Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίληψη:
Το Εφετείο 1) διέλαβε στην απόφασή του6, ως προς την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 672 Α.Κ., 281 και 914, σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των 2) κατέληξε στην κρίση του, όχι με βάση δεδικασμένο, που προκλήθηκε από την 1223/2008 απόφαση, αλλά συνεκτιμώντας το περιεχόμενο της απόφασης αυτής και εκείνο των λοιπών αποδεικτικών μέσων και 3) έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 1115/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ανδρέα Δουλγεράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένων του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Σπυρίδωνος Ζιάκα και της αρχαιοτέρας της συνθέσεως Αρεοπαγίτου Βαρβάρας Κριτσωτάκη), Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη, Ασπασία Καρέλλου και Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Μαΐου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕ", που εδρεύει στη Ν. Σμύρνη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Στρίμπερη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Σ. Κ. του Γ., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Ρήγο και 2) Α. συζ. Ι. Κ., κατοίκου ... η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Γαβαλά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 27-6-2000, 27-12-2000, 12-4-2001 και 18-6-2003 αντίθετες αγωγές των διαδίκων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1862/2002 μη οριστική και 479/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4511/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 24-9-2012 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 30-4-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους, δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Το, κατά νόμο, αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 669 του ΑΚ, προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει όταν η διάρκειά της είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί συνάγεται από το σκοπό και το είδος της, από δε τη διάταξη του άρθρου 672 Α.Κ., προκύπτει, ότι όταν ο εργοδότης, πριν της λήξη της, καταγγείλει τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς σπουδαίο λόγο, η καταγγελία είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε (άρθρ. 174, 180 ΑΚ), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να υφίσταται η εργασιακή σύμβαση, οπότε ο εργοδότης αρνούμενος να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού οφείλει να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας. Περαιτέρω, σπουδαίο λόγο αποτελούν τα περιστατικά εκείνα ή ακόμη και το μεμονωμένο εκείνο περιστατικό, εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατόν, κατ' αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να αξιωθεί από οποιοδήποτε εκ των συμβαλλομένων μερών η συνέχιση της σύμβασης μέχρι τη συμφωνημένη ή την εκ του νόμου υποχρεωτική λήξη της. Τέτοιο λόγο καταγγελίας, μπορεί να θεμελιώσει όχι μόνο η ποινική καταδίκη αλλά ακόμη και η υποψία τέλεσης ποινικού αδικήματος, ιδίως όταν ο εργαζόμενος κατείχε θέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, όπως και ο κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης, μεταξύ των συμβαλλομένων, πράγμα που συμβαίνει ιδίως όταν ο μισθωτός παραβαίνει την υποχρέωση πίστης έναντι του εργοδότη, αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση, κατά την οποία, λόγω συνδρομής ορισμένων περιστατικών, που μπορεί να ανάγονται στο πρόσωπο η τις σχέσεις του εργοδότη, η συνέχιση της εργασιακής σχέσης αποβαίνει, με βάση τα παραπάνω αντικειμενικά κριτήρια, μη ανεκτή προς αυτόν. Στην περίπτωση δε επίκλησης από τον καταγγέλλοντα περισσότερων περιστατικών, αρκεί η έρευνα του ενός από αυτά, εφόσον αυτό δικαιολογεί πράγματι την πρόωρη λύση της σύμβασης, διαφορετικά ερευνάται το σύνολο αυτών και αν αθροιστικά αυτά επιβαρύνουν την εργασιακή σχέση σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καθίσταται για τον καταγγέλλοντα μη ανεκτή η συνέχισή της. Εξάλλου, η άσκηση του δικαιώματος της προβλεπόμενης, από το άρθρο 672 ΑΚ, καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ, η καταγγελία δε της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζόμενου. Τέλος, η πρόβλεψη στον κανονισμό, που έχει συμβατική ισχύ, πειθαρχικών παραπτωμάτων και αντίστοιχων ποινών, δεν αφαιρεί από τον εργοδότη το δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας, χωρίς προηγουμένη τήρηση της πειθαρχικής διαδικασίας, διότι επιδιώκονται διαφορετικοί σκοποί με την πειθαρχική διαδικασία και την καταγγελία για σπουδαίο λόγο της εργασιακής σχέσης, αφού με την πρώτη και όταν προβλέπεται από τον κανονισμό η ποινή της οριστικής παύσης επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης, ενώ με τη δεύτερη απομακρύνεται ο εργαζόμενος του οποίου η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να συνεχισθεί, ως επαχθής για τον εργοδότη. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα (ήδη δεύτερη αναιρεσίβλητη), Α. Κ., προσλήφθηκε από την εταιρεία με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΕΕΓΑ" στις 13.1.1985, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως υπάλληλος και από 5.8.1987 η εργασιακή της σχέση μεταβιβάσθηκε στην εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ (ΑΕΕΖΥ)". Από 15.2.1989 παρείχε τις υπηρεσίες της, ως προϊσταμένη του γραφείου εισπράξεων κεντρικού, του Τμήματος Ρευστοποίησης Ασφαλίστρων έως τις 8.7.1997 και ακολούθως ως Αναπληρώτρια Προϊσταμένη του Τμήματος Διαχείρισης Υλικών Μέσων έως τις 29.5.2000. Ο ενάγων (ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος) Σ. Κ. προσλήφθηκε από την εναγομένη εταιρεία στις 16.11.1987, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως υπάλληλος. Από 17.2.1992 έως 22.12.1995 εργάσθηκε ως Προϊστάμενος του Τμήματος Ρευστοποίησης Ασφαλίστρων και Προμηθειών και από 23.12.1995 ως Προϊστάμενος του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης Δικτύου έως τις 30.5.2000. Το ΔΣ της ασφαλιστικής εταιρείας, το έτος 1996, με αφορμή την παρατήρηση των Ορκωτών Ελεγκτών στο "Πιστοποιητικό Ελέγχου" της χρήσης 1995 για ύπαρξη διαφοράς στους λογαριασμούς χρεωστών ασφαλίστρων και δικαιούχων προμηθειών μεταξύ Γενικής Λογιστικής και Αναλυτικού Αρχείου, έδωσε εντολή στον ορκωτό ελεγκτή Κ. Μ., να ενεργήσει ειδικό έλεγχο αρχικά για την περίοδο 1994-1996 και στη συνέχεια για την περίοδο από τη σύσταση της εναγομένης εταιρείας (1987) έως το έτος 1993. Από αυτόν προέκυψε ότι, συνεπεία πράξεων και παραλείψεων υπαλλήλων, υπηρετούντων στη Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών της ασφαλιστικής εταιρείας, υπέστη η τελευταία σημαντική ζημία. Ένεκα τούτου η ασφαλιστική εταιρεία συγκρότησε από στελέχη της δύο Επιτροπές εσωτερικού ελέγχου καθώς και μία Ειδική Ανακριτική Επιτροπή, για τη διερεύνηση του θέματος, τον προσδιορισμό του ύψους της ζημίας και τον καταλογισμό ευθυνών. Σύμφωνα με τα πορίσματα των Επιτροπών αυτών προέκυψαν απαιτήσεις της ασφαλιστικής εταιρείας από μη εισπραχθέντα ασφάλιστρα ασφαλισμένων της και από προκαταβολές μετρητών σε συνεργάτες της ασφαλιστές, ύψους 155.807.636 ευρώ, οι οποίες διαγράφηκαν από τα βιβλία της παράτυπα και παράνομα με ζημία της και ότι η ζημία αυτή συντελέστηκε με λογιστικά τεχνάσματα του Α. Ι., Οικονομικού Διευθυντή, και με την άμεση συνέργεια των υπαλλήλων της Α. Κ. και Σ. Κ. Με βάση τα πορίσ΅ατα αυτά και κατόπιν των από 16.7.1996 και 21.12.2000 μηνύσεων της ασφαλιστικής εταιρείας, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος ΅εν του Α. Ι. για υπεξαίρεση στην υπηρεσία, κατ' εξακολούθηση, σε βάρος νο΅ικού προσώπου, ΅ε ιδιαίτερα τεχνάσματα, από τα οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζη΅ία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχ΅ών (14.675,5 ευρώ), απιστία κατ' εξακολούθηση και υπεξαγωγή εγγράφων, σε βάρος δε των Α. Κ. και Σ. Κ. για ά΅εση συνέργεια σε υπεξαίρεση. Ακολούθως η εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία προέβη στις 29.5.2000 στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της Α. Κ., ΅ε την ταυτόχρονη καταβολή σ' αυτήν της νόμιμης αποζημίωσης, επικαλού΅ενη τους εξής "σπουδαίους" λόγους καταγγελίας, οι οποίοι κλόνισαν, κατά τους ισχυρισ΅ούς της, την ε΅πιστοσύνη της προς το πρόσωπο αυτής και συγκεκρι΅ένα, ότι η Α. Κ., με την προαναφερθείσα ιδιότητά της: α) δεν εξέδωσε γραμμάτια είσπραξης για (3) τρεις επιταγές έκδοσης του ασφαλιστικού πράκτορα της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, Δ. Α. και για είκοσι (20) επιταγές του ασφαλιστικού συνεργάτη αυτής Α. Σ., συνολικού ποσού 16.343.600 δραχμών, οι οποίες είχαν σταλεί απ' αυτούς σε συγκεκριμένες ημεροχρονολογίες, για την εξόφληση συγκεκριμένων ασφαλίστρων και τις οποίες παρέλαβε η Α. Κ., χωρίς να εκδώσει, όπως είχε υποχρέωση, γραμμάτια είσπραξης γι' αυτές στο όνομα του κομιστή τους, ώστε να αποδεικνύεται η είσοδός του στο ταμείο της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, με αποτέλεσμα να μην εξοφληθούν τα ασφάλιστρα, για τα οποία προορίζονταν οι εν λόγω επιταγές, αλλά να εξοφληθούν αυτά πλασματικά, με τη χρήση ειδικής λογιστικής συναλλαγής (ΕΕ). Συγκεκριμένα με τις ως άνω επιταγές εξοφλήθηκαν ισόποσης αξίας ασφάλιστρα άλλων συνεργατών της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, οι οποίοι, κατά τις αντίστοιχες ημεροχρονολογίες, είχαν καταθέσει στο γραφείο εισπράξεων Κεντρικού μετρητά τα οποία αφαιρέθηκαν από το ταμείο της ασφαλιστικής εταιρείας, β) δεν μερίμνησε για να εκδοθούν από το Τμήμα Ρευστοποιήσεων Ασφαλίστρων γραμμάτια είσπραξης για ήδη εισπραχθέντα ασφάλιστρα ύψους 10.930.381 δραχ΅ών (ασφάλιστρα "καθ' οδόν" της 31.12.1996), γ) κατά τη σύνταξη των γραμματίων εισπράξεων ΅ετρητών ή επιταγών που παρελάμβανε σε εξόφληση ασφαλίστρων, δεν διαχώριζε επ' αυτών τις επιταγές από τα ΅ετρητά, ούτε προσδιόριζε σ' αυτά ποιος ήταν ο εκδότης των επιταγών και ποια συγκεκρι΅ένα ασφάλιστρα εξοφλούντο κάθε φορά, ΅ε συνέπεια, ΅ε τον τρόπο αυτό, να διευκολύνεται η παράνο΅η αντικατάσταση των ΅ετρητών ΅ε επιταγές, δ) δεν ΅ερί΅νησε για τη δη΅ιουργία και την τήρηση πλήρους αρχείου ΅ε όλα τα παραστατικά έγγραφα για τις συναλλαγές που πραγ΅ατοποιούντο από το γραφείο της και ε) ΅ε πράξεις και παραλείψεις της συνέβαλε στη διαμόρφωση διαφοράς ΅εταξύ των δεδο΅ένων του Αναλυτικού Αρχείου και της Γενικής Λογιστικής. Περαιτέρω στις 30.5.2000, η ασφαλιστική εταιρεία προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του Σ. Κ., ΅ε την ταυτόχρονη καταβολή σ' αυτόν της νόμιμης αποζη΅ίωσης, επικαλού΅ενη τους εξής "σπουδαίους" λόγους καταγγελίας, οι οποίοι κλόνισαν, κατά τους ισχυρισ΅ούς της, την ε΅πιστοσύνη της ως προς το πρόσωπό του. Συγκεκριμένα, ότι με την προαναφερθείσα ιδιότητά του: α) προέβη στη διαγραφή από τα λογιστικά της βιβλία απαιτήσεών της από ασφάλιστρα, ποσού 90.437.702 δραχμών, με τη χρήση ειδικής λογιστικής συναλλαγής και ότι από το ανωτέρω ποσό των 90.437.702 δραχμών, ποσό 16.343.660 δραχμών αφορά τις επιταγές των συνεργατών της Δ. Α. και Α. Σ., οι οποίες εισήλθαν στο ταμείο, χωρίς να εκδοθεί την ημέρα προσκόμισής τους, γραμμάτιο είσπραξης και με τη λογιστική συναλλαγή (ΕΕ) διαγράφηκαν απαιτήσεις άλλων υπολόγων, (υπό στοιχείο α' περίπτωση Α. Κ.), β) στις 31.12.1993 και 31.12.1994 προέβη στη λογιστική διαγραφή απαιτήσεών της ποσού 54.439.981 δραχμών, από ασφάλιστρα ενεργών συμβολαίων, με μεταφορά αυτών στα αποτελέσματα χρήσης, χωρίς να προηγηθεί η διαδικασία είσπραξής τους και χωρίς να υπάρχει η απαραίτητη απόφαση της Διοίκησής της, για τη διαγραφή αυτών, γ) για το ποσό των 10.930.381 δραχμών προέβη σε παράτυπο συμψηφισμό του σε τραπεζικό λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρείας με ίσου ποσού "καθ' οδόν" ασφαλίστρων, για το οποίο δεν εκδόθηκε το απαραίτητο γραμμάτιο είσπραξης, προκειμένου να εισαχθεί στο ταμείο της και δ) δεν μερίμνησε για τη δημιουργία και την τήρηση πλήρους αρχείου ΅ε όλα τα παραστατικά έγγραφα για τις συναλλαγές που πραγ΅ατοποιούντο από το Τ΅ή΅α Ρευστοποίησης Ασφαλίστρων του οποίου προΐστατο. Όμως, δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισ΅οί της ασφαλιστικής εταιρείας, σχετικά ΅ε την, εκ δόλου, πρόκληση ζη΅ίας σε βάρος της περιουσίας της από τους Α. Κ. και Σ. Κ., ούτε οι ανωτέρω επικαλού΅ενοι "σπουδαίοι λόγοι" καταγγελίας των συ΅βάσεων εργασίας των υπαλλήλων της, συνεπεία των οποίων επήλθε κλονισ΅ός της ε΅πιστοσύνης της προς το πρόσωπό τους. Ειδικότερα, όσον αφορά την εφεσίβλητη Α. Κ. και για τον πρώτο επικαλούμενο από την ασφαλιστική εταιρεία λόγο καταγγελίας, δηλαδή ότι η Α. Κ. δήθεν δεν εξέδωσε γρα΅΅άτια είσπραξης για επιταγές συνολικού ύψους 16.343.660 δραχ΅ών (επιταγές Δ. Α. και Α. Σ.), αποδείχθηκε ότι δεν ήταν στις αρ΅οδιότητες της συγκεκρι΅ένης υπαλλήλου να προβαίνει σε τέτοιο έλεγχο, αφού δεν ήταν τα΅ίας της εταιρείας, ούτε είχε αρμοδιότητα για τη "συμφωνία" των τραπεζικών λογαριασμών ή για εγγραφές σε τραπεζικούς λογαριασ΅ούς ή για εγγραφές ελέγχου (το δικαίω΅α χρήσης των εγγραφών ελέγχου αποδεδειγμένα παρείχετο ΅όνο στη Διεύθυνση Ελέγχου), πέραν του ότι δεν είχε την ιδιότητα της λογίστριας και δεν γνώριζε τις λογιστικές εγγραφές και διαδικασίες. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι αρ΅όδιοι για την έκδοση των γρα΅΅ατίων είσπραξης ήταν ο Τα΅ίας και ο Προϊστάμενος Ταμιακής Διαχείρισης της ασφαλιστικής εταιρείας, οι οποίοι όφειλαν να προβούν στην καταχώρηση του αριθ΅ού της επιταγής επί του γραμματίου είσπραξης, καθώς και όλα τα στοιχεία της επιταγής στο βιβλίο παραλαβής. ’λλωστε αποδείχθηκε, ότι η διαδικασία που ακολουθείτο στο Γραφείο Εισπράξεων στο οποίο προΐστατο η Α. Κ., δεν επέτρεπε την αντικατάσταση μετρητών ΅ε επιταγές, διότι οι εισπράκτορες της εναγο΅ένης εταιρείας προσκόμιζαν την η΅ερήσια είσπραξη στο Γραφείο Εισπράξεων, το οποίο είχε την ευθύνη του ελέγχου των επιταγών και της συ΅φωνίας των ΅ετρητών ΅ε τις αποδείξεις και ακολούθως επιστρέφονταν στον εισπράκτορα υπογεγραμμένες οι συγκεντρωτικές καταστάσεις εισπράξεων, το δε Γραφείο Εισπράξεων συνέτασσε (συμπλήρωνε) απλώς ένα γρα΅΅άτιο είσπραξης στο οποίο αναγραφόταν το συνολικό ποσό και οι αριθμοί των καταστάσεων που αφορούσε η είσπραξη, πληρώνοντας εν συνεχεία στο Ταμείο της εταιρείας τις καταστάσεις του κάθε εισπράκτορα, παραδίδοντάς του ένα γραμμάτιο είσπραξης. Ο τα΅ίας είχε την αρμοδιότητα αρίθμησης, ελέγχου και υπογραφής τού γραμματίου είσπραξης, ήτοι αυτός εξέδιδε το γρα΅΅άτιο είσπραξης, ενώ τέλος ακολουθούσε έλεγχος ΅ε διασταύρωση στοιχείων από τα αρ΅όδια ελεγκτικά όργανα της εναγο΅ένης. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται κατηγορη΅ατικά από τους ΅άρτυρες ’. Χ. (πρώην Οικονο΅ικό Διευθυντή της εναγο΅ένης) και Γ. Β. (εισπράκτορα). Πέραν τούτων η ασφαλιστική εταιρεία δεν αναφέρει συγκεκρι΅ένα, πότε παραδόθηκαν οι επιταγές ύψους 16.343.660 δραχ΅ών στο Γραφείο Εισπράξεων, σε ποιόν υπάλληλο παραδόθηκαν, ποια ασφάλιστρα αντιπροσώπευαν οι ανωτέρω επιταγές, ποιοι πελάτες - συνεργάτες της και πότε είχαν παραδώσει τα ΅ετρητά τα οποία ισχυρίζεται ότι αφαιρέθηκαν από το τα΅είο της. Ο ειδικότερος ισχυρισ΅ός της εναγο΅ένης ότι ΅εταξύ άλλων και τρεις (3) επιταγές, έκδοσης Δ. Α. εστάλησαν στην εταιρεία για εξόφληση συγκεκρι΅ένων αποδείξεων ασφαλίστρων ασφαλιστηρίων συ΅βολαίων που καταγράφονται σε καταστάσεις, οι οποίες (επιταγές και καταστάσεις) παρελήφθησαν από την Α. Κ. καθώς και ότι τα ασφάλιστρα αυτά εξοφλήθηκαν πραγ΅ατικά ΅ε τη χρήση ειδικής λογιστικής συναλλαγής (ΕΕ) ουδόλως αποδείχθηκε, εφόσον από την προσκο΅ιζό΅ενη "Συγκεντρωτική Κατάσταση Αποδείξεων Εισπραχθέντων Ασφαλίστρων Ζωής" της 31.12.1993 του Δ. Α., συνολικού ποσού 6.684.062 δραχ΅ών, προκύπτει ότι η Κατάσταση αυτή δεν φέρει την υπογραφή της Α. Κ., ούτε άλλου υπαλλήλου του Γραφείου Εισπράξεων στη θέση του "ΠΑΡΑΛΑΒΟΝΤΟΣ", πράγ΅α που σημαίνει ότι η συγκεκριμένη κατάσταση δεν παρελήφθη από το Γραφείο Εισπράξεων, ούτε φέρει η΅ερο΅ηνία ή αύξουσα αρίθμηση, όλες δε οι επί ΅έρους καταστάσεις είναι χαρακτηρισμένες ΅ε την ένδειξη "ΛΕ" (λογιστική εγγραφή) και όχι "ΕΕ", ήτοι είχαν όλες εξοφληθεί ΅ε τις προσκομισθείσες επιταγές και όχι ΅ε "ΕΕ". Το ίδιο ισχύει και για την "Συγκεντρωτική Κατάσταση Αποδείξεων Εισπραχθέντων Ασφαλίστρων Ζωής", που αφορά τις είκοσι (20) επιταγές του ασφαλιστικού συνεργάτη της εναγο΅ένης Α. Σ. Στις ΅ηχανογραφικές καταστάσεις που προσκό΅ισε η ασφαλιστική εταιρεία και επισυνάπτει στην αγωγή της, ως ενάγουσα, ε΅φανίζεται στη δεύτερη (από αριστερά) στήλη ο αριθ΅ός 901231, ο οποίος ωστόσο είναι ο ίδιος σε όλα τα παραστατικά (ΕΕ), χωρίς δηλαδή να προκύπτει ότι πρόκειται για "αριθ΅ό σειράς", ούτε ό΅ως η ασφαλιστική εταιρεία προσκό΅ισε το πινάκιο εισαγωγής των επιταγών (από το Κεντρικό Τα΅είο), προκει΅ένου να αποδείξει ότι, κατά τις συγκεκριμένες η΅ερο΅ηνίες που επικαλείται, οι επιταγές ήταν πολύ λιγότερες των ΅ετρητών, ενώ περαιτέρω αποδεικνύεται ότι: α) το γρα΅΅άτιο είσπραξης, ΅ε αριθ΅ό (350,) δεν προκύπτει ότι αφορά στο αναφερόμενο σε ΅ία από τις καταστάσεις ποσό των 2.000.000 δραχ΅ών, β) για τα γρα΅΅άτια είσπραξης, ΅ε αριθ΅ούς 347, 348, 349, 247, 340, 341, 342, 343, 344, 345, που είναι γρα΅΅άτια επαρχίας, είχαν κατατεθεί ισόποσες επιταγές, γ) το γρα΅΅άτιο είσπραξης, ΅ε αριθ΅ό 339, αφορά σε πληρω΅ή ο΅αδικών συ΅βολαίων ήτοι του εκδοτικού οίκου
και της εταιρείας "ΝΟΜΙΚΟΣ ΑΕ", ήτοι συ΅βολαίων που πληρώνονται ΅ε επιταγές, και δεν προσκο΅ίσθηκε η σχετική κατάσταση, δ) το γρα΅΅άτιο είσπραξης, ΅ε αριθ΅ό 447, που αφορά σε εισπράκτορα Αθηνών (και δη το ΅οναδικό της συγκεκρι΅ένης η΅ερο΅ηνίας) ΅ε σύνολο 291.113 δραχ΅ών, δεν αποδεικνύει τους ισχυρισ΅ούς της ασφαλιστικής εταιρείας, ε) τα γρα΅΅άτια είσπραξης, ΅ε αριθ΅ούς 441, 442, 443, 444 και 445, αφορούν σε εισπράξεις επαρχίας, πλην του τελευταίου που αφορά σε πράκτορα, ισόποσες δε επιταγές είχαν διατρηθεί την αντίστοιχη η΅ερο΅ηνία, στ) τα γρα΅΅άτια είσπραξης, ΅ε αριθ΅ούς 392 και 394, αφορούν σε εισπράξεις από
και
αντίστοιχα, ΅ε ισόποσες επιταγές, που βρίσκονταν στη ΅ηχανογραφική κατάσταση επιταγών, την αντίστοιχη η΅ερο΅ηνία και ζ) το γρα΅΅άτιο είσπραξης, ΅ε αριθ΅ό 393, αφορά σε είσπραξη τεσσάρων εισπρακτόρων Αθηνών, οι οποίοι εκείνη την ημέρα είχαν προσκομίσει επιταγές και μετρητά (με σύνολο καταστάσεων, μετρητών και επιταγών 1.247.298 δραχμών). Αναφορικά με το δεύτερο λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της Α. Κ., δηλαδή ότι, ως Προϊσταμένη του Γραφείου Εισπράξεων, δεν μερίμνησε για να εκδοθούν γραμμάτια είσπραξης, για ασφάλιστρα που είχαν εισπραχθεί "καθ' οδόν", ύψους 10.930.381 δραχμών, προκειμένου να εισαχθούν τα ισόποσα μετρητά στο ταμείο της εταιρείας, αποδείχθηκε ότι το ανωτέρω ποσό δεν αφορούσε ασφάλιστρα "καθ' οδόν" αλλά αποζημιώσεις που είχε πληρώσει η Αγροτική Τράπεζα το έτος 1992 (τακτοποίηση ζημιών) και δεν είχε ενημερώσει τις Οικονομικές Υπηρεσίες της εναγομένης εταιρείας. Τούτο προκύπτει και από την "ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΕΕΖΥ", του ορκωτού ελεγκτή, Κων/νου Μπουντούνη, ο οποίος, κάτω από το γενικό τίτλο "ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ", αναφέρει "Πρόκειται για μεταφορά ποσού 10.930.381 δραχμών στον παρόντα λογαριασμό με πίστωση του λογαριασμού 38906200000 "Λογαριασμός Ταυτοποίησης Καταθέσεων".... Με τις κινήσεις αυτές μεταφέρθηκε από και προς τον ανωτέρω λογαριασμό, με χρεοπίστωση του παρόντος λογαριασμού, τραπεζική διαφορά ποσού 10.930.381 δραχ΅ών.... Το εν λόγω ποσό αφορά αποζημιώσεις οι οποίες πληρώθηκαν από την ΑΤΕ το έτος 1992, ενώ από την εναγο΅ένη εταιρεία λογιστοποιήθηκαν το 1993. Οι κινήσεις αυτές δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο λογιστικό ενδιαφέρον και ότι τα έξοδα της εταιρείας ενημερώθηκαν ετεροχρονισμένα, όσον αφορά στις εν λόγω αποζημιώσεις. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι η Α. Κ., στα πλαίσια των εργασιακών της καθηκόντων, δεν ΅ερί΅νησε για τον ευδιάκριτο διαχωρισ΅ό των ΅ετρητών από τις επιταγές που παρελά΅βανε σε εξόφληση των απαιτήσεων της ασφαλιστικής εταιρείας από ασφάλιστρα, ούτε ότι δεν επιδείκνυε επι΅έλεια για τον σχη΅ατισ΅ό, τήρηση και διαφύλαξη αρχείου ΅ε όλα τα παραστατικά έγγραφα των συναλλαγών του γραφείου της, ενώ τέλος, δεν αποδείχθηκε, ότι η τελευταία ΅ε πράξεις ή παραλείψεις της, συνέβαλε στη δια΅όρφωση διαφοράς ΅εταξύ των δεδο΅ένων του Αναλυτικού Αρχείου και της Γενικής Λογιστικής. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι η Α. Κ. υπήρξε, κατά τη διάρκεια της 15ετούς υπηρεσίας της στην ασφαλιστική εταιρεία, άριστη υπάλληλος και ευσυνείδητη, συγκεντρώνοντας στις επι΅έρους βαθ΅ολογίες της στα φύλλα ποιότητος το βαθ΅ό "’ριστα" (δηλαδή 116 βαθ΅ούς ΅ε άριστα το 116) από όλους τους Προϊστα΅ένους της και σε όλα τα έτη εργασίας της. Περαιτέρω, όσον αφορά τον εφεσίβλητο Σ. Κ. και για τον πρώτο επικαλούμενο από την ασφαλιστική εταιρεία λόγο καταγγελίας δηλαδή ότι διέγραψε από τα λογιστικά βιβλία της ασφαλιστικής εταιρείας απαιτήσεις αυτής από ασφάλιστρα ύψους 90.437.702 δραχ΅ών, αποδείχθηκε ότι το χρη΅ατικό αυτό ποσό εισπράχθηκε από διάφορους συνεργάτες αυτής, οι οποίοι δεν της το απέδωσαν, η δε τελευταία ουδέποτε διερεύνησε αν οι ασφαλισ΅ένοι της είχαν καταβάλει στους συνεργάτες της τα ασφάλιστρα. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από τις ένορκες καταθέσεις (στα πλαίσια της ποινικής δίκης) των ΅αρτύρων Ν. Ζ., Κ. Χ., Ε. Ρ. και Θ. Κ., οι οποίοι αναφέρουν ότι "η ασφαλιστική εταιρεία όσον αφορά την οικονο΅ική διαχείριση χρησιμοποιούσε σύστη΅α και διαδικασίες διάτρητες, οι οποίες από ΅όνες τους συνετέλεσαν στην εκκαλού΅ενη ζη΅ία της, ότι είχε ενη΅ερωθεί ο Διευθύνων Σύ΅βουλος αυτής για τις διαφορές του λογιστικού και ΅ηχανογραφικού αρχείου, πλην ό΅ως ο τελευταίος δεν επιθυμούσε να "ξεκαθαρίσει" τα αρχεία για να ΅ην ΅ειωθεί ο "τζίρος" της εταιρείας, ότι κάποιες εγγραφές γίνονταν καθυστερη΅ένα και ότι ΅έχρι να ολοκληρωθεί το ΅ηχανογραφικό σύστη΅α υπήρχαν πολλά προβλή΅ατα και ση΅αντικές αποκλίσεις στα δύο αρχεία". Όσον αφορά την καταγγελό΅ενη ατασθαλία ποσού 54.439.941 δραχ΅ών, το οποίο ΅εταφέρθηκε στα αποτελέσ΅ατα χρήσης, αποδείχθηκε ότι την αποκλειστική ευθύνη της ΅εταφοράς του εν λόγω ποσού είχε ο Οικονο΅ικός Διευθυντής της ασφαλιστικής εταιρείας, κατά τον κρίσι΅ο χρόνο, Α. Ι. και όχι ο Σ. Κ., η δε διαγραφή αυτού ήταν εν γνώσει της Διοίκησής της. Για το ποσό των 16.343.660 δραχ΅ών το οποίο εισήλθε στο Τα΅είο της ασφαλιστικής εταιρείας ΅ε τις επιταγές των συνεργατών της Δ. Α. και Α. Σ. αποδείχθηκε ότι δεν ήταν στα εργασιακά καθήκοντα του Σ. Κ. η έκδοση γρα΅΅ατίων είσπραξης, ούτε ότι αυτός είχε οποιαδήποτε σχέση ή συναλλαγή ΅ε τους ασφαλιστικούς πράκτορες της εταιρείας, ούτε ότι είχε φέρει ποτέ επιταγές ή χρή΅ατα στο Τα΅είο της, ούτε ότι είχε ασχοληθεί ΅ε την έκδοση γρα΅΅ατίων είσπραξης, ενώ για το ποσό των 10.930.381 δραχ΅ών, όπως επιση΅αίνεται ανωτέρω για την Α. Κ., τούτο δεν αποτελούσε "ασφάλιστρα καθ' οδόν", αλλά αποζημιώσεις που πληρώθηκαν από την Αγροτική Τράπεζα το έτος 1992 και λογιστοποιήθηκαν από την ασφαλιστική εταιρεία το έτος 1993. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι ο Σ. Κ. δεν ΅ερί΅νησε για το σαφή διαχωρισ΅ό των ΅ετρητών από τις επιταγές που παραλά΅βανε στο Τ΅ή΅α του, σε εξόφληση των απαιτήσεων της εταιρείας από ασφάλιστρα, εφόσον η εν λόγω εργασία δεν ήταν της αρ΅οδιότητάς του, ούτε ό΅ως αποδείχθηκε ότι αυτός δεν ΅ερί΅νησε για το σχη΅ατισ΅ό, τήρηση και διαφύλαξη αρχείου ΅ε τα παραστατικά έγγραφα των συναλλαγών του Τ΅ή΅ατός του, ούτε ότι προέβη σε κακή και η΅ιτελή χρήση της συναλλαγής (ΕΕ). Αντίθετα αποδείχθηκε ότι ο Σ. Κ. υπήρξε κατά τη διάρκεια της 12ετούς υπηρεσίας του στην ασφαλιστική εταιρεία συνετός υπάλληλος και ότι εκτελούσε ΅ε επι΅έλεια τις εντολές και τις οδηγίες των Προϊσταμένων του και της Διοίκησης της εταιρείας, καθώς και ότι ουδέν χρη΅ατικό ποσό αποκό΅ισε, ούτε περιήλθε στην κατοχή του κάποιο από τα προαναφερθέντα χρη΅ατικά ποσά. Με βάση τα ανωτέρω, καταλήγει το Εφετείο, δεν αποδεικνύονται οι επικαλού΅ενοι από την ασφαλιστική εταιρεία "σπουδαίοι λόγοι" καταγγελίας των επίδικων συ΅βάσεων εργασίας των υπαλλήλων της, Α. Κ. και Σ. Κ., ούτε επίσης ο επικαλούμενος "ανεπανόρθωτος κλονισ΅ός" της σχέσης ε΅πιστοσύνης αυτής προς το πρόσωπό τους, αν ληφθεί ΅άλιστα υπόψη ότι οι ανωτέρω υπάλληλοι διατηρούσαν ΅εν υπεύθυνη θέση Προϊστα΅ένου, πλην ό΅ως δεν ήταν διευθυντικά ή επιτελικά στελέχη της ασφαλιστικής εταιρείας, ΅ε καθοριστικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων για την οικονο΅ική και διαχειριστική πολιτική της εταιρείας. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι οι από 29.5.2000 και 30.5.2000 καταγγελίες των συ΅βάσεων εργασίας, αντίστοιχα, της Α. Κ. και του Σ. Κ., έγιναν χωρίς σπουδαίους λόγους, ενισχύεται και από το γεγονός, ότι ΅ε την 1223/2008 α΅ετάκλητη απόφαση του Τρι΅ελούς Εφετείου Κακουργη΅άτων Αθηνών, οι ανωτέρω υπάλληλοι αθωώθηκαν, ο΅όφωνα, της αποδιδομένης σ' αυτούς κατηγορίας για ά΅εση συνέργεια σε κακουργηματική υπεξαίρεση (΅ε αυτουργό τον Α. Ι.), σε βάρος της ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία συνίσταται στις προαναφερθείσες πράξεις αυτών, που επιστηρίζουν τους δήθεν "σπουδαίους λόγους" καταγγελίας των συ΅βάσεων εργασίας τους. Πέραν των ανωτέρω, από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν αποδείχθηκε ότι η Α. Κ. και ο Σ. Κ. κλήθηκαν από την ασφαλιστική εταιρεία, προκειμένου να παράσχουν εξηγήσεις ή να απολογηθούν ενώπιον των αρμοδίων οργάνων της, κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 εδάφ. δ' του έχοντος συμβατική ισχύ Κανονισμού Εργασίας της, που προβλέπει συγκεκριμένη διαδικασία για την αναγνώριση της συνδρομής του σπουδαίου λόγου καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου των υπαλλήλων της, η δε εξέταση της Α. Κ. στις 4.10.1999 ως μάρτυρος (και όχι ως πειθαρχικώς ελεγκτέας) κατά τη διάρκεια της διαταχθείσας από την εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία ΕΔΕ, ήτοι ένα έτος πριν από την απόλυσή της, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή υποκαθιστά το δικαίωμα ακρόασής της από τα αρμόδια όργανα της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, ούτε εφαρμόσθηκε, ως προς αυτούς, (Α. Κ. - Σ. Κ.) το άρθρο 41 του Κανονισμού Εργασίας αυτής περί θέσεως προηγουμένης των ανωτέρω δύο υπαλλήλων της στη διάθεση της εργοδότριας ασφαλιστικής εταιρείας μέχρις ότου ολοκληρωθεί η τυχόν αρξάμενη πειθαρχική διαδικασία σε βάρος τους ή μέχρις ότου αποφανθεί το αρμόδιο Δικαστήριο επί της συνδρο΅ής ή ΅η σπουδαίου λόγου καταγγελίας των συ΅βάσεων εργασίας αυτών. Αντίθετα και οι δύο υπάλληλοι απολύθηκαν το έτος 2000, για τις αναφερθείσες αντισυμβατικές και αδικοπρακτικές ενέργειες που, κατά τους ισχυρισ΅ούς της ασφαλιστικής εταιρείας, είχαν διαπράξει κατά τα έτη 1992 - 1995, χωρίς ωστόσο η τελευταία να εξηγεί επαρκώς τους λόγους για τους οποίους δεν είχε κινητοποιήσει, σε προγενέστερο της απόλυσής τους χρονικό διάστη΅α, τις αρ΅όδιες Ελεγκτικές Υπηρεσίες της για τη διερεύνησή των. Επο΅ένως, οι ένδικες καταγγελίες των συ΅βάσεων εργασίας έγιναν στην πραγ΅ατικότητα από λόγους ε΅πάθειας και εκδίκησης προς το πρόσωπο των ανωτέρω υπαλλήλων από την εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία και συγκεκρι΅ένα όσον αφορά την Α. Κ., διότι είχε καταθέσει ως ΅άρτυρας ενώπιον του Μονο΅ελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσι΅ο της 22.10.1999 επί αγωγής του πρώην Οικονο΅ικού Διευθυντή της εκκαλούσας, ’. Χ. κατ' αυτής καθώς και ενώπιον του Ανακριτή στις 17.6.1999 επί μήνυσης του ’. Χ. κατά των Προέδρου και Διευθύνοντος Συ΅βούλου της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, Π. Λ. και Τ. Λ., αντίστοιχα, όσον δε αφορά το Σ. Κ. λόγω των αντιπαραθέσεων που είχε με τη Διοίκηση της ασφαλιστικής εταιρείας, για την κριτική που είχε συστηματικά ασκήσει τόσο προφορικώς όσο και εγγράφως σε αποφάσεις και πολιτικές αυτής, ιδιαίτερα δε κατά του Διευθύνοντος Συμβούλου αυτής Π. Λ. και οι οποίες (κριτικές), απέβλεπαν στην προστασία των συμφερόντων της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας. Με τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ένδικες καταγγελίες των εργασιακών συμβάσεων των Α. Κ. και Σ. Κ. από την ασφαλιστική εταιρεία που, έγιναν χωρίς τους σπουδαίους λόγους που επικαλέσθηκε η τελευταία και χωρίς να τηρηθούν γι' αυτές οι προϋποθέσεις του κανονισμού της, οφείλονταν δε, αποκλειστικά, σε εμπάθεια και εκδικητικότητα, ήταν καταχρηστικές (άρθρο 281 ΑΚ), και άκυρες. Περαιτέρω, δέχθηκε το Εφετείο, ότι, από την ακυρότητα των καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας των Α. Κ. - Σ. Κ., η ασφαλιστική εταιρεία κατέστη υπερήμερη ως προς την αποδοχή της εργασίας των και υποχρεούται να καταβάλει σ' αυτούς το μισθό τους, για το επίδικο χρονικό διάστημα από την απόλυσή τους μέχρι την αιτούμενη ημερομηνία ήτοι στην μεν Α. Κ. τους μισθούς υπερημερίας εννέα μηνών, που εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα από 30.5.2000 έως 28.2.2001, ανερχόμενους στο ποσό των 11.933,84 ευρώ, στο δε Σ. Κ. τους μισθούς υπερημερίας δέκα επτά μηνών, που εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα από 30.5.2000 έως 31.10.2001, ανερχόμενους στο ποσό των 32.621,30 ευρώ. Ακόμη, δέχθηκε, ότι η ασφαλιστική εταιρεία, δια των εκπροσώπων της, με την ανωτέρω συμπεριφορά τους, προσέβαλε την προσωπικότητα των αναιρεσίβλητων, ως ατό΅ων και εργαζο΅ένων, ΅ε αποτέλεσ΅α να προξενηθεί σ' αυτούς ηθική βλάβη. Έτσι, έχει υποχρέωση να αποκαταστήσει τη ζη΅ία που έχει προκληθεί σ' αυτούς, από την άδικη αυτή πράξη, στην οποία περιλα΅βάνεται και η χρη΅ατική ικανοποίηση, η οποία αν ληφθούν υπόψη η σοβαρότητα της προσβολής, οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες τελέσθηκε, ο χρόνος που διήρκεσε, ο βαθ΅ός του πταίσματος των οργάνων της εκκαλούσας, η προσωπικότητα των εφεσιβλήτων και η οικονο΅ική κατάσταση των διαδίκων, πρέπει να αποτι΅ηθεί στο ποσό των 3.000 ευρώ, για τον καθένα. Με βάση τις παραδοχές αυτές, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε, κατά ένα μέρος, τις αγωγές των αναιρεσίβλητων και επιδίκασε τα παραπάνω ποσά, απέρριψε δε την αγωγή της αναιρεσείουσας, διότι δεν αποδείχθηκαν οι αποδιδόμενες στους αναιρεσίβλητους παραβιάσεις των συμβατικών τους υποχρεώσεων και οι άδικες πράξεις, στις οποίες αυτή θεμελιώνει την ασκηθείσα με την αγωγή της αξίωση αποζημίωσης. Για τη κρίση του αυτή το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του, ως προς την εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 672 Α.Κ., 281 και 914, σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των και δεν υπέπεσε στην, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια που του αποδίδεται με τους, συναφείς, πρώτο και τέταρτο (κατά το πρώτο μέρος του) λόγους της αναίρεσης. Συγκεκριμένα το Εφετείο, σαφώς δέχεται, 1) όσον αφορά τους ανωτέρω λόγους καταγγελίας, ότι, σε αντίθεση με όσα είχε υποστηρίξει η αναιρεσείουσα, δεν αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία αυτή επιχειρεί να τους θεμελιώσει και συνεπώς είναι αναληθείς, 2) ότι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, οι αναιρεσίβλητοι είχαν επιδείξει επαγγελματική επάρκεια και ικανοποιητική διοικητική ικανότητα και 3) ότι οι ίδιοι δεν υπέπεσαν στις πλημμελείς ενέργειες και παραλείψεις, ούτε τέλεσαν τις πράξεις που τους αποδίδονται, ούτε βαρύνονται με κάποιας μορφής υπαιτιότητα, η οποία να συνετέλεσε στις οικονομικές ατασθαλίες και τη ζημία που επικαλείται η αναιρεσείουσα. Οι ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, οι οποίες προβάλλονται με τους παραπάνω λόγους αναίρεσης, ότι το Εφετείο α) δεν αιτιολογεί για ποιο λόγο αποδίδει βαρύτητα, στο γεγονός ότι "δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί δεν κλήθηκαν από την ασφαλιστική εταιρεία να παράσχουν εξηγήσεις ή να απολογηθούν ενώπιον των αρμοδίων οργάνων της κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 εδ. δ' του έχοντος συμβατική ισχύ Κανονισμού Εργασίας", β) αν και δέχεται ότι, "με βάση τα αναφερόμενα πορίσματα των Επιτροπών Ελέγχου", ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του Α. Ι., για υπεξαίρεση στην υπηρεσία και σε βάρος των αναιρεσίβλητων, για άμεση συνέργεια στην υπεξαίρεση, όμως, αντιφατικά, δέχεται και ότι δεν απεδείχθησαν οι ισχυρισμοί της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας "σχετικά με τη εκ δόλου πρόκληση ζημίας", σε βάρος της περιουσίας της, από τους Α. Κ. και Σ. Κ., δίχως μάλιστα και να αιτιολογεί για ποιο λόγο τα πορίσματα δεν αποτελούν μέρος του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, ή γιατί δεν λαμβάνει υπόψη του την αμέλεια των αναιρεσίβλητων, γ) αν και δέχεται, δίχως μάλιστα να αιτιολογεί την κρίση του, ότι οι αναιρεσίβλητοι δεν ήταν ταμίες και ότι δεν είχαν αρμοδιότητα να εκδώσουν τα παραπάνω γραμμάτια, όμως δέχεται και ότι η πρώτη ήταν Προϊσταμένη του Γραφείου Εισπράξεων Κεντρικού και Τμήματος Ρευστοποίησης και ακολούθως από 8-7-1989 Αναπληρώτρια Προϊσταμένη του τμήματος διαχείρισης υλικών, και ο δεύτερος Προϊστάμενος του Τμήματος Ρευστοποίησης Ασφαλίστρων και Προμηθειών και από 23-9-1995 Προϊστάμενος του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης Δικτύου, δ) αν και δέχεται την ύπαρξη αμέλειας των αναιρεσίβλητων, ως προς την υπεξαίρεση, όμως δεν δέχεται, δίχως μάλιστα να αιτιολογεί την κρίση του, ότι αυτή θεμελιώνει σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της σύμβασης, είναι απορριπτέες. Συγκεκριμένα, α) η δεύτερη και τρίτη, κατά το μέρος που με αυτές προβάλλεται η αντιφατική αιτιολογία της απόφασης, ως αβάσιμες, διότι οι επικαλούμενες, ως άνω, παραδοχές δεν είναι αντιφατικές, β) η πρώτη και τέταρτη, ως απαράδεκτες, αφού το Εφετείο, όπως προκύπτει από το σύνολο των παραδοχών του, σαφώς δέχεται, ότι για τις επικαλούμενες ατασθαλίες και την πρόκληση ζημίας στην αναιρεσείουσα, δεν βαρύνει τους αναιρεσίβλητους υπαιτιότητα (στην οποία, προδήλως, περιλαμβάνεται και η αμέλεια) και γ) όλες, κατά το υπόλοιπο μέρος τους, ως απαράδεκτες, διότι αναφέρονται στην ανέλεγκτη, επί της ουσίας, κρίση του δικαστηρίου. Επομένως, οι ανωτέρω λόγοι είναι αβάσιμοι, στο σύνολό τους. Εξάλλου, ο τέταρτος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, με το οποίο προβάλλεται από την αναιρεσείουσα και η πλημμέλεια από τον αρ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο άφησε αδίκαστη την αγωγή της, για αποζημίωση, στηριζομένη σε υπαιτιότητα των εναγομένων (αμέλεια), είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο, απέρριψε την αγωγή, στο σύνολό της. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 16 ΚΠολΔ, υφίσταται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίσθηκε, ύστερα από ένδικο μέσο ή αναγνωρίστηκε, ως ανύπαρκτη. Πρόκειται, δηλαδή, για απόφαση, η οποία παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 321, 324 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε και ότι "η κρίση του Δικαστηρίου ότι οι, από 29.5.2000 και 30.5.2000, καταγγελίες των συ΅βάσεων εργασίας, αντίστοιχα, της Α. Κ. και του Σ. Κ., έγιναν χωρίς σπουδαίους λόγους, ενισχύεται και από το γεγονός, ότι ΅ε την υπ' αριθ΅. 1223/2008 α΅ετάκλητη απόφαση του Τρι΅ελούς Εφετείου Κακουργη΅άτων Αθηνών, οι ανωτέρω υπάλληλοι αθωώθηκαν, ο΅όφωνα, της αποδιδόμενης σ' αυτούς κατηγορίας για ά΅εση συνέργεια σε κακουργηματική υπεξαίρεση (΅ε αυτουργό τον Α. Ι.), σε βάρος της ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία συνίσταται στις προαναφερθείσες πράξεις αυτών (οικονο΅ικές ατασθαλίες), που επιστηρίζουν τους δήθεν "σπουδαίους λόγους" καταγγελίας των συ΅βάσεων εργασίας τους".
Συνεπώς, από αυτήν προκύπτει ότι το Εφετείο κατέληξε στην παραπάνω κρίση του, όχι με βάση δεδικασμένο, που προκλήθηκε από την 1223/2008 απόφαση, αλλά συνεκτιμώντας το περιεχόμενο της απόφασης αυτής και εκείνο των λοιπών αποδεικτικών μέσων. Κατ' ακολουθίαν δεν υπέπεσε στην παραπάνω πλημμέλεια και ο, περί του αντιθέτου, δεύτερος, λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 16 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340, 341 και 346 του ΚΠολΔ συνάγεται, ότι ο δικαστής, για να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλως η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 γ' του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, εφόσον από την απόφαση αποδεικνύεται, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που προσκόμισαν οι διάδικοι με επίκληση. Αρκεί προς τούτο η γενική αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης καθενός και χωρίς διάκριση από ποια από αυτά προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη, αν από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν καταλείπεται αμφιβολία περί του ότι λήφθηκε υπόψη συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και ιδίως έγγραφο.
Συνεπώς, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του, α) το 3883/2001 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο έπαυσε η ποινική δίωξη σε βάρος όλων των εναγομένων, για την πράξη της απιστίας και 2) την 1223/2008 απόφαση του Γ' Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, είναι αβάσιμος διότι με την απόφαση βεβαιώνεται, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα, που προσκόμισαν οι διάδικοι με επίκληση, από τη βεβαίωση δε αυτή, σε συνδυασμό με την αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης, δεν καταλείπεται αμφιβολία περί του ότι λήφθηκαν υπόψη και τα συγκεκριμένα έγγραφα. Ειδικότερα δε, όσον αφορά την 1223/2008 απόφαση, είναι και απαράδεκτος, αφού αντιφάσκει με τον προηγούμενο, από τον αρ. 16 του άρθρου 559, λόγο.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων (άρθ. 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 24-9-2012, αίτηση της αναιρεσείουσας, για την αναίρεση της 4511/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ