Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Δημόσιο .
Περίληψη:
559 αρ.19. Πότε ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση συνιστά ανεπαρκή ή αντιφατική αιτιολογία νοούνται οι ισχυρισμοί με αυτοτελή ύπαρξη. Τα επιχειρήματα δεν συνιστούν αιτιολογίες. Δεν ιδρύεται ο λόγος όταν υπό την επίφαση της εκ πλαγίου παραβιάσεως κανόνα δικαίου πλήττεται η ανέλεγκτη, περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου.
Αριθμός 292/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. χήρας Α. Ρ., το γένος Ο. Κ., η οποία απεβίωσε όπως αναφέρεται στην από 20/11/2012 κλήση.
Των καλούντων: 1)Μ. Ρ. του Α., και 2)Κ. Ρ. του Α., κατοίκων ..., ως κληρονόμων της Ε. χήρας Α. Ρ., το γένος Ο. Κ., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Οδυσσέα Καραγιαννακίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Βαρδακαστάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7/12/2006 αγωγή της αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 114/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 1400/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 31/1/2010 αίτησή της, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 9ης/5/2012, οπότε ματαιώθηκε. Την υπόθεση επαναφέρουν οι καλούντες με την από 20/11/2012 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 6/11/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου "περί Γαιών της 7ης Ραμαζάν 1274 (1856)", του οποίου οι διατάξεις που ρυθμίζουν τα επ' αυτών των γαιών δικαιώματα ιδιωτικής χρήσεως διατηρήθηκαν σε ισχύ στις Νέες Χώρες μετά την απελευθέρωσή τους κατ' άρθρο 2, παρ. 4, του Ν. 147/1914, η κυριότητα των αγρών, που είναι δημόσιες γαίες, ανήκει στο Δημόσιο, η παραχώρηση δε τούτων στους ιδιώτες γίνεται με χορήγηση τίτλου (ταπίου), με τον οποίο παρέχεται σ' αυτούς δικαίωμα όχι κυριότητας αλλά διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ). Κατά δε το άρθρο 78 του ίδιου Ν. περί γαιών, εάν κάποιος εξουσιάσει και καλλιεργήσει επί 10 έτη άνευ αμφισβητήσεως δημόσιες γαίες και αφιερωμένες γαίες αποκτά δικαίωμα μόνιμης εγκαταστάσεως και είτε κατέχει είτε στερείται έγγραφο τίτλο, οι εν λόγω γαίες δεν θεωρούνται σχολάζουσες αλλά πρέπει να του δοθεί δωρεάν εκ νέου (ταπίο). Αυτός ο τελευταίος τίτλος είναι όχι συστατικός αλλά αποδεικτικός του δικαιώματος. Από αυτή τη διάταξη αλλά και από το σύνολο των διατάξεων του εν λόγω Νόμου και ιδίως εκείνων των άρθρ. 9, 24, 30, 68 και 71, καθίσταται φανερό ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 78 εφαρμογή έχει μόνο επί καλλιεργήσιμων γαιών και όχι επί δασών και γενικότερα μη καλλιεργήσιμων γαιών, που εξουσιάζονται μόνο δια της εκδόσεως σχετικού (ταπίου), στο οποίο έπρεπε να αναφέρεται ότι το παραχωρούμενο ήταν δάσος. Περαιτέρω από της ισχύος της διατάξεως του άρθρου 2 του δ/τος 2468/1917 της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, που κυρώθηκε με το ν. 1072/1917, δηλαδή από τις 20.5.1917, το δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) μεταβλήθηκε σε δικαίωμα πλήρους και οριστικής κυριότητας των 4/5 εξ αδιαιρέτου, του υπόλοιπου 1/5 εξ αδιαιρέτου παραμείναντος στο Δημόσιο, ενώ ο ν.2052/1920 επαναλαμβάνει στα άρθρα 49 επ. τις διατάξεις του διατάγματος 2468/1917. Στη συνέχεια, με τα άρθρα 101-104 του διατάγματος της 11/12.11.1929, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του ν.4226/1929 και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 17, 18 και 19 του νόμου 1540/1938, παραχωρήθηκε στους ιδιοκτήτες των 4/5 και το υπόλοιπο 1/5 εξ αδιαιρέτου και έτσι αυτοί που είχαν αποκτήσει δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης έγιναν καθ' ολοκληρίαν κύριοι του ακινήτου αυτοδικαίως και χωρίς εγγραφή στα βιβλία μεταγραφών. Με τη συνδρομή των άνω προϋποθέσεων το παραπάνω ακίνητο είναι περαιτέρω δεκτικό χρησικτησίας, αφού οι διατάξεις του άρθρου 21 του ν.δ. της 29.4./6.5.1926 δια του οποίου απαγορεύθηκε εφεξής κάθε παραγραφή των επό κτημάτων του Δημοσίου δικαιωμάτων του, άρα και η επ' αυτών χρησικτησία τρίτων απαγόρευση η οποία ισχύει από 11.9.1915 βάσει των ισχυσάντων έκτοτε δυνάμει του Ν. ΔΞΘ/1912 δικαιοστασίων, δεν έχουν εφαρμογή επ' αυτού αφού κατά νόμο έπαψε να έχει το χαρακτήρα δημοσίου κτήματος και κατέστη ιδιωτικό. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 1248 και 1614 του οθωμανικού Α.Κ,, δεν αναγνωρίζεται ο θεσμός της χρησικτησίας ως τρόπος κτήσεως κυριότητας, τόσο ως προς τα ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), στα οποία υπάγονται τα οικόπεδα, τα σπίτια και γενικά τα οικοδομήματα, εργαστήρια και αμπελώνες, που βρίσκονται μέσα σε χωριά, κωμοπόλεις και πόλεις, όσο και ως προς τις δημόσιες γαίες (δηλαδή αγρούς, λιβάδια, χειμερινές και θερινές βοσκές, δάση). Τούτο έχει ως συνέπεια να μη συνυπολογίζεται ο χρόνος που διέδραμε υπό το κράτος της οθωμανικής νομοθεσίας για την κτήση της κυριότητας με χρησικτησία από το 1914 και εφεξής που ίσχυσε η ελληνική νομοθεσία στις Νέες Χώρες (άρθρα 1 και 2 του ν. 147/1914). Τα ακίνητα στις Νέες Χώρες, με εξαίρεση εκείνα για τα οποία προβλέπει ο ν. 2074/1920 "περί των εν νέαις χώραις κοινοτικών γαιών", εφόσον δεν ανήκουν ή δεν περιήλθαν σε φυσικά πρόσωπα (μούλκια - τεσσαρούφ), ανήκουν οπωσδήποτε στο Ελληνικό Δημόσιο. Στο τελευταίο περιήλθε η κυριότητα τους, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ. 1 της συνθήκης της Λωζάνης που κυρώθηκε με το από 25-8-1923 Ν.Δ. Συνεπώς στα κτήματα αυτά, ως δημόσια, δεν μπορεί να γίνει λόγος για απόκτηση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ήτοι με άσκηση νομής επ' αυτών με καλή πίστη για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με δυνατότητα συνυπολογισμού και του χρόνου χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου, αφού η 30ετής αυτή νομή θα έπρεπε να έχει συμπληρωθεί στις 11-9-1915 ήτοι σε χρόνο απέχοντα ένα μόλις έτος της ισχύος στις Νέες Χώρες του Ελληνικού δικαίου (1914). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, για την απόκτηση κυριότητας πράγματος, κινητού ή ακινήτου, με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται νομή δηλαδή εξουσίαση του πράγματος με διάνοια κυρίου, συνεχώς και αδιαλείπτως επί εικοσαετία. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1051 του ίδιου κώδικα, εκείνος που απέκτησε την νομή του πράγματος με καθολική ή ειδική διαδοχή μπορεί να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 249, 271, 974, 976 και 1045 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι στην έκτακτη χρησικτησία για τον συνυπολογισμό στο χρόνο νομής των προκτητόρων του χρησιδεσπόζοντος πράγμα κινητό ή ακίνητο του χρόνου νομής του τελευταίου, για τη συμπλήρωση του από το νόμο αξιούμενου χρόνου νομής (εικοσαετίας), δεν απαιτείται ειδική διαδοχή στο δικαίωμα κυριότητας επί του πράγματος, αλλά αρκεί απλώς ειδική διαδοχή στη νομή, η οποία (ειδική διαδοχή στη νομή), αναγνωριζόμενη από τον ΑΚ, χωρεί με παράδοση που γίνεται με τη βούληση του τέως νομέα (άρθρο 976 ΑΚ) και έχει την έννοια ότι σ' εκείνον που αποκτά μεταβιβάζεται η ίδια νομή, την οποία έχει και εκείνος που μεταβιβάζει και παραδίδει. Ο χρόνος που απαιτείται για την έκτακτη χρησικτησία ανέρχεται σε 20 χρόνια, εφόσον όμως ολόκληρος αυτός ο χρόνος έχει διαρρεύσει από 23-2-1946 και μετά (1045 ΑΚ) , αν πρόκειται όμως για συνυπολογισμό χρόνου που έχει διαρρεύσει κατά ένα μέρος του κατά τη διάρκεια ισχύος του ΑΚ και κατά ένα μέρος του κατά τη διάρκεια ισχύος του β.ρ.δ., τότε, κατ' εφαρμογή των άρθρων 64 και 65 του ΕισΝΑΚ, αν με τον συνυπολογισμό του χρόνου που έχει διαρρεύσει πριν από τον ΑΚ υπολείπεται προς συμπλήρωση του χρόνου των 30 ετών, που απαιτείται κατά το προηγούμενο δίκαιο, χρόνος μικρότερος των 20 ετών, θα εφαρμοσθεί το προηγούμενο δίκαιο και η 30ετία θα αρχίσει από την έναρξη της νομής του δικαιοπαρόχου, αν δε αντίθετα υπολείπεται χρόνος μεγαλύτερος των 20 ετών, θα εφαρμοσθεί ο ΑΚ και η 20ετία που καθορίζεται από αυτόν θα αρχίσει από την ισχύ τούτου (23-2-1946). Η επίκληση όμως του πριν από τον ΑΚ χρόνου χρησικτησίας θα γίνει με τα προσόντα του προηγούμενου δικαίου, δηλαδή η νομή να ασκήθηκε με διάνοια κυρίου και καλή πίστη.
Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 567/2013, ΑΠ835/2013, ΑΠ483/2013). Τα επιχειρήματα δηλαδή του δικαστηρίου δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε να επιδέχεται αυτή στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔικ, μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Τέλος ο παραπάνω λόγος είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση γιατί παραβίασε εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναιρέσεως θα απορριφθεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του, νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, αναφορικά με την ένδικη αγωγή της αναιρεσείουσας περί αναγνωρίσεως της κυριότητάς της επί ενός ακινήτου επιφανείας 3154,44 τμ, που βρίσκεται στη θέση "…" ή "…" του ΔΔ Ν. Σκιώνης του Δήμου Παλλήνης Χαλκιδικής, η οποία (κυριότητα) αμφισβητείται από το εναγόμενο-αναιρεσίβλητο, που το χαρακτήρισε ως δημόσιο δάσος με κωδικό αριθμό 0024-018821 στον οικείο δασικό χάρτη. "Το επίδικο ακίνητο, εμβαδόν 3154,44 τμ, βρίσκεται στην κτηματική περιοχή του δημοτικού διαμερίσματος Ν. Σκιώνης του Δήμου Παλλήνης Χαλκιδικής, στη θέση "…" ή "…" και συνορεύει βόρεια ανατολικά και δυτικά με δημόσιο δάσος και νότια με αγρό ιδιοκτησίας Κ. Ρ. και Μ. Κ.. Το εν λόγω ακίνητο είναι επικλινές με κλίση 15%, αποτελεί τμήμα μείζονος έκτασης, εμβαδού 5.415,66 τ.μ., η οποία στον προσωρινό κτηματικό χάρτη και πίνακα Νέας Σκιώνης Χαλκιδικής χαρακτηρίσθηκε ως δημόσια δασική έκταση, με κωδικό αριθμ. (ΚΑ) 0024 αριθμό φύλλου χάρτη (ΦΧ) 188821, ένα τμήμα του δε (του επιδίκου), εμβαδού 1.454,88 τ.μ., έχει κηρυχθεί αναδασωτέο, λόγω πυρκαγιάς, με την υπ' αριθμ. 4495/15-9-2006 απόφαση της Διεύθυνσης Δασών Ν.Χαλκιδικής. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την από 17-1-2008 έκθεση αυτοψίας και φωτοερμηνείας του δασολόγου Κ. Δ., από τη φωτοερμηνεία του ζεύγους αεροφωτογραφιών έτους λήψεως 1945 της ευρύτερης περιοχής, εντός της οποίας εμπίπτει και η επίδικη έκταση, διαπιστώθηκε ότι αυτή ήταν (κατά το άνω έτος) μη δασική έκταση - αγρός. Από τη φωτοερμηνεία ζεύγους των αεροφωτογραφιών των ετών 1960 διαπιστώθηκε ότι (κατά το άνω έτος) κατά το μεγαλύτερο μέρος της ήταν δάσος. Από τη φωτοερμηνεία ζεύγους αεροφωτογραφιών έτους λήψεως 1980, καθώς και την παρατήρηση της ορθοφωτογραφίας του έτους 1996, διαπιστώθηκε ότι η επίδικη έκταση (κατά τα άνω έτη) ήταν δάσος πεύκης με υπόροφο αειφύλλων πλατύφυλλων. Τέλος, κατά τη διενέργεια της αυτοψίας (17-1-2008) διαπιστώθηκε ότι αυτή είναι δάσος χαλεπίου πεύκης με υπόροφο αειφύλλων πλατύφυλλων. Η ενάγουσα, προκειμένου να θεμελιώσει το δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου του απώτατου δικαιοπαρόχου της ( παππού της) Ι. Κ. (σύμφωνα με τις άνω διατάξεις του άρθρου 78 του Οθωμανικού Νόμου, περί γαιών, του υπ' αριθμ. 2468 Διατάγματος της προσωρινής Κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης που κυρώθηκε με το ν. 1072/1917, του ν. 2052/1920 και του Διατάγματος της 11/12-11-1929) και κατ' επέκταση και το δικό της δικαίωμα σ' αυτό, αφού μόνο σε περίπτωση που είχε αποκτήσει αυτός κυριότητα θα ήταν πλέον δεκτικό χρησικτησίας, ισχυρίζεται ότι αυτός κατείχε και καλλιεργούσε το επίδικο, που αποτελούσε τμήμα αγρού συνολικής έκτασης 18.000 τ.μ., αδιάκοπα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, η οποία είχε συμπληρωθεί μέχρι την εισαγωγή της Ελληνικής νομοθεσίας στις νέες χώρες 20-5-1917 και ειδικότερα ότι το καλλιεργούσε με σιτηρά και συνέλεγε τους καρπούς από τα ελαιόδεντρα που υπάρχουν σε όλη την έκταση του ακινήτου, από το έτος 1880 μέχρι το έτος 1918, οπότε το παραχώρησε με άτυπη δωρεά στον πατέρα της, Ο. Κ., αποκτήσας με τον τρόπο αυτό δικαίωμα εξουσιάσεως, το οποίο μετατράπηκε στη συνέχεια σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας. Όμως ούτε από τις καταθέσεις των άνω μαρτύρων ούτε από άλλο αποδεικτικό στοιχείο αποδείχθηκε η βασιμότητα του άνω ισχυρισμού. Ειδικότερα, ο μάρτυρας της ενάγουσας Ν. Φ. [προφανώς εκ παραδρομής
στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αναφέρεται ότι ο μάρτυρας της ενάγουσας ονομάζεται Κ. Δ., ενώ ο μάρτυρας αυτός είναι ο μάρτυρας του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου] εξεταζόμενος ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καταθέτει ότι το επίδικο παλιά το όργωνε ο πατέρας του μέχρι το έτος 1955 και ότι καλλιεργούνταν με σιτάρι και βρώμη, χωρίς να προσδιορίζει από πότε καλλιεργούνταν. Επίσης, καταθέτει ότι αυτό ήταν ανέκαθεν γεωργικό και ότι είχε όλο ελιές, σε άλλο σημείο δε της κατάθεσης του αναφέρει ότι αυτό καλλιεργούνταν με σιτάρι και ελιές, ενώ δεν κατέθεσε τίποτα σχετικά με το αν αυτό καλλιεργούνταν επί μία συνεχή δεκαετία πριν το έτος 1917. Η ενάγουσα, προκειμένου να αποδείξει τον ισχυρισμό της ότι το επίδικο καλλιεργούνταν με ελαιόδεντρα, προσκομίζει τέσσερις φωτογραφίες, στις οποίες σημειώνει τις θέσεις έξι (6) συνολικά δέντρων ελιάς ( με σημείωση No 1, No 2, No 3, No 4, No 5 και No 6). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι στο από 18-1-2002 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Δ. Μ., το οποίο συνοδεύει την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ' αριθμ. 209/24-1-2002 πράξη χαρακτηρισμού του Δασαρχείου Κασσάνδρας (η πράξη χαρακτηρισμού αφορά ακίνητο εμβαδού 7.000 τ. μ., ιδιοκτησίας Κ. Ρ. και Μ. Κ. - τέκνων της ενάγουσας, συνορευόμενο με το επίδικο), στο οποίο αποτυπώνεται και το επίδικο ως ΚΑ 0024, δεν σημειώνεται η ύπαρξη δέντρων ελιάς εντός των ορίων του επιδίκου, ενώ σημειώνεται ένα δέντρο ελιάς εκτός αυτού πλησίον του δυτικού ορίου του, καθώς και 12 ακόμη εντός του γειτονικού ακινήτου των 7.000 τ. μ. Περαιτέρω, στο από Μαΐου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του ίδιου πολιτικού μηχανικού, το οποίο επισυνάπτεται στην υπό κρίση αγωγή, και το οποίο επικαλείται και προσκομίζει και το εκκαλούν, το δέντρο ελιάς που στο προαναφερθέν τοπογραφικό διάγραμμα της 18-1-2002 φέρονταν εκτός του επιδίκου πλησίον του δυτικού ορίου του, σημειώνεται εντός του επιδίκου, επιπλέον δε σημειώνονται άλλα τέσσερα δέντρα ελιάς στο βορειοανατολικό τμήμα του επιδίκου. Η διαφοροποίηση αυτή μεταξύ των δύο τοπογραφικών διαγραμμάτων όσον αφορά την αποτύπωση των δέντρων δεν αιτιολογείται από την ενάγουσα. Τέλος, στο πρώτο, από 18-1-2002 τοπογραφικό διάγραμμα που προσκομίζεται από την ενάγουσα σε απλή φωτοτυπία (χωρίς να γίνεται ιδιαίτερη επίκληση του), σημειώνονται χειρόγραφα εντός του επιδίκου τέσσερα δέντρα ελιάς στο βορειοανατολικό τμήμα του επιδίκου (ως No I, No 2, No 3 και No 4), το προαναφερθέν δέντρο στο δυτικό όριο του ( ως No 6) καθώς και ένα ακόμη στο δυτικό τμήμα του ( ως No 5) νοτιότερα από το No 6. Η σημείωση αυτή έγινε προφανώς για να επισημανθούν επί του τοπογραφικού διαγράμματος οι θέσεις των δέντρων που εικονίζονται στις φωτογραφίες. Από την επισκόπηση των εν λόγω φωτογραφιών, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε από το εναγόμενο, και κυρίως των υπ' αριθμ. 2 και 4 φωτογραφιών, στις οποίες εικονίζονται ευκρινέστερα τα No 1 και No 2 δέντρα, προκύπτει ότι" πρόκειται για δέντρα σχετικά μικρής ηλικίας, και πάντως όχι αιωνόβιων, όπως θα έπρεπε να ήταν αν πράγματι αυτά υπήρχαν από την εποχή της τουρκοκρατίας και καλλιεργούνταν μέχρι τη δεκαετία του χίλια εννιακόσια εξήντα όπως διατείνεται η ενάγουσα, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το επίδικο ουδέποτε καλλιεργήθηκε ως ελαιώνας και ότι τα ελαιόδεντρα (έξι συνολικά) που βρίσκονται εντός του επιδίκου είναι αυτοφυή, ενόψει μάλιστα του ότι αυτά είναι ελάχιστα σε σχέση με την όλη έκταση του επιδίκου και διάσπαρτα, χωρίς ένδειξη καλλιέργειας, ή ότι φυτεύτηκαν μεταγενέστερα. Για το λόγο δε αυτό προφανώς δεν αναφέρθηκαν και στην έκθεση αυτοψίας. Άλλωστε, αν το επίδικο ήταν ελαιώνας από την εποχή της τουρκοκρατίας, στις αεροφωτογραφίες του έτους 1945 δεν θα είχε τη μορφή που αποτυπώθηκε σ' αυτές, δηλαδή αγρού (ακάλυπτη έκταση), αλλά έκτασης με δέντρα με ενδιάμεσα διάκενα, δεδομένου ότι τα ελαιόδεντρα είναι υπεραιωνόβια και ανθεκτικά και κατά το χρόνο λήψης των αεροφωτογραφιών θα ήταν οπωσδήποτε ορατός ο όγκος τους, η ενάγουσα δε δεν επικαλείται ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι προηγήθηκε εκρίζωση ή καταστροφή τους. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο καλλιεργούνταν με άλλες καλλιέργειες από την εποχή της τουρκοκρατίας και συγκεκριμένα επί μια συνεχή δεκαετία πριν την 20-5-1917 από τον απώτατο δικαιοπάροχο της ενάγουσας Ι. Κ.. Ειδικότερα, ο μάρτυρας της ενάγουσας, ο οποίος αναφέρει σε κάποιο σημείο της κατάθεσής του ότι αυτό το όργωνε ο πατέρας του μέχρι το έτος 1955 και ότι καλλιεργούνταν με σιτάρι και βρώμη, δεν προσδιορίζει από πότε το όργωνε ο πατέρας του και εν πάση περιπτώσει από πότε καλλιεργούνταν με τις άνω καλλιέργειες. Επίσης, αναφέρει ότι αυτό "ήταν ανέκαθεν γεωργικό". Η κατάθεση του όμως αυτή είναι εντελώς αόριστη και δεν κρίνεται πειστική, καθόσον δεν διευκρινίζει πως το γνωρίζει αυτό ο ίδιος, λόγω δε της ηλικίας του ( γεννηθείς το έτος 1945) δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει εξ ιδίας αντιλήψεως περί της καλλιέργειας του επιδίκου στον κρίσιμο χρόνο ή και μεταγενέστερα τουλάχιστον μέχρι την ηλικία του των 10 ετών, ενώ δεν αναφέρει ότι έχει πληροφορηθεί περί τούτου από άλλες πηγές (και ποιες). Εξάλλου, τα όσα περαιτέρω καταθέτει, πέραν του ότι είναι αντιφατικά, δεν αφορούν το κρίσιμο διάστημα (δεκαετία πριν την 20-5-1917). Με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη και το ότι το επίδικο συνορεύει από όλες τις πλευρές του, πλην της νότιας, με δημόσια δασική έκταση, το γεγονός ότι αυτό είναι επικλινές με κλίση 15%, πράγμα που καθιστά ιδιαίτερα δυσχερή την καλλιέργεια του, οδηγείται στην κρίση ότι το επίδικο αποτελούσε και κατά το παρελθόν ήτοι και κατά το χρόνο εισαγωγής της Ελληνικής νομοθεσίας στις Νέες Χώρες (όπως ο Ν. Χαλκιδικής), τμήμα μείζονος δασικής έκτασης, όπως αυτή αποτυπώνεται σε όλες τις προσκομιζόμενες ως άνω αεροφωτογραφίες. Το γεγονός δε ότι η επίδικη έκταση στις αεροφωτογραφίες του έτους 1945 απεικονίζεται ως μη δασική, δεν αναιρεί τα παραπάνω και δεν μπορεί να οδηγήσει στην κρίση ότι αυτή ήταν και σε προγενέστερο (του 1945) χρόνο και μάλιστα από την εποχή της τουρκοκρατίας, καλλιεργήσιμη έκταση, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ο απώτατος δικαιοπάροχος της ενάγουσας καλλιεργούσε αυτήν για μια συνεχή δεκαετία πριν την 20-5-1917 και ότι στη συνέχεια διενεργήθηκαν σ' αυτήν υλικές πράξεις από τον άμεσο δικαιοπάροχο της (καλλιέργεια κλπ) εκδηλωτικές της βούλησης του για εξουσίαση αυτής με διάνοια κυρίου (και καλή πίστη μέχρι την 23-2-1946). Εξάλλου, είναι γνωστό ότι κατά την εποχή εκείνη, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν στην Χώρα μας, έλαβαν χώρα αυθαίρετες εκχερσώσεις δημοσίων δασικών εκτάσεων, που όμως σε καμία περίπτωση δεν οδηγούν στην απώλεια της κυριότητας εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου. Κατά συνέπεια, η όποια ενδεχόμενη κατοχή για κάποιο χρονικό διάστημα, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το έτος λήψης των άνω αεροφωτογραφιών (1945) εκ μέρους του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, ήταν αυθαίρετη και δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας με πρωτότυπο τρόπο σε βάρος του εναγομένου. Επομένως, εφόσον η ενάγουσα δεν απέδειξε τους ισχυρισμούς της, σχετικά με την κτήση της κυριότητας του επιδίκου από τον άνω δικαιοπάροχο της, Ι. Κ., δηλαδή την κτήση από αυτόν δικαιώματος εξουσιάσεως, το οποίο μετατράπηκε στη συνέχεια σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας, τότε το επίδικο ως "δημόσια γαία", παρέμεινε στην κυριότητα του Τουρκικού κράτους και στη συνέχεια, μετά την απελευθέρωση των εδαφών αυτών, περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ως διαδόχου του Τουρκικού, κράτους, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 60 παρ. 1 της συνθήκης της Λωζάνης, που κυρώθηκε με το από 25.81923 Ν. Δ. Κατά συνέπεια, αφού δεν απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου ο Ι. Κ. με προαναφερθέντα τρόπο, δεν ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας επί του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία (μετά την 20-5-1917) ούτε από το δικαιοπάροχο της ενάγουσας Ο. Κ. ούτε από την ίδια , ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι αυτοί το καλλιεργούσαν κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή διαστήματα, διότι πρόκειται για ακίνητο που βρίσκεται στις νέες χώρες και περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, από τις 11-9-1915, με το ν.δ. της 22-4/16-5-1926 "Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", απαγορεύτηκε οποιαδήποτε κτητική η αποσβεστική παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των ακινήτων του. Εξάλλου, και αν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι το επίδικο ήταν δεκτικό χρησικτησίας και ότι πράγματι καλλιεργούταν από το έτος 1918 από τον άνω δικαιοπάροχο της ενάγουσας, Ο. Κ., ο τελευταίος δεν απέκτησε κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, δεδομένου ότι αφενός δεν αποδείχθηκε ότι νέμονταν αυτό με καλή πίστη μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ (23-2-1946), ούτε άλλωστε η ενάγουσα επικαλείται στην αγωγή της καλή πίστη του τελευταίου, στοιχείο απαραίτητο για την κτήση κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά το προϊσχύσαν Β. Ρ. Δίκαιο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, πέραν του ότι δεν συμπληρώνεται τριακονταετία όπως απαιτούσαν οι τότε ισχύουσες διατάξεις του Β. Ρ. Δικαίου και αφετέρου από το χρόνο εισαγωγής του ΑΚ ( 23-2-1946) μέχρι το έτος 1955, που κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας μεταβιβάσθηκε σ' αυτήν με άτυπη δωρεά από τον πατέρα της, δεν συμπληρώθηκε στο πρόσωπο του ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ χρόνος χρησικτησίας (20 ετία). Επιπλέον, και αν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι το επίδικο ήταν δεκτικό χρησικτησίας και ότι η ενάγουσα ασκούσε πράξεις νομής στο επίδικο (καλλιέργεια), αυτές σε καμία, περίπτωση δεν επεκτάθηκαν μετά το έτος 1960, αφού, όπως προαναφέρθηκε, στις αεροφωτογραφίες του άνω έτους αυτό ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος του δάσος, πράγμα που δεν θα συνέβαινε αν αυτό πράγματι καλλιεργούνταν. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ασκούσε άλλες πράξεις νομής ,άλλωστε, ούτε και ο άνω μάρτυρας της ενάγουσας κάνει λόγο για άλλες πράξεις νομής εκτός της καλλιέργειας. Η άσκηση όμως πράξεων νομής εκ μέρους της ενάγουσας από το έτος 1955, μέχρι το έτος I960, δηλαδή για διάστημα 6 ετών, δεν είναι ικανή για να θεμελιώσει δικαίωμα κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας υπέρ αυτής, αφού δεν συμπληρώνεται 20ετία, ακόμη και αν ήθελε εκτιμηθεί ότι με το δικόγραφο της αγωγής της επικαλείται προσμέτρηση του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου της Ο. Κ., από το έτος 1946 (23-2-1946) έως το 1955. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν μπορεί να προσμετρηθεί και ο χρόνος χρησικτησίας που διέδραμε κατά τη διάρκεια ισχύος του Β.Ρ.Δ., αφού κατά τα προαναφερθέντα, δεν γίνεται επίκληση ότι η άσκηση της νομής κατά το χρόνο του προϊσχύοντος δικαίου έγινε από τον Ο. Κ. με καλή πίστη". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή της αναιρεσείουσας περί αναγνωρίσεως της κυριότητάς της επί του επιδίκου ακινήτου και στη συνέχεια αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο είχε κρίνει αντιθέτως και αφού αναδίκασε την αγωγή, την απέρριψε. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα του χαρακτήρα του επιδίκου ανέκαθεν ως δασικού και ως εκ τούτου ανεπιδέκτου εξουσιάσεως από τον φερόμενο ως απώτερο δικαιοπάροχο της ενάγουσας παππού της Ι. Κ. για το προγενέστερο της 20-5-1917 διάστημα και στη συνέχεια από το 1918 και επέκεινα από τον φερόμενο ως αποκτήσαντα με άτυπη δωρεά πατέρα της Ο. Κ. και από την ίδια που φέρεται ότι απέκτησε επίσης με άτυπη δωρεά το 1955, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των προαναφερομένων διατάξεων, ήτοι του άρθρου 78 του Νόμου περί Γαιών του Οθωμανικού δικαίου και των οικείων περί εφαρμογής του στις Νέες Χώρες, όπως είναι και η Χαλκιδική, διατάξεων, τις οποίες ορθά (το Εφετείο) εφάρμοσε και δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Επίσης με επάλληλες και ως εκ περισσού αιτιολογίες που δεν επιστηρίζουν το διατακτικό, ούτε δημιουργούν δεδικασμένο, το Εφετείο δέχθηκε ότι και αν ακόμη το επίδικο δεν ήταν δασικό, περιελθόν στην κυριότητα του εναγομένου-αναιρεσιβλήτου Δημοσίου και ότι συνακόλουθα ήταν δεκτικό χρησικτησίας, δεν αποδείχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος πατέρας της ενάγουσας απέκτησε την κυριότητά του με έκτακτη χρησικτησία με τα προσόντα του ΒΡ δικαίου μέχρι τις 23-2-1946 λόγω μη επικλήσεως καλής πίστεως, αλλά ούτε και η ίδια αφού η επικαλουμένη νομή της εξικνείται από 1955 μέχρι το 1960 και δεν συμπληρώνεται 20ετία με την προσμέτρηση της νομής του πατέρα της για το προγενέστερο του 1955 και μέχρι της ισχύος του Αστικού Κώδικα διάστημα (23-2-1946). Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και υπό την επίκληση του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ μοναδικός λόγος της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω η αιτίαση του ίδιου λόγου περί του ότι το Εφετείο καταλήγει στο συμπέρασμα περί του δασικού χαρακτήρα του επιδίκου "από τις αεροφωτογραφίες του 1945, τη φωτοερμηνεία ζεύγους φωτογραφιών του 1960 και του 1980, την παρατήρηση ορθοφωτογραφίας του 1996 και την προσκομισθείσα από το αναιρεσίβλητο-εναγόμενο από 17-1-2008 έκθεση αυτοψίας, μολονότι από τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία προκύπτει ότι το επίδικο προοδευτικά δασωνόταν και ότι λογικά η αναγωγή στο παρελθόν παραπέμπει σε μη δασικού χαρακτήρα έκταση" είναι απαράδεκτη καθόσον ευθέως, απροκάλυπτα και χωρίς επιφάσεις πλήττει την ορθότητα της εκτιμήσεως των αποδείξεων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων και συνακόλουθα πλήττει την περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, η οποία κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Επίσης για το ίδιο λόγο είναι απαράδεκτες και οι αιτιάσεις κατά τις οποίες το Εφετείο α) μολονότι από τη σύγκριση των μη αμφισβητηθεισών φωτογραφιών που προσκόμισε η ενάγουσα-αναιρεσείουσα, των από 18-1-2000 και 2006 τοπογραφικών διαγραμμάτων του πολιτικού μηχανικού Δ. Μ. και τις από 18-1-2008 έκθεσης αυτοψίας, που προσκόμισε το εναγόμενο, δέχεται ότι αποτυπώνονται στο επίδικο ελαιόδενδρα, εν τούτοις καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται στο επίδικο καλλιέργεια ελαιοδένδρων, β) δέχεται εσφαλμένα ότι από την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, ενόψει της ηλικίας του, δεν μπορεί να συναγάγει συμπέρασμα για την άσκηση πράξεων νομής επί του επιδίκου από τους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας-αναιρεσείουσας για το προγενέστερο του 1917 διάστημα, αφού είναι αυτονόητο ότι τέτοιος μάρτυρας δεν υπάρχει. Ακόμη οι αιτιάσεις κατά τις οποίες δεν συνιστούν επαρκείς αιτιολογία τον χαρακτηρισμό του επιδίκου ως δασικής εκτάσεως οι παραδοχές α) ότι "ο γεωργικός χαρακτήρας του επιδίκου το 1945 ήταν συμπτωματικός, γιατί είναι γνωστό ότι κατά την περίοδο εκείνη λάμβαναν χώρα εκτεταμένες εκχερσώσεις, β) ότι ο δασικός χαρακτήρας του επιδίκου προκύπτει από το ότι "από τις τρεις πλευρές του, πλην της νότιας, συνορεύει με δασική έκταση", και γ) ότι δεν είναι λογικό το επίδικο να είχε γεωργικό χαρακτήρα λόγω του επικλινούς του εδάφους του και του δυσχερούς της καλλιέργειάς του, είναι απαράδεκτες γιατί αφορούν σε επιχειρήματα του δικαστηρίου που συνέχονται με την αξιολόγηση και τη στάθμιση των αποδείξεων και δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα, ως εκ τούτου δε, δεν αποτελούν, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη "αιτιολογίες" της αποφάσεως, ώστε στα πλαίσια της ερευνώμενης διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ενόψει τούτων και οι αιτιάσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Δικαστική δαπάνη, ελλείψει αιτήματος, δεν επιδικάζεται.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 31-1-2010 αίτηση των Μ. Ρ. του Α. Κ. Ρ. του Α., ως κληρονόμων της αναιρεσείουσας Ε. χας Α. Ρ., το γένος Ο. Κ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1400/2010 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ