Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία ποσού μεγαλύτερου των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 € με ιδιαίτερα τεχνάσματα. Έννοια. Πότε στοιχειοθετείται υποκειμενικά και αντικειμενικά σε βαθμό κακουργήματος. Όχι εφαρμογή 379 ΠΚ. Διαχρονικό δίκαιο. Η νέα ρύθμιση της περ. γ΄ του άρθρου 258 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 5 β΄ Ν. 2721/1999, κατά το πρώτο μέρος της είναι ευνοϊκότερη της προηγουμένης, ενώ κατά το δεύτερο μέρος της είναι δυσμενέστερη (ΑΠ 571/2008, ΑΠ 2645/2008, ΑΠ 407/2007, ΑΠ 196/ 2005). Πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τι πρέπει να περιέχει η απόφαση ως προς αυτήν. Εσφαλμένη ερμηνεία εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Πότε υπάρχει. Λόγοι 510 παρ. 1 Δ και Ε΄ ΚΠΔ αβάσιμοι.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2129/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χριστόφορο Αργυρόπουλο, περί αναιρέσεως της 88-89/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Με συγκατηγορούμενο τον ΑΑ. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνο Λαϊνά.
Το Πενταμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Απριλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 644/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως διαδίκων που παραστάθηκαν, οι οποίοι ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 258 περ. α` ΠΚ, υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι` αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, η οποία κατά την περ. β' επαυξάνεται σε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών όταν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Από την εν λόγω διάταξη, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 υπεξαίρεσης, με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) παράνομη ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο, β) ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' ΠΚ, όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α' του ίδιου Κώδικα, γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική ιδιότητα, αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι` αυτό. Ιδιοποίηση δε αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου, ο οποίος ενέχει τη γνώση του δράστη ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη θέληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Η πράξη προσλαμβάνει χαρακτήρα κακουργήματος και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών κατά τη διάταξη της περ. γ του άρθρου 258, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 5 β' του ν. 2721/1999: i) αν ο υπαίτιος μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 15.000 Ευρώ (5.000.000 δρχ.) ή ii) το αντικείμενο της πράξης έχει αξία (συνολικά) μεγαλύτερη των 73.000 Ευρώ (25.000.000 δρχ.)''. Η διάταξη αυτή, κατά το πρώτο σκέλος της, ως ευνοϊκότερη της προηγουμένης, αφού απαιτεί, εκτός από τα ιδιαίτερα τεχνάσματα, όπως και η προηγουμένη, η αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 €), εφαρμόζεται και επί πράξεων που τελέσθηκαν πριν την ισχύ του Ν. 2721/1999 (3-6-1999). Ως "ιδιαίτερα τεχνάσματα", κατά την έννοια του πιο πάνω άρθρου, θεωρούνται κρυφές υλικές ενέργειες και μέθοδοι, μη εμφανώς διακριτές, με τις οποίες καθίσταται δυσχερής η αποκάλυψη και οι οποίες αποσκοπούν στη δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου, με σύγχρονη εξαπάτηση τρίτων προσώπων και μάλιστα των προϊσταμένων ή εκείνων που έχουν δικαίωμα ελέγχου, οι οποίοι έτσι θεωρούν τις ενέργειες ως κατ' αρχήν νόμιμες. Δηλαδή τα ιδιαίτερα τεχνάσματα είναι μέσα, τα οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, είναι επιτήδεια για τη συγκάλυψη της παράνομης ιδιοποίησης. Περαιτέρω, το υπό του άρθρου 258 Π.Κ. προβλεπόμενο έγκλημα της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, περιλαμβανόμενο στο ΙΒ' κεφάλαιο του ίδιου Κώδικα "περί των εγκλημάτων σχετικά με την υπηρεσία" είναι διάφορο του, από το άρθρο 375 του αυτού Κώδικα, καθοριζομένου εγκλήματος της κοινής υπεξαιρέσεως, που περιλαμβάνεται στο ΚΓ` κεφάλαιο του Π.Κ. "περί των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας". Το δε άρθρο 379 του αυτού Κώδικα, περιλαμβανόμενο στο τελευταίο αυτό κεφάλαιο και θεσπίζον την εξάλειψη του αξιοποίνου σε περίπτωση αποδόσεως του κλαπέντος ή του ιδιοποιηθέντος πράγματος ή εντελούς ικανοποιήσεως του ζημιωθέντος, έχει εφαρμογή, κατά την αληθινή έννοιά του, μόνο σε περίπτωση κλοπής ή υπεξαιρέσεως (άρθρα 372 και 375 Π.Κ.) και όχι και σε εκείνη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία (άρθρο 258 Π.Κ.). Εξ' άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ` αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την πληρότητα της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν μάλιστα ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, είτε αμέσου είτε ως ενδεχομένου, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία (άρθ.258 Α.Κ.), για το οποίο η περί τούτου (δόλου) κρίση περιέχεται στην παραδοχή της παράνομης ιδιοποίησης. Περαιτέρω λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Ε' ΚΠΔ, συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη (ουσιαστικού δικαίου) που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτά πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο Πατρών, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, όσον αφορά την πράξη που αποδόθηκε στον αναιρεσείοντα: Ο κατηγορούμενος Χ στην ... τον Απρίλιο 1999, με την ιδιότητα του Ταμία στην Δ.Ο.Υ ..., αφαίρεσε από το ταμείο της Υπηρεσίας του, στο οποίο είχε πρόσβαση λόγω της ιδιότητας του αυτής, το ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας χρηματικό ποσό των 8.500.000 δραχμών, το οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα, προκειμένου δε να διευκολύνει και να συγκαλύψει την πράξη του αυτή τοποθέτησε στο ταμείο της Δ.Ο.Υ. μια ισόποση με το αντικείμενο της υπεξαίρεσης που διέπραξε ακάλυπτη επιταγή εκδόσεως του ιδιώτη ΒΒ έτσι ώστε να μην εμφανίζεται το έλλειμμα των 8.500.000 δραχμών. Οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ότι δεν υπήρξε πραγματικό έλλειμμα διότι το ελλείπον ποσό των 8.500.000 δραχμών που αποτελείτο από μετρητά και επιταγές είχε μεταφερθεί από αυτόν στο άλλο χρηματοκιβώτιο όπου φυλάσσονταν συναλλαγματικές και ότι η επίμαχη επιταγή που βρέθηκε στο πρώτο χρηματοκιβώτιο των μετρητών δεν αντιπροσώπευε το έλλειμμα του ταμείου αλλά αποσκοπούσε στο να δοκιμαστεί η φιλία μεταξύ αυτού και του αντικαταστάτη του στο ταμείο (ΓΓ) και η εντιμότητα του τελευταίου δεν αποδείχθηκαν βάσιμοι και τούτο διότι: Πρώτον το έλλειμμα του ταμείου των 8.500.000 δραχμών που απεκάλυψε κατά το κλείσιμο του ταμείου την 22-4-1999 η υπάλληλος ΔΔ ήταν σύμφωνα και με το πόρισμα της επιθεώρησης μόνο σε μετρητά και όχι σε μετρητά κατά το μικρότερο ποσό και σε επιταγές όπως αβασίμως ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος, ενόψει και του γεγονότος ότι στο δεύτερο αυτό χρηματοκιβώτιο ετίθεντο μόνο συναλλαγματικές και άλλα γραμμάτια. Δεύτερον, εάν στο δεύτερο αυτό χρηματοκιβώτιο υπήρχε ποσό μετρητών και επιταγών που αντιπροσώπευε το έλλειμμα τούτο ευχερώς θα αποκαλύπτετο με το άνοιγμα του χρηματοκιβωτίου τούτου. Τρίτον καμία ισχυρά αιτιολογία πρόβαλε ο κατηγορούμενος για την υποτιθέμενη αυτή ενέργεια του, δηλαδή να μεταφέρει το συνολικό ποσό των 8.500.000 δραχμών (σε μετρητά και επιταγές) από το ένα χρηματοκιβώτιο στο άλλο. Τέταρτο, δεν προέκυψε ότι υπήρξε διατάραξη των προσωπικών σχέσεων μεταξύ του κατηγορουμένου και του ΓΓ και μάλιστα για διαφορά εκλογικού επιδόματος, όπως αορίστως ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος, που να δίνει στον τελευταίο αφορμή να συλλάβει τέτοιο σχέδιο με σκοπό δήθεν να δοκιμάσει την φιλία και εντιμότητα του άνω υπαλλήλου. Εξάλλου η επικαλούμενη τιμιότητα του παραπάνω υπαλλήλου μπορούσε να αποδειχθεί με επιταγή μικρότερου ποσού και όχι αυτού των 8.500.000 δραχμών, ποσό το οποίο μάλιστα ο κατηγορούμενος αρχικά έθεσε ως 8.000.000 δραχμών και μετά το διόρθωσε σε 8.500.000 δραχμών δείχνοντας όμως έτσι την πρόθεση του να καλύψει το πραγματικό έλλειμμα του ταμείου που ήταν 8.500.000 δραχμών. Κατ ακολουθία των παραδοχών αυτών το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο της πράξης της υπεξαίρεσης στην Υπηρεσία ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει τα 5.000.000 δραχμές με ιδιαίτερα τεχνάσματα και αφού του αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του προτέρου εντίμου βίου, του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δύο ετών και έξι μηνών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 84 παρ. 2 α, 258 περ. γ' του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 5 β' Ν. 2721/1999, η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω, παρότι η πράξη τελέσθηκε πριν την ισχύ του Ν. 2721/1999, όπως λέχθηκε ανωτέρω, ως ευνοϊκότερη της προϊσχυσάσης, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και να στερήσει έτσι την απόφασή του νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα δέχεται η αναιρεσιβαλλομένη ότι ο αναιρεσείων είχε την ιδιότητα του Ταμία στην ανωτέρω Δ.Ο.Υ. δηλ. του δημοσίου υπαλλήλου, και λόγω της ιδιότητας αυτής είχε πρόσβαση στο Ταμείο της Δ.Ο.Υ. από το οποίο αφαίρεσε το ανωτέρω ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και μεγαλύτερο των 5.000.000 δραχμών ποσό, το οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα και δεν ήταν απαραίτητο, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος να αναφέρονται οι πράξεις του αναιρεσείοντος με τις οποίες πραγματοποιήθηκε η αφαίρεση του ποσού από το Ταμείο και στη συνέχεια η ενσωμάτωση του στην περιουσία του, δηλαδή η υπεξαίρεση, δεν ασκεί δε επίδραση το γεγονός ότι ο αναιρεσείων, όταν αποκαλύφθηκε το έλλειμμα, το οποίο, όπως δέχθηκε ανέλεγκτα η αναιρεσιβαλλομένη, ήταν σε μετρητά, βρισκόταν σε άδεια και επανήλθε την επομένη στην Υπηρεσία και ούτε χρειαζόταν, να αιτιολογείται ειδικά η βούλησή του να υπεξαιρέσει το ποσό αυτό, δηλαδή ο δόλος του, αφού, όπως λέχθηκε ανωτέρω, η παραδοχή αυτού ενυπάρχει στην περί παράνομης ιδιοποίησης κρίση του Δικαστηρίου. Περαιτέρω η προσβαλλομένη απόφαση παραθέτει τα, κατά την ανέλεγκτη κρίση της, προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία στοιχειοθετείται η χρησιμοποίηση από τον αναιρεσείοντα του συγκεκριμένου τεχνάσματος προς συγκάλυψη της υπεξαιρέσεως, η οποία δεν θα αποκαλύπτονταν αν δεν προέκυπτε, όπως δέχεται, από το κλείσιμο του Ταμείου που διενήργησε στις 22-4-1999 η υπάλληλος ΔΔ. Απέρριψε μάλιστα, με τις ανωτέρω εκτενείς, πλήρεις και ουδόλως αντιφατικές ή ενδοιαστικές αιτιολογίες, ακόμη και τους αρνητικούς των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της ανωτέρω πράξεως, όπως και της, προς συγκάλυψή της, χρησιμοποιήσεως του ως άνω τεχνάσματος, ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος. Ορθώς δε, ενόψει του ότι, όπως λέχθηκε ανωτέρω, δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 379 ΠΚ, δεν αξιολογήθηκε το γεγονός, επί του οποίου επιχείρησε ο αναιρεσείων να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του για μη αφαίρεση του ποσού από το Ταμείο και έλλειψη βουλήσεως ενσωματώσεως του στην περιουσία του, ότι την 23-4-1999, επομένη της αποκαλύψεως του ελλείμματος του Ταμείου και της υπεξαιρέσεώς του από τον αναιρεσείοντα, ο ακριβής χρόνος τελέσεως της οποίας δεν κατέστη δυνατόν να προσδιορισθεί, το ποσό τοποθετήθηκε στο Ταμείο απ αυτόν, που την ημέρα εκείνη επέστρεψε από την άδεια.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε του ΚΠοινΔ συναφείς λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση: α) για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την ενοχή και β) για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της παραπάνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και έλλειψη νόμιμης βάσεως με εκ πλαγίου παράβαση της, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). Επίσης πρέπει να καταδικασθεί και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 13-4-2009 αίτηση του Χ για αναίρεση της με αριθμ. 88,89/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) € και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος, εκ τριακοσίων (300) €.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Νοεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Νοεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ