Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, Αποδεικτικών μέσων δύναμη.
Περίληψη:
Παράγωγος τρόπος κυριότητας ακινήτου: πρέπει ο μεταβιβάσας να είναι κύριος. Απορρίπτει λόγο από 559 αρ. 1. Απορρίπτονται λόγοι αναίρεσης από 559 αρ. 20 και 12.
Αριθμός 500/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 9 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Μ. Σ. Κ. του Α. και 2)Ε. Κ. του Α. , κατοίκων ... , οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ηλία Φουφόπουλο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ανωνύμου τραπεζικής εταιρείας με επωνυμία "Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε." και έδρα την …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, 2)Ε. Μ. του Ι. , κατοίκου ... , 3)Ε. Μ. του Ι. , κατοίκου ... , και 4)Ν.-Μ. Μ., χήρας Ι. , κατοίκου ... , ως καθολικών διαδόχων του θανόντος Ι. Μ. . Η 1η εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Βασιλική Κουρούσια και οι 2η, 3ος και 4ης εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Μπαρδάκο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/4/2005 αγωγή της 1ης ήδη αναιρεσίβλητης και την από 24/5/2005 αγωγή του αρχικού διαδίκου-αποβιώσαντος Ι. Μ. , που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4158/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 418/2010 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15/11/2010 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 18/12/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 1192, 1194 και 1198 ΑΚ, για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάσθηκε (ΑΠ 657/2012). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή, όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας, που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση, που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχτηκε, ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Δυνάμει της νόμιμα μεταγεγραμμένης …/1996 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη περιήλθε στην ενάγουσα και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη Τράπεζα το 1/2 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας του ακόλουθου οικοπέδου, τμήμα του οποίου, επιφάνειας 214 τ.μ., αποτελεί το διαφιλονικούμενο ακίνητο, κατόπιν διενέργειας αναγκαστικού πλειστηριασμού σε βάρος των (αληθών) συγκυρίων του Ε. Μ. , Π. Μ. και Ι. Μ. . Το εν λόγω, με κτηματολογικό αριθμό (ΚΑΕΚ) 05 0680408005,οικόπεδο, προερχόμενο από συνένωση δυο (συνεχόμενων) οικοπέδων, βρίσκεται στη θέση …, ήδη … ή … της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου …, πρώην Δήμου …, εντός του σχεδίου της πόλης …, στην οδό … αριθ…, έχει επιφάνεια κατά τον τίτλο κτήσης 557,58 τμ και κατά νεότερη καταμέτρηση 511,30 τμ, εμφαίνεται στο προσαρτημένο στο παρακάτω υπ' αριθ…/1954 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς Ιωάννη Βαρίνου από Μαΐου 1954 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Γ. Μ. , ως και υπό τα στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΑ στο ενσωματωμένο στα αγωγικά δικόγραφα από Ιανουαρίου 2001 τοπογραφικό διάγραμμα της τοπογράφου μηχανικού Χ. Π. , έχει δε όρια ανατολικώς επί πλευράς ΑΒ μήκους 31,22 μ. με την οδό …, δυτικώς επί τεθλασμένης πλευράς ΖΕΔΓ μήκους 32,66 μ. με πρώην κτήματα Α. Μ. και ήδη ιδιοκτησίες Π. Κ., Χ. Σ. -Γ. Φ. -Δ. Μ., Ι. Γ. - Α. Χ., Ε. Σ. και αγνώστου, αρκτικώς επί πλευράς ΖΑ μήκους 15,80 μ. με πρώην κτήμα Α. Τ. , ήδη ιδιοκτησία Α. Μ. και μεσημβρινώς (νοτίως) επί πλευράς ΓΒ μήκους 17,29 μ. με πρώην κτήμα Ι. Κ. , ήδη οικοδομή των εναγομένων. Στην πρόσοψη του οικοπέδου αυτού υπάρχει μανδρότοιχος εν μέρει πέτρινος και εν μέρει με τσιμεντόλιθους, εντός του δε υπάρχουν δυο ερειπωμένα παλαιά ισόγεια κτίσματα (το ένα εφαπτόμενο στο βόρειο όριό του), ως και δυο κατεστραμμένες εγκαταστάσεις θερμοκηπίου, από τις οποίες απομένουν τα περιγράμματα των βάσεών τους. Στους αμέσους ως άνω δικαιοπαρόχους της πρώτης αναιρεσίβλητης Τράπεζας το ιδανικό εξ αδιαιρέτου μερίδιό τους επί του οικοπέδου αυτού είχε κατ' ισομοιρία περιέλθει από κληρονομιά του κατά το έτος 1993 αποβιώσαντος πατέρα τους Κ. Μ. (υπ' αριθ…, … και …1993 δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς επ' ωφελεία απογραφής στο γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, που έχουν νόμιμα μεταγραφεί). Στον τελευταίο αυτόν (Κ. Μ. ), ως και στον αδελφό του, έτερο ενάγοντα και αρχικό δεύτερο των εφεσίβλητων, Ι. Μ. , μετά τον θάνατο του οποίου υπεισήλθαν στη δικονομική του θέση οι δεύτερη, τρίτος και τέταρτη των ήδη αναιρεσιβλήτων, είχε περιέλθει το όλο οικόπεδο (προερχόμενο από συνένωση δυο συνεχόμενων οικοπέδων), κατά συγκυριότητα και κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, από αγορά από τον Ι. Π. το έτος 1954, δυνάμει του νόμιμα μεταγραμμένου υπ' αριθ…/1954 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς Ιωάννη Βαρίνου. Εξάλλου, στον Ι. Π. τα δυο αυτά συνενωθέντα οικόπεδα είχαν περιέλθει κατά τα έτη 1930 και 1931, δυνάμει των νόμιμα μεταγραμμένων συμβολαίων …/1930 και …/1931 του συμβολαιογράφου Πειραιώς Ευσταθίου Γρίσπου, από αγορά από τον Α. Μ. , σ' αυτόν δε είχαν περιέλθει από τον Α. Μ. , δυνάμει του νόμιμα μεταγραμμένου υπ' αριθ…/1929 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς Αγγέλου Στάμου. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο ενάγων Ι. Μ. , ομού μετά του αδελφού του (και απώτερου δικαιοπάροχου της πρώτης αναιρεσίβλητης Τράπεζας) Κ. Μ. , από το έτος 1954, όταν απέκτησαν παραγώγως από τον Ι. Π. τη συγκατοχή και συννομή ολόκληρου του ως άνω ενιαίου ακινήτου των 511,30 τμ, και εφεξής συννεμήθηκαν τούτο, συνεχώς και αδιαλείπτως (ο Κ. Μ. μέχρις το θάνατο του το έτος 1993), καλοπίστως, με διάνοια συγκυρίων, ασκώντας τις προσιδιάζουσες στον εκάστοτε χαρακτήρα και προορισμό του εμφανείς πράξεις νομής και διακατοχής και έχοντας τη δυνατότητα άσκησης φυσικής επ' αυτού εξουσίας διαρκώς. Ειδικότερα, πέραν της συνεχούς εποπτείας και επιτηρήσεως του, μετέτρεψαν σταδιακώς τη χρήση των επ' αυτού υφιστάμενων πλινθόκτιστων χώρων διαμετακομίσεως ζώων σε δωμάτια και προέβησαν στην εκμίσθωσή τους σε τρίτους (Μ. Κ. θυγ. Α. Ψ., Π. Τ., Α. χήρα Α. Ψ., Δ. Κ. και Χ. Α. Ψ. ), συνταχθέντων των από 1.5.1961, 1.9.1961, 23.1.1963 και 15.10.1969 ιδιωτικών μισθωτηρίων εγγράφων. Εξάλλου, συμπεριέλαβαν το εν λόγω ακίνητο στις αναλυτικές καταστάσεις ακίνητης περιουσίας των ετών 1976-1980, και στη συνέχεια κατά το χρονικό διάστημα 1982-1986 στις δηλώσεις ΦΑΠ, κατά δε το έτος 1988 τοποθέτησαν με δαπάνες τους αποχετευτικό αγωγό. Τη συνιδιοκτησία τους αυτή διαφύλαξαν και προστάτευσαν από τις από μέρους τρίτων προσώπων αμφισβητήσεις και προσβολές, ανοίγοντας και δικαστικούς αγώνες, μεταξύ των οποίων και εκείνο επί της από 4.4.1989 διεκδικητικής αγωγής τους κατά των Ε. χήρας Χ. Ψ. και Σ. Ψ. του Χ. , επί της οποίας εκδόθηκαν οι υπ' αριθ. 1517/1996 και 787/1997 οριστικές αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και Εφετείου Πειραιώς, αντιστοίχως, που τη δέχθηκαν ως ουσιαστικώς βάσιμη. Περαιτέρω μετά τον κατά το έτος 1993 θάνατο του Κ. Μ. οι ως άνω καθολικοί διάδοχοι του και άμεσοι δικαιοπάροχοι της πρώτης αναιρεσίβλητης Τράπεζας (Ι. Μ. του Κ. , Ε. Μ. του Κ. και Π. Μ. του Κ. ) επιλήφθηκαν της συννομής του όλου αυτού οικοπέδου και συνέχισαν έκτοτε και μέχρι το έτος 1996, μαζί με τον ενάγοντα συννομέα θείο τους Ι. Μ. του Ε. , την τακτική διοίκηση και διαχείριση του, ασκώντας όλες τις υλικές πράξεις νομής, που προσιδιάζουν σε αστικό (ακάλυπτο) ακίνητο, όπως εποπτεία και καθαρισμό του, πληρωμή των φόρων και λοιπών βαρών του, συντήρηση της υφιστάμενης περίφραξής του (μανδρότοιχου), ώστε και να είναι σταθερώς πρόσφορο προς αξιοποίηση και εκμετάλλευση. Ωσαύτως από της κατά το έτος 1996 περιελεύσεως της συννομής του υπόψη ενιαίου οικοπέδου στην ενάγουσα-πρώτη αναιρεσίβλητη Τράπεζα, αυτή το συννεμήθηκε, ομού με τον έτερο ενάγοντα συννομέα Ι. Μ. , με τα ίδια των δικαιοπαρόχων της προσόντα. Ειδικότερα, οι συννομείς αυτοί άσκησαν, αδιακόπως και αδιαταράκτως, με διάνοια συγκυρίων, και τουλάχιστον μέχρι το έτος 2000, τις αυτές αμέσως ως άνω διακατοχικές πράξεις, ειδικώς δε η Τράπεζα προέβη και σε διακήρυξη πλειοδοτικών διαγωνισμών για την πώληση του ιδανικού μεριδίου της, χωρίς ποτέ μέχρι το έτος 2000 να απωλέσουν, με οποιοδήποτε τρόπο, τη με διάνοια συγκυρίων συννομή του ενιαίου αυτού οικοπέδου των 511,30 τμ. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι δυνάμει του νόμιμα μεταγραμμένου υπ' αριθ…/1992 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Λιώνη-Κουρτίδου ο Ι. Κ. πώλησε κατά κυριότητα στους αμέσους δικαιοπαρόχους και γονείς των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων Α. Κ. και Ε. Κ. , κατ' ισομοιρία εξ αδιαιρέτου, το οικόπεδό του με την επ' αυτού υπό κατεδάφιση παλαιά ισόγεια οικία επί της οδού …στο …, όμορο προς τη βορεινή πλευρά του, και κατά τα κατωτέρω αποδειχθέντα, με το ως άνω ενιαίο οικόπεδο των αναιρεσειόντων. Κατά τον εν λόγω τίτλο το μεταβιβασθέν αυτό οικόπεδο έχει συνολική επιφάνεια 194,52 τμ και εμφαίνεται στο σ' αυτόν (τίτλο) συνημμένο από Ιουνίου 1992 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα-μηχανικού Α. Σ. με τα στοιχεία ΑΒΓΔΕΑ, με όρια βορείως επί πλευράς ΒΓ (17,50 μ.) με ιδιοκτησία αγνώστου, νότια επί πλευράς ΑΕ ( 17,05 μ.) με διώροφη οικοδομή Γ. Β. , ανατολικά επί προσώπου ΑΒ 11,20 μ. με την οδό …και δυτικά επί πλευράς ΓΔΕ 11,25μ. με ιδιοκτησία πρώην Ι. Τ. και ήδη αγνώστου. Περαιτέρω, τούτο (οικόπεδο) φέρεται στον ίδιο τίτλο ως άρτιο και οικοδομήσιμο, περιγράφεται δε ως αυτοτελής και μόνη ιδιοκτησία του ως άνω πωλητή (Ι. Κ. ) στη συγκεκριμένη εδαφική περιοχή (04/08 οικοδομικό τετράγωνο), και τούτο αφού καμιά άμεση ή έμμεση αναφορά δεν γίνεται στον τίτλο αυτό, ότι ο ως άνω πωλητής ήταν κύριος στον παραπάνω χρόνο (1992) μεγαλύτερης (διαθέσιμης) οικοπεδικής έκτασης, τμήμα της οποίας αποτελούσε το μεταβιβασθέν οικόπεδο των 194,52 τμ. Εξάλλου σύμφωνη με το περιγραφόμενο (στον ίδιο τίτλο) πραγματικό αυτό καθεστώς του μεταβιβασθέντος οικοπέδου, ότι δηλαδή επρόκειτο για τη μία και μόνη ιδιοκτησία του πωλητή εκτάσεως 194,52 τμ, είναι και η προαναφερθείσα οριοθέτησή του στο ως άνω επισυναπτόμενο στον τίτλο διάγραμμα, κατά την οποία τούτο, (μεταβιβασθέν στους αμέσους δικαιοπαρόχους των εναγόντων οικόπεδο), όχι μόνο δεν φέρεται να έχει σύνορα προς οποιαδήποτε πλευρά με (τυχόν) υπόλοιπη ιδιοκτησία του πωλητή, αλλά αντιθέτως η προς βορράν πλευρά του, που αποτελεί και το κρίσιμο εν προκειμένω όριο, φέρεται ότι εφάπτεται με ιδιοκτησία αγνώστου. Κατά το έτος 1993 οι ως άνω δικαιοδόχοι του Ι. Κ. και τότε συνιδιοκτήτες Α. Κ. και Ε. Κ. , υπήγαγαν το εν λόγω οικόπεδό τους των 194,52 τμ., αφού προηγουμένως κατεδάφισαν την εντός αυτού παλαιά οικία, ως και την επ' αυτού μέλλουσα τότε να ανεγερθεί πολυώροφη οικοδομή, στο καθεστώς της οριζόντιας ιδιοκτησίας, με τη νόμιμα μεταγραμμένη υπ' αριθ…/1993 συστατική πράξη της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, με τα δε υπ' αριθ…/1993 και …/1993 νόμιμα μεταγραμμένα συμβόλαια της ίδιας επίσης συμβολαιογράφου μεταβίβασαν, λόγω γονικής παροχής, το σύνολο των συσταθεισών (υπό ανέγερση) οριζοντίων αυτών ιδιοκτησιών στα ήδη αναιρεσείοντα τέκνα τους Ε. Κ. και Μ.-Σ. Κ. . Σημειώνεται ότι και σ' όλους αυτούς τους επί μέρους τίτλους το οικόπεδο τούτο περιγράφεται και οριοθετείται ακριβώς όπως και στον ως άνω κτητικό υπ' αριθ…/1992 τίτλο. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι στο οικόπεδο αυτό των 194,52 τμ ανεγέρθηκε, μετά την ως άνω μεταβίβασή του στους εναγομένους και ήδη αναιρεσείοντες, πολυώροφη, με δαπάνες τους, οικοδομή, η οποία και αποπερατώθηκε κατά το έτος 1998. Η πενταόροφη αυτή οικοδομή εφάπτεται κατά το βόρειο όριό της με την ιδιοκτησία των αναιρεσιβλήτων, στο ίδιο δε όριο είχε κατασκευασθεί μετά το 1992 από τους αμέσους δικαιοπαρόχους των αναιρεσειόντων και εφαπτόμενη της ρυμοτομικής γραμμής διαχωριστική μάνδρα. Κατά το έτος αυτό (1998) διαπιστώθηκε ότι το εν λόγω οικόπεδο, με τη συγκεκριμένη επιφάνεια των 194,52 τμ, ήταν, ως προερχόμενο από παράνομη κατάτμηση, μη άρτιο κατά την πολεοδομική νομοθεσία, προς θεραπεία δε της κατάστασης αυτής και προς νόμιμη -πολεοδομική εγκυροποίηση του όλου μετά της ανεγερθείσας οικοδομής ακινήτου, οι συμβληθέντες στον υπ' αριθ. 13.716/1992 κτητικό τίτλο, ήτοι αφενός ο Ι. Κ. και αφετέρου οι άμεσοι δικαιοπάροχοι των αναιρεσειόντων Α. Κ. και Ε. Κ. , επέλεξαν να προχωρήσουν σε "διόρθωσή" του, με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ' αριθ…/1998 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτη Γκέγκιου. Με το διορθωτικό αυτό συμβόλαιο ο πωλητής Ι. Κ. , αφού φέρεται να είναι κύριος παλαιόθεν και μέχρι το έτος 1992 συνολικής οικοπεδικής έκτασης 405,30 τμ, από την οποία και αρχικώς μεταβίβασε στους ως άνω αγοραστές, με το αρχικό υπ' αριθ. 13.716/1992 "διορθούμενο" συμβόλαιο, τμήμα μόνο αυτής 194,52 τμ, τους μεταβιβάζει το λοιπό (φερόμενο ως υπάρχον) τάχα ιδιόκτητο τμήμα του των 210,78 τμ, ώστε αυτοί (αγοραστές) να καταστούν συγκύριοι δήθεν του όλου (άρτιου πλέον) οικοπέδου του των 405,30 τμ. Εξάλλου, μετά τούτο και οι τελευταίοι αυτοί αγοραστές προχώρησαν σε ανάλογη διόρθωση, το μεν της συστατικής πράξης, το δε των συμβολαίων γονικών προς τους αναιρεσείοντες παροχών (υπ' αριθ…/1998, …/1999 και …/1999 νόμιμα μεταγραμμένα διορθωτικά-επαναληπτικά συμβόλαια του συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτη Γκέγκιου). Από κανένα όμως αποδεικτικό μέσο, πλην των όσων αορίστως κατέθεσε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η μάρτυρας των αναιρεσειόντων μητέρα τους Ε. Κ., δεν αποδείχθηκε ότι ο Ι. Κ. είχε αποκτήσει νομίμως και διέθετε ως κύριος κατά το έτος 1992 στο ως άνω Ο.Τ. συνολική οικοπεδική έκταση 405,30 τμ και ότι συνακόλουθα με το ως άνω …1992 συμβόλαιο μεταβίβασε στους αμέσους δικαιοπαρόχους των αναιρεσειόντων μέρος του 194,52 τμ, παρακρατώντας το κείμενο προς βορρά (δήθεν) υπόλοιπο τμήμα του έκτασης 210,78 τμ. Ενισχυτικό της κρίσης αυτής είναι το γεγονός ότι, όπως προελέχθη, ως προς βορράν όριο του πωληθέντος οικοπέδου των 194,52 τμ αναφέρεται στον οικείο τίτλο (…/1992 συμβόλαιο) όχι λοιπή ιδιοκτησία του πωλητή (Ι. Κ. ),αλλά ιδιοκτησία αγνώστου, δεν ανατρέπεται δε το πόρισμα τούτο του Δικαστηρίου από μόνο το στοιχείο ότι ο Ι. Κ. είχε αποκτήσει με το υπ' αριθ…/1950 νόμιμα μεταγραμμένο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς Αθανασίου Φούφα στην ίδια θέση γήπεδο έκτασης 409,50 τμ με αγορά από τον Γ. Μ. , καθόσον προεχόντως εξ αυτού δεν συνεπάγεται άνευ άλλου τινός ότι το πωληθέν είχε πράγματι την δηλωμένη αυτή επιφάνεια, η οποία επίσης και αναγράφεται και στον υπ' αριθ…/1944 συμβολαιογραφικό τίτλο κτήσης του Γ. Μ. , σε συνδυασμό με την υπ' αριθ…./1950 πράξη αναγνώρισης κατοχικής αγοραπωλησίας, ως και στον υπ' αριθ…./1929 κτητικό συμβολαιογραφικό τίτλο του δικαιοπαρόχου του (Γ. Μ. ) Α. Μ. . Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι κατά τη σύναψη του υπ' αριθμό… /1992 συμβολαίου ο Ι. Κ. ήταν κύριος οικοπεδικής έκτασης επιφάνειας 194,52 τμ και μόνο, η οποία και προσδιορίστηκε κατόπιν και της εφαρμογής των τίτλων των όμορων ιδιοκτητών προς ανέγερση των οικείων οικοδομών τους, με την πώληση δε της έκτασής του αυτής στους δικαιοπαρόχους των αναιρεσειόντων εξαντλήθηκε στο σύνολό της η υπάρχουσα ιδιοκτησία του και δεν απέμεινε υπόλοιπο προς διάθεση. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την φωτοερμηνεία των από 24.9.1965 αεροφωτογραφιών του αρχείου του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, σύμφωνα με την από Μαρτίου 2006 τεχνική έκθεση του τοπογράφου-μηχανικού Ε. Β. , προσκομιζόμενη από τον αρχικό ενάγοντα Ι. Μ. , στο τότε ακίνητο Ι. Κ. απεικονίζεται η μετέπειτα κατεδαφισθείσα οικία του, καθώς και η μάνδρα που βρισκόταν σε ολόκληρο το βόρειο όριο, εφαπτόμενη μάλιστα της οικίας, και εν μέρει στο ανατολικό όριο της ιδιοκτησίας του, εμφαίνεται δε νότια της οικίας αυλή-κήπος μέχρι το νότιο υλοποιημένο όριο. Αντιθέτως το προς βορρά ακαλλιέργητο και αδιαμόρφωτο έδαφος (κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων ήταν το μη πωληθέν αρχικώς στους γονείς τους τμήμα του οικοπέδου …), εμφανίζεται να αποτελεί τη φυσική συνέχεια της ιδιοκτησίας …, χωρίς να υπάρχουν σ' αυτό το εδαφικό τμήμα υλοποιημένα όρια. Τα περί του αντιθέτου κατατεθέντα από την ως άνω μάρτυρα των αναιρεσειόντων, ήτοι ότι στο βόρειο όριο της όλης (μείζονος) ιδιοκτησίας …, δηλαδή συμπεριλαμβανόμενου, κατά τις απόψεις της, και του μη αρχικώς πωληθέντος προς βορράν τμήματός της των 210,78 τμ, υπήρχε διαχωριστική (με την ιδιοκτησία …) μάντρα από πέτρες και κόκκινη λάσπη (θέση-πλευρά με στοιχεία α-δ του συνημμένου στις αγωγές σχεδιαγράμματος), δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, λαμβανομένου υπόψη ότι και τα υπολείμματα τσιμεντόλιθων, που εμφανίζονται στις εκατέρωθεν επικαλούμενες και προσκομιζόμενες φωτογραφίες εντός της ιδιοκτησίας των εναγόντων, προέρχονται από τις βάσεις των κατεστραμμένων θερμοκηπίων, τα οποία ήταν από το έτος 1985 εγκατεστημένα εκεί, εκτεινόμενα εν μέρει και στο ήδη διαφιλονικούμενο τμήμα, από την ως άνω Ε. χήρα Χ. Ψ. και το γιό της Σ. Ψ. , που εξακολούθησαν, κατ' ανοχή του αρχικού ενάγοντα Ι. Μ. και του επίσης τότε συνιδιοκτήτη Κ. Μ. , να διαμένουν στα υφιστάμενα κτίσματα και μετά τον επισυμβάντα το έτος 1978 θάνατο του μισθωτή Χ. Ψ. , συζύγου και πατέρα τους, αντίστοιχα. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι, είτε ο Ι. Κ. , είτε και αυτοί οι διάδοχοί του και άμεσοι δικαιοπάροχοι των αναιρεσειόντων (Α. Κ. και Ε. Κ. ), επιλήφθηκαν ποτέ της νομής και νεμήθηκαν με διάνοια κυρίου οικοπεδική έκταση κείμενη βόρεια του οικοπέδου τους των 194,52 τμ. Ειδικώς ως προς τους τελευταίους αυτούς (Α. Κ. και Ε. Κ. ) η ανεγερθείσα, κατά τα προαναφερθέντα μετά το έτος 1992, διαχωριστική μάντρα παρακώλυε την πρόσβαση στο προς βορρά όμορο οικόπεδο των εναγόντων, γεγονός που καταδεικνύει εναργώς ότι ουδέποτε αυτοί άσκησαν φυσική εξουσία επί του διαφιλονικούμενου τμήματος του, δηλαδή δεν είχε τεθεί τούτο στη διάθεσή τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να ενεργούν ακωλύτως και κατά βούληση και μάλιστα με τη συναίνεση του αμέσου δικαιοπαρόχου τους Ι. Κ. , όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες, προβάλοντας ειδικότερα ότι ο Ι. Κ. είχε υποσχεθεί στους δικαιοπαρόχους γονείς τους την μεταβίβαση και αυτού του τμήματος. Το πρώτον οι αναιρεσείοντες εκδήλωσαν βούληση καταπάτησης τμήματος του όμορου οικοπέδου των αναιρεσιβλήτων, επιφάνειας 214 τμ (εμφαινόμενου με τα στοιχεία αΒΓδα στο συνημμένο στις αγωγές τοπογραφικό διάγραμμα), και ενσωμάτωσης αυτού στο οικόπεδό τους των 194,52 τμ κατά τον Νοέμβριο 2000, όταν προέβησαν αυθαίρετα στην κατάληψή του, γκρεμίζοντας ο πρώτος των αναιρεσειόντων, με τη συναίνεση της δεύτερης τούτων, μέρος της εξωτερικής μάντρας του οικοπέδου και εκτελώντας χωματουργικές εργασίες ομαλοποίησης της κατηφορικής κλίσης του. Και ενώ σε εκτέλεση της υπ' αριθ. 152/2001 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου Πειραιά ο πρώτος εναγόμενος και ήδη πρώτος αναιρεσείων αποβλήθηκε βιαίως από τη νομή του καταληφθέντος τμήματος, αναγνωρισθείσας προσωρινώς της επ' αυτού συννομής των αναιρεσιβλήτων, οι εναγόμενοι-αναιρεσείοντες προέβησαν σε νέα κατάληψή του". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε, ότι η ενάγουσα Τράπεζα και ήδη πρώτη των αναιρεσιβλήτων καθώς και ο αρχικός ενάγων Ι. Μ. , μετά τον θάνατο του οποίου υπεισήλθαν στη δικονομική του θέση ως μοναδικοί κληρονόμοι οι ήδη δεύτερη, τρίτος και τέταρτη των αναιρεσιβλήτων, έχουν καταστεί συγκύριοι του επίδικου τμήματος ακινήτου τόσο με παράγωγο τρόπο, αφού απέκτησαν από αληθείς κυρίους, στηρίζοντας το δικαίωμά τους σε αδιάκοπη σειρά νόμιμων τίτλων, οι οποίοι τίτλοι εξικνούντο μέχρι των απώτατων δικαιοπαρόχων τους ιδιοκτητών Ι. Π. και Α. Μ. , όσο και με πρωτότυπο τρόπο με τα προσόντα της τακτικής, αλλά και της έκτακτης χρησικτησίας, με τη νόμιμη προσμέτρηση και του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων τους, και ότι αντίθετα οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες ούτε παραγώγως κατέστησαν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου, αφού ο απώτερος δικαιοπάροχός τους Ι. Κ. , μη όντας αληθής κύριος δεν μπορούσε να προσπορίσει κυριότητα στους διαδόχους του και αμέσους δικαιοπαρόχους τους, ούτε και με πρωτότυπο τρόπο (τακτική ή και έκτακτη χρησικτησία). Ακολούθως, το Εφετείο, αφού απέρριψε την ένσταση ιδίας κυριότητας των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων, δέχθηκε ως και κατ' ουσίαν βάσιμες τις ένδικες αναγνωριστικές περί κυριότητας ακινήτου αγωγές των αναιρεσιβλήτων, επικυρώνοντας, έτσι, την πρωτόδικη απόφαση, που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 1033 ΑΚ με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τους, αφού δέχθηκε, ότι οι αναιρεσίβλητοι έγιναν συγκύριοι του επίδικου οικοπεδικού τμήματος και με παράγωγο τρόπο, αφού απέκτησαν από αληθείς κυρίους, στηρίζοντας το δικαίωμά τους σε αδιάκοπη σειρά νόμιμων τίτλων, και ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες κατέστησαν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο, αφού ο απώτερος δικαιοπάροχός τους Ι. Κ. , μη όντας αληθής κύριος δεν μπορούσε να προσπορίσει κυριότητα στους διαδόχους του και αμέσους δικαιοπαρόχους τους, που ήταν γονείς τους. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Επειδή, κατά τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση περιεχομένου εγγράφου, όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σε διαγνωστικό λάθος (εσφαλμένη ανάγνωση) και αποδίδει στο αποδεικτικό έγγραφο περιεχόμενο προφανώς διαφορετικό εκείνου που πραγματικά έχει, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα πόρισμα ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όχι, όμως, και όταν το δικαστήριο ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει, έστω και εσφαλμένα αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, διότι πράγματι στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται για αιτίαση αναφερομένη στην εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Σε κάθε περίπτωση για να θεμελιωθεί ο λόγος αυτός αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, και όχι όταν το έχει απλά συνεκτιμήσει με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αναφορικά με το πόρισμα, στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως οι αναιρεσείονες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των υπ' αριθ…/4-8-1992, …/19-10-1993, …/19-10-1993 και …/19-10-1993 συμβόλαια αγοράς ακινήτου, πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικών παροχών, αντίστοιχα, της συμβολαιογράφου Πειραιά Ελένης Λιωνή-Κουρτίδου, διότι ενώ από τα συμβόλαια αυτά "προκύπτει ότι ο απώτερος δικαιοπάροχός τους και προηγούμενος ιδιοκτήτης του οικοπέδου τους Ι. Κ. είχε αποκτήσει το ως άνω ακίνητό τους κατά μεν το οικόπεδο σε μεγαλύτερη έκταση από αγορά από τον Γ. Ι. Μ., με το υπ' αριθ…/26-11-1950 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά Αθανασίου Φούφα....", το Εφετείο δέχτηκε ότι "το οικόπεδο τούτο φέρεται στον ίδιο τίτλο (…/1992) ως άρτιο και οικοδομήσιμο, περιγράφεται δε ως αυτοτελής και μόνη ιδιοκτησία του πωλητή Ι. Κ. στη συγκεκριμένη εδαφική περιοχή (04/08 οικοδομικό τετράγωνο) και τούτο, αφού καμία άμεση ή έμμεση αναφορά δεν γίνεται στον τίτλο αυτό, ότι ο ως άνω πωλητής ήταν κύριος το 1992 μεγαλύτερης διαθέσιμης οικοπεδικής έκτασης, τμήμα της οποίας αποτελούσε το μεταβιβασθέν οικόπεδο των 194,52 τ.μ......". Ο ως άνω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι με αυτό δεν αποδίδεται στην πραγματικότητα διαγνωστικό λάθος ως προς το περιεχόμενο του παραπάνω εγγράφου, αλλά σφάλμα ως προς την αποδεικτική αξιολόγηση και δη την εκτίμηση του περιεχομένου του σε συσχετισμό με άλλα αποδεικτικά μέσα, και την συναγωγή αποδεικτικού πορίσματος διαφορετικού εκείνου που οι αναιρεσείοντες θεωρούν ορθό, η αιτίαση δηλαδή αυτή αναφέρεται στην μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο εκτίμηση πραγμάτων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται από την παραβίαση των ορισμών του νόμου αναφορικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που, δεσμευτικά για το δικαστήριο, καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και στην περίπτωση, κατά την οποία το δικαστήριο, συνεκτιμώντας ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ, τα αποδεικτικά μέσα που κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη, αποδίδει μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε ένα από αυτά (ΑΠ 1152/2008, ΑΠ 30/2005). Εξάλλου, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο αυτό ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Κατά δε το άρθρο 440 ΚΠολΔ τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 438 αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτό, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται, ότι έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο, όπως τέτοιος είναι και ο συμβολαιογράφος, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους, τόσον ως προς όσα βεβαιώνονται στα έγγραφα αυτά, ότι έγιναν από πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, όσον και ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτό, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, και ότι στην πρώτη περίπτωση δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη, εκτός αν το έγγραφο προσβληθεί ως πλαστό, στη δεύτερη δε περίπτωση χωρεί ανταπόδειξη χωρίς τις διατυπώσεις αυτές (ΑΠ 1152/2008, ΑΠ 259/2007). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δεν απέδωσε την αποδεικτική δύναμη των δημοσίων εγγράφων στα …/1950, …/1944, …/1950 και …/1929 συμβόλαια, που νόμιμα είχαν προσκομίσει προς απόδειξη της ένστασής του περί ιδίας κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου, για το λόγο ότι δυνάμει των συμβολαίων αυτών μεταβιβάστηκε το οικόπεδο του δικαιοπαρόχου τους εμβαδού 405,30 τ.μ. από τους απώτερους δικαιοπαρόχους του προς αυτόν, αλλά αντίθετα δέχτηκε ότι "δεν αποδείχθηκε ότι ο Ι. Κ. είχε αποκτήσει νομίμως και διέθετε ως κύριος κατά το έτος 1992 συνολική οικοπεδική έκταση 405,30 τ.μ. και ότι συνακόλουθα με το …/1992 συμβόλαιο μεταβίβασε στους άμεσους δικαιοπαρόχους των αναιρεσειόντων μέρος του 194,52 τ.μ.. παρακρατώντας το κείμενο προς βορρά υπόλοιπο τμήμα του έκτασης 210,78 τ.μ.". Ο εξεταζόμενος λόγος είναι αβάσιμος, καθόσον τα ανωτέρω συμβόλαια αποτελούν μεν δημόσια έγγραφα γενικώς, συνιστούν όμως πλήρη απόδειξη μόνον ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτά ότι έγιναν από την συντάξαντα αυτά συμβολαιογράφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, καθώς και ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτά την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει η συμβολαιογράφος, όχι δε όταν εκτιμώνται ελεύθερα ως δικαστικά τεκμήρια ως προς την έκταση, το εμβαδόν και τα όρια του ακινήτου που αναγράφονται σ' αυτά, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-11-2010 αίτηση των Μ. Σ. Κ. κ.λ.π. για αναίρεση της 418/2010 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιά.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ