Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική.
Περίληψη:
Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας και διόρθωση της σχετικής εγγραφής στο κτηματολόγιο.
Λόγοι αναίρεσης: Από 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και από 10 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Αριθμός 112/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο του Μιχαήλ Αλεξανδρίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. χωρίς να καταθέσει προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Π. Π. του Π., κατοίκου …, ως νομίμου κληρονόμου του Π. Π., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λεωνίδα Καλτσά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/10/2007 αγωγή του αρχικού διαδίκου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4908/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 626/2010 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 15/12/2010 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 26/11/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 1192, 1194 και 1198 του Α.Κ., αποκτά κάποιος κυριότητα ακινήτου με παράγωγο τρόπο, ύστερα από συμφωνία με τον κύριο του ακινήτου ότι μετατίθεται σε αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, εφόσον η σχετική συμφωνία γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβληθεί σε μεταγραφή, ενώ όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041 και 1045 του Α.Κ., με τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας αποκτά την κυριότητα ακινήτου εκείνος που έχει στη νομή του το ακίνητο με καλή πίστη και με νόμιμο τίτλο για μια δεκαετία, (τακτική χρησικτησία) ή ανεξάρτητα από καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, για μια εικοσαετία (έκτακτη χρησικτησία). Περαιτέρω, κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Ως "ζητήματα", των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση της, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως• και τα απλά πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που δεν συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχτηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το ένδικο ακίνητο, γεωτεμάχιο, που βρίσκεται στη θέση … της πρώην Κοινότητος … και ήδη Δήμου …της νήσου …, εκτάσεως 779 τ.μ. σύμφωνα με το απόσπασμα του κτηματολογικού διαγράμματος όπως αυτό εμφανίζεται στο από έτος 1961 σχεδιάγραμμα του Πολιτικού μηχανικού Γ. Σ., συνορεύει αρκτικώς με ιδιοκτησία Κ. Κ. επί πλευράς 32 μ., μεσημβρινώς με οδόν και πέραν αυτής με το υπ' αριθμό ..τεμάχιο του ιδίου ως άνω διαγράμματος ιδιοκτησίας Π. Γ., ανατολικώς με το υπ' αριθ. … τεμάχιο του ιδίου τοπογραφικού επί πλευράς 24 μ. και δυτικώς με κοινοτική οδό. Αυτό φέρει ΚΑΕΚ … και με βάση το κτηματολογικό διάγραμμα συνορεύει γύρωθεν με τα φέροντα τους εξής ΚΑΕΚ: ............. Το εν λόγω ένδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης εκτάσεως 18 στρεμμάτων, το οποίο ανήκε στον άμεσο δικαιοπάροχο του ενάγοντος Π. Γ., ο οποίος κατέστη κύριος αυτού δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον ενέμετο αυτό με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριακονταετίας και πλέον συγκεκριμένα από το έτος 1900, καλλιεργώντας σ' αυτό λαχανικά, ενώ πριν το ακίνητο αυτό περιέλθει στην νομή αυτού, ανήκε κατά κυριότητα στην οικογένεια του, από το έτος 1850 περίπου, κατά τα κατωτέρω, η οποία το καλλιεργούσε προς κάλυψη των βιοτικών της αναγκών. Ακολούθως, ο πιο πάνω κύριος του ακινήτου, Π. Γ. το έτος 1962 μεταβίβασε λόγω πωλήσεως στον ενάγοντα το επίδικο ακίνητο, δυνάμει του υπ' αριθ…/2-4-1962 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς Γεωργίου Μυρσίνη, το οποίο μετέγραφε νομίμως στα οικεία βιβλία μεταγραφών … στον τόμο 88 και με αριθμό ... Στη συνέχεια ο ενάγων κύριος του ακινήτου αυτού το έτος 1976 έκτισε ισόγεια οικοδομή εμβαδού 94 τ.μ. κατόπιν της υπ' αριθμ…./1976 αδείας του αρμόδιου πολεοδομικού γραφείου της Νομαρχίας Αττικής. Επομένως ο εφεσίβλητος ενάγων είχε καταστεί κύριος του επιδίκου ακινήτου ήδη από το έτος 1962 παραγώγως, εφόσον απέκτησε αυτό από τον κύριο τούτου, δικαιοπάροχο του, Π. Γ., με νομίμως μεταγραφέν, στα οικεία βιβλία μεταγραφών, συμβολαιογραφικό έγγραφον. Από την αξιολόγηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού, αποδείχτηκε ότι το ένδικο ακίνητο, ουδέποτε υπήρξε δημόσιο κτήμα, όπως αβασίμως ισχυρίστηκε το εναγόμενο-εκκαλόν Ελληνικό Δημόσιο, καθόσον το επίδικο ακίνητο, ως τμήμα ευρύτερης έκτασης (αγροκτήματος) στην περιοχή …, ανήκε στην οικογένεια του άμεσου δικαιοπάροχου του εφεσιβλήτου-ενάγοντος, Π. Γ., και συγκεκριμένα στον γενάρχη της οικογένειας και παππού του τελευταίου, Δ. Γ., ο οποίος από το έτος 1850 περίπου ξεκίνησε να αποκτά ιδιοκτησιακά δικαιώματα στην εν λόγω περιοχή … (Βλ. υπ' αριθ. 45 αντίγραφο μερίδας Δ. Γ. στο Υποθηκοφυλακείο …), το οποίο ακολούθως περιήλθε στον Χρήστο Γ. και στη συνέχεια στον Κ. Γ. (πατέρα) του Π. Γ.. Όλοι δε οι ανωτέρω προκτήτορες καλλιεργούσαν το ευρύτερο αγρόκτημα, και το αποτελούν αυτού τμήμα επίδικο για τις βιοτικές ανάγκες τους, όπως προεκτέθηκε, σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρος Γ. Λ.. Επομένως ήδη είχε συμπληρωθεί, πριν το 1915, και ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας στο πρόσωπο των προκτητόρων του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος Π. Γ., ανεξαρτήτως του ότι προϋπόθεση της τριακονταετούς νομής του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του μέχρι την 11-9-1915 για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία εκτός των λοιπών προϋποθέσεων, αποτελεί και το γεγονός ότι το ακίνητο δεν είναι δημόσιο κτήμα, όπως εν προκειμένω (ΑΠ 1256/1997 ΕλΔνη 39.596). Σε κάθε περίπτωση το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στην ευρύτερη έκταση των 18.280 τ.μ. για την οποία το εναγόμενο και ήδη εκκαλόν Ελληνικό Δημόσιο υπέβαλε δήλωση ιδιοκτησίας στο Εθνικό Κτηματολόγιο, η οποία κατά τους ισχυρισμούς του είχε καταληφθεί από τον καταπατητή Σ. Μ. Β., σε βάρος του οποίου μάλιστα εξέδωκε τα έτη 1936, 1937, 1938 και 1939 πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως, τουτέστιν πρωτόκολλα καθορισμού αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημόσιου κτήματος, αλλά τούτο απέχει περίπου οκτώ (8) χιλιόμετρα από την παραπάνω περιοχή που έχει καταχωρηθεί ως το …δημόσιο κτήμα. Ενισχυτικό της ανωτέρω κρίσης του Δικαστηρίου τούτου, ότι δηλαδή η επίδικη έκταση βρίσκεται σε διαφορετική θέση από εκείνη που κατέλαβε ο παραπάνω καταπατητής Β. ή Μ., αποτελούν, εκτός των άλλων και το γεγονός ότι σύμφωνα με την με επίκληση επαναπροσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα υπ' αριθ. Ε4159/2170/Ν.1 1549/20-4-1975 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 114/24-5-1975 - τεύχος Δ') ανακλήθηκε προγενέστερη αναγκαστική απαλλοτρίωση της ευρύτερης περιοχής που αφορούσε μεταξύ άλλων και το επίδικο, η σχετική δε ανακλητική της απαλλοτρίωσης απόφαση, μεταγράφηκε στην μερίδα του εφεσίβλητου ενάγοντος που αφορούσε το επίδικο και φερόταν με την απόφαση, ως ιδιοκτήτης της επίδικης έκτασης (Βλ. …/28-4-1977 πιστοποιητικό του υποθηκοφύλακα ….). Λαμβανομένου δε υπόψη ότι μια περιοχή δύναται να κηρυχθεί απαλλοτριωτέα μόνον αν ανήκει σε τρίτο ιδιοκτήτη και όχι στην περιουσία του ελληνικού δημοσίου (εναγομένου), συνάγεται ότι το επίδικο ακίνητο που, κατά τα ανωτέρω, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, είναι αδύνατο να ανήκει κατά κυριότητα στο εκκαλόν, όπως τούτο αβασίμως ισχυρίστηκε, αλλά στον ενάγοντα. Με βάση τις παραπάνω ουσιαστικές και νομικές παραδοχές, η περί ιδίας κυριότητας του εκκαλούντος εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου επί του ενδίκου ακινήτου ένσταση, είναι αβάσιμη και απορριπτέα, και η εγγραφή του εναγομένου επί του επιδίκου ακινήτου είναι ανακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος εφεσίβλητου.
Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη κατ' ουσίαν. Επομένως, αφού και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο έστω και με ελλιπέστερη αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όσα δε αντίθετα ισχυρίζεται το εκκαλόν Ελληνικό δημόσιο με την έφεση του και όλους τους λόγους που περιέχονται σ'αυτήν κρίνονται απορριπτέα, όπως και η έφεση, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, στο σύνολο της." Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο και δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση και επομένως οι πρώτος και τρίτος λόγοι αναίρεσης από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 Κ.Πολ.Δ. με την οποία ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι' αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι δέχτηκε χωρίς καμία απόδειξη ότι το επίδικο ακίνητο απέχει περίπου 8 χιλιόμετρα από την παραπάνω περιοχή που έχει καταχωρηθεί ως ΒΚ 59 δημόσιο κτήμα. Όπως όμως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο στην ως άνω κρίση του κατέληξε ύστερα από εκτίμηση, όπως βεβαιώνει, των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων κλπ, καθώς επίσης και των εγγράφων, τα οποία με επίκληση προσκόμισαν οι διάδικοι. Έτσι στην εν λόγω κρίση του το Εφετείο δεν κατέληξε χωρίς απόδειξη και γι' αυτό πρέπει ο αμέσως πιο πάνω από το άρθρο 559 αριθ. 10 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-12-2010 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 626/2010 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ