Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2129 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική, Δίοδος, Απαράδεκτη συζήτηση, Αποδείξεων εκτίμηση.




Περίληψη:
Συζήτηση αναιρέσεως παρά των απουσία διαδίκου που εκπροσωπήθηκε με από δικηγόρο χωρίς την προς τούτο πληρεξουσιότητα, κλητεύθηκε όμως ο ίδιος προσωπικά για να παραστεί στη συζήτηση. Απαράδεκτη η συζήτηση ως προς παραστάντα μη διάδικο. Αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 11γ, 19 και 20 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, έννοια ουσιωδών πραγμάτων (αρ. 19) και εγγράφων (αρ. 20). Δεν περιλαμβάνονται στα τελευταία άλλα, ιδιώνυμα, αποδεικτικά μέσα (μαρτυρικές καταθέσεις κ.λ.π.), ως προς το αποδεικτικό τους μέρος (Επικυρώνει Εφ.Κρ. 38/2012).




Αριθμός 2129/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Π. Φ. του Ι., κατοίκου ... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Λαγουδάκη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Μ. Λ. του Ε., 2)Μ. συζ. Μ. Λ. και 3)Χ. Κ. του Μ., κατοίκων ... , οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Βοργιά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/10/2004 (με αριθμό κατάθεσης 4630/ΤΜ/891/2004) αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος κατά των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου, και την από 27/10/2004 (με αριθμό κατάθεσης 4631/ΤΜ/759/2004) αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος καθ' όλων (τριών) των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 387/4680/891/2005 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου λόγω αρμοδιότητας, 151/4042/576/2006 μη οριστική, 182/4631-4916/759-618/2007 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου και 38/2012 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24/4/2012 αίτηση και τους από 26/8/2013 προσθέτους λόγους του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε: α)την από 2/9/2013 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης, και β)την από 10/9/2013 συμπληρωματική έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν (και) οι από 26/8/2013 πρόσθετοι λόγοι για αναίρεση της υπ' αριθμ. 38/2012 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 94, 96 και 104 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι στη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου οι διάδικοι υποχρεούνται να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, διορισμένον κατά τους τύπους του άρθρου 96, η έλλειψη δε της πληρεξουσιότητας αυτής εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο της συζητήσεως ως προς τον παριστάμενο χωρίς πληρεξούσιο διάδικο. Στην περίπτωση όμως που ο διάδικος αυτός έχει κληθεί νομίμως από τον αντίδικό του στη συζήτηση, η συζήτηση προχωρεί σαν να ήταν παρών και ο μη παριστάμενος με πληρεξούσιο διάδικος, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ.2 του ΚΠολΔ. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 558, 574 κα 576 του ΚΠολΔ αλλά και γενικότερα από το σύνολο των διατάξεων για την αναιρετική διαδικασία (άρθρα 552 επ. ΚΠολΔ) προκύπτει ότι η συζήτηση της αναιρέσεως είναι απαράδεκτη ως προς το πρόσωπο που μετέχει σ'αυτήν χωρίς να είναι διάδικος στην εκδικαζόμενη υπόθεση.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, σε όλα τα έγγραφα αυτά (αγωγή αναιρεσείοντος, πρωτόδικη και δευτεροβάθμια απόφαση, αναιρετήριο και δικόγραφο προσθέτων λόγων, προτάσεις (αναιρεσείοντος) ως τρίτος εναγόμενος - αναιρεσίβλητος φέρεται ο Κ. Χ. του Μ., στον ίδιο δε αυτόν διάδικο προσωπικά ο αναιρεσείων έχει επιδώσει αντίγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως και των πρόσθετων λόγων, με την κάτω από τα δικόγραφα αυτά πράξη περί ορισμού της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσης δικασίμου και με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο αυτή, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες υπ'αριθμ.... /9-7-2013 και ... /28-8-2013 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου … και …, αντίστοιχα. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, ο ανωτέρω αναιρεσίβλητος Χ. Κ. του Μ. φέρεται να εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Βοριά, μαζί με τους άλλους αναιρεσιβλήτους, στο προσκομιζόμενο όμως από τον παραστάντα αυτόν δικηγόρο σχετικό υπ'αριθμ.... /27-9-2013 πληρεξούσιο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Ιωάννας Σφίγγα αναφέρεται ως παρέχων την πληρεξουσιότητα τρίτος αναιρεσίβλητος πρόσωπο με τα στοιχεία Χ. Κ. του Ε., με τα ίδια δε αυτά στοιχεία φέρεται ο τρίτος αναιρεσίβλητος και στις κατατεθείσες από τον παραστάντα ως άνω δικηγόρο προτάσεις ενώπιον του δικαστηρίου τούτου. Ενόψει του ότι α)από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι τα ειρημένα πρόσωπα Χ. Κ. του Μ. και Χ. Κ. του Ε. είναι το ίδιο πρόσωπο (τρίτος αναιρεσίβλητος), β)ο τρίτος αναιρεσίβλητος Χ. Κ. του Μ. έχει κληθεί νομίμως, κατά τα προεκτεθέντα, στη συζήτηση της υποθέσεως, ενώ γ)ο φερόμενος ως παραστάς με πληρεξούσιο δικηγόρο Χ. Κ. του Ε. δεν είναι διάδικος στην εκδικαζόμενη υπόθεση, πρέπει, σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, να κηρυχθεί απαράδεκτη, η συζήτηση ως προς τον παρηστάντα μη διάδικο Χ. Κ. του Ε. , να προχωρήσει δε η συζήτηση παρά την απουσία του μη παραστάντος τρίτου αναιρεσιβλήτου, ο οποίος κλητεύτηκε νόμιμα, κατά τα προεκτεθέντα.
ΙΙ. Ο κατά το άρθρο 559 παρ.11 περ.γ'του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος όταν από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Εξάλλου, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου ή αν υπάρχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αρ.19 και 20. Ο τελευταίος αυτός, ειδικότερα, λόγος αναιρέσεως, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 20 του ΚΠολΔ, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, που ανάγεται δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται για παράπονο που αναφέρεται στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Για να θεμελιωθεί πάντως ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στα οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (Ολομ.ΑΠ 2/2008). Δεν θεωρούνται, τέλος, έγγραφα κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης και δεν υπόκεινται στον κατά τη διάταξη αυτή αναιρετικό έλεγχο τα ιδιώνυμα, κατά τα άρθρα 339, 393 και 415 επ του ΚΠολΔ, αποδεικτικά μέσα των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων και της εξετάσεως των διαδίκων στο ακροατήριο, κατά το αποδεικτικό τους μέρος.
ΙΙΙ. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως αποδεικνυόμενα από τα αναφερόμενα και κατ'είδος προσδιοριζόμενα αποδεικτικά μέσα. "Από έναν αγρό εκτάσεως 1590 τ.μ. ο οποίος συνορεύει βόρεια με κτήματα Γεωργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Κλαζομενών και Ν. Μ. και ως προς τις λοιπές πλευρές με δρόμο (βλ. προσκ. υπ' αριθμ. ... /1968 συμβόλαιο), περιήλθε το έτος 1968 στη νομή του πατέρα του ενάγοντος τμήμα εκτάσεως περίπου 776 μ2 . Μέρος από αυτό εκτάσεως 195 μ2 εξ αδιαιρέτου περιήλθε στη νομή του ενάγοντος το έτος 1975 και τα υπόλοιπα 195 μ εξ αδιαιρέτου το έτος 1988, και συνολικώς 390 μ2, τα οποία, μετά από άτυπη κατά το ίδιο έτος διανομή με τα αδέλφια του, καταλαμβάνουν το βόρειο και μεσαίο τμήμα της ως άνω εκτάσεως των 776 μ2 , χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τω ορίων του. Από κανένα, όμως, από τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός του τελευταίου ότι το επίδικο ακίνητό του συνορεύει με τα ακίνητα της ιδιοκτησίας των εναγομένων, αφού τα μεν υπ' αριθμ. ... /1975 και ... /1988 συμβόλαια που επικαλείται προς απόδειξη των ανωτέρω, δεν αναφέρουν, ως αβασίμως ο ίδιος διατείνεται, τα όρια της επίδικης έκτασης, αλλά μόνο τα όρια της μείζονος εκτάσεως των 3.950 μ2, από τα οποία ως προελέχθη, έλαβε στη νομή του ο πατέρας του 776 μ2, το δε από 14-11-1974 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Γ. Π. , αποτυπώνει απλώς μία εδαφική έκταση 776 μ2 χωρίς να αναφέρονται συνορεύοντα ακίνητα-ιδιοκτησίες. Αντίθετα, από το προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα υπ' αριθμ. πρωτ. …/8-5-2007 κτηματογραφικό απόσπασμα και το υπό των δύο πρώτων εναγομένων προσκομιζόμενο απόσπασμα του εγκεκριμένου (με το από 6-4-89 ΠΔ, ΦΕΚ 2044/1989) σχεδίου πόλεως, στα οποία αποτυπώνονται οι ιδιοκτησίες των διαδίκων αποδεικνύεται ότι τα επίδικα ακίνητά τους δε συνορεύουν αλλά παρεμβάλλεται μεταξύ τους διάβαση, που βρίσκεται στο βόρειο και εν μέρει ανατολικό τμήμα της ιδιοκτησίας του ενάγοντος. Απεδείχθη, επίσης, ότι η διάβαση αυτή, η οποία αποτυπώνεται ως τέτοια στο εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως και στον κτηματολογικό πίνακα που αφορά τη συγκεκριμένη περιοχή της πόλεως του Ηρακλείου (…", Ο.Τ. …), προϋπήρχε της εγκατάστασης των διαδίκων στα ακίνητα τους, είχε δε δημιουργηθεί από τον δικαιοπάροχο τους ήδη από το έτος 1965, ο οποίος οικεία βουλήσει την παρεχώρησε στην κοινή χρήση, προκειμένου να εξυπηρετούνται όλοι όσοι γειτνίαζαν και να περνούν όσοι ήθελαν να πάνε δυτικότερα στις ιδιοκτησίες τους, υφισταμένης μιας πραγματικής κατάστασης, για την οποία ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος, ο οποίος καταθέτει ότι ο χώρος αυτός υφίσταται ως κοινόχρηστη διάβαση από τότε που αγόρασε το ακίνητο ο πατέρας του το έτος 1968. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε και μετά την εγκατάσταση των εναγομένων (οι δύο πρώτοι εγκαταστάθηκαν το 1972) και του ενάγοντος (το 1975), δηλαδή από τη διάβαση αυτή περνούσαν ανενόχλητα όλοι οι διάδικοι, καθώς και οι ενοικιαστές τους και όσοι ήθελαν να τους επισκεφθούν, καθώς και τρίτοι που ήθελαν να μεταβούν στις ιδιοκτησίες τους, χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθεί ο ενάγων, αντιθέτως μάλιστα συμμετείχε με προσωπική του εργασία στη διαμόρφωση της (τσιμεντόστρωση). Από την κατά το έτος 1965 δημιουργία της διάβασης αυτής ουδέποτε άλλαξε ο προορισμός της και ουδέποτε περιήλθε στη νομή του ενάγοντος, ο οποίος κατά το έτος 2000 αυθαιρέτως εγκατέστησε στη δεύτερη γωνία της σιδερένια πόρτα αποξενώνοντας τους λοιπούς από τη χρήση της, σημειουμένου ότι, ως προελέχθη, ουδόλως απεδείχθη ότι περιλαμβάνεται (η επίδικη διάβαση) στα όρια του οικοπέδου του, την επί του υπολοίπου του οποίου νομή του ουδέποτε αμφισβήτησαν οι αντίδικοι του. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις προαναφερόμενες σκέψεις, ο αρχικά ιδιωτικός αυτός δρομίσκος, αφού ήταν ήδη σχηματισμένος προ του ν. 1337/1983 με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και κατά παράβαση των κείμενων πολεοδομικών διατάξεων, και βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Δήμου Ηρακλείου, θεωρείται κοινόχρηστη διάβαση. Περαιτέρω, αφού ο ενάγων ουδέποτε υπήρξε νομέας της επιδίκου διαβάσεως ή τμήματος αυτής, δε διατηρεί αξιώσεις προστασίας της νομής, ούτε δικαιούται να ζητεί το κλείσιμο των ανοιγμάτων, καθόσον δεν υπάρχει κοινό όριο με τους εναγομένους, αφού μεταξύ του ακινήτου του και των ακινήτων των τελευταίων παρεμβάλλεται η εν λόγω διάβαση" Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης υπ'αριθμ.182/2007 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, με την οποία είχαν απορριφθεί οι συνεκδικασθείσες από 27-10-2004 δύο αρνητικές, κατ'άρθρον 1108 του ΑΚ, αγωγές του ιδίου (αναιρεσείοντος) κατά των αναιρεσιβλήτων.
IV. Από την αναφορά του Εφετείου ότι τα ανωτέρω (υπό
ΙΙΙ) πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αποδεικνύονται από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων "και όλα τα έγγραφα", και από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης που προπαρατέθηκε προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα αναφερόμενα στον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου έγγραφα (σχεδιαγράμματα, τεχνικές εκθέσεις, προανακριτικές καταθέσεις κ.λπ.) που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν ενώπιον του οι διάδικοι. Επομένως ο πρώτος αυτός λόγος του αναιρετηρίου και ο όμοιος πρώτος του δικογράφου προσθέτων λόγων, από τον αριθμό 11γ'του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Με τους δεύτερο και τρίτο λόγους του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του αρ.20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ υποστηρίζεται, αντίστοιχα, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ανώμοτης εξέτασης του αναιρεσείοντος - ενάγοντος, ως διαδίκου, η οποία παρατίθεται απομαγνητοφωνημένη, καθώς και των διαγραμμάτων του κτηματολογικού αποσπάσματος του σχεδίου πόλεως και του σχεδίου πόλεως της περιοχής που αφορούν το επίδικο και από τα οποία προκύπτει, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, ότι η επίδικη λωρίδα γης δεν είναι κοινόχρηστος χώρος, με τον δεύτερο δε, από την ίδια διάταξη, πρόσθετο λόγο υποστηρίζεται ότι το Εφετείο παραμόρφωσε (και) το περιεχόμενο της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα Ε. Λ. , "από την κατάθεση του οποίου ασφαλώς και δεν αποδεικνύεται ο κοινόχρηστος χαρακτήρας της διάβασης". Οι προτεινόμενοι αυτοί λόγοι αναιρέσεως καθόσον μεν αφορούν τις ρηθείσες ανώμοτη εξέταση του αναιρεσείοντος και ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Λ. είναι, σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, απορριπτέοι προεχόντως ως απαράδεκτοι, αφού τα αποδεικτικά αυτά μέσα δεν αποτελούν έγγραφα, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.20 που προαναφέρθηκε, ώστε τυχόν "παραμόρφωση" τους να υπόκειται στον κατά τη διάταξη αυτή αναιρετικό έλεγχο καθόσον δε ο δεύτερος από τους ανωτέρω λόγους (τρίτος του αναιρετηρίου) αφορά το κτηματολογικό απόσπασμα του σχεδίου πόλεως και το σχέδιο πόλεως της περιοχής (έγγραφα), είναι (ο λόγος αυτός) επίσης απαράδεκτος, αφού από το περιεχόμενό του προκύπτει ότι προσβάλλεται με αυτόν η από το Εφετείο εκτίμηση του περιεχομένου του, που δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, και δεν πρόκειται για παραμόρφωση, από την προεκτεθείσα (ανωτ. υπό
ΙΙ) έννοια, του περιεχομένου του εγγράφου τούτο δε πέραν του ότι, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, το δικαστήριο δεν στήριξε την κρίση του αποκλειστικά ή κατά κύριον λόγο στο ανωτέρω έγγραφο, το οποίο απλώς συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αυτό σχετικά με το αποδεικτικό του πόρισμα.
V. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται και όταν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης προκύπτει ότι ουσιαστική προϋπόθεση για τη θεμελίωση του λόγου αυτού της αναίρεσης είναι και το ότι η έλλειψη ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών αφορά ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, να αφορά δηλαδή αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό που συγκροτεί την ιστορική βάση και στηρίζει επομένως το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι δε και ισχυρισμό που αποτελεί άρνηση της αγωγής κ.λπ. η επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, που αντλούνται από τον νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων.
Εν προκειμένω προβάλλεται με τον τρίτο πρόσθετο λόγο ότι το Εφετείο ως προς την κρίση του ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα αποτελεί κοινόχρηστη διάβαση κατά το άρθρο 28 του ν.1337/1983, ως προϋπάρχουσα του νόμου αυτού, διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες σχετικά με τον τρόπο κατά τον οποίο η εδαφική αυτή λωρίδα κατέστη κοινόχρηστη, όπως δέχεται το Εφετείο. Από τις προπαρατεθείσες όμως παραδοχές του Εφετείου (ανωτ. υπό
ΙΙΙ), προκύπτει ότι το δικαστήριο απέρριψε τις αγωγές του αναιρεσείοντος με την κατηγορηματική παραδοχή ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους κυριότητας του αναιρεσείοντος ....αυτός ή οι δικαιοπάροχοί του άσκησαν ποτέ πράξεις νομής στη λωρίδα αυτή, ως τμήμα του γειτονικού τους ακινήτου, και ότι επομένως ο αναιρεσείων δεν έγινε κύριος της επίδικης αυτής εδαφικής λωρίδας. Τα ανωτέρω αποτελούσαν ουσιώδη ισχυρισμό ("πράγμα") του αναιρεσείοντος - ενάγοντος, ως προς τον οποίο η απόφαση διαλαμβάνει επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, μη προσβαλλόμενη άλλωστε κατά τούτο με λόγον αναιρέσεως. Το ότι η επίδικη λωρίδα είχε καταστεί και αποτελούσε κοινόχρηστη διάβαση συνιστούσε αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων - εναγομένων και όχι ένσταση καταλυτικής της αγωγής, που προϋποθέτει υπάρχουσα ήδη στο επίδικο κυριότητά του ενάγοντος, που δεν υπήρχε εν προκειμένω, κατά την ανέλεγκτη ως άνω σχετική κρίση του Εφετείου. Κατά συνέπειαν η ειρημένη κρίση για τον κοινόχρηστο χαρακτήρα της επίδικης εδαφικής λωρίδας ως κρίση που αφορά μη ουσιώδη ισχυρισμό και επομένως ζήτημα κατά την προρρηθείσα έννοια του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ, δεν ελέγχεται αναιρετικώς κατά τη διάταξη αυτή, ο δε εξεταζόμενος τρίτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως είναι επίσης απορριπτέος ως απαράδεκτος.
VI. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη κατ'ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, κατά το άρθρο 495 παρ.4 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν.4055/2012, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των παραστάντων πρώτου και δεύτερης των αναιρεσιβλήτων, κατά το σχετικό αίτημα των τελευταίων (άρθρα 178, 183, 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τον μη διάδικο Χ. Κ. του Ε. .
Απορρίπτει την από 23-4-2012 αίτηση, όπως διαμορφώθηκε με τους από 26-8-2013 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ'αριθμ.38/2012 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πρώτου και δευτέρας των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Δεκεμβρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή