Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική.
Περίληψη:
Ένσταση πλαστότητος – Το δικαστήριο, διατάσσει αποδείξεις επί της πλαστότητας, μόνο αν η ένσταση προτάθηκε παραδεκτώς, άλλως το έγγραφο θεωρείται γνήσιο και δεν ωρύεται ο λόγος από 11α΄ - Λόγος από τον αριθμό 13 – δεν τίθεται θέμα αναστροφής και παραβιάσεως του αντικειμενικού βάρους αποδείξεως. Δεν θεμελιώνεται ο λόγος από 11γ’ αν το δικαστήριο βεβαιώνει ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα. Παραμόρφωση εγγράφου. Απαράδεκτος ο λόγος από 20, αν αναφέρεται σε εκτίμηση πραγμάτων.
Αριθμός 1756/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Οκτωβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Μ. Π. χήρας Γ., το γένος Π. Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Κώνστα, και 2) Π. Π. του Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Γ. Π. του Ε., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με την πληρεξουσία δικηγόρο του Ελένη Τσουκλείδου, 2) Σ. Π. του Ε. και 3) Α. Π. του Ε., συζ. Α. Κ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την ίδια ως άνω δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/9/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1936/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 951/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26/5/2011 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 12/10/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξουσία των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. α' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει, από δε τις διατάξεις των άρθρων 270 παρ. 1 και 2 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι στη δευτεροβάθμια δίκη, προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ασκούντος ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ισχυρισμού λαμβάνονται υπόψη και συνεκτιμώνται, ως δικαστικά τεκμήρια, και αποδεικτικά μέσα μη πληρούντα τους όρους του νόμου, ακόμα και άκυρα ή ανυπόγραφα για οποιοδήποτε λόγο έγγραφα, όχι όμως πλαστά ή μη γνήσια, διότι δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών μέσων (Ολ.ΑΠ 15/2003). Εξάλλου, κατά το άρθρο 460 του ΚΠολΔ, κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια. Κατά το επόμενο άρθρο 461, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά, όταν η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Τέλος, κατά το άρθρο 463, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Το άρθρο αυτό είναι ενταγμένο στο κεφάλαιο της αποδείξεως και συνιστά, ενόψει και της θέσης του στον ΚΠολΔ, παρά τη γενική του διατύπωση, κανόνα της αποδεικτικής μόνο διαδικασίας. Επομένως, ο περιορισμός που τάσσει δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού. Για το λόγο αυτό η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή υποχρέωση έχει εφαρμογή μόνο, όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ' ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή. Πράγματι ο περιορισμός αυτός τείνει στην αποτροπή της στρεψοδικίας και παρελκύσεως της εκκρεμούς δίκης (Ολ.ΑΠ 23/1999). Έτσι, η διάταξη του άνω άρθρου 463 ΚΠολΔ απαιτεί την ταυτόχρονη με την προβολή του ισχυρισμού για πλαστότητα του εγγράφου προσκομιδή των αποδεικτικών εγγράφων και την αναφορά ονομαστικώς των μαρτύρων και των άλλων αποδεικτικών μέσων, τόσο στην περίπτωση που κατονομάζεται ο πλαστογράφος όσο και στην περίπτωση που αυτός δεν κατονομάζεται, καθόσον η διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 463 του ΚΠολΔ είναι γενική και στο άρθρο 464 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο αν έγγραφο προσβάλλεται ως πλαστό χωρίς να αποδίδεται η πλαστογραφία σε ορισμένο πρόσωπο, το δικαστήριο διατάζει αποδείξεις μόνο αν εκείνος που προσκόμισε το έγγραφο επιμένει να το χρησιμοποιήσει και το έγγραφο είναι κατά την κρίση του δικαστηρίου ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης, δεν προβλέπεται διάφορη ρύθμιση. Σε αντίθεση, δηλαδή, προς την ένσταση πλαστότητας, όπου κατονομάζεται ο πλαστογράφος, η οποία προτείνεται προνομιακώς σε κάθε στάση της δίκης δι' αγωγής, ανακοπής ή ενστάσεως, εάν η πλαστότητα δεν αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, τότε πρέπει να προταθεί μόνον κατά τη συζήτηση, κατά την οποίαν προσκομίζεται το έγγραφο (464 ΚΠολΔ) και όχι σε μεταγενέστερη συζήτηση, εκτός εάν κατονομασθεί πλαστογράφος, οπότε η ένσταση αναλαμβάνει τον προνομιακό της χαρακτήρα.
Συνεπώς, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει, ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσκομίσθηκε το έγγραφο, του οποίου προβάλλεται πλαστότητα του περιεχομένου του, διατάσσει αποδείξεις επί της πλαστότητας, μόνο αν η εν λόγω ένσταση προτάθηκε παραδεκτώς, ήτοι κατά τη συζήτηση κατά την οποία το έγγραφο για πρώτη φορά προσκομίσθηκε, άλλως το έγγραφο θεωρείται γνήσιο και δεν ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αριθ. 11 α' ΚΠολΔ, για λήψη υπόψη μη επιτρεπόμενου από τον νόμο αποδεικτικού εγγράφου.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. α' ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει και δη α) το με αριθμό 64959/21-11-2006 πιστοποιητικό μη δημοσιεύσεως διαθήκης του δικαιοπαρόχου τους Γ. Π., το οποίο προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι αναιρεσίβλητοι τρία έτη μετά την έκδοσή του, και β) το μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αμαρουσίου με αριθμό 13320/1948 Παραχωρητήριο της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, το οποίο αυτοί (αναιρεσείοντες) είχαν προσβάλει ως πλαστό, τόσο με τις προσκομισθείσες και ενώπιον του Εφετείου πρωτόδικες προτάσεις, όσο και με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του Εφετείου. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το Εφετείο απέρριψε ως απαράδεκτο τον ισχυρισμό περί πλαστότητας του αντιγράφου του πιο πάνω παραχωρητηρίου, για την προβολή του οποίου είχε χορηγηθεί ήδη πληρεξουσιότητα στον δικηγόρο τους, διότι ναι μεν ο ισχυρισμός περί πλαστότητας μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, η οποία δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση, επιπροσθέτως δε διότι δεν αναφέρονται ονομαστικά οι μάρτυρες για την απόδειξη της πλαστότητας, ενώ επίσης για να έχει εφαρμογή το άρθρο 464 ΚΠολΔ το προσκομιζόμενο έγγραφο πρέπει να έχει προσβληθεί παραδεκτώς ως πλαστό. Επομένως, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, εφόσον ο περί πλαστότητας ισχυρισμός του ανωτέρω παραχωρητηρίου δεν προβλήθηκε παραδεκτώς, το Εφετείο ορθά έλαβε υπόψη το έγγραφο αυτό, το οποίο είχαν νόμιμα επικαλεστεί και προσκομίσει οι αναιρεσίβλητοι, προκειμένου να θεμελιώσουν την κυριότητα του δικαιοπαρόχου πατέρα τους. Επίσης, το Εφετείο ορθά έλαβε υπόψη το ως άνω με στοιχείο α' έγγραφο, ήτοι το 64959/21-11-2006 πιστοποιητικό μη δημοσιεύσεως διαθήκης, το οποίο δεν ήταν μη επιτρεπόμενο αποδεικτικό μέσο, αφού για να ληφθεί υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο ένα έγγραφο, δεν απαιτείται να έχει χρονική εγγύτητα με τη δικάσιμο κατά την οποία γίνεται η επίκλησή του.
Συνεπώς, ο ερευνώμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επειδή, μετά την κατάργηση με τους ν. 2207/1994 και 2479/1997 της προδικαστικής αποφάσεως και της εισαγωγής της διαδικασίας του άρθρου 270 ΚΠολΔ, σε όλες τις υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας δεν τίθεται θέμα υποκειμενικού βάρους αποδείξεως, με την έννοια του προσδιορισμού από το Δικαστήριο του διαδίκου, στον οποίο πρέπει να επιβάλει με απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού. Αντίθετα το αντικειμενικό βάρος αποδείξεως, με την έννοια προσδιορισμού του διαδίκου, ο οποίος φέρει τον κίνδυνο της δημιουργούμενης στο δικαστήριο αμφιβολίας για την απόδειξη των θεμελιωτικών της αγωγής ή της ενστάσεως πραγματικών περιστατικών, εξακολουθεί να λειτουργεί, στο οποίο εντοπίζεται και περιορίζεται ο αναιρετικός έλεγχος από το άρθρο 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ, κατά τους ορισμούς του οποίου ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 13 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο με το να δεχτεί, ότι ο δικαιοπάροχος των εναγομένων-αναιρεσειόντων Γ. Π. "πέθανε στις 1-5-2006 και άφησε μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς του και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του την πρώτη των εναγομένων, σύζυγό του, και τον δεύτερο των εναγομένων, τέκνο του, οι οποίοι δεν αμφισβήτησαν την εν λόγω ιδιότητά τους ούτε με τις προτάσεις τους κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ούτε με την έφεσή τους, αλλά το πρώτον ισχυρίζονται με τις προτάσεις τους της παρούσας συζήτησης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ότι το επίδικο περιήλθε στην πρώτη των εναγομένων με την από 3-3-2004 ιδιόγραφη διαθήκη του Γ. Π., η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα και κηρύχθηκε κυρία, ο εν λόγω ισχυρισμός τους, όμως, δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο", αφού κατά προηγούμενη παραδοχή του Εφετείου οι αναιρεσείοντες δεν προσκόμισαν το επικαλούμενο από αυτούς πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί δημοσίευσης διαθήκης, επέρριψε στους εναγόμενους-αναιρεσείοντες το βάρος αποδείξεως της ιδιότητας ως δήθεν κληρονόμου του επίδικου ακινήτου του δεύτερου αναιρεσείοντος, αγνοώντας και τη σχετική ένστασή τους ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως του δεύτερου αναιρεσιβλήτου. Ο λόγος όμως αυτός της αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον από την επισκόπηση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το Εφετείο δέχθηκε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατ' αμφοτέρων των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων και αναγνώρισε αυτούς συγκυρίους του επιδίκου κατά ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου τον καθένα από αυτούς, μετά την εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων, που είχαν προσκομισθεί νόμιμα από τους διαδίκους, λαμβάνοντας υπόψη και το νομίμως προσκομισθέν από τους αναιρεσιβλήτους με αριθμό 64959/21-11-2006 πιστοποιητικό μη δημοσιεύσεως διαθήκης του Γ. Π., και δεχόμενο περαιτέρω ότι οι αναιρεσείοντες δεν προσκόμισαν το 1175/16-2-2007 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης, αφού αυτό δεν βρίσκεται στο φάκελο της δικογραφίας, και έτσι δεν τίθεται θέμα αναστροφής και παραβιάσεως του αντικειμενικού βάρους αποδείξεως.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 340 ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 2/2008), επιδρά δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης. Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο, ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος.
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση, ότι δεν έλαβε υπόψη τα αναφερόμενα κατωτέρω αποδεικτικά μέσα, που αυτοί νόμιμα, μεταξύ άλλων, προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν με τις προτάσεις τους κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη του ισχυρισμού τους, ότι μετά από άτυπη διανομή του επιδίκου τόσο ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων Ε. Π. όσο και ο αδελφός του Κ. Π. είχαν παραιτηθεί από κάθε δικαίωμα επί του επιδίκου υπέρ του δικαιοπαρόχου τους Γ. Π., και ότι σε κάθε περίπτωση τα ποσοστά που κληρονόμησαν συνολικά οι αναιρεσίβλητοι επί του επιδίκου δεν ανέρχονται σε 4/16 (1/4), αλλά σε 5/16, ήτοι 1) το έγχρωμο αντίγραφο του αναφερόμενου 13320/1948 Παραχωρητηρίου του Υπουργείου Γεωργίας, 2) την από 22-5-2006 εξώδικη απάντηση του δικηγόρου Κωνσταντίνου Κώνστα πληρεξουσίου δικηγόρου του δικαιοπαρόχου τους, με την οποία συγκοινωποιήθηκε γνήσιο αντίγραφο του ως άνω Παραχωρητηρίου στους αναιρεσιβλήτους και 3) το με αριθμό 1175/16-2-2007 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί δημοσίευσης της από 3-3-2004 ιδιόγραφης διαθήκης του συζύγου της πρώτης και πατέρα του δεύτερου των αναιρεσειόντων. Από την επισκόπηση, όμως, του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα από την περιεχόμενη σε αυτήν μνεία, ότι λήφθηκαν υπόψη "όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται με τις προτάσεις τους και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πλην του επικαλούμενου από τους εκκαλούντες-αναιρεσείοντες ως σχετικού ΙΓ 1175/16-2-2007 πρακτικού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί δημοσίευσης της από 3-3-2004 ιδιόγραφης διαθήκης του συζύγου της πρώτης και πατέρα του δεύτερου, Γ. Π., προς απόδειξη του προβαλλόμενου το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ισχυρισμού τους περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του δεύτερου από αυτούς, το οποίο δεν το προσκομίζουν, καθόσον δεν βρίσκεται στο φάκελο της δικογραφίας", σε συνδυασμό με το υπόλοιπο περιεχόμενο αυτής, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, ότι το Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τα με στοιχεία 1 και 2 ως άνω έγγραφα, χωρίς να είναι απαραίτητο να κάνει χωριστή μνεία αυτών. Επομένως, ο ανωτέρω λόγος ως προς τα δύο αυτά έγγραφα είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, ο λόγος αυτός ως προς το με στοιχείο 3 έγγραφο είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, καθόσον με αυτόν πλήττεται η περί πραγμάτων κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και δη η παραδοχή του Εφετείου, ότι οι αναιρεσείοντες δεν προσκόμισαν το έγγραφο αυτό, καθόσον δεν βρίσκεται στο φάκελο της δικογραφίας. Επειδή, κατά τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση περιεχομένου εγγράφου, όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σε διαγνωστικό λάθος (εσφαλμένη ανάγνωση) και αποδίδει στο αποδεικτικό έγγραφο περιεχόμενο προφανώς διαφορετικό εκείνου που πραγματικά έχει, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα πόρισμα ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όχι, όμως, και όταν το δικαστήριο ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει, έστω και εσφαλμένα, αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, διότι πράγματι στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται για αιτίαση αναφερομένη στην εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Σε κάθε περίπτωση για να θεμελιωθεί ο λόγος αυτός αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, και όχι όταν το έχει απλά συνεκτιμήσει με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αναφορικά με το πόρισμα, στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλουν την αιτίαση, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του επικαλούμενου και προσκομισθέντος από αυτούς από 21-11-2007 επικυρωμένου αντιγράφου του 13320/1948 Παραχωρητηρίου του Υπουργείου Γεωργίας, δεχόμενο ότι από το έγγραφο αυτό δεν προκύπτει αντίθετο ασφαλές συμπέρασμα σε σχέση με τις εν γένει ανωτέρω παραδοχές του Εφετείου, γιατί σ' αυτό δεν αναφέρεται και το όνομα του συναποκατασταθέντος τέκνου της Σ. Π., Κ. Π., το οποίο αναφέρεται στο μεταγραφέν στο Υποθηκοφυλακείο ακριβές αντίγραφο του ιδίου Παραχωρητηρίου, και, έτσι, κατέληξε στο εσφαλμένο πόρισμα, ότι το μείζον ακίνητο, τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο, περιήλθε ως αγροτικός κλήρος στην κυριότητα της Σ. χήρας Γ. Π., και των συναποκατασταθέντων κατ' ισομοιρίαν τέκνων της Π., Ε. (πατέρα των αναιρεσιβλήτων), Κ. και Γ. (δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων), κατά ποσοστό 1/5 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, ήτοι και του τέκνου της Κ., ο οποίος δεν ήταν και αυτός συναποκατασταθείς. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν δεν αποδίδεται στην πραγματικότητα διαγνωστικό λάθος ως προς το περιεχόμενο του παραπάνω εγγράφου, το οποίο το δικαστήριο της ουσίας, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του, ορθά ανέγνωσε, αλλά σφάλμα ως προς την αποδεικτική αξιολόγηση και δη την εκτίμηση του περιεχομένου του σε συσχετισμό με άλλα αποδεικτικά μέσα, και την συναγωγή αποδεικτικού πορίσματος διαφορετικού εκείνου που οι αναιρεσείουσες θεωρούν ορθό, η αιτίαση δηλαδή αυτή αναφέρεται στην μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο εκτίμηση πραγμάτων. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26-5-2011 αίτηση των 1) Μ. χήρας Γ. Π. και 2) Π. Π. για αναίρεση της 951/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Δεκεμβρίου 2012.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ