά και οι λοιπές διατάξεις του εθνικού δικαίου, που είναι σύμφωνες με αυτήν, υπερισχύουν των διατάξεων που είναι αντίθετες σ' αυτές, όπως, εν προκειμένω, ο κανονισμός της εναγομένης. Με τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή των αναιρεσίβλητων και αναγνώρισε ότι από την αρχική πρόσληψή τους συνδεόταν με την αναιρεσείουσα με ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Κρίνοντας έτσι το δικαστήριο της ουσίας, δεν παραβίασε, ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648, 649, 669, 671 και 672 του ΑΚ, 1, 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, 2 παρ. 2 του ΓΚΠ/ΟΤΕ, 5 παρ. 1 της 1999/70/ΕΚ, 13 και 21 του Ν. 2190/1994, ενόψει του ότι η αναιρεσείουσα δεν ανήκει στο Δημόσιο ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα της πρώτης αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει καταργημένη, ως προς τη δεύτερη αναιρεσίβλητη, τη δίκη που ανοίχθηκε με την, από 28-2-2012, αίτηση για την αναίρεση της 496/2006 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Απορρίπτει την παραπάνω αίτηση, ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της πρώτης αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ