Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 566 / 2015    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία.




Περίληψη:
Κατά τα άρθρα 68, 556 και 558 ΚΠολΔ η αναίρεση στρέφεται κατά των αντιδίκων του αναιρεσείοντος που νίκησαν, δεν στρέφεται δε αναγκαία κατά όλων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, εκτός από τις περιπτώσεις της αναγκαστικής ομοδικίας. Έτσι δε μπορεί να στραφεί κατά των αντιδίκων του αναιρεσείοντος των οποίων η αγωγή έχει απορριφθεί, όταν με κανένα λόγο δεν προσβάλλεται η απόρριψη αυτή 1108 ΑΚ Προϋποθέσεις αρνητικής αγωγής. Τι συνιστά διατάραξη. Αν η ενέργεια γίνεται δυνάμει δικαιώματος καταλύεται η αρνητική αγωγή. Πραγματική δουλεία. Αποκτάται και με έκτακτη χρησικτησία. (1118,1119,1120 και 1121 ΑΚ) 559 αρ 1 και 19 προστασία δουλειούχου και οιονεί νομέα δουλείας





Αριθμός 566/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη, Προεδρεύoντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ι. Σίδερη), Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Απριλίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Β. Μ. του Χ., και 2)Κ. Μ. του Χ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Λιούλα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Θ. Α. του Ε., κατοίκου ..., 2)Π. Γ. του Η., κατοίκου ... 3)Β. Γ. του Η., κατοίκου ..., 4)Α. Γ. του Η., κατοίκου ... των τριών τελευταίων ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων της Α. χας Η. Γ., το γένος Ε. Α., 5)Ε. Λ. του Ν., κατοίκου ... 6)Β. Γ. του Η., κατοίκου ..., 7)Α. Γ. του Η., κατοίκου ... 8)Κ. Τ. του Κ., κατοίκου ... και 9)Δ. Α. του Α., συζ. Κ. Τ., κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/7/2007 αγωγή των ήδη 1ου, 5ου, 6ου, 7ου, 8ου και 9ης των αναιρεσιβλήτων και της αρχικής διαδίκου Α. Γ., που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Άρτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 195/2009 του ίδιου Δικαστηρίου, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άρτας, λόγω αρμοδιότητας, 27/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας συνεκδικάζοντας α)την ως άνω αγωγή, και β)την από 24/11/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, και 277/2013 του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 10/1/2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 3/12/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης ως προς τους πέντε πρώτους των αναιρεσιβλήτων και ως προς τους έκτο και έβδομο να γίνουν δεκτοί οι πρώτος και τρίτος λόγος από τους λόγους της αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. .../14.10.2014, .../14.10.2014, .../14.10.2014 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Θ. Γ., καθώς και τις υπ’ αριθμ..../7.10.2014, .../7.10.2014, .../7.10.2014, .../6.10.2014, .../6.10.2014 και .../7.10.2014 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Άρτας Α. Τ. (στην πρώτη, δεύτερη και έκτη από τις οποίες είναι προσαρτημένη βεβαίωση παραλαβής δικογράφου και αποστολής συστημένης επιστολής - αρθρ. 128 παρ.1 και 4 ΚΠολΔ -) ακριβές αντίγραφο της ένδικης αναιρέσεως μαζί με κλήση για συζήτηση για την δικάσιμο της 17.12.2014, κατά την οποία νόμιμα αναβλήθηκε συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους αναιρεσίβλητους. Νέα κλήτευση για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο δεν χρειαζόταν, καθόσον η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (αρθρ. 575 και 226 παρ.4 εδ.γ’ ΚΠολΔ). Εφόσον όμως οι διάδικοι αυτοί δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ’ αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτών (αρθρ. 576 παρ.2 ΚΠολΔ).
Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 556 και 558 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η αίτηση αναιρέσεως απευθύνεται κατ’ εκείνων, που προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι ήταν διάδικοι στη δίκη, όπου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα αντίδικοι του αναιρεσείοντος, οι οποίοι και νίκησαν, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους ως διαδίκων στον πρώτο βαθμό, δεν στρέφεται δε αναγκαία εναντίον όλων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, εκτός από τις περιπτώσεις της αναγκαστικής ομοδικίας. Ειδικότερα η αναίρεση πρέπει να απευθύνεται μόνον εναντίον εκείνων από τους αντιδίκους του αναιρεσείοντος, από τους οποίους επιδιώκεται με αυτή και με βάση τις επικαλούμενες συνέπειές της, η αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Έτσι λοιπόν δεν μπορεί να στραφεί η αναίρεση κατ’ εκείνων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος των οποίων αγωγή έχει απορριφθεί, όταν με κανένα λόγο δεν προσβάλλεται η απόρριψη αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση η αναίρεση στρέφεται τόσο κατά των νικησάντων στην κατ’ έφεση δίκη τριών τελευταίων αναιρεσιβλήτων (5ου, 6ου και 7ης) όσων και κατά των λοιπών, ως προς τους οποίους η αγωγή τους έχει απορριφθεί ως ενεργητικά ανομιμοποίητη και συνακόλουθα είναι ηττηθέντες διάδικοι και οι προτεινόμενοι λόγοι αναίρεσης, του επίσης ηττηθέντος αντιδίκου τους, δεν τους αφορούν. Ενόψει τούτων η αναίρεση ως προς τους εν λόγω αναιρεσιβλήτους πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 1108 ΑΚ, αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αρνητική αγωγή ασκείται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, δηλαδή όταν ο κύριος διαταράσσεται στη νομή που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν προσβάλλεται με άλλο τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, οπότε προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή, κατ’ αυτού που κατέχει το πράγμα. Διατάραξη της κυριότητας (ή συγκυριότητας) αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλαδή όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις, τις οποίες μόνο ο κύριος κατά τα άρθρα 999 και 1000 δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα, η δε διατάραξη αυτή έχει ως συνέπεια τη μη ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση, εκμετάλλευση και απόλαυση ορισμένων μόνο εξουσιών εκ της κυριότητας επί του πράγματος. Όμως κατά τη δεύτερη παράγραφο του ιδίου άρθρου, το ως άνω δικαίωμα δεν παρέχεται στον κύριο του πράγματος, όταν εκείνος που προσβάλλει την κυριότητα ενεργεί ασκώντας δικαίωμα, το οποίο του παρέχει την εξουσία να παρεμβαίνει στην ιδιοκτησία του άλλου, οπότε και σε περίπτωση αποδείξεώς του καταλύεται η αρνητική αγωγή. Η άσκηση του δικαιώματος αυτού έχει ως προϋπόθεση ότι τούτο πηγάζει από έννομη σχέση, η οποία δεσμεύει και τον ενάγοντα και όχι από προσωπική σχέση που συνδέει τον εναγόμενο με τρίτο. Τέτοιο δικαίωμα μπορεί να είναι και η πραγματική δουλεία, με βάση την οποία αποκτάται εμπράγματο δικαίωμα, σε βάρος ακινήτου υπέρ του εκάστοτε κυρίου άλλου ακινήτου, όπως είναι και η δουλεία οδού, η οποία συνιστάται όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 1118, 1119, 1120 και 1121 ΑΚ και με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον, σύμφωνα με τις αναλόγως εφαρμοζομένες διατάξεις των άρθρων 1045 επ. ΑΚ, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 974, 975 του ίδιου κώδικα επί του δουλεύοντος ακινήτου, ασκήθηκε υπέρ του δεσπόζοντος ακινήτου από τον κύριο αυτού επί συνεχή εικοσαετία, μερική φυσική εξουσία, η οποία περιλαμβάνει μία ή περισσότερες χρησιμότητες του πράγματος, οι οποίες αποτελούν περιεχόμενο τέτοιας δουλείας, με διάνοια δικαιούχου (οιονεί νομή). Τέτοιο δικαίωμα μπορεί να είναι και η οιονεί νομή δουλείας οδού, που είναι ιδιόμορφο δικαίωμα, διάφορο των περιοριστικώς αναφερομένων στο άρθρο 973 του ΑΚ εμπραγμάτων δικαιωμάτων, εφόσον για τη σύστασή της γίνεται επίκληση ενοχής π.χ. ο οινεί νομέας δεν έχει μεν δουλεία οδού, αλλά έχει την προηγούμενη άδεια - παραχώρηση - ανοχή προς το διαβαίνειν. Τέτοιο ενοχικό δικαίωμα προς επέμβαση στην κυριότητα του ενάγοντος δυνατόν να στηρίζεται στις περί περιορισμών της κυριότητας διατάξεις (π.χ. ΑΚ 1003) δυνατόν επίσης να στηρίζεται σε διατάξεις του δημοσίου δικαίου (π.χ. εκτέλεση στρατιωτικών ασκήσεων πυροβολικού πάνω από το ακίνητο). Ο χωρίς τη συμφωνία ή τη θέληση του κυρίου - ενάγοντος της αρνητικής αγωγής κυριότητας ακινήτου αγωγής αποκτήσας και ασκών την οιονεί νομή εναγόμενος δεν μπορεί να προβάλει την παραπάνω ένσταση ή την επί διεκδικητικής αγωγής αντίστοιχη του 1095 ΑΚ αν δεν έχει καταστεί δικαιούχος πραγματικής δουλείας οδού και απλώς ασκεί οιονεί νομή την οποία απέκτησε χωρίς τη βούληση του κυρίου του δουλεύοντος, ή χωρίς συμφωνία και μεταβίβαση από αυτόν με κάποιον από τους προβλεπόμενους από το νόμο τρόπους μεταβίβαση της. Εξ ετέρου κατά τις διατάξεις των άρθρων 975 ΑΚ τις κατά των τρίτων αγωγές της νομής τις έχει και ο οιονεί νομέας. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος παραβιάζεται αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 10/2011). Τέλος κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της ή όταν η διατύπωση της απόφασης είναι ενδοιαστική, ώστε το πόρισμα να μην είναι αναμφίβολο και να δημιουργεί αμφιβολίες. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιον του, νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ’ ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς τις συνεκδικασθείσες αγωγές των διαδίκων και δή ως προς τις σωρευόμενες στην αγωγή των αναιρεσειόντων - εκκαλούντων (μαζί με αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή, η επί της οποίας απόφαση δεν αποτέλεσε αντικείμενο της εφέσεως) αρνητική κυριότητας αγωγή και αρνητική αναγνωριστική ανυπαρξίας πραγματικής δουλείας οδού αγωγή και ως προς την περί αναγνωρίσεως και προστασίας πραγματικής δουλείας οδού αγωγής των αναιρεσιβλήτων. Η πρωτόδικη απόφαση ως προς τα κεφάλαια που ως εκ περισσού έκρινε ότι στην αγωγή των αναιρεσειόντων σωρεύεται και αγωγή περί διαταράξεως της νομής (ΑΚ 975 και 997) και ότι στην αγωγή των αναιρεσιβλήτων εκτός του μισθωτή σωρεύεται και αγωγή περί αποβολής από την οιονεί νομή δεν αποτέλεσε αντικείμενο εφέσεως. "Οι ενάγοντες της πρώτης αγωγής είναι συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας επί ενός ασκεπούς αγρού και ήδη οικοπέδου επιφάνειας 5762,57 τ.μ., κατά δε το Εθνικό Κτηματολόγιο 5673 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "..." ή "..." της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου ... Νομού Άρτας, φέρει αριθμό ΚΑΕΚ 040630311034 και αποτυπώνεται στο από Φεβρουαρίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Α. Τ..... Το εν λόγω ακίνητο προέκυψε από την συνένωση όμορων ασκεπών αγρών των εναγόντων, που έγινε με την υπ’ αριθμ. ...27-2-2006 πράξη ενοποιήσεως συνεχόμενων ακινήτων της συμβολαιογράφου Άρτας Φρειδερίκης Μόσιαλου - Μπόκου, η οποία νομίμως καταχωρήθηκε στα οικεία κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Άρτας με αριθμό ΚΑΕΚ 040630311034/0/0. Ειδικότερα προέκυψε από την συνένωση των εξής ακινήτων 1.....Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι οι τέσσερις πρώτοι των εναγομένων στην πρώτη και εναγόντων στην δεύτερη αγωγή είχαν στην κυριότητα τους ο καθένας εξ αυτών τα κατωτέρα τρία (3) συνεχόμενα ακίνητα και συγκεκριμένα: 1. οι δύο πρώτοι των εναγομένων ήταν συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι κατά 1/2 εξ αδιαίρετου έκαστος ενός αγροτικού ακινήτου εκτάσεως κατά τον τίτλο κτήσης 5000 τ.μ., κατά δε το κτηματολόγιο 5060 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." εντός της κτηματικής περιφέρειας του Δ. Δ ... του Δήμου ... Ν. Άρτας, φέρει τον αριθμό ΚΑΕΚ 040630311017/0/0 και συνορεύει γύρωθεν με ιδιοκτησία των εναγόντων της πρώτης και εναγομένων της δεύτερης αγωγής και με ιδιοκτησίες Θ. Κ., Π. Β., Γ. Ρ., Β. Σ., Θ. Κ. και Ι. Β.. Το αγροτικό αυτό ακίνητο είχε περιέλθει στην κυριότητα, νομή και κατοχή των ανωτέρω και κατά τα άνω ποσοστά 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα ως εξής: α. σε ποσοστό 3/12 εξ αδιαιρέτου στον καθένα από κληρονομιά του κατά την 3-7-1962 αποβιώσαντος και καταλιπόντος διαθήκη πατρός τους Ε. Α. του Θ. και της Γ. ή Γ., που ήταν αληθής κύριος αυτού, β. σε ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά της κατά την 9-7-1978 αποβιωσάσης και μη καταλιπούσης διαθήκη μητρός τους Α. χήρας Θ. Α. και γ. σε ποσοστό 2/12 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά του κατά την 17-7-1986 αποβιώσαντος και μη καταλιπόντος διαθήκη αδερφού τους Ν. Ε. Α., τις κληρονομιές των οποίων αποδέχθηκαν νόμιμα με την υπ’ αριθμ. .../5-7-1999 αποδοχή κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Άρτας Ευαγγελίτσας Κιτσαντά, που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο ... και αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Άρτας και καταχωρήθηκε νόμιμα στα οικεία φύλλα του ΟΚΧΕ με αριθμό ΚΑΕΚ 0406303110171010, 2. ο τρίτος ενάγων στη δεύτερη και εναγόμενος στην πρώτη αγωγή ήταν αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος ενός αγροτικού ακινήτου, εκτάσεως (κατά τον τίτλο κτήσης) 1250 τ.μ., κατά το κτηματολόγιο δε 1272 τ.μ. και σύμφωνα με νεώτερη καταμέτρηση 1340,82 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δ.Δ ... του Δήμου ... Ν. Άρτας, φέρει αριθμό ΚΑΕΚ 040630311321010 και περιήλθε στην κυριότητα του δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../30-11-2000 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Άρτας Φρειδερίκης Μόσιαλου- Μπόκου που μεταγράφηκε στον τόμο ... και αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Άρτας και καταχωρήθηκε νόμιμα στα οικεία φύλλα του ΟΚΧΕ με αριθμό ΚΑΕΚ 040630311032/0/0 και 3. ο τέταρτος των εναγομένων στην πρώτη και εναγόντων στην δεύτερη αγωγή ήταν αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος ενός αγροτικού ακινήτου εκτάσεως κατά τον τίτλο κτήσης 1250 τ.μ., κατά το κτηματολόγιο δε 1280 τ.μ. και σύμφωνα με νεώτερη καταμέτρηση 1350,14 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "..." στη περιοχή ..." της κτηματικής περιφέρειας του Δ.Δ ... του Δήμου ... Ν. Άρτας, φέρει αριθμό ΚΑΕΚ 040630311033/0/0 και περιήλθε στην κυριότητα του δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../30-11-2000 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Άρτας Φρειδερίκης Μόσιαλου- Μπόκου, που μεταγράφηκε στον τόμο ... και αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Άρτας και καταχωρήθηκε νόμιμα στα οικεία φύλλα του ΟΚΧΕ με αριθμό ΚΑΕΚ 040630311033/0/0. Στη συνέχεια οι ανωτέρω ενάγοντες με τα υπ’ αριθμ. ..., ... και .../11-7-2007 πωλητήρια συμβόλαια της συμβολαιογράφου Άρτας Άννας Σόλωνος Κωστοπούλου - Λάππα, που έχουν καταχωρηθεί νόμιμα στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Άρτας μεταβίβασαν τα ως άνω ακίνητα στον έκτο και έβδομη των εναγόντων της δεύτερης αγωγής και δη κατά ψιλή κυριότητα στον έκτο και κατ’ επικαρπία στην έβδομη. Ήδη τα παραπάνω ακίνητα αποτελούν ενιαίο ακίνητο με συνολική έκταση 7751,24 τ. μ., όπως αυτό περιγράφεται και εμφαίνεται στο από Ιανουαρίου 2007 Τοπογραφικό Διάγραμμα του Τοπογράφου Μηχανικού Χ. Μ.. Από το έτος 1962 οι δύο πρώτοι των εναγομένων της πρώτης και εναγόντων της δεύτερης αγωγής καθώς και η δικαιοπάροχος μητέρα του τρίτου και τετάρτου εξ αυτών ασκούσαν επί των άνω τμημάτων του ήδη ενιαίου ακινήτου διάνοια κυρίου όλες τις διακατοχικές πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση τους, όπως περίφραξη, καλλιέργεια, μίσθωση κ.λ.π. Αλλά και μετά την κατά τα ανωτέρω περιέλευση των ως άνω ακινήτων στον τρίτο και τέταρτο οι ανωτέρω συνέχισαν στην άσκηση διακατοχικών πράξεων, που ταίριαζαν στη φύση των αρχικά χωριστών ακινήτων και μετέπειτα του ενιαίου ακινήτου με διάνοια κυρίου προβαίνοντες σε επιμέτρηση τους και συντάσσοντες τοπογραφικά διαγράμματα, μισθώνοντας και εν γένει προστατεύοντας αυτά έναντι παντός τρίτου. Συνακόλουθα οι ανωτέρω ασκώντας διακατοχικές πράξεις διάνοια κυρίου επί των ως άνω ακινήτων για χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας καθώς προσμετράτε στο χρόνο τους και ο χρόνος της δικαιοπαρόχου του τρίτου και τετάρτου των εναγόντων στην δεύτερη αγωγή κατ’ άρθρο 1051 Α.Κ έγιναν κύριοι των ακινήτων αυτών και με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι για την επικοινωνία των προαναφερθέντων αγροτικών ακινήτων, που συνενώθηκαν ήδη, όπως προαναφέρθηκε, σε ένα ενιαίο αγροτικό ακίνητο, με την διερχόμενη στο σημείο εκείνο Εθνική Οδό Ιωαννίνων - Αντιρρίου, χρησιμοποιούσαν συνεχώς οι τέσσερις πρώτοι των εναγομένων της πρώτης και εναγόντων της δεύτερης αγωγής και προ αυτών οι δικαιοπάροχοι τους επί σειρά ετών και τουλάχιστον από το έτος 1962 μια δίοδο, η οποία άρχιζε από την Εθνική Οδό, εφάπτεται με την ιδιοκτησία των εναγόντων της πρώτης και εναγομένων της δεύτερης αγωγής κατά τη Νότια πλευρά της και από νότο προς βορρά διέρχεται ανάμεσα κατά μήκος και παράλληλα στην ιδιοκτησία των ανωτέρω εναγόντων και ειδικότερα από την ανατολική πλευρά της σε μήκος 77,97 μ. και την δυτική πλευρά των ιδιοκτησιών Α. Γ. σε μήκος 64,28 μ. και Ι. Β. σε μήκος 14 μ., έχει πλάτος πέντε (5) μέτρων και ύστερα από διάδρομο 78,28 μ καταλήγει στο νοτιανατολικό άκρο της ιδιοκτησίας των εναγομένων της πρώτης και εναγόντων της δεύτερης αγωγής. Η οδός αυτή αποτυπώνεται υπό τα στοιχεία ΑΙ, Α2, Μ3, Μ2, Μ2α, Μία, ΜΙ, Μ5, Μ, Μ4, ΑΙ στο από Ιανουαρίου 2007 τοπογραφικό διάγραμμα του Χ. Μ. και συνορεύει γύρωθεν με την ιδιοκτησία του πρώτου και δεύτερης των εναγομένων της πρώτης αγωγής από την πλευρά Α1-Μ4-Α2 μήκους 4,85 μ, με την ιδιοκτησία των εναγόντων της πρώτης αγωγής από τις πλευρές Α2-Μ3 μήκους 51,69 μ., Μ3-Μ2 μήκους 6,99μ και Μ2-Μ2α μήκους 3,90 μ. με την ΕΟ ... από την πλευρά Μ2α-Μ1α μήκους 4,96μ., με ιδιοκτησία Α. Γ. από τις πλευρές (Μ1α-Μ1) μήκους (3,90μ.) και με αύλακα και πέραν αυτού με ιδιοκτησία Α. Γ. από τις πλευρές Μ1-Μ5 μήκους 7,49 μ. και Μ5-Μ μήκους 37,50 μ. και με αύλακα και πέραν αυτού με ιδιοκτησία Ι. και Γ. Β. από τη πλευρά (Μ-Μ4-Α1) μήκους (14μ.), συνολικού εμβαδού 310,04 τ.μ.. Η εν λόγω οδός ήταν πάντοτε διαμορφωμένη και οριοθετημένη από τις προαναφερθείσες ιδιοκτησίες, τόσο των εναγομένων της πρώτης και εναγόντων της δεύτερης αγωγής, όσο και των Α. Γ. και Ι. Β.. Από την δίοδο αυτή και μόνον περνούσαν πάντοτε οι ενάγοντες της δεύτερης και εναγόμενοι της πρώτης αγωγής, καθώς και οι δικαιοπάροχοι τους, αλλά και οι μισθωτές των άνω ακινήτων τους και δη πλέον των είκοσι ετών και τουλάχιστον από το 1962 πεζοί, είτε με ζώα, είτε αργότερα με γεωργικούς ελκυστήρες και άλλα μηχανικά μέσα. Τούτο δε γινόταν με διάνοια δικαιούχων πραγματικής δουλείας διόδου χωρίς να ενοχληθούν ποτέ από κανέναν. Τον ίδιο άλλωστε δρόμο χρησιμοποιούσαν και οι ενάγοντες της πρώτης αγωγής, καθώς και οι δικαιοπάροχοι τους για να καλύψουν τις εν γένει ανάγκες των ακινήτων τους. Τα παραπάνω περιστατικά αποδεικνύονται κυρίως από την κατάθεση της μάρτυρος των εναγόντων της δεύτερης και εναγομένων της πρώτης αγωγής Λ. Μ. και την υπ’ αριθμ .../2008 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Άρτας των Α. Γ. και Λ. Μ. και από τα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα. Η πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται περαιτέρω από 1. την υπ’ αριθμ. 113/2007 απόφαση του Ειρηνοδικείου Άρτας που δίκασε επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων οιονεί νομής δουλείας διόδου των πρώτου, δευτέρας και πέμπτου των εναγομένων της πρώτης αγωγής κατά των εναγόντων της ίδιας ως άνω αγωγής, με την οποία οι ανωτέρω εναγόμενοι αναγνωρίστηκαν προσωρινά οιονεί νομείς και κάτοχοι δουλείας διόδου και υποχρεώθηκαν οι ενάγοντες της πρώτης αγωγής να τους αποδώσουν την οιονεί νομή και κατοχή της επίδικης δουλείας διόδου. Οι καθών η αίτηση άσκησαν έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως, η οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσία με την υπ’ αριθμ. 23/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας, 2. τους συμβολαιογραφικούς τίτλους κτήσης των επιμέρους ακινήτων των εναγόντων της πρώτης αγωγής από τους ίδιους, αλλά και τους δικαιοπαρόχους τους και ειδικότερα α. το υπ’ αριθμ. .../7-1-2005 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Άρτας Φρειδερίκης Μόσιαλου - Μπόκου, με το οποίο οι ενάγοντες της πρώτης αγωγής απέκτησαν την κυριότητα του εφαπτόμενου στο ακίνητο των εναγομένων της πρώτης αγωγής ασκεπούς αγρού των 1999,68 τ.μ. από τους Α. και Μ. συζ. Α. Γ., β. το υπ’ αριθμ. .../14-11-1994 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Άρτας Άννας Μπουραντά Μάντζιου, δυνάμει του οποίου οι ,ως άνω δικαιοπάροχοι των εναγόντων της πρώτης αγωγής απέκτησαν τον ανωτέρω αγρό από τον Χ. Μ., γ. το υπ’ αριθμ. .../29-9-1983 συμβόλαιο αγοράς του Συμβολαιογράφου Άρτας Κωνσταντίνου Παπαβασιλείου δυνάμει του οποίου ο Χ. Μ. απέκτησε την κυριότητα του πιο πάνω ακινήτου από τον Β. Γ., στον οποίο ο αγρός αυτός είχε περιέλθει εν μέρει με το υπ’ αριθμ. .../2-3-1968 συμβόλαιο αγοράς του Συμβολαιογράφου Άρτας Δημητρίου Τράμπα από την Ε. συζ. Ε. Κ. και εν μέρει με το υπ’ αριθμ. .../2-3-1968 συμβόλαιο αγοράς του ίδιου Συμβολαιογράφου από τον Παναγιώτη Φώτη, δ. το υπ’ αριθμ. .../19-5-2004 συμβόλαιο αγοράς της Συμβολαιογράφου Άρτας Φρειδερίκης Μόσιαλου-Μπάκου, δυνάμει του οποίου οι ενάγοντες της πρώτης αγωγής απέκτησαν την κυριότητα του αγρού των 2163,79 τ.μ., ο οποίος εφάπτεται του αμέσως ανωτέρου ακινήτου τους από την Λ. συζ. Ε. Κ. και ε. το υπ’ αριθμ. .../13-7-1974 προικοσυμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Άρτας Κωνσταντίνου Παπαβασιλείου με το οποίο η Λ. Κ. απέκτησε την κυριότητα του ανωτέρω αγρού από την μητέρα της Ε. συζ. Ε. Κ.. Από τα ανωτέρω συμβολαιογραφικά έγγραφα και τα συνημμένα σε αυτά τοπογραφικά διαγράμματα στα οποία αναφέρεται η επίδικη δίοδος προκύπτει ότι στην ανατολική πλευρά του ενιαίου πλέον ακινήτου των εναγόντων της πρώτης αγωγής είχε διαμορφωθεί δίοδος, πλάτους 5 μέτρων περίπου, τα όρια της οποίας ταυτίζονται με αυτά της επίδικης διόδου και 3. την επισκόπηση των προσαγομένων με επίκληση εκατέρωθεν φωτογραφιών, όπου φαίνεται η διαμορφωμένη δίοδος. Η ως άνω κρίση δε του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων στην πρώτη και εναγομένων στη δεύτερη αγωγή ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ούτε από τις περιεχόμενες στις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τους ενάγοντες της πρώτης και εναγομένους της δεύτερης αγωγής υπ’ αριθμ. .../19-4-2010, ... και .../10-4-2010 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Άρτας και της Συμβολαιογράφου Άρτας Φρειδερίκης Μόσιαλου - Μπόκου, αντίστοιχα, καταθέσεις μαρτύρων, οι οποίες δεν κρίνονται πειστικές, καθώς έρχονται σε αντίθεση με τα ως άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά. Ακόμη δεν αναιρείται από τα συμπεράσματα τόσο της επικαλούμενης και συνταχθείσας με επιμέλεια των εναγόντων από Ιανουάριο 2008 φωτοερμηνευτικής έρευνας του Γραφείου Τοπογραφικών Φωτοερμηνευτικών Μελετών των τοπογράφων μηχανικών Σ. Κ.- Δ. Μ., ήτοι της ύπαρξης έντονα δενδρώδους βλάστησης στο νοτιανατολικό όριο και ανυπαρξίας "διόδου πρόσβασης" από την Εθνική Οδό στην ιδιοκτησία Θ. Α. μέσω της ιδιοκτησίας ..., όσο και των προσκομιζόμενων από αυτούς φωτογραφιών των ετών 2005 και 2007 δεδομένου ότι το ως άνω συμπέρασμα ανατρέπεται από την υπ’ αριθμ. 569/1-7-2009 έκθεση αυτοψίας της Ειρηνοδίκου Φιλιππιάδος η οποία διενεργήθηκε στις 24-6-2009. Επίσης το Δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε αντίθετο συμπέρασμα από το υπ’ αριθμ. .../22-6-2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Αγροφυλακής Αρτας στο οποίο αναφέρεται ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα αποτελεί ιδιωτική οδό χρησιμοποιούμενη αποκλειστικά και μόνο από την δικαιοπάροχο των εναγόντων της πρώτης και εναγομένων της δεύτερης αγωγής και τούτο γιατί αντικρούεται από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, που προαναφέρθηκαν, αλλά και για το λόγο ότι η εν λόγω υπηρεσία στηρίχθηκε σε ελλειπή στοιχεία, όπως τούτο επιβεβαιώνεται στο ίδιο. Ο ισχυρισμός των εναγόντων στην πρώτη και των εναγομένων στην δεύτερη αγωγή ότι οι εναγόμενοι της πρώτης και ενάγοντες της δεύτερης αγωγής έχουν άλλη δίοδο πρόσφορη για να επικοινωνούν με το ακίνητο τους δεν ευσταθεί, καθόσον εκτός από το ότι αναιρείται από τα ως άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, δεν ενισχύεται με πειστικότητα από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις. Αντίθετα, από την ως άνω έκθεση αυτοψίας της Ειρηνοδίκου Φιλιππιάδος αποδεικνύεται η ανυπαρξία άλλης πρόσφορης διόδου επικοινωνίας των ενάγοντων της δεύτερης αγωγής με το ακίνητο τους. Επίσης ο ισχυρισμός των εναγόντων της πρώτης και εναγομένων της δεύτερης αγωγής ότι οι ενάγοντες της δεύτερης και εναγόμενοι της πρώτης αγωγής δεν απέκτησαν πραγματική δουλεία οδού στο ως άνω δουλεύον ακίνητο τους με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον από τον χρόνο κτήσεως της κυριότητας επί του δεσπόζοντος ακινήτου μέχρι σήμερα δεν έχει συμπληρωθεί στο πρόσωπο των εναγόντων της δεύτερης και εναγομένων της πρώτης αγωγής ο απαιτούμενος χρόνος των είκοσι ετών για την κτήση εκ μέρους τους με χρησικτησία δικαιώματος πραγματικής δουλείας διόδου επί της παραπάνω εκτάσεως είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής διότι εν προκειμένω δεν πρόκειται για δικαίωμα πραγματικής δουλείας διόδου, αλλά για δικαίωμα οιονεί νομής δουλείας διόδου των εναγόντων της δεύτερης και εναγομένων της πρώτης αγωγής επί της παραπάνω εκτάσεως, το οποίο, κατ’ άρθρα 975, 996 Α.Κ προστατεύεται αυτοτελώς (ΑΠ 1484/1988 Ελλ. Δνη 31. 306). Ενόψει των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι οι εναγόμενοι της πρώτης και ενάγοντες της δεύτερης αγωγής καθώς και οι δικαιοπάροχοι τους διερχόταν από την επίδικη δίοδο τουλάχιστον από το έτος 1962 και μετά αδιάκοπα με διάνοια δικαιούχων δουλείας διόδου, χωρίς να ενοχληθούν ποτέ από κανέναν. Έτσι, εφόσον οι τέσσερις πρώτοι ενάγοντες της δεύτερης και εναγόμενοι της πρώτης αγωγής, αλλά και οι μεταγενέστερα καταστάντες διάδοχοι αυτών (έκτος και έβδομη των εναγόντων- εφεσίβλητων), καθώς και ο πέμπτος αυτών ως μισθωτής χρησιμοποιούσαν την επίδικη δίοδο με διάνοια δικαιούχων, χωρίς να ενοχληθούν από κάποιον μέχρι το 2007 απέκτησαν οι ανωτέρω δικαίωμα οιονεί νομής και κατοχής δουλείας διόδου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες της πρώτης και εναγόμενοι της δεύτερης αγωγής στις 1-3-2007 προέβησαν παράνομα χωρίς δηλαδή δικαίωμα και χωρίς τη θέληση των εναγόντων της δεύτερης αγωγής στην επιχωμάτωση της επιδίκου διόδου και συγκεκριμένα τοποθέτησαν μπάζα, αμμοχάλικο και χώμα επ’ αυτής καθιστώντας έτσι ανέφικτη τη χρήση της στους ενάγοντες της δεύτερης αγωγής και εναγομένους της πρώτης αγωγής, ότι με την ενέργεια αυτή των εναγόντων της πρώτης και εναγομένων της δεύτερης αγωγής αποβλήθηκαν οι ενάγοντες της δεύτερης και εναγόμενοι της πρώτης αγωγής από την οιονεί νομή και κατοχή που σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν ασκούσαν στο παραπάνω τμήμα του ακινήτου των αντιδίκων τους. Ακολούθως εξαιτίας της συμπεριφοράς αυτής των εναγόντων της πρώτης και εναγομένων της δεύτερης αγωγής οι πρώτος, δεύτερη και πέμπτος των εναγόντων της δεύτερης και εναγομένων της πρώτης αγωγής, άσκησαν όπως προαναφέρθηκε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Άρτας εναντίον τους την από 27-3-2007 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Το εν λόγω Δικαστήριο με την 113/5-7-2007 απόφαση του δέχθηκε την παραπάνω αίτηση, αναγνώρισε προσωρινά τους ανωτέρω ενάγοντες της δεύτερης αγωγής οιονεί νομείς και κατόχους δουλείας διελεύσεως μέσω της προαναφερθείσας επίδικης διόδου. Οι ενάγοντες της πρώτης και εναγόμενοι της δεύτερης αγωγής ακόμη και μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης δεν συμμορφώθηκαν. Μετά από όλα αυτά πρέπει να απορριφθούν οι σωρευμένες στο από 24-11-2008 δικόγραφο αρνητική αγωγή και αναγνωριστική αρνητική αγωγή ανυπαρξίας πραγματικής δουλείας οδού κατ’ ουσίαν αβάσιμες, κατ’ αποδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης των εναγομένων της πρώτης αγωγής περί δικαιώματος οιονεί νομής και κατοχής στο δουλεύον ακίνητο των εναγόντων της πρώτης αγωγής. Αντίθετα να γίνει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της η από 23-7-2007 αγωγή ως προς τον πέμπτο, έκτο και έβδομη των εναγόντων της δεύτερης αγωγής, απορρίπτει όμως αυτή και δη ως ενεργητικά ανομιμοποίητη ως προς τους πρώτο, δεύτερη, τρίτο και τέταρτο των εφεσιβλήτων - εναγόντων της δεύτερης αγωγής, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, αποδείχτηκε οι τελευταίοι υπήρξαν μεν κύριοι του δεσπόζοντος ακινήτου, κατά το χρόνο ωστόσο της άσκησης της αγωγής αυτοί είχαν ήδη μεταβιβάσει το δεσπόζον ακίνητο στους έκτο και έβδομη των εναγόντων - εφεσιβλήτων". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς τους τέσσερεις πρώτους ενάγοντες - αναιρεσιβλητους της δεύτερης από 23.7.2007 αγωγής και αφού εξαφάνισε ως προς αυτούς την εκκαλουμένη που είχε κρίνει αντιθέτως, δίκασε εκ νέου ως προς αυτούς την αγωγή και την απέρριψε ως ενεργητικά ανομιμοποίητη, ενώ κατά τα λοιπά επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1108 παρ.2, 1120, 1121, 1045, 1051, 999, 1000, 975 και 997 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, ενόψει του ότι υπάρχει νομική ακολουθία, μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά και υπήχθησαν στη παραπάνω περί αποκτήσεως με έκτακτη χρησικτησία του δικαιώματος της πραγματικής δουλείας διατάξεις, [η επίκληση του οποίου (δικαιώματος) καταλύει την αρνητική αγωγή του αντιδίκου] και περί προστασίας του δικαιώματος αυτού και του συμπεράσματος του νομικού του συλλογισμού. Περαιτέρω έτσι όπως έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νομική βάση αφού διέλαβε σ’ αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα αφορώντα τις συνεκδικασθείσες αγωγές ζητήματα α)της διελεύσεως από τους δύο τελευταίους αναιρεσιβλήτους από την επίδικη οδό με διάνοια δικαιούχου πραγματικής δουλείας, που αποκτήθηκε με υπηρεικοσαετή με διάνοια δικαιούχου διέλευση τουλάχιστον από το 1960 από την επίδικη οδό τόσο των ίδιων, όσων και των δικαιοπαρόχων τους, από τους οποίους απέκτησαν το δεσπόζον ακίνητο, του οποίου την κυριότητα είχαν οι τελευταίοι, όσο και οι εν λόγω αναιρεσίβλητοι αποκτήσει τόσο παραγώγως όσο και πρωτοτύπως β)του δικαιώματος της οιονεί κατοχής διελεύσεως από επίδικη οδό του μισθωτή πέμπτου αναιρεσίβλητου και γ)της καταλύσεως της αρνητικής αγωγής των αναιρεσειόντων λόγω του δικαιώματος της πραγματικής δουλείας οδού των αναιρεσιβλήτων εις βάρος του ακινήτου των πρώτων, η απόδειξη του οποίου (δικαιώματος) καθιστά ουσιαστικά αβάσιμη την σωρευομένη αρνητική αναγνωριστική αγωγή ανυπαρξίας πραγματικής δουλείας οδού των αναιρεσειόντων. Με την εκκαλουμένη επιδικάσθηκε στους δύο τελευταίους αναιρεσίβλητους λιγότερο του από αύτους αιτηθέντος, καθόσον αναγνωρίστηκαν οινεί νομείς δουλείας διόδου η οποία και τους αποδόθηκε και όχι δικαιούχοι πραγματικής δουλείας οδού, όπως είχαν ζητήσει, που μάλιστα στο ιστορικό της εκκαλουμένης αναφέρεται με τον ορισμό του προϊσχύσαντος δικαίου, ήτοι εκείνον της "ομολογήσεως δουλείας". Πλήν όμως κατά τούτο δεν εξεκκλήθη από τους εν λόγω αναιρεσίβλητους η πρωτόδικη απόφαση, η οποία ως εκ τούτου δημιουργεί δεδικασμένο για το κριθέν δικαίωμα της οιονεί νομής, αφού τούτο (δεδικασμένο) κρίνεται από την απόφαση και όχι από το περιεχόμενο της αγωγής. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα και από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος και τρίτος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ενώ οι αιτιάσεις των ίδιων λόγων κατά τους οποίους η οιονεί νομή διελεύσεως διόδου των αναιρεσιβλήτων δεν είναι εμπράγματο δικαίωμα, ούτε ασκείται δικαιωματικά έναντι των αναιρεσειόντων λόγω παραχωρήσεώς του και ότι συνακόλουθα δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 1108 παρ.2 και 1095 ΑΚ, ώστε να καταλύεται η αρνητική αγωγή, στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι οι περί ού ο λόγος αναιρεσίβλητοι αντέκρουσαν την αρνητική αγωγή των αναιρεσειόντων με ένσταση περί οιονεί νομής δουλείας διόδου, ενώ δεν συνέβη τούτο, αφού αυτοί ισχυρίστηκαν, αλλά και έγινε δεκτό ότι οι ίδιοι και οι δικαιοπάροχοι τους για χρόνο μεγαλύτερο της εικοσαετίας (τουλάχιστον από το 1960) διήρχοντο με διάνοια δικαιούχου (οιονεί νομή) από την επίδικη οδό και ότι συνακόλουθα έχουν απαιτήσει δικαίωμα πραγματικής δουλείας σ’ αυτήν, προσθέτοντας στον δικό τους χρόνο οιονεί νομής και εκείνου των δικαιοπαρόχων τους. Ενόψει τούτων οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 εδ.α ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται, οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση, ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν ή καταλύουν το αίτημα της αγωγής - ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (Ολ.ΑΠ 14/2004). "Πράγμα" αποτελεί και ο λόγος εφέσεως, με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικό με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής ή με αλυσιτελή ισχυρισμό (Ολ.ΑΠ 2/2008). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 εδ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο έλαβε υπόψη, χωρίς τούτο να έχει προταθεί από τους αναιρεσίβλητους, απορρίπτοντας τους δύο πρώτους λόγους της εφέσεως, την από το άρθρο 1108 παρ.2 ΑΚ καταλυτική ένσταση, κατά την οποία οι εναγόμενοι διερχόντουσαν από την επίδικη δίοδο δυνάμει δικαιώματος και ότι συνακόλουθα το επί του δουλεύοντος ακινήτου δικαίωμα κυριότητας των αναιρεσειόντων δεν προσεβλήθη. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας αλλά και έχει ήδη αναφερθεί στους προερευνηθέντες λόγους οι αναιρεσίβλητοι εναγόμενοι προέτειναν την παραπάνω ένσταση του άρθρου 1108 παρ.2 ΑΚ τόσο με τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας δίκης, όσο και με τις προτάσεις τους στο Εφετείο, ενώ το περί αναγνωρίσεως και προστασίας οικείο, περί πραγματικής δουλείας δικαίωμά τους υπήρξε το αντικείμενο της συνεκδικασθείσας αγωγής τους, ως προς την οποία, όπως έχει ήδη αναφερθεί, επιδικάσθηκε λιγότερο του αιτηθέντος. Ενόψει τούτων δεν στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος λόγος, ο οποίος, όπως και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (αρθρ. 495 παρ.4 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10.1.2014 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ.277/2013 αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων των Β. Μ. του Χ. και Κ. M. του Χ. κατά των 1.Θ. Α. του Ε., 2.Π. Γ. του Η., Β. Γ. του Η., Α. Γ. του Η. 3.Ε. Λ. του Ν. κ.λπ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Απριλίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή