Θέμα
Καταγγελία σχέσης εργασίας, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίληψη:
Οι συμβάσεις εργασίας του προσωπικού της «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΕ» είναι ορισμένου χρόνου. Σπουδαίο λόγο, μπορεί να θεμελιώσει, ακόμη και η υποψία τέλεσης ποινικού αδικήματος, ιδίως όταν ο εργαζόμενος κατείχε θέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, όπως και ο κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης του εργοδότη προς τον εργαζόμενο, αλλά και η ουσιώδης παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων του μισθωτού. Η πρόβλεψη στον κανονισμό του εργοδότη πειθαρχικών παραπτωμάτων και αντίστοιχων ποινών, δεν αφαιρεί από αυτόν το δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας, χωρίς προηγούμενη τήρηση της πειθαρχικής διαδικασίας. Το δικαστήριο ερευνά αν με την άσκηση του δικαιώματος απόλυσης, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας.
Αριθμός 458/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Θ. Δ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ασημάκη Κουρσόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ALPHA BANK ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Μακρυνιώτη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-4-2002 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την προφορικώς ασκηθείσα ενώπιον του ακροατηρίου πρόσθετη υπέρ αυτού παρέμβαση του Συλλόγου Προσωπικού ALPHA BANK. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2090/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 5129/2007 και 4725/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16-7-2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 7-2-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 669, 672 και 673 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει και όταν από τον κανονισμό ή οργανισμό λειτουργίας του εργοδότη προβλέπεται η αυτοδίκαιη αποχώρηση ή απόλυση του μισθωτού, λόγω συμπλήρωσης ορισμένου ορίου ηλικίας, χωρίς να αναγνωρίζεται στον εργοδότη το δικαίωμα της ελευθερίας καταγγελίας της σύμβασης οποτεδήποτε, οπότε η σύμβαση μπορεί να λυθεί προ του χρόνου αυτού, μόνο για σπουδαίο λόγο. Η καταγγελία για σπουδαίο λόγο της ορισμένου χρόνου σύμβασης, πριν τη λήξη του χρόνου για τον οποίο συνομολογήθηκε, δεν την καθιστά ούτε τη μετατρέπει σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Εξάλλου, με το άρθρο 32 του Οργανισμού Προσωπικού της "ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΕ" ορίζονται τα εξής: Η σύμβαση εργασίας του προσωπικού λύεται αυτοδικαίως με τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας των ανδρών και του 57ου των γυναικών. Η σύμβαση του προσωπικού λύεται και πριν τη συμπλήρωση των ανωτέρω ορίων ηλικίας μόνο στις εξής περιπτώσεις: 1) δια του θανάτου του μισθωτού, 2) στην περίπτωση αδικαιολόγητης ή αυθαίρετης συνεχούς απουσίας του υπαλλήλου πέραν του μηνός, επιφέρουσα αυτοδικαίως τη λύση της σχέσης εργασίας, 3) για σπουδαίο λόγο, σύμφωνα με το άρθρο 672 του Αστικού Κώδικος, 4) στην περίπτωση ποινικής δίωξης του υπαλλήλου, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των νόμων. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι οι συμβάσεις εργασίας του προσωπικού της ως άνω τράπεζας είναι ορισμένου χρόνου και η καταγγελία αυτών με την επίκληση σπουδαίου λόγου δεν τις καθιστά, ούτε τις μετατρέπει, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Σπουδαίο λόγο, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, αποτελούν πραγματικά περιστατικά τα οποία, κατ' αντικειμενική κρίση, καθιστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, μη ανεκτή για τον καταγγέλλοντα τη συνέχιση της σύμβασης εργασίας. Επομένως, σπουδαίο λόγο μπορεί να θεμελιώσει, όχι μόνον η ποινική καταδίκη, αλλά ακόμη και η υποψία τέλεσης ποινικού αδικήματος, ιδίως όταν ο εργαζόμενος κατείχε θέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, όπως και ο κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης του εργοδότη προς τον εργαζόμενο, αλλά και η ουσιώδης παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων του μισθωτού. Αρκεί δε ακόμα και ένα περιστατικό, το οποίο αντικειμενικά θεωρούμενο, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να καθιστά μη ανεκτή την περαιτέρω διατήρηση της συμβατικής σχέσης για εκείνον που δικαιούται να την καταγγείλει. Εξάλλου, κατά το εδάφιο β' του άρθρου 672 ΑΚ, θεσπίζεται αναγκαστικού δικαίου διάταξη, κατά την οποία το δικαίωμα της καταγγελίας για σπουδαίο λόγο δεν μπορεί να αποκλεισθεί με συμφωνία των μερών. Επομένως, η πρόβλεψη στον κανονισμό του εργοδότη, που έχει συμβατική ισχύ, πειθαρχικών παραπτωμάτων και αντίστοιχων ποινών, δεν αφαιρεί από αυτόν το δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας, χωρίς προηγούμενη τήρηση της πειθαρχικής διαδικασίας, διότι επιδιώκονται διαφορετικοί σκοποί με την πειθαρχική διαδικασία και την καταγγελία για σπουδαίο λόγο της εργασιακής σχέσης, αφού με την πρώτη και όταν προβλέπεται από τον κανονισμό η ποινή της οριστικής παύσης επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης, ενώ με τη δεύτερη απομακρύνεται ο εργαζόμενος του οποίου η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να συνεχισθεί, ως επαχθής για τον εργοδότη. Η καταγγελία αυτή, κατά παράλειψη της πειθαρχικής διαδικασίας, ελέγχεται από τα δικαστήρια κατά τις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ. Το δικαστήριο ερευνά αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση από τον εργοδότη του δικαιώματος απόλυσης, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκομένου σκοπού, η οποία αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστης και της αρχής της μη κατάχρησης των δικαιωμάτων και απορρέει από τη Συνταγματική αρχή του Κράτους δικαίου, έχει δε ήδη καθιερωθεί, κατά την πρόσφατη αναθεώρηση, στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, το δικαστήριο, κατόπιν σχετικού ισχυρισμού, εξετάζει αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα, εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα: Στις 2-1-1991 ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγο΅ένη Τράπεζα, ως υπάλληλος αυτής. Σύ΅φωνα ΅ε το άρθρο 32 του Οργανισ΅ού Προσωπικού της τελευταίας, που εκδόθηκε σε εκτέλεση των διατάξεων του ΝΔ 3789/1957, κυρώθηκε ΅ε την 28381/6371/18-8-1977 απόφαση του Υπουργού Ε΅πορίου και έχει συ΅βατική ισχύ, αποτελεί δε όρο της ατο΅ικής σύ΅βασης του ενάγοντος, η σύ΅βαση εργασίας αυτού λύεται αυτοδικαίως ΅ε τη συ΅πλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας του. Επο΅ένως η ΅εταξύ των διαδίκων συναφθείσα εργασιακή σχέση έχει τη ΅ορφή της σύ΅βασης εργασίας ορισ΅ένου χρόνου, αφού από τον ως άνω οργανισ΅ό του προσωπικού της εναγο΅ένης προβλέπεται η λήξη της ΅ε τη συ΅πλήρωση ορισ΅ένου ορίου ηλικίας, ήτοι του 62ου έτους της ηλικίας του ενάγοντος και δεν προκύπτει ότι συμφωνήθηκε συνάμα δικαίωμα να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση αυτού χωρίς σπουδαίο λόγο. Ο ενάγων υπηρέτησε στο Κεντρικό Κατάστημα της εναγομένης από 1-1-1994 έως 30-6-1997 με την ειδικότητα του χειριστή στο Τμήμα SWIFT και από 1-7-1997 έως 1-5-1998 ως ταμίας (TELLER) στο Τμήμα Κατάθεσης και Κίνησης Κεφαλαίων του ίδιου Καταστήματος. Στη συνέχεια, με αίτησή του μετατέθηκε στο Κατάστημα Τρικάλων, όπου υπηρέτησε από 2-5-1998 ως Κεντρικός Ταμίας (TELLER) και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τις 7-1-2002, οπότε η εναγομένη του κοινοποίησε την, από 27-11-2001, εξώδικη έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, για σπουδαίο λόγο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 672 ΑΚ και 32 αρ. 3 του Οργανισμού Προσωπικού της και τον απέλυσε. Ο σπουδαίος λόγος, που επικαλέστηκε η εναγομένη στην ως άνω καταγγελία της, συνίστατο στην παράβαση εκ μέρους του των καθηκόντων του και ιδιαίτερα της υποχρέωσης πίστης που είχε έναντι της Τράπεζας, διότι εκμεταλλευόμενος τη θέση του ως κεντρικού ταμία (TELLER) στο ως άνω Κατάστημα Τρικάλων όπου υπηρετούσε και την εμπιστοσύνη των Προϊσταμένων του, προέβη, κατ' επανάληψη, σε ασυμβίβαστες με την υπαλληλική του ιδιότητα πράξεις και συγκεκριμένα, πλην άλλων, εξ αποκλειστικής του υπαιτιότητας αφαιρέθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 20 έως 23-4-2001 από το Ταμείο του το ποσό των 10.000.000 δραχμών, γεγονός που διαπιστώθηκε στις 23-4-2001. Ειδικότερα, στις 23-4-2001 ημέρα Δευτέρα, κατά τη λογιστική και ταμειακή συμφωνία των δοσοληψιών του ταμείου του ενάγοντος των ημερών 23-4 και 20-4-2001, διαπιστώθηκε έλλειμμα ύψους 10.000.000 δραχμών. Κατά την ημέρα εκείνη και κατά τη συνήθη τακτική του καταστήματος έγιναν μεταφορές χρημάτων από το κεντρικό ταμείο που βρίσκεται στο ισόγειο, του οποίου υπεύθυνος ήταν ο ενάγων, προς το υπόγειο, για λόγους ασφαλείας και για μηχανική δεματοποίηση των χρημάτων και ετοιμασία τους για χρηματαποστολή. Συγκεκριμένα, έγιναν τρεις μεταφορές από τον κλητήρα Γ. Π. που ασχολείτο και ως βοηθός του, στον οποίο ο ενάγων παρέδιδε τα χρή΅ατα σε δεσ΅ίδες, χωρίς ενυπόγραφη παράδοση και παραλαβή των χρη΅άτων, παρά ΅όνο ΅ε απλή σημείωση των ποσών σε πρόχειρο χαρτί. Περί ώρα 3.15' ΅.΅., που ο Γ. Π. ΅έτρησε τις σωρευμένες δεσ΅ίδες των χρη΅άτων πάνω στο τραπέζι του υπογείου για να τις βάλει στη θυρίδα, διαπίστωσε ότι αυτές ήταν 26 των 1000 χαρτονομισμάτων των 10.000 δρχ., αντί των 27 που του είχε δηλώσει ο ενάγων κατά τις ΅εταφορές, ήτοι έλλειπε ΅ια δεσ΅ίδα περιέχουσα 10.000.000 δρχ. Α΅έσως κάλεσε τον ενάγοντα και οι δυο τους ΅αζί έκαναν νέα καταμέτρηση κατά την οποία και πάλι έλειπαν 10.000.000 δρχ. από το συνολικό ποσό που δήλωσε ο ενάγων ότι ΅ετέφερε και στη συνέχεια ο ενάγων ανέ΅ειξε τα χρή΅ατα της η΅έρας αυτής ΅ε εκείνα της προηγούμενης εργάσιμης η΅έρας ήτοι της Παρασκευής 20-4-2001. Κατά την η΅έρα αυτή (Παρασκευή) ο ενάγων είχε αποχωρήσει από την εργασία του νωρίτερα ήτοι περί την 1.15' ΅.΅. ισχυριζόμενος αδιαθεσία προερχόμενη από υψηλή πίεση και στο τα΅είο τον αντικατέστησε ο κλητήρας Γ. Π., χωρίς ό΅ως να γίνει παράδοση - παραλαβή και συ΅φωνία τα΅είου. Λόγω δε της απουσίας του αυτής δεν έγινε καταμέτρηση των χρη΅άτων της η΅έρας στο τέλος, αλλά στο σύνολό τους και εν αγνοία του συνολικού ύψους αυτών, κλειδώθηκαν στη θυρίδα του καταστή΅ατος στο υπόγειο. Έτσι, εξαιτίας της ανά΅ειξης αυτής των χρη΅άτων των δύο η΅ερών (Παρασκευής και Δευτέρας) και της ΅η επίση΅ης κατα΅έτρησής τους, η΅ερησίως, κατέστη τελικά αδύνατο να βρεθεί σε ποια από τις δύο αυτές η΅έρες υπήρξε το έλλει΅΅α, ενόψει και του γεγονότος ότι ο ενάγων απεκαλύφθη ψευδόμενος. Συγκεκρι΅ένα κατά την πρώτη ΅εταφορά χρη΅άτων τη Δευτέρα που έγινε περί ώρα 11.30' - 12.00' δήλωσε ότι ΅ετέφερε 130.000.000 δρχ., ενώ το Τα΅είο του είχε απόθε΅α 119.500.000 δρχ. Οι ισχυρισ΅οί του στη συνέχεια, προς δικαιολόγηση της διαφοράς αυτής, ότι κατ' απαίτηση των πελατών πέρασε στο τερ΅ατικό δύο συναλλαγές αξίας 5.000.000 δρχ. περίπου εκάστη, σε ΅εταγενέστερο της συναλλαγής χρόνο δεν αποδείχτηκαν. Τα περιστατικά αυτά προέκυψαν και κατά τον ειδικό έλεγχο που διενήργησε από 25 έως 30-4-2001 ο Διευθυντής Επιθεώρησης της εναγομένης Α. Ν., ο οποίος συνέταξε την, από 18-6-2001, έκθεση ειδικού ελέγχου. Κατά την έκθεση αυτή, με την οποία συμφωνεί και το Δικαστήριο, πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, το έλλειμμα να δημιουργήθηκε τη Δευτέρα 23-4 μετά τη μεταφορά των χρημάτων στο χώρο του υπογείου, αφού αποδείχτηκε ότι, κατά την πρώτη μεταφορά χρημάτων της ημέρας αυτής, ο αριθμός των χαρτονομισμάτων που υπήρχε στο ταμείο του ενάγοντος δεν επαρκούσε για το ποσό που ο ίδιος ανέφερε ότι παρέδωσε προς μεταφορά. Με δεδομένη την αναλυτική καταμέτρηση και συμφωνία όλων των χρημάτων του ταμείου του ενάγοντος (χρηματοκιβωτίου και θυρίδων) την Πέμπτη 19-4 (δεν αμφισβητείται), το έλλειμμα πρέπει, να δημιουργήθηκε την Παρασκευή 20-4-2001. Τούτο δε πρέπει να αποδοθεί σε αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντος, ενόψει και των άνω ύποπτων ενεργειών του, ήτοι της ψευδούς αναφοράς ότι παρέδωσε το πρωί της Δευτέρας προς μεταφορά 130.000.000 δρχ. και της ανάμειξης των χρημάτων της Δευτέρας με αυτά της Παρασκευής, ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα να προσδιοριστεί η ημέρα του ελλείμματος και έτσι να στοχοποιηθούν πλείονες. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι τα χρήματα κλάπηκαν από άγνωστο στο χώρο του υπογείου. Ενόψει όμως και των παραπάνω, ο ισχυρισμός του αυτός ουδόλως αποδεικνύεται. Επομένως, συνεχίζει το Εφετείο, ορθά η εναγομένη καταλόγισε το έλλειμμα αυτό στον ενάγοντα, ο οποίος και σε κάθε περίπτωση ευθύνεται ως Κεντρικός Ταμίας, γιατί δεν επέδειξε τη δέουσα προσοχή στην άσκηση των καθηκόντων του, παραβιάζοντας την αρχή της ατομικής ευθύνης για τα χρήματα του Ταμείου του, τα οποία δεν φρόντισε να διασφαλίσει κατά τη μεταφορά τους προς δεματοποίηση και κατά τη δεματοποίηση, τα εμπιστεύτηκε δε σε άλλο υπάλληλο συνάδελφό του, χωρίς να έχει γίνει προηγουμένως η προβλεπόμενη "συμφωνία" των χρημάτων του ταμείου και ενυπόγραφη παραλαβή τους, όπως επιβαλλόταν από τον οικείο κανονισμό εργασιών του ταμείου (κεφ. 1 και 5). Εξάλλου ο ενάγων και κατά το παρελθόν, δηλαδή κατά το από 20-8-1988 μέχρι 7-4-1999 χρονικό διάστημα, ως Κεντρικός Ταμίας του Καταστήματος Τρικάλων κατέστη υπαίτιος σειράς ελλειμμάτων στο ταμείο του. Συγκεκριμένα παρουσίασε στις 7-4-1999 έλλειμμα 1.980.000 δρχ., το οποίο του καταλογίστηκε, όπως αποδεικνύεται από το νόμιμα επικαλούμενο και προσαγόμενο από την εναγομένη από 2-6-1999 έγγραφο της Διεύθυνσης Επιθεώρησης προς το Κατάστημά της Τρικάλων, στις 12-10-1988 έλλειμμα 100.000 δρχ., το οποίο επίσης του καταλογίστηκε, στις 30-9-1988 έλλειμμα 500.000 δρχ., το οποίο, ωστόσο, τακτοποιήθηκε την επόμενη ημέρα με την εκούσια επιστροφή του ποσού από τον πελάτη "Αφοι Σ. ΟΕ", μόλις ο τελευταίος διαπίστωσε το λάθος του ταμία και στις 20-8-1998 πλεόνασμα 200.000 δρχ., το οποίο τελικά μετατράπηκε σε έλλειμμα 9.663 δρχ., το οποίο αυτός (ενάγων) πλήρωσε αμέσως. Για τη δημιουργία του προαναφερθέντος ελλείμματος των 1.980.000 δρχ. της 7-4-1999, επιβλήθηκε στον ενάγοντα λόγω αμελείας του και πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του, σύμφωνα με το άρθρο 27 του οργανισμού προσωπικού της εναγομένης, η πειθαρχική ποινή της έγγραφης παρατήρησης. Με βάση τα προεκτεθέντα περιστατικά αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, κατά ευθεία παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, του κανονισμού εργασιών του Ταμείου του και της στοιχειώδους υποχρέωσής του πίστης και επιμέλειας, που όφειλε απέναντι στην υπηρεσία του, εκτελούσε πλημμελώς τα καθήκοντα του ως διαχειριστής του Κεντρικού Ταμείου του Καταστήματος Τρικάλων της εναγομένης. Έτσι η συμπεριφορά του αυτή κλόνισε ανεπανόρθωτα τη σχέση εμπιστοσύνης της εναγομένης προς το πρόσωπό του και κατέστησε πλέον μη ανεκτή, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, τη συνέχιση της σχέσης εργασίας του. Επομένως δικαιολογημένα η τελευταία (εναγομένη), μετά το πέρας του ελέγχου που διενήργησε και στα πλαίσια του διευθυντικού της δικαιώματος, προέβη στις 7-1-2002 στην έγγραφη καταγγελία της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος για τον προεκτεθέντα σπουδαίο λόγο της ουσιώδους παράβασης των συμβατικών του υποχρεώσεων, κατ' επανάληψη και εντεύθεν της ακαταλληλότητάς του. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η καταγγελία αυτή της σύμβασης εργασίας του από την εναγομένη είναι άκυρη και καταχρηστική, γιατί έγινε μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη γέννηση του σπουδαίου λόγου, δεν τηρήθηκε, προηγουμένως, η πειθαρχική διαδικασία, έγινε δε από λόγους εμπάθειας, εκδίκησης και εκφοβισμού των λοιπών υπαλλήλων της, όταν προσέφυγε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, αξιώνοντας την καταβολή από την εναγομένη 1430 ωρών υπερεργασίας και υπερωριών. Όπως προκύπτει από τα άρθρα 26 επ. και 32 του Οργανισμού της εναγομένης, δεν αποκλείεται το δικαίωμα αυτής (Τράπεζας) να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας των μισθωτών της για σπουδαίο λόγο, χωρίς να προσφύγει στην πειθαρχική διαδικασία, αφού ο λόγος αυτός της καταγγελίας είναι αυτοτελής και ανεξάρτητος από το λόγο λύσης της σύμβασης, συνεπεία πειθαρχικού παραπτώματος. Επομένως η καταγγελία εκ του λόγου αυτού δεν είναι άκυρη. Η άσκηση δε του δικαιώματος αυτής από την εναγομένη, ενόψει των άνω περιστατικών που αποδείχτηκαν, ουδόλως υπερβαίνει τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ. Εξάλλου η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας από την εναγομένη ουδεμία υπαίτια βραδύτητα υπέχει, ώστε να επιφέρει αποδυνάμωση αυτού, αφού ο ενάγων μετά τη διενέργεια του ειδικού ελέγχου παύτηκε της υπηρεσίας του στις 30-4-2001 και αμέσως κινήθηκε η διαδικασία απόλυσής του η οποία, ως χρονοβόρα, περατώθηκε κατά την ημέρα κοινοποίησης της καταγγελίας. Το ότι ο ενάγων την ημέρα αυτή καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του (7-1-2002) προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας Τρικάλων, αξιώνοντας από την εναγομένη (αόριστα) να του καταβληθούν 1430 ώρες υπερεργασίας και υπερωριών, αποτελεί δική του μεθόδευση προς απόκρουση της καταγγελίας την οποία ήδη γνώριζε και δεν δύναται να προσάψει σ' αυτή ότι έγινε εξ αιτίας του γεγονότος τούτου από λόγους εμπάθειας, εκδίκησης και εκφοβισμού των λοιπών υπαλλήλων. Τέλος και ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ενεργούσε ως άνω παράτυπα, κατά προφορική εντολή του Διευθυντή του, αποδεσμεύοντάς τον έτσι από κάθε ευθύνη του ακόμα και από πταίσμα, ουδεμία νόμιμη βάση έχει, αφού αυτός είναι σε κάθε περίπτωση, ως κεντρικός Teller, ο αποκλειστικός υπεύθυνος κατά τον Κανονισμό Εργασιών Ταμείου της εναγομένης (κεφ. 1), για την ταμιακή διαχείριση, άρα και για την ασφάλεια των χρημάτων του ταμείου του, εφόσον δε με βάση τις διδόμενες από το διευθυντή του εντολές, δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει την ασφάλεια αυτή, που του επιβαλλόταν από τον Κανονισμό, δηλ. με όρο της ατομικής του σύμβασης, όφειλε να μην εκτελεί αυτές ή να το αναφέρει στους ανωτέρους του, ο ίδιος όμως ούτε διαμαρτυρήθηκε. Στη συνέχεια το Εφετείο απέρριψε την έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή, διότι έκρινε ότι η προαναφερόμενη υπαίτια παράβαση από τον αναιρεσείοντα των σημαντικών κανόνων της εσωτερικής λειτουργίας της αναιρεσίβλητης τράπεζας και μάλιστα στον ευαίσθητο τομέα της διαχείρισης σημαντικών χρηματικών ποσών, αποτελούν σοβαρές παραβάσεις των υποχρεώσεων αυτού από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που τον συνέδεε με την αναιρεσίβλητη και ότι από την αντισυμβατική αυτή συμπεριφορά του δικαιολογημένα κλονίσθηκε η εμπιστοσύνη της αναιρεσίβλητης στο πρόσωπό του, διαταράχθηκε η ομαλή συνεργασία των διαδίκων και κατέστη μη επιθυμητή από την αναιρεσίβλητη η συνέχιση της εργασιακής σύμβασης και τέλος, παρίστατο αναγκαία η καταγγελία αυτής, αντί της οποίας δεν ήταν αρκετή η λήψη ηπιότερων μέτρων και μάλιστα κάποιας αυστηρής πειθαρχικής ποινής. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, ούτε και στα πλαίσια της αναλογικότητας, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 672, 174, 180, 281, 288, 361 και 653 ΑΚ, 5 του ν. 2112/1920, 7 του ν. 3198/1955 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Τούτο διότι ο αναιρεσείων παρέβη τον κανονισμό της αναιρεσίβλητης, στον οποίο είχε προσχωρήσει με την πρόσληψή του, καθώς και την υπ' αριθ. 144/10-7-1997 εγκύκλιο αυτής, που αφορούσε τα μέσα ασφάλειας λειτουργίας των υποκαταστημάτων της. Τα, ως άνω, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, ανελέγκτως, δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, συνιστούν, κατ' αντικειμενική κρίση, σπουδαίο λόγο για την αναιρεσίβλητη, προς καταγγελία της συνδέουσας αυτή με τον αναιρεσείοντα εργασιακής σύμβασης, η οποία δεν υπερβαίνει προφανώς τα επιβαλλόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ όρια και στην οποία (καταγγελία) είχε κατά τις άνω διατάξεις δικαίωμα να προβεί, παρά και την προβλεπόμενη, από τον, κατά το αναιρετήριο, έχοντα συμβατική ισχύ κανονισμό της, πειθαρχική διαδικασία, το δε ληφθέν από αυτή μέτρο, δεν τελεί σε δυσαναλογία σε σχέση με την περιγραφείσα και ανελέγκτως δεκτή γενόμενη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, κατά την εκπλήρωση των από την εργασιακή σύμβαση απορρεουσών υποχρεώσεών του. Επομένως, οι, περί του αντιθέτου, πρώτος και δεύτερος, λόγοι αναίρεσης, αντίστοιχα, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 KΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Εξάλλου, ο δεύτερος λόγος, κατά το μέρος του με το οποίο, ειδικότερα, προβάλλεται η αιτίαση της κακής εκτίμησης των αναφερόμενων σ' αυτόν εγγράφων, είναι απαράδεκτος διότι, με την επίκληση της, από τον αρ. 19, πλημμέλειας, πλήττεται η επί της ουσίας, ανέλεγκτη, κρίση του δικαστηρίου. Ο λόγος αναίρεσης, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ, ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν από τον αναιρεσείοντα ή έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν από τον αναιρεσίβλητο και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή ισχυρισμοί θεμελιωτικοί, κατά νόμο, αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, που είναι παραδεκτοί και νόμιμοι. Εξάλλου, δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, καταλογίζει στο Εφετείο την προβλεπόμενη, από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, ότι δεν έλαβε υπόψη του τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του, που παραδεκτά προέβαλε ενώπιόν του, ότι 1) με το άνοιγμα των θυρίδων και την καταμέτρηση των χρημάτων δεν επιδίωκε να δημιουργήσει σύγχυση, ως προς το χρόνο εμφάνισης του ελλείμματος και την εμπλοκή περισσότερων προσώπων στη διαχείριση των χρημάτων 2) το διαθέσιμο υπόλοιπο στο ταμείο του επαρκούσε για το ποσό που παρέδωσε προς μεταφορά και 3) για τη θεμελίωση του σπουδαίου λόγου καταγγελίας της σύμβασης, δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη το έλλειμμα, που εμφάνισε το ταμείο του, κατά το παρελθόν, αφού είχε τακτοποιηθεί. Με τα επικαλούμενα, όμως, πραγματικά περιστατικά δεν θεμελιώνονται αυτοτελείς ισχυρισμοί, αλλά αρνητικοί της αγωγής και συνεπώς ο παραπάνω λόγος είναι απαράδεκτος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335 έως 341 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικαστική του πεποίθηση περί της αλήθειας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Η παράβαση της ως άνω υποχρέωσής του ιδρύει τον, από το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ, προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης. Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προβάλλει την πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο παραπάνω πόρισμα, δεν έλαβε υπόψη του τα προσκομισθέντα από αυτόν, ενώπιόν του, με αρ. 9, 10, 11, 11Α, 13 και 14, έγγραφα, όπως, ειδικότερα, στην αίτηση αναίρεσης προσδιορίζει αυτά. Όμως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο βεβαιώνει ότι, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη του, μεταξύ των άλλων, και "όλα τα έγγραφα, που ΅ε επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι είτε προς ά΅εση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκ΅ηρίων". Από τη σαφή αυτή διατύπωση και από το όλο περιεχόμενο του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης απόφασης δεν καταλείπεται αμφιβολία, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα παραπάνω.
Συνεπώς ο, περί του αντιθέτου, παραπάνω, λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθ. 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 16-7-2012, αίτηση του αναιρεσείοντος, για την αναίρεση της 4725/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ