Θέμα
Αοριστία αγωγής, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίληψη:
Όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτά μόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται, κατά σαφή δήλωση του ενάγοντος, κατά κλάσμα ή ποσοστό του όλου αιτήματος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων. Εξ αιτίας του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να εξετάσει, αυτεπαγγέλτως, το ορισμένο ή παραδεκτό αυτής (αγωγής) και να την απορρίψει, αν ασκήθηκε απαραδέκτως, με τους περιορισμούς, που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου και από την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα απόφασης.
Αριθμός 1972/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ε. Ι. του Μ., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λεωνίδα Πανούση με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του αναιρεσιβλήτου: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής", που εδρεύει στο Χαϊδάρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Πολέμη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-11-2004 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 688/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5429/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 23-8-2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 5-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, κατά τα μέρη τους, από τους αρ. 8, 9 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο σκεπτικό και να απορριφθούν κατά τα λοιπά.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, και δικαιολογούν την άσκησή της, από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου υπόκειται και η εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας του περιεχομένου διαδικαστικών εγγράφων, στα οποία περιλαμβάνεται και η αγωγή, για την οποία η εσφαλμένη, ως προς τη νομιμότητα και την εν γένει θεμελίωσή της, κρίση ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, γιατί ανάγεται στη μη προσήκουσα εφαρμογή και ερμηνεία του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε. Η νομική δε αοριστία της αγωγής, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το ουσιαστικό δικαστήριο, ελέγχεται αναιρετικά, ως παραβίαση από τον αριθ. 1 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ορίζει ο κανόνας δικαίου, για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία ή διάφορα από αυτά, ενώ η περαιτέρω ενδεχόμενη αοριστία του δικογράφου της αγωγής, δηλαδή αυτή που ανάγεται στην ποσοτική ή ποιοτική αοριστία αυτής, που συνεπάγεται την αοριστία του ίδιου του δικογράφου της αγωγής και την εξαιτίας τούτου απόρριψη αυτής ως αόριστης, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 του ΚΠολΔ. Εξάλλου, λόγος αναίρεσης, από τους αριθ. 8 και 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αντίστοιχα, ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, α) έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης 2) και άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση που αφέθηκε αδίκαστη" νοείται αυτή που αποτελεί κεφάλαιο της δίκης, δηλ. αίτημα ή βάση αγωγής, ανταγωγής, κυρίας ή αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ανακοπής ή ένδικου μέσου. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 223 και 295§1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο ενάγων μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής, ο περιορισμός δε αυτός συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της, κατά το αίτημα που περιορίσθηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Με την παραίτηση, όμως, δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία, ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, που εμποδίζει τη συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση. Όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτά μόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται, κατά σαφή δήλωση του ενάγοντος, κατά κλάσμα ή ποσοστό του όλου αιτήματος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων. Επομένως, επί περισσότερων αγωγικών κονδυλίων, ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, χωρίς να προσδιορίζεται από τον ενάγοντα, στη σχετική δήλωσή του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά την προφορική συζήτηση της αγωγής, καταχωριζομένη στα πρακτικά, ούτε στις προτάσεις του ενώπιον αυτού, σε ποιο ή ποια ειδικότερα κεφάλαια ή κονδύλια αφορά ο περιορισμός αυτός ή ότι τα κονδύλια αυτά περιορίζονται κατά ποσοστό ανάλογο του όλου αιτήματος, καθιστά την αγωγή αόριστη, στο σύνολό της, διότι, εφόσον δεν διευκρινίζεται, ποίων συγκεκριμένων αξιώσεων ζητείται η αναγνώριση και ποίων η καταψήφιση, δεν είναι δυνατόν να διαγνωσθεί, σε περίπτωση που θα κριθούν νόμιμες ή ουσιαστικά βάσιμες, αν πρόκειται για αξιώσεις, των οποίων ζητείται η αναγνώριση ή η καταψήφιση και ιδίως ν' αποφασισθεί, ποιες από τις γενόμενες δεκτές υπόλοιπες αξιώσεις πρέπει ν' αναγνωρισθούν και ποιες να επιδικασθούν στον ενάγοντα (Ολ ΑΠ 30/2007). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα διαδικαστικά έγγραφα, το περιεχόμενο των οποίων εκτιμά ο Άρειος Πάγος (αρθρ.561 παρ. 2 KΠολΔ), ο ενάγων εκθέτει στην αγωγή του, ότι προσλήφθηκε από το εναγόμενο την 9-9-1983, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για να απασχοληθεί ως ηλεκτρολόγος, ότι η σύμβαση αυτή μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου την 24.9.1987, ότι παρείχε έκτοτε τις υπηρεσίες του στο εναγόμενο με αποδοχές ίσες προς τις προβλεπόμενες από την εκάστοτε Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. των ηλεκτροτεχνιτών του δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. μέχρι και την 1/12/2003, οπότε αποχώρησε, λόγω συνταξιοδότησης. Ισχυριζόμενος, ότι στο διάστημα από 1/1/1999 έως 30/11/2003 το εναγόμενο: α)δεν υπολόγιζε το βασικό του μισθό βάσει της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., β)δεν χορηγούσε σε αυτόν τα επιδόματα ανθυγιεινής εργασίας σε ποσοστό 50% επί του βασικού μισθού και ειδικών συνθηκών σε ποσοστό 40% επί του βασικού μισθού γ) δεν χορηγούσε σ' αυτόν την πρόσθετη αμοιβή των 2 ωρών ημερησίως του άρθρου 2 παρ. 3 Ν. 201/1975, δ)δεν κατέβαλε σ' αυτόν την προσαύξηση 75% για τις Κυριακές και αργίες κατά τις οποίες απασχολείτο προς συμπλήρωση των 37,5 ωρών εβδομαδιαίως και ε)δεν κατέβαλε την αμοιβή των νόμιμων υπερωριών, ζήτησε με την αγωγή του (στην οποία, να σημειωθεί, δεν περιέλαβε και αυτοτελές αίτημα για την αναγνώριση της υποχρέωσης του εναγομένου για καταβολή του συνόλου των αξιώσεων του), να υποχρεωθεί το τελευταίο να του καταβάλει, για όλες τις παραπάνω αιτίες, συνολικά, το ποσό 97.084,52 ευρώ, αναλυόμενο σε 49.754,65 ευρώ για το διάστημα από 1/12/1999 μέχρι 31/12/2001 και 47.329,87 ευρώ για το διάστημα από 1/1/2002 μέχρι 30-11-2003, όπως το κάθε επί μέρους αυτό ποσό ανέλυσε στην αγωγή λεπτομερώς και συγκεκριμένα, για το ποσό των 47.329,87€ σε ποσά 31.911,85€ για τα κονδύλια που παραπάνω αναφέρθηκαν με στοιχεία α, β, γ, σε 8.143, 16€ για το κονδύλιο που παραπάνω αναφέρθηκε με στοιχείο δ και σε 7.274,86€ για το κονδύλιο που παραπάνω αναφέρθηκε με στοιχείο ε, και για το ποσό των 49.754,65€ σε ποσά 11.655.185 δραχμών, άλλως 34.204,50€, 2.329.021 δραχμών, άλλως 6.834,98€ και 2.969.691 δραχμών, άλλως 8.715,16€, αντιστοίχως, για τα ίδια κονδύλια. Κατά τη συζήτηση της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ο ενάγων, με τις προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, καταχωρηθείσα στα πρακτικά συνεδρίασής του, όπως αναφέρεται και στην προσβαλλομένη απόφαση, περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής στο ποσό των 12.000 ευρώ, παραμένοντος του υπολοίπου ως αναγνωριστικού, χωρίς να προσδιορίσει σε ποιο ή ποια ειδικότερα κεφάλαια ή κονδύλια της αγωγής αφορά ο περιορισμός αυτός από το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα, που μετατράπηκε σε αναγνωριστικό, ούτε ότι περιορίζονται ανάλογα τα αγωγικά κονδύλια, κατά ποσοστό του όλου αιτήματος. Μάλιστα ζήτησε, ως προς το τελευταίο(αναγνωριστικό), να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει 85.084,52€ (97.084,52-12.000), νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής. Το αίτημα αυτό της αγωγής, με το οποίο, μετά τον ως άνω περιορισμό του από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, ζητείται η αναγνώριση και η επιδίκαση διαφορετικών αξιώσεων, χωρίς να αναφέρεται ή να συνάγεται από την σχετική δήλωση και τις πρωτόδικες προτάσεις του αναιρεσείοντος ότι περιορίζονται ανάλογα τα επί μέρους κονδύλια, κατά ποσοστό του όλου αιτήματος, είναι αόριστο. Και τούτο, διότι, αφού στην αγωγή του, δεν περιέλαβε και αυτοτελές αίτημα για την αναγνώριση του συνόλου των αξιώσεων του και δεν διευκρινίζεται με τη δήλωση ποίων αξιώσεων ζητείται η αναγνώριση και ποίων η καταψήφιση, δεν θα είναι δυνατό να διαγνωσθεί, σε περίπτωση που θα κριθούν νόμω ή ουσία αβάσιμες κάποιες από τις αξιώσεις αυτές, αν πρόκειται για αξιώσεις των οποίων ζητήθηκε η αναγνώριση ή καταψήφιση και ιδίως να αποφασιστεί ποιές από τις γενόμενες δεκτές υπόλοιπες αξιώσεις πρέπει να αναγνωρισθούν και ποιες να επιδικαστούν στον αναιρεσείοντα. Επομένως, το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφαση του έκρινε ότι η αγωγή ήταν αόριστη, διότι ο ενάγων δεν προσδιόριζε ειδικώς σε ποιά από τις επί μέρους αξιώσεις του περιόριζε την καταψήφιση του εναγομένου και σε ποια την αναγνώριση της υποχρέωσης του, με βάση δε το αιτιολογικό αυτό εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την ένδικη αγωγή, ως αόριστη, στο σύνολό της, δεν υπέπεσε στις επικαλούμενες από τον αναιρεσείοντα πλημμέλειες των αριθ. 8, 9 και 14 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, ότι, α)δεν έλαβε υπόψη του ουσιώδη αγωγικό ισχυρισμό του β)άφησε αδίκαστο το αυτοτελές αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής και γ) κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή, ως προς το ίδιο αίτημα. Επομένως, είναι αβάσιμοι οι πρώτος και δεύτερος, λόγοι αναίρεσης, κατά τα μέρη των, με το οποία προβάλλονται οι αντίστοιχες πλημμέλειες. Με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά τα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Εξ αιτίας του μεταβιβαστικού αυτού αποτελέσματος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει, ως προς την αγωγή, την ίδια εξουσία, την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο. Επομένως, μπορεί να εξετάσει, αυτεπαγγέλτως, το ορισμένο ή παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν ασκήθηκε απαραδέκτως, με τους περιορισμούς, που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (ΚΠολΔ 322) και από την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα απόφασης (ΚΠολΔ 536 § 1). Αν η αγωγή απορρίφθηκε, πρωτοδίκως, ως νόμω αβάσιμη και εκκαλεί την απόφαση ο ενάγων το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι ήταν αόριστη ή απαράδεκτη, εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει την αγωγή για ένα από τους δύο τυπικούς λόγους.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από τους αρ.8 και 9 του ίδιου άρθρου, με τον οποίο προβάλλονται οι ειδικότερες αιτιάσεις, ότι το Εφετείο 1)δίχως αίτημα κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή και 2) έλαβε υπόψη του ισχυρισμό περί αοριστίας της αγωγής, που δεν προβλήθηκε, είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που προβάλλεται με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, ότι το δικαστήριο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 216, 223, 224 και 111 παρ.2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη διότι οι διατάξεις αυτές, ως δικονομικές, δεν υπάγονται στους κανόνες δικαίου η παραβίαση των οποίων θεμελιώνει τον, από την παραπάνω διάταξη, λόγο αναίρεσης. Τέλος, αβάσιμος είναι ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το υπόλοιπο μέρος του, με το οποίο ο αναιρεσείων επικαλείται, ότι το Εφετείο, με το να απορρίψει την αγωγή, ως αόριστη, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 και 13 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της 20-3-1952, αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την απόρριψη της αγωγής, ως αόριστης, δεν στερήθηκε ο ενάγων από το δικαίωμα του να απολαύσει την περιουσία του. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 23-8-2012, αίτηση για την αναίρεση της 5429/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών .
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1 Οκτωβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ