Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 294 / 2013    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Παραγραφή αξιώσεων, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.




Περίληψη:
Ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, κατ’ αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, είναι διετής, ορίζεται δε ως χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξίωσης. Αν οι επικουρικές βάσεις της αγωγής ερευνήθηκαν και απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στερείται εξουσίας για αυτεπάγγελτη έρευνά τους διότι απαιτείται υποβολή αυτοτελούς λόγου έφεσης ή αντέφεσης.




Αριθμός 294/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. Β. του Σ., κατοίκου ..., 2) Μ. Γ. του Σ., κατοίκου ..., 3) Β. Δ. του Α., κατοίκου ..., 4) Γ. Μ. του Γ., κατοίκου ..., 5) Μ. Ξ. του Δ., κατοίκου ..., 6) Α. Σ. του Δ., κατοίκου ..., 7) Σ. Π. του Χ., κατοίκου ..., 8) Δ. Σ. του Ν., κατοίκου ..., 9) Ε. Κ. του Σ., κατοίκου ..., 10) Σ. Π. του Σ., κατοίκου ..., 11) Ζ. Π. του Γ., κατοίκου ..., 12) Β. Μ. του Β., κατοίκου ..., 13) Λ. Μ. του Α., κατοίκου ..., 14) Σ. Κ. του Σ., κατοίκου ..., 15) Π. Τ. του Δ., κατοίκου ... και 16) Σ. Κ. του Α., κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Βασίλειο Καραγεώργο, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13-11-2006 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και άλλων προσώπων, που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1066/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1367/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26-3-2012 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσίβλητο όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 10-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 94 § 1, 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθ. 7 § 2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά δικαστήρια και δη στον ’ρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρχή ή από δικηγόρο, μπορεί δε να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για την συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως (δ) εάν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή του, ή παρίσταται με δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας αυτού, η οποία απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την οποία αυτεπάγγελτα ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονομικά απών. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν εμφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα ή επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετέχει νομίμως στη συζήτηση, ο ’ρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο δικηγόρος που υπογράφει την κλήση για συζήτηση ήταν εφοδιασμένος με πληρεξουσιότητα και σε καταφατική περίπτωση η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη, με χρονολογία 10-7-2012, παραγγελία του δικηγόρου Αθηνών Χρήστου Ηλιόπουλου, υπογράφοντος την αίτηση αναίρεσης και την κλήση προς συζήτηση αυτής, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, τις ..., .../24-7-2012 εκθέσεις επίδοσης και τη, με χρονολογία 24-7-2012, πάνω σε αντίγραφο της αίτησης, επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ..., η συζήτηση της αναίρεσης επισπεύδεται από τον παραπάνω δικηγόρο, ως πληρεξούσιο όλων των αναιρεσειόντων. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, που έγινε στη δικάσιμο της 22-1-2013, δεν εμφανίστηκαν οι αναιρεσείοντες, ούτε εκπροσωπήθηκαν δια πληρεξουσίου δικηγόρου, ενώ παραστάθηκε το αναιρεσίβλητο. Από τα με χρονολογία 9-4-2012 (15) και 5-10-2012 (1) ιδιωτικά συμφωνητικά διορισμού πληρεξούσιου δικηγόρου, που φέρουν την υπογραφή των αναιρεσειόντων, η οποία βεβαιώνεται από δημόσια και δημοτική αρχή, προκύπτει η χορήγηση από αυτούς πληρεξουσιότητας προς τον παραπάνω δικηγόρο που υπέγραψε την κλήση, για την επίσπευση της συζήτησης της αναίρεσης. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση, παρά την απουσία των, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 90 § 3 του ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους", "η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ίδιου νόμου, "επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από του τέλους του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι με την πρώτη από αυτές ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, ορίζεται δε ως χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξίωσης. Η διάταξη αυτή είναι ειδική, σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ανωτέρω Ν. 2362/1995, με την οποία ρυθμίζεται γενικώς το θέμα της έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του Δημοσίου από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, όπως τούτο συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη, ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, όπως η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3, η οποία, ως εκ τούτου, κατισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 91 εδ. α' του αυτού Ν. 2362/1995 (ΑΕΔ 32/2008, Ολ.ΑΠ 29/2006). Η θεσπιζόμενη με τις ως άνω διατάξεις βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από εκείνον των παρομοίων αξιώσεων του άρθρου 250 αριθμ. 6 και 17 ΑΚ, είναι συνταγματικά θεμιτή και δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 § 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, αφού η ως άνω διαφορετική ρύθμιση δικαιολογείται από την ανάγκη ταχείας εκκαθαρίσεως των ως άνω αξιώσεων και των σχετικών υποχρεώσεων του Δημοσίου (ΑΕΔ 1/2012), ούτε και στη διάταξη του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος (για το δικαίωμα ακρόασης από τα δικαστήρια). Εξάλλου, η θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής, κατά κατηγορία αξιώσεων ή δικαιούχων και υπόχρεων, δεν προσκρούει στο άρθρο 6 § 1 α' της ΕΣΔΑ, που εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο να δικάζεται η υπόθεση του δίκαια και αμερόληπτα, ούτε αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που επιβάλλουν το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, αφού οι διατάξεις αυτές παρεμποδίζουν το νομοθέτη να καταργεί και ενοχικά ακόμη δικαιώματα (ενδεχομένως και με τη μέθοδο της αναδρομικής παραγραφής) και όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά τη ισχύ τους (Ολ.ΑΠ 38/2005, 22/2005, 31/2007, ΑΕΔ 9/2009). Τέλος, η ανωτέρω διετής παραγραφή δεν αντίκειται ούτε στις διατάξεις των άρθρων 2 § 3 α' (περί πρόσφορης προσφυγής του ατόμου επί παραβιάσεως των δικαιωμάτων του), 5 § 1 (περί καταργήσεως δικαιωμάτων προσώπου ή περιορισμών τους), 22 παρ. 1, 26 (περί της ισότητας των προσώπων ενώπιον του νόμου και απαγόρευσης διακρίσεων), 14 § 1 (περί δικαιώματος του προσώπου για δίκαιη δίκη) του με το Ν. 2462/1997 κυρωθέντος και υπερνο΅οθετικής ισχύος, κατά το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, έχοντος Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το εναγό΅ενο και συγκεκρι΅ένα από το Αυτοτελές Τ΅ή΅α του Ποινικού Μητρώου της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ΅ε συ΅βάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, κατηγορία ΔΕ Διοικητικού Λογιστικού, κατά τα χρονικά διαστή΅ατα που αναφέρονται στην αγωγή, υπαγό΅ενοι ΅ισθολογικά στις διατάξεις των ν. 2470/1997 και 3205/2003. Ότι, κατά τα χρονικά διαστή΅ατα απασχόλησής τους, δυνά΅ει των ως άνω συ΅βάσεων εργασίας ορισ΅ένου χρόνου, δεν τους καταβλήθηκε η πρόσθετη ΅ηνιαία ΅ισθολογική παροχή του άρθρου 14 του ν. 3016/2002, ανερχόμενη για το χρονικό διάστη΅α από 1.1.2002 έως 30.6.2002 στο ποσό των 88 ευρώ και για το χρονικό διάστη΅α από 1.7.2002 έως 30.11.2006 στο ποσό των 176 ευρώ ΅ηνιαίως, την οποία δικαιούνταν κατ' εφαρ΅ογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Ωστόσο, ενόψει του ότι οι ένδικες αξιώσεις υπόκεινται σε διετή παραγραφή, που αρχίζει από τη γένεση εκάστης, η οποία μπορεί να διακοπεί με την υποβολή σχετικής αίτησης στην αρμόδια δημόσια αρχή και δεδομένου ότι οι εκ των εναγόντων εκκαλούντες δεν αποδεικνύουν την υποβολή των σχετικών αιτήσεων προς το εναγόμενο, δεν έχει επέλθει διακοπή της παραγραφής των χρηματικών απαιτήσεών τους έναντι του εναγομένου, καθώς ζητούν μεν την καταβολή της επίδικης παροχής για το χρονικό διάστημα από 20.5.2003 έως 4.10.2004, όμως η από 13.11.2006 αγωγή τους επιδόθηκε στο ΝΣΚ την 22.11.2006, ήτοι μετά την παρέλευση της διετίας από τη γένεσή τους. Κατά συνέπεια, οι ένδικες αξιώσεις των έχουν παραγραφεί, κατ' αποδοχή τόσο της προβληθείσας στο κατ' έφεση Δικαστήριο, εκ μέρους του εναγομένου, σχετικής ένστασης όσο και κατά τον αυτεπάγγελτο έλεγχο του Δικαστηρίου (άρθρο 96 τελ. εδάφιο του ν.δ. 321/1969, όπως ισχύει μετά το ν. 2362/1995). Με τις παραδοχές αυτές, αφού αντικατέστησε τις αιτιολογίες της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή, απέρριψε την έφεση των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων. Έτσι, όπως έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο, δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, και ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522 και 535 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, όταν η αγωγή στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις και απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στο σύνολό της, ασκηθεί δε έφεση από τον ενάγοντα, παραπονούμενο ειδικά μόνο για την απόρριψη της κύριας βάσης της αγωγής, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν απορρίπτει την αγωγή κατά την κύρια βάση της, δεν υποχρεούται να ερευνήσει, χωρίς ειδικό παράπονο, τις υπόλοιπες επικουρικές βάσεις της, που είχαν εξετασθεί πρωτοδίκως και είχαν απορριφθεί, αφού στην περίπτωση αυτή, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της απόφασης που πλήττονται με την έφεση του ενάγοντος και δεν εκτείνεται και στις εξετασθείσες και απορριφθείσες πρωτοδίκως βάσεις, και τούτο διότι δικάζεται πλέον η έφεση, και όχι η αγωγή. Έτσι, αν οι επικουρικές αυτές βάσεις ερευνήθηκαν και απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στερείται εξουσίας για αυτεπάγγελτη έρευνά τους, διότι στην περίπτωση αυτή απαιτείται υποβολή αυτοτελούς λόγου έφεσης ή αντέφεσης από τον ενάγοντα.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), οι αναιρεσείοντες με την προρρηθείσα αγωγή τους ζήτησαν την επιδίκαση των παραπάνω ποσών επικαλούμενοι, επικουρικά, την παράνομη παράλειψη των οργάνων του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου να χορηγήσει αυτά. Η αγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της, με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως μη νόμιμη. Κατά της απόφασης αυτής οι ενάγοντες άσκησαν την κρινόμενη έφεση. Από την επισκόπηση του περιεχομένου της προκύπτει ότι δεν διαλαμβάνεται σ' αυτήν λόγος έφεσης, ως προς την απόρριψη της επικουρικής βάσης της αγωγής, ούτε εξάλλου στην αίτηση αναίρεσης γίνεται επίκληση τέτοιου λόγου. Επομένως, δεν μεταβιβάστηκε η υπόθεση, ως προς τη βάση αυτή, στο εφετείο και δεν υπήρχε υποχρέωσή του αλλά και δυνατότητα, να ερευνήσει τη βασιμότητά της.
Συνεπώς ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται η, από τον αρ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, ότι, με την παραδοχή της απόφασης, "για την καταβολή δεν απαιτείται να εκδοθεί πράξη των οργάνων του και επομένως, δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ και κατ' επέκταση η πενταετής παραγραφή των θεμελιουμένων σε αυτές αξιώσεων" με την οποία απορρίφθηκε η βάση αυτή της αγωγής, το εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, είναι απαράδεκτος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι, στα περιοριζόμενα, κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 26-3-2012, αίτηση των αναιρεσειόντων, για την αναίρεση της 1367/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή