Θέμα
Αποδοχές μισθωτού, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίληψη:
Αναιρετικός λόγος από τον αρ 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Πράγμα κατά την έννοια αυτού και ο ισχυρισμός περί δεδικασμένου ακόμη και όταν προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας εμμέσως αλλά σαφώς. (Αναιρεί την 5193/2012 ΕφΑθ).
Αριθμός 2225/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Ασπασία Καρέλλου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ε. Σ. του Β. κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Δήμητρα Κουφογιάννη.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία, "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" ΑΕ (Ο.Τ.Ε.) που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευγενία Σουμπάση.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13-12-2004 αγωγή του αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκε η απόφαση: 1456/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 5468/2008 του Εφετείου Αθηνών, 321/2010 του Αρείου Πάγου Β1 Τμήματος με την οποία αναιρέθηκε η τελευταία και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο.
Εκδόθηκε η απόφαση 5393/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 31-10-2013 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 11-9-2014 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν οι λοιποί πλην του πρώτου, λόγοι της από 31-10-2013 αίτησης του Σ. Ε. του Β. κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία, "Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος Α.Ε."περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 5393/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της αίτησης αυτής και να αναιρεθεί η ως άνω απόφαση.
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών 5393/2012 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ` επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων. Ο αναιρεσείων, με την ένδικη, από 13.12.2004 και με ημερομηνία καταθέσεως 16.12.2004 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ιστορώντας σ' αυτή ότι συνδέεται με την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και ότι η τελευταία κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του ΓΚΠ/ΟΤΕ καθώς και των οικείων Ε.Σ.Σ.Ε από 14.3.1985 και 21.3.1989, που υπεγράφησαν μεταξύ Ο.Τ.Ε και Ο.Μ.Ε - ΟΤΕ, δεν τον κατέταξε, με βάση το συνολικό χρόνο υπηρεσίας του, στα μισθολογικά κλιμάκια που έπρεπε, (τα οποία προσδιορίζονται), αλλά σε μικρότερο και υπολόγισε έτσι εσφαλμένα το καταβαλλόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 12 Γ1 του ΓΚΠ/ΟΤΕ, χρονοεπίδομα, ζήτησε, μετά σχετικό περιορισμό του αιτήματος κατά ένα μέρος σε αναγνωριστικό, να καταδικασθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 9.949 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι του οφείλει ακόμη 8.032 ευρώ, ως διαφορές αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 23.4.1999 έως 31.12.2004. Επί της αγωγής, εκδόθηκε η 1456/2007 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που την έκανε δεκτή. Κατά της αποφάσεως αυτής του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η αναιρεσίβλητη άσκησε την από 25.7.2007 έφεση και ο αναιρεσείων με τις προτάσεις του αντέφεση, επί των οποίων, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων η 5468/2008 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Με αυτήν, απορρίφθηκε η αντέφεση, έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση και δικάσθηκε η αγωγή, η οποία, εκτιμήθηκε ότι αφορά αξίωση από αδικοπραξία και απορρίφθηκε ως μη νόμιμη. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως ο αναιρεσείων άσκησε αίτηση αναίρεσης, η οποία έγινε δεκτή, κατά τον από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο της, με την 321/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε νόμιμη η αγωγή, στηριζόμενη στη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση εργασίας και παρέπεμψε την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο. Μετά τη νέα συζήτηση της εφέσεως, εκδόθηκε η 5393/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η αντέφεση, έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση και δικάσθηκε η αγωγή, η οποία απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Κατά της ως άνω αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος ενάγων άσκησε την υπό κρίση, από 31.10.2013 αίτηση αναιρέσεως, κατατεθείσα την 8.11.2013. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ). Ο λόγος αναίρεσης του αριθ. 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης η αντένστασης, ή λόγου έφεσης (AΠ 698/2014). "Πράγμα" κατά την ως άνω έννοια, η μη λήψη υπόψη του οποίου ιδρύει τον εκ του άρθρου τούτου λόγο αναίρεσης, αποτελεί και η ένσταση περί υπάρξεως δεδικασμένου (ΑΠ 89/2013), ακόμη και όταν προτάθηκε εμμέσως αλλά σαφώς στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 14427/2002). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη ισχυρισμό που πρότεινε ο αναιρεσείων περί δεδικασμένου. Ειδικότερα με το λόγο αυτό ισχυρίζεται ο αναιρεσείων ότι με την κρινομένη αγωγή του ισχυρίσθηκε ότι κατόπιν της επιτυχούς συμμετοχής του στον προκηρυχθέντα με απόφαση του ΔΣ της εναγομένης και διενεργηθέντα στις 17 και 18.3.1990 διαγωνισμό για την πρόσληψη, τεχνιτών Δικτύου, καταρτίστηκε μεταξύ αυτών σχετική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας δυνάμει της οποίας προσλήφθηκε ως έκτακτος τεχνίτης δικτύου, ότι η κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως εργασίας, την οποία αμφισβητούσε η αναιρεσίβλητη, αναγνωρίστηκε, μετά από προσφυγή του στα πολιτικά δικαστήρια αμετακλήτως με την υπ' αριθ. 8133/1998 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, το οποίο έκρινε με δύναμη δεδικασμένου, ότι μεταξύ αυτού και της αναιρεσίβλητης υφίσταται σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου από 1.8.1994, ότι αν και ακολούθησε και η κατάρτιση πρακτικού συμβιβασμού, με το οποίο η αναιρεσίβλητη αναγνώρισε την ύπαρξη συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου από 1.8.1994, αυτή δεν συμμορφώθηκε προς την ως άνω αμετάκλητη δικαστική απόφαση και τον επακολουθήσαντα συμβιβασμό αλλά προσέλαβε αυτόν στις 16.6.1999 και ότι, ενώ κατά τις σχετικές διατάξεις του ΓΚΠ/ΟΤΕ καθώς και των οικείων Ε.Σ.Σ.Ε από 14.3.1985 και 21.3.1989, που υπεγράφησαν μεταξύ ΟΤΕ και Ο.Μ.Ε. - ΟΤΕ, έπρεπε αυτή να τον κατατάξει διαδοχικά στα οικεία μισθολογικά κλιμάκια (τα οποία προσδιορίζονται) και να υπολογίσει το καταβαλλόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 12 Γ1 του ΓΚΠ/ΟΤΕ, χρονοεπίδομα με εναρκτήριο χρονικό σημείο την 1.8.1994, που θεωρείται ως συντελεσθείσα η πρόσληψή του, τον κατέταξε σε μικρότερο μισθολογικό κλιμάκιο και υπολόγισε εσφαλμένα το χρονοεπίδομα, λαμβάνοντας υπόψη ως χρόνο προσλήψεως αυτού την 1.1.1999 και όχι, όπως έπρεπε, την 1.8.1994, ζήτησε δε , μετά σχετικό περιορισμό του αιτήματος κατά ένα μέρος σε αναγνωριστικό, να καταδικασθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 9.949 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι του οφείλει ακόμη 8.032 ευρώ, ως διαφορά αποδοχών που προκύπτει από τη μη ένταξή του στα οικεία μισθολογικά κλιμάκια και τον μη ορθό υπολογισμό του χρονοεπιδόματος του χρονικού διαστήματος από 23.4.1999 έως 31.12.2004. Τον προταθέντα με την αγωγή του ισχυρισμό περί δεδικασμένου πηγάζοντος από την ως άνω 8133/1998 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ως προς το χρόνο καταρτίσεως της συμβάσεως, που αποτελεί βάση για την ένταξη στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο και τον υπολογισμό του χρονοεπιδόματος, που έγινε δεκτός από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο δέχθηκε την αγωγή, επανέφερε, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, στο Εφετείο ο ενάγων, ως εφεσίβλητος, εμμέσως αλλά σαφώς με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, στις οποίες προτάσεις του ισχυρίσθηκε ότι "ο αντίδικος σύμφωνα με την υπ' αριθ. 8133/1998 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (προσκομιζόμενη ως σχετικό 1), που κατέστη αμετάκλητη, είχε υποχρέωση να με προσλάβει με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου από 1.8.1994" και ότι "την απόφαση αυτή του Εφετείου αποδέχθηκε η εναγομένη και υπέγραψε το υπό ημερομηνία 22.4.1999 πρακτικό συμβιβασμού (προσκομιζόμενο ως σχετικό 2), με το οποίο αποδέχθηκε ότι θα με προσλάβει από 1.8.1994". Το Εφετείο όμως με την προσβαλλομένη απόφασή του παρέλειψε να λάβει υπόψη του τον προταθέντα αυτόν ουσιώδη ισχυρισμό και αφού δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και κρίνοντας στη συνέχεια την αγωγή την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφού δέχθηκε ότι η μεταξύ αναιρεσείοντος και αναιρεσίβλητης σύμβαση εργασία καταρτίσθηκε την 2.6.1999 και όχι την 1.8.1994. Επομένως ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 πρώτος λόγος της αίτησης αναιρέσεως είναι βάσιμος. Κατόπιν αυτών και χωρίς να ερευνηθούν οι λοιποί λόγοι της, των οποίων παρέλκει η έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί στο σύνολο της η προσβαλλόμενη απόφαση.
Από τις συνδυασμένες διατάξεις, του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 4055/2012 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013 και ορίζει, ότι αν αναιρεθεί η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση μετά από πρώτη αναίρεση, δεν γίνεται δεύτερη παραπομπή, αλλά ο Άρειος Πάγος δικάζει την ουσία της υπόθεσης, της παραγράφου 2 του άρθρου 570 ΚΠολΔ, κατά την οποία νέοι ισχυρισμοί των διαδίκων και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο μετά την αναίρεση υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τα δικαστήρια της ουσίας και της παρ. 2 του άρθρου 581 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με την οποία η υπόθεση συζητείται στο δικαστήριο της παραπομπής μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις, κατά το άρθρο 237, προκύπτουν τα εξής: Σε περίπτωση δεύτερης αναιρετικής απόφασης για την ίδια υπόθεση, ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δυνατότητα εκ νέου παραπομπής στο δικαστήριο της ουσίας, αλλά οφείλει να κρατήσει και να δικάσει ο ίδιος την υπόθεση κατ' ουσία, λειτουργώντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Δεν προχωρεί όμως αμέσως μετά την αναίρεση της απόφασης στην ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, έστω και αν οι διάδικοι, ενόψει της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης και υπό την προϋπόθεση παραδοχής αυτής, έχουν καταθέσει προτάσεις και για την ουσία της υπόθεσης, αφού δεν υφίσταται και δεν νοείται, υπό την ισχύ των προαναφερόμενων διατάξεων, ενοποιημένο στάδιο συζήτησης της αίτησης αναίρεσης και της ουσίας της υπόθεσης. Το αναιρετικό τμήμα, το οποίο, όταν δικάζει κατ' ουσία την υπόθεση, οφείλει να τηρεί και τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 581 παρ. 2 και 570 παρ. 2 του ΚΠολΔ, συζητεί την υπόθεση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, αφού όμως κατατεθούν προτάσεις, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 237 ΚΠολΔ και αφού μετά την αναίρεση παρασχεθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να υποβάλουν νέους ισχυρισμούς και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τις ισχύουσες για τα δικαστήρια της ουσίας διατάξεις. Μπορεί, δηλαδή, να προβληθούν από τους διαδίκους στον Άρειο Πάγο, με κρίσιμη χρονική αφετηρία τη, μετά την αναίρεση συζήτηση της υπόθεσης, κατ' ουσία νέοι ισχυρισμοί, υπό τους περιορισμούς των άρθρων 527 και 269 παρ. 2 ΚΠολΔ., ή και να ασκηθούν από τον εκκαλούντα πρόσθετοι λόγοι έφεσης υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 520 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ενδεχόμενη ταυτόχρονη εξέταση, ύστερα από μια ενιαία συζήτηση, τόσο της αίτησης αναίρεσης, όσο και της ουσίας της υπόθεσης, στην περίπτωση βέβαια που η πρώτη γίνει δεκτή, συνεπάγεται τη δυσχέρανση ή και τη ματαίωση ουσιαστικά της άσκησης εκ μέρους των διαδίκων των πιο πάνω ευχερειών και παράλληλα επιβάλλει σ' αυτούς, κατά παραγνώριση της αρχής της οικονομίας της δίκης, το υπέρμετρο και συχνά περιττό δικονομικό βάρος της κατάθεσης προτάσεων για την ουσία της υπόθεσης σε όλη τη δυνατή έκταση, αφού αυτοί δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν εκ των προτέρων αν θα αναιρεθεί και σε ποια έκταση η προσβαλλόμενη απόφαση και συνακόλουθα ποια είναι τα όρια της εκδίκασης της υπόθεσης στην ουσία. Έτσι, για την εκπλήρωση της επιβαλλόμενης στον Άρειο Πάγο, από τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, υποχρέωσης για εκδίκαση, μετά από δεύτερη αναίρεση, της υπόθεσης κατ' ουσία, θα πρέπει να λάβει χώρα νέα συζήτηση της υπόθεσης, μετά την έκδοση της αναιρετικής απόφασης, ενώπιον του αναιρετικού τμήματος, το οποίο δικάζει πλέον ως δικαστήριο ουσίας, ύστερα από κλήση του επιμελεστέρου από τους διαδίκους, σύμφωνα με τις προβλέψεις της διάταξης του άρθρου 581 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή. Εφόσον λοιπόν, στην κρινόμενη υπόθεση αναιρείται, η απόφαση του δικαστηρίου, που δίκασε μετά από αναίρεση προηγούμενης απόφασής του, πρέπει η υπόθεση να διακρατηθεί και να δικασθεί, από το Τμήμα τούτο, σε νέα συζήτηση, που θα λάβει χώρα μετά από κλήση του επιμελεστέρου των διαδίκων. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ. 2)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, την 5393/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Κρατεί την υπόθεση, προς ουσιαστική εκδίκαση σε νέα συζήτηση, μετά από επίσπευση του επιμελέστερου των διαδίκων. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Νοεμβρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Δεκεμβρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ