Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 345 / 2014    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Αποζημίωση μισθωτού.




Περίληψη:
Το Δικαστήριο δεν παραβίασε τις διατάξεις των αρθρ. 8 παρ. 1α του Ν. 3198/1955 και 202 και 669 του ΑΚ. Η έλλειψη ανάλογης πρόβλεψης, υπό τη μορφή διαλυτικής αίρεσης, στον Κανονισμό της αναιρεσείουσας, ως προς τη δυνατότητα πρόωρης λύσης της σύμβασης του μισθωτού και εκ μέρους της με καταγγελία, δεν επηρεάζει τη μετατροπή της σύμβασης του τελευταίου σε σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου στην περίπτωση που πληρωθεί η υπέρ αυτού προβλεπόμενη διαλυτική αίρεση δηλαδή η προβλεπόμενη δυνατότητα πρόωρης λύσης της σύμβασης με παραίτησή του από την υπηρεσία με τη συγκατάθεση του εργοδότη, η συγκατάθεση δε αυτή εγκύρως παρέχεται δια της, εκ των προτέρων, κατά την κατάρτιση του Κανονισμού, συμβατικής προς τούτο αυτοδέσμευσης της Τράπεζας.




Αριθμός 345/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Οικονόμου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. Γ. Τ., κατοίκου ... και 2) Δ. Γ. Γ., κατοίκου ... οι οποίες παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεοφάνη Αρχιμανδρίτη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-6-2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 452/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3839/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 8-11-2012 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 9-1-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του αρθρ. 8 εδ. α' του Ν. 3198/ 1955, μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, με την έννοια του αρθρ. 6 § 1 του Ν. 2112/1920 ή του Β.Δ. της 18/18-7-1920 ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας και, αν δεν προβλέπεται αυτό, το 65° έτος της ηλικίας τους, αποχωρώντας από την εργασία τους με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από το Ν. 2112/1920 ή το ανωτέρω Β.Δ. αποζημίωσης για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με το αρθρ. 5 παρ. 1 και 2 του νόμου αυτού. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρ. 8 εδ. β' και γ' του ίδιου νόμου, που προστέθηκαν με το άρθρ. 8 § 4 του ΝΔ 3789/ 1957 και αντικαταστάθηκαν με το αρθρ. 5 § 1 του Ν. 435/1976, ορίζονται τα εξής: Μισθωτοί γενικά που υπάγονται στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για τη χορήγηση σύνταξης, εφόσον συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, μπορούν, εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη να αποχωρούν από την εργασία, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου είτε να αποχωρούν είτε να απομακρύνονται από την εργασία από μέρους του εργοδότη τους. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, οι μεν επικουρικά ασφαλισμένοι λαμβάνουν τα 40%, οι δε μη επικουρικά ασφαλισμένοι τα 50% της αποζημίωσης, την οποία δικαιούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από μέρους του εργοδότη. Για τη χορηγούμενη ως άνω μειωμένη αποζημίωση προς τους αποχωρούντες ή τους απομακρυνόμενους μισθωτούς εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, και 9 του Ν. 3198/1955, καθώς και εκείνες του Ν. 2112/1920 ή του ΒΔ της 16/18-7-1920, πλην των διατάξεων που αφορούν την προειδοποίηση. Από την αντιπαραβολή των δύο ως άνω εδαφίων του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955, η θέσπιση των οποίων αποσκοπούσε στην παροχή κινήτρων για την ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων με την έξοδο των παλαιών ή υπερηλίκων και την είσοδο νέων εργατοτεχνιτών ή υπαλλήλων, την ευρύτερη διατύπωση του δεύτερου εδαφίου και τη θέσπιση με το εδάφιο αυτό δυνατότητας λύσης της εργασιακής σύμβασης με μονομερείς ενέργειες των συμβληθέντων (αποχώρηση εργαζομένου ή καταγγελία εργοδότη), στις οποίες ο νόμος προσδίδει τις ανωτέρω συνέπειες, συνάγονται τα ακόλουθα: α) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της άνω διάταξης προϋποθέτει ρητώς μισθωτούς που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και δεν επεκτείνεται και σε εκείνους που η εργασιακή τους σχέση είναι ορισμένου χρόνου, όπως είναι και η σύμβαση των εργαζομένων που έχουν προσχωρήσει σε κανονισμό του εργοδότη, με τον οποίο προβλέπεται η αποχώρηση από την εργασία με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας. Στην περίπτωση όμως που με τον κανονισμό έχει παράλληλα, προβλεφθεί δυνατότητα πρόωρης λύσης της σύμβασης, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, η οποία, εφόσον πληρωθεί, η σύμβαση εργασίας μεταπίπτει εξαρχής σε αόριστου χρόνου (Ολ.ΑΠ 1110/86). β) Σε αντίθεση προς το δεύτερο εδάφιο, για την εφαρμογή του οποίου προσαπαιτείται η συμπλήρωση των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, το πρώτο εδάφιο δεν αξιώνει τη συνδρομή του στοιχείου αυτού. γ) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου προϋποθέτει, εκτός άλλων και τη συγκατάθεση του εργοδότη για την αποχώρηση του μισθωτού. Η συγκατάθεση αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί, στην τελευταία περίπτωση, να είναι σαφής και αναμφίβολη. Τέτοια συγκατάθεση μπορεί να προβλεφθεί και να παρασχεθεί εκ των προτέρων με τον Κανονισμό, όταν διαλαμβάνεται σε αυτόν ότι είναι υποχρεωτική για τον εργοδότη, μετά πάροδο ορισμένου χρόνου, η αποδοχή της πρόωρης παραίτησης του μισθωτού. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης, κατά την κατάρτιση του κανονισμού, αυτοδεσμεύεται συμβατικά έκτοτε, παρέχοντας εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή του στην παραίτηση του υπαλλήλου, οποτεδήποτε ήθελε αυτή υποβληθεί. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Οι αναιρεσίβλητες προσλήφθηκαν από την αναιρεσείουσα, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, στις 15.2.1974 η πρώτη και στις 2.9.1971 η δεύτερη και εξελίχθηκαν βαθμολογικώς μέχρι το βαθμό της γραμματέως προϊσταμένης στη Διεύθυνση Συστημάτων Πληρωμών, η πρώτη και στη Διεύθυνση Πληροφορικής η δεύτερη. Γεννήθηκαν στις 13-10-1953 η πρώτη και στις 14-4-1952 η δεύτερη και αποχώρησαν από την υπηρεσία τους στις 6-2-2006 και στις 31-3-2006 αντίστοιχα, πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας των 60 ετών, που προβλεπόταν για τους προϊσταμένους από το γενικό κανονισμό κατάστασης υπαλλήλων της τράπεζας (στον οποίο είχαν προσχωρήσει οι ενάγουσες κατά την πρόσληψή τους) κατόπιν υποβολής των από 18.1.2006 και από 9.3.2006 έγγραφων αιτήσεων παραίτησής των, οι οποίες έγιναν δεκτές, αντίστοιχα, με τις 58/23.1.2006 και 324/24.3.2006 αποφάσεις του διοικητή της τράπεζας, με αποτέλεσμα να διαγραφούν από τη δύναμη του προσωπικού στις 6.2.2006 η πρώτη και στις 31.3.2006 η δεύτερη. Επομένως, πληρώθηκε η αίρεση της πρόωρης λύσης της σύμβασής τους, η οποία έτσι μετατράπηκε εξ αρχής σε αορίστου χρόνου. Κατά το χρόνο υποβολής της παραίτησής τους είχαν συμπληρώσει υπερδεκαπενταετή υπηρεσία, ενώ η παραίτηση αυτή έγινε με τη συγκατάθεση της αναιρεσείουσας. Κατά συνέπεια, συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955 και ως εκ τούτου δικαιούνται να λάβουν την προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή αποζημίωση, δηλαδή το 50% της αποζημίωσης που θα ελάμβαναν σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας τους και όχι το 40% του εδαφίου β' του ίδιου άρθρου. Το γεγονός ότι ήταν επικουρικώς ασφαλισμένες δεν επηρεάζει την εφαρ΅ογή του εδαφίου α' του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955 και το ποσοστό της αποζη΅ίωσης που δικαιούνται αυτές, δεδο΅ένου ότι η προϋπόθεση αυτή προβλέπεται από το εδάφιο β' του ίδιου άρθρου και αφορά του ΅ισθωτούς που απομακρύνονται ή αποχωρούν από την υπηρεσία τους, έχοντας συ΅πληρώσει τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος, περίπτωση που δεν συντρέχει στην προκει΅ένη περίπτωση. Η άνω αποζη΅ίωση που δικαιούνται οι αναιρεσίβλητες, ΅ε βάση τις τακτικές ΅ηνιαίες αποδοχές τους κατά τον τελευταίο ΅ήνα υπηρεσίας τους, ΅ε βάση τους υπολογισ΅ούς της εκκαλου΅ένης που δεν προσβάλλεται, ανέρχεται στα ακόλουθα ποσά: 1) για την πρώτη: τακτικές αποδοχές 3.045,96 ευρώ Χ 24 ΅ήνες πλέον προσαύξησης 1/6 για αναλογία επιδο΅άτων εορτών και αδείας Χ 50% = 42.643,44 ευρώ. Της κατέβαλε ό΅ως η αναιρεσείουσα ΅ε την αποχώρησή της το ποσό των 15.000 ευρώ, ως αποζη΅ίωση του άρθρου 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955 (΅ε τον περιορισ΅ό του άρθρου 2 παρ. 2 του Α.Ν. 173/1967 και 21 παρ. 13 του Ν. 3144/2003) και συνεπώς της οφείλεται η διαφορά των 27.643,44 ευρώ, 2) για τη δεύτερη: τακτικές αποδοχές 3.348,24 ευρώ Χ 24 ΅ήνες πλέον προσαύξησης 1/6 για αναλογία επιδο΅άτων εορτών και αδείας Χ 50% = 46.875,36 ευρώ. Της κατέβαλε ό΅ως η αναιρεσείουσα, ΅ε την αποχώρησή της το ποσό των 15.000 ευρώ ως αποζημίωση του άρθρου 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955 (΅ε τον περιορισ΅ό του άρθρου 2 παρ. 2 του Α.Ν. 173/1967 και 21 παρ. 13 του Ν. 3144/2003) και συνεπώς της οφείλεται η διαφορά των 31.875,36 ευρώ. Με βάση δε τις παραδοχές αυτές κατέληξε ότι οι αναιρεσίβλητες δικαιούνται να λάβουν από την αναιρεσείουσα, ως αποζημίωση του εδαφίου α' του άρθρου 8 Ν. 3198/1955, την προκύπτουσα διαφορά μεταξύ της καταβλητέας και καταβληθείσας αποζημίωσης, ανερχόμενης στα παραπάνω ποσά, των 27.643,44 και 31.875,36 ευρώ, αντίστοιχα, απέρριψε δε τους λόγους της έφεσης που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία είχε κρίνει ομοίως. Με την κρίση του αυτή το Δικαστήριο της ουσίας δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερθείσες διατάξεις των αρθρ. 8 παρ. 1α του Ν. 3198/ 1955 και 202 και 669 του ΑΚ, διέλαβε δε στην απόφασή του, πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων. Ειδικότερα, η έλλειψη ανάλογης πρόβλεψης, υπό τη μορφή διαλυτικής αίρεσης, στον Κανονισμό της αναιρεσείουσας, ως προς τη δυνατότητα πρόωρης λύσης της σύμβασης του μισθωτού και εκ μέρους της με καταγγελία, δεν επηρεάζει τη μετατροπή της σύμβασης του τελευταίου σε σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου στην περίπτωση που πληρωθεί η υπέρ αυτού προβλεπόμενη διαλυτική αίρεση, δηλαδή η προβλεπόμενη δυνατότητα πρόωρης λύσης της σύμβασης με παραίτησή του από την υπηρεσία με τη συγκατάθεση του εργοδότη, η συγκατάθεση δε αυτή εγκύρως παρέχεται δια της, εκ των προτέρων, κατά την κατάρτιση του Κανονισμού, συμβατικής προς τούτο αυτοδέσμευσης της Τράπεζας, με συνακόλουθη συνέπεια την υποχρέωσή της να καταβάλει την αποζημίωση του άρθρ. 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955, αφού συντρέχουν οι απαιτούμενες κατά τα άνω προϋποθέσεις, δηλαδή η ύπαρξη σύμβασης εργασίας αόριστου χρόνου και η συμπλήρωση 15ετούς τουλάχιστον υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη. Περαιτέρω, με την ανέλεγκτη επί της ουσίας παραδοχή της απόφασης, ότι οι ενάγουσες αποχώρησαν από την υπηρεσία τους στις 6-2-2006 και στις 31-3-2006, αντίστοιχα, πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας των 60 ετών, κατόπιν υποβολής εγγράφων παραιτήσεών των, που έγιναν δεκτές από τη διοίκηση της εναγο΅ένης ήτοι "πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας των 60 ετών", δηλαδή, κατά το χρόνο της παραίτησής τους δεν είχαν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, εδικαιούντο, σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, να λάβουν την παραπάνω αποζημίωση. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 8-11-2012, αίτηση για την αναίρεση της 3839/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2014. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Φεβρουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή