Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίληψη:
Το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη υποχρέωσης του αναιρεσίβλητου να εφοδιαστεί με βιβλιάριο υγείας, διότι, ενώ εμμέσως, δέχεται ότι ερχόταν σε επαφή με τα είδη πώλησης και το κοινό, όμως, δίχως ειδικότερη και επαρκή αιτιολογία καταλήγει στην κρίση ότι δεν είχε την υποχρέωση που προαναφέρθηκε.
Αριθμός 2066/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "EXTRA - ΠΡΩΤΑ & ΦΘΗΝΑ ΑΕ", που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ρήγο.
Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Κ. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Βερβεσό.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-11-2004 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 312/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2231/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22-9-2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 24-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι, από τον αρ. 19 του ΚΠολΔ, πρώτος (κατά το δεύτερο μέρος του) και δεύτερος λόγοι αναίρεσης και να απορριφθούν οι λοιποί.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ΑΙΒ/ 8577/1983 απόφαση του Υπουργού Υγείας και Προνοίας (ΦΕΚ Β' 526/8.9.1983) η οποία εκδόθηκε κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του Α.Ν. 2520/1940, άρθρο 1 παρ. 1. Υγειονομικός έλεγχος είναι η λεπτομερής εξέταση από τις αρμόδιες Υγειονομικές Υπηρεσίες των τροφίμων γενικής ή φυτικής προελεύσεως ή των ποτών, καθώς και των αντικειμένων, των χώρων και των εγκαταστάσεων, που παρουσιάζουν υγειονομικό ενδιαφέρον, όπως αναλυτικά περιγράφονται στο άρθρο 2, για να διαπιστωθούν τυχόν δυσμενείς επιδράσεις στη δημόσια Υγεία και το περιβάλλον γενικότερα. Σκοπός του Υγειονομικού ελέγχου είναι η προστασία της Δημόσιας Υγείας. Αναλυτικά ο Υγειονομικός έλεγχος ασκείται τακτικά ή έκτακτα, πλην των τροφίμων και ποτών και: Στους χώρους και στα μέσα παραγωγής, επεξεργασίας, βιομηχανοποιήσεως, εμπορίας, διακινήσεως, αποθηκεύσεως, συντηρήσεως, πωλήσεως και καταναλώσεως τροφίμων και ποτών. Στα μαγειρεία, εστιατόρια και λοιπούς βοηθητικούς χώρους υγιεινής των εργοστασίων γενικά, ιδιωτικών κλινικών, οίκων ευγηρίας και άλλων παρόμοιων επιχειρήσεων. Στα υγειονομικού ενδιαφέροντος καταστήματα και γενικά στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών (ξενοδοχεία ύπνου, αίθουσες δημοσίων θεαμάτων, κομμωτήρια, κουρεία, λουτρά, χώροι υγιεινής και κυλικεία υπαιθρίων δημόσιων θεαμάτων, όπως θερινών κινηματογράφων και θεάτρων, αθλητικών γηπέδων, καθώς και σε κάθε είδους κατασκηνώσεις κ.λπ.). Ακόμη, κατά το άρθρο 14 παρ. 1 της ίδιας απόφασης, που αντικαταστάθηκε ήδη από 11-11-1992 με την 8405/29-10-1992 απόφαση των Υπουργών Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 665Β'/11-11-92), "όσοι ασκούν ή επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμα του χειριστή τροφίμων ή ποτών, είτε ως ειδικοί επαγγελματίες, είτε ως υπάλληλοι ή εργάτες ή βοηθοί αυτών, ή απασχολούνται με οποιαδήποτε σχέση σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία και άλλες επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους στο κοινό, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με βιβλιάριο υγείας, στο οποίο θα βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του δεν πάσχει από μεταδοτικό νόσημα και δεν είναι φορέας εντερικών παθογόνων μικροβίων, ιών και παρασίτων". Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180 του ΑΚ, συνάγεται ότι: 1) η έλλειψη βιβλιαρίου υγείας ή η μη θεώρησή του επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης εργασίας των εργαζομένων, 2) με βιβλιάρια υγείας πρέπει να είναι εφοδιασμένοι και οι απασχολούμενοι με οποιαδήποτε σχέση σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος και όχι μόνον οι εργαζόμενοι σ' αυτές με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και 3) με τα βιβλιάρια αυτά πρέπει να εφοδιάζονται όσοι ασκούν εργασία χειριστή τροφίμων ή ποτών ή απασχολούνται σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος και ειδικότερα αυτοί που ασχολούνται με την παρασκευή, συσκευασία και προετοιμασία των τροφίμων ή ποτών για τη διάθεσή τους στην κατανάλωση ή που παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό και έρχονται έτσι σε άμεση επαφή με τα τρόφιμα ή ποτά ή με τον καταναλωτή τούτων ή με το χρήστη των υπηρεσιών, ώστε να υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης των νοσημάτων από τα οποία τυχόν πάσχουν ή των μικροβίων, των ιών και των παρασίτων, των οποίων είναι φορείς.
Συνεπώς, η έλλειψη βιβλιαρίου υγείας ή η μη θεώρησή του επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης του εργαζόμενου ως πωλητή κ.λπ. και σε Σούπερ Μάρκετ. Όμως, για να είναι ορισμένη η αγωγή που ερείδεται σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και επιδιώκει την πληρωμή των οφειλομένων μισθών, δεν απαιτείται να αναφέρεται στο δικόγραφο ότι ο εργαζόμενος ήταν εφοδιασμένος με βιβλιάριο υγείας, διότι η έλλειψη αυτή αποτελεί ένσταση του εναγομένου εργοδότη περί ακυρότητας της σύμβασης, η παραδοχή της οποίας συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής, ως ουσία αβάσιμης. Τέλος, επί παροχής εργασίας υπό άκυρη σύμβαση, ο εργοδότης υποχρεούται, κατά τα άρθρα 904 και 908 ΑΚ, ως καθιστάμενος αδικαιολογήτως πλουσιότερος, στην απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε, ανεξαρτήτως της ζημίας του εργαζομένου και η οποία ωφέλεια συνίσταται σε ό,τι αυτός θα κατέβαλε αν ήταν έγκυρη η σύμβαση, για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του ακύρως απασχοληθέντος, εκτός των παροχών που προσιδιάζουν στην προσωπική κατάσταση του τελευταίου (επιδόματα γάμου, τέκνων, προϋπηρεσίας κ.λπ.), εφόσον αυτά δεν θα συνέτρεχαν αναγκαίως στο πρόσωπο του δυναμένου να απασχοληθεί εγκύρως. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε ότι ο ενάγων, ήδη αναιρεσίβλητος προσλήφθηκε από την εναγομένη, ήδη αναιρεσείουσα, η οποία εκμεταλλεύεται επιχείρηση "σούπερ μάρκετ", την 1-11-1997, προκειμένου να απασχοληθεί ως Β' υπεύθυνος του Kαταστήματός της στα Μελίσσια Αττικής και επί της οδού Χαλανδρίου, αντί μηνιαίου μισθού 158.500 δραχμών. Τα καθήκοντά του ήταν εκείνα του προϊσταμένου, όμως, όταν υφίστατο ανάγκη έκανε εργασίες υπαλλήλου, όπως η παραλαβή των προϊόντων από τους προμηθευτές, η τοποθέτηση προϊόντων στα ράφια, η μεταφορά προϊόντων με τα αυτοκίνητα της εναγομένης σε πελάτες. Βάσει της ιδιότητας με την οποία προσλήφθηκε ο ενάγων δεν ήταν υποχρεωμένος για το έγκυρο της ένδικης σύμβασης εργασίας να είναι εφοδιασμένος με το προβλεπόμενο από την προαναφερόμενη διάταξη βιβλιάριο υγείας, αφού, λόγω της φύσης της εργασίας του, εποπτείας, ως προϊσταμένου, δεν ερχόταν σε άμεση επαφή με τα είδη πώλησης της επιχείρησης της εφεσίβλητης και με το κοινό. Ο εκκαλών απασχολήθηκε από την πρόσληψή του έως και τον Απρίλιο του έτους 1998 στο κατάστημα Πεύκης, από το Μάιο του έτους 1998 έως και το Δεκέμβριο του έτους 1999 στο κατάστημα ’νοιξης, από τον Ιανουάριο του έτους 2000 έως και τον Οκτώβριο 2001 στο κατάστη΅α Πεύκης, από το Νοέμβριο του έτους 2001 έως και τον Οκτώβριο του έτους 2002 στο κατάστη΅α Παλαιού Φαλήρου, από το Νοέμβριο του έτους 2002 έως και τον Ιούνιο του έτους 2003 στο κατάστη΅α ’νοιξης και από τον Ιούλιο του έτους 2003 έως και τον Αύγουστο του έτους 2004, οπότε αποχώρησε λόγω συνταξιοδότησης, στο κατάστη΅α Πεύκης. Ο εκκαλών απασχολήθηκε κατά τους ΅ήνες Οκτώβριο έως και Μάρτιο εκάστου έτους επί πέντε (εργάσι΅ες) η΅έρες, ανά εβδομάδα, ήτοι από Δευτέρα έως και Παρασκευή, ΅ε ωράριο από ώρα 08.00' έως 20.00', καθώς και τα Σάββατα από ώρα 08.00' έως 16.00', κατά δε τους ΅ήνες Απρίλιο έως και Σεπτέμβριο εκάστου έτους, κατά τις ως άνω η΅έρες, ανά εβδομάδα, ήτοι από Δευτέρα έως και Παρασκευή, ΅ε ωράριο από ώρα 08.00' έως 21.00', και τα Σάββατα από ώρα 08.00' έως 16.00'. Κατά το χρονικό διάστη΅α από 1-1-1999 έως και τον Ιούλιο 2004 (επίδικο) ο εκκαλών απασχολήθηκε από Οκτώβριο έως και Μάρτιο εκάστου έτους κατά τις ως άνω εργάσι΅ες η΅έρες επί 60 ώρες, ανά εβδομάδα, πραγματοποιώντας, έτσι, έως 31-3-2001, από την 41η έως και την 45η ώρα υπερεργασιακή και από την 46η έως και την 48η ώρα ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση. Με τις παραδοχές αυτές απέρριψε, ως αβάσιμο, κατ' ουσίαν, τον νομίμως προβληθέντα ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, περί ακυρότητας της εργασιακής σύμβασης, εκ του ότι ο αναιρεσίβλητος δεν ήταν εφοδιασμένος με βιβλιάριο υγείας, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή, δέχθηκε κατά ένα μέρος αυτήν, κατά τη βάση της από τη σύμβαση και επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 8.615 ευρώ. Κρίνοντας, έτσι, το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν, διότι με την παραδοχή ότι ο αναιρεσίβλητος "λόγω της φύσεως της εργασίας του, εποπτείας, ως προϊσταμένου, δεν ερχόταν σε άμεση επαφή με τα είδη πωλήσεως της επιχειρήσεως της εφεσίβλητης και με το κοινό", δικαιολογείται η μη υποχρέωσή του για την κατοχή βιβλιαρίου υγείας. Επομένως, είναι αβάσιμος ο, περί του αντιθέτου, κατά το πρώτο μέρος του, πρώτος λόγος αναίρεσης. Όμως, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη υποχρέωσής του αυτής. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι 1) προσλήφθηκε από την αναιρεσείουσα, η οποία εκμεταλλεύεται επιχείρηση "σούπερ μάρκετ", προκειμένου να απασχοληθεί ως Β' υπεύθυνος του καταστήματός της, 2) τα καθήκοντά του ήταν εκείνα του προϊσταμένου και 3) όταν υφίστατο ανάγκη έκανε εργασίες υπαλλήλου, όπως η παραλαβή των προϊόντων από τους προμηθευτές, η τοποθέτηση προϊόντων στα ράφια, η μεταφορά προϊόντων με τα αυτοκίνητα της εναγομένης σε πελάτες, (δηλαδή, εμμέσως πλην σαφώς, δέχεται ότι ερχόταν σε επαφή με τα είδη πώλησης και το κοινό), όμως, δίχως ειδικότερη και επαρκή αιτιολογία (αναφερόμενη στην, καθ' υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, απασχόλησή του με τα καθήκοντα του προϊσταμένου ή του υπαλλήλου και τη μη επαφή του με τα είδη πώλησης και τους πελάτες) καταλήγει στην κρίση ότι δεν είχε την υποχρέωση που προαναφέρθηκε. Επομένως, είναι βάσιμοι οι, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, πρώτος, κατά το δεύτερο μέρος του και δεύτερος, λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλεται η σχετική πλημμέλεια. Μετά από αυτά, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης, πρέπει ν' αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013, προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, αφού αυτό μπορεί να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 2231/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ