Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Γαίες, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Νομή, Χρησικτησία.
Περίληψη:
Eρήμην κληθέντων αναιρεσειόντων. Χρησικτησία έκτακτη. Νομή, ο συννομέας νέμεται για λογαριασμό λοιπών και δεν μπορεί να αντιτάθει κατ΄ αυτών κτητική παραγραφή προτού καταστήσει γνωστή σ΄ αυτούς την πρόθεση του να νέμεται για δικό του λογαριασμό. 559 αρ.13 παράβαση των κανόνων περί βάρους της αποδείξεως, 559 αρ.1 και 19. Ποιες διατάξεις ισχύουν όταν το ακίνητο είναι δασική έκταση ανήκουσα στο Δημόσιο.
Αριθμός 847/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Κ. Κ., 2) ’. Κ., κατοίκων ..., και 3) της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Ηπειρωτική Βιομηχανία Μαρμάρου - ΗΒΙΟΜ Α.Ε." και έδρα τη ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. Χ. του Κ., 2) Δ. Χ. του Κ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Βουκελάτο, και 3) Α. χήρας Κ. Χ., η οποία δεν παραστάθηκε.
Στο σημείο αυτό ο ως άνω δικηγόρος δήλωσε ότι η τρίτη αναιρεσίβλητη απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους 1ο και 2ο των ήδη αναιρεσιβλήτων καθώς και από τις κόρες της: α)Θ. Χ. του Κ., κατοίκου ..., β) Κ. συζ. Κ. Κ., το γένος Κ. Χ., κατοίκου ... και γ) Ε. χήρας Δ. Κ., το γένος Κ. Χ., κατοίκου ..., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/5/2003 αγωγή των 1ου και 2ου ήδη αναιρεσιβλήτων και της αρχικής διαδίκου Α. Χ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 133/2005 του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων λόγω αρμοδιότητας, 424/2007 μη οριστική και 231/2009 οριστική του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 1/12/2009 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 27/9/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Δημάδη με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ενδίκου αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 1884Γ/5-2-2011, 1885Γ/5-2-2011 και 1886Γ/5-2-2011 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Ιωαννίνων ..., ακριβές αντίγραφο της από 1-12-2009 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 5.10.2011, επιδόθηκε από τους επισπεύδοντες τη συζήτηση και αρχικά αναιρεσίβλητους προς τους αναιρεσείοντες. Στη συνέχεια μετά από ματαίωση της συζήτησης κατά την προαναφερθείσα δικάσιμο η συζήτηση επισπεύδεται και πάλι από τους αναιρεσίβλητους και μάλιστα από τους δύο πρώτους ατομικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους της αποβιώσασας στις 21-4-2012 τρίτης αναιρεσίβλητης, καθώς και από τις λοιπές εξ αδιαθέτου κληρονόμους της τελευταίας και δη τις τρεις θυγατέρες της (βλ. προσκομ. νομιμοποιητικά έγγραφα ήτοι ληξιαρχική πράξη θανάτου, πιστοποιητ. εγγυτέρων συγγενών και πιστοπ. μη δημοσιεύσεως διαθήκης). Οι εν λόγω επισπεύδοντες επέδωσαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στους αναιρεσείοντες και μάλιστα ως προς την μετά την άσκηση της αναιρέσεως πτωχεύσασα τρίτη, στον εκπροσωπούντα αυτήν σύνδικό της (βλ. υπ' αριθμ. 211/1-8-2011 απόφαση περί πτωχεύσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων) την από 2.11.2012 αίτηση-κλήση για συζήτηση της αναιρέσεως, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, όπως τούτο προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 4762Γ/20.11.2012, 4761Γ/20.11.2012 και 4760Γ/20.11.2012 εκθέσεις επιδόσεως του προαναφερθέντα δικαστικού επιμελητή Ιωαννίνων ... .
Συνεπώς, αφού οι αναιρεσείοντες δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτών (άρθρ. 576 παρ.2 ΚΠολΔικ.).
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.13 του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου αναφορικά με το ρυθμιζόμενο από τη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔικ βάρος της αποδείξεως, σύμφωνα με την οποία (διάταξη) κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Το βάρος της αποδείξεως διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα περί αποδείξεως απόφαση θα επιβάλλει την ευθύνη προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων, προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής αποφάσεως. Το αντικειμενικό βάρος προσδιορίζει τον διάδικο που φέρει τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων επέλευσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού, του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου, στοιχειοθετεί τον παρόντα λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 373/2012, 636/2012, ΑΠ 987/2012). Ειδικότερα εσφαλμένη επιβολή του αντικειμενικού βάρους υπάρχει όταν το δικαστήριο από τις προσαχθείσες αποδείξεις δεν σχηματίζει την δικανική πεποίθηση που απαιτεί ο νόμος για την παραδοχή ορισμένου αιτήματος, δηλαδή αμφιβάλλει για την ουσιαστική βασιμότητα κάποιου ισχυρισμού, που κατά νόμο θεμελιώνει το αίτημα της αγωγής, ενστάσεως κλπ και που οφείλει να αποδείξει ο υποβαλών το αίτημα διάδικος, οπότε το δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει το σχετικό αίτημα. Εάν δεν το απορρίψει υποπίπτει στη νομική πλημμέλεια της ανωτέρω διατάξεως (ΑΠ 233/2011, ΑΠ 1189/2010). Εξάλλου επί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής αγωγής ακινήτου, που στηρίζεται σε πρωτότυπο, με χρησικτησία, τρόπο κτήσεως της κυριότητας, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι το επίδικο εξαιρείται της χρησικτησίας, γιατί ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, είτε ως κοινόχρηστο, είτε για κάποιο άλλο νομικό λόγο, συνιστά καταχρηστική ένσταση και τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική της βάση, πρέπει να τα επικαλεσθεί και να τα αποδείξει ο ενιστάμενος εναγόμενος (ΑΠ 1189/2010) και για τον λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας του ισχυρισμού αυτού, τις φέρει αυτός και ότι ο ενάγων. Κατά συνέπεια εάν δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κυριότητας ή νομής του Δημοσίου και επομένως το ανεπίδεκτο κτητικής παραγραφής του ακινήτου, η αγωγή δεν θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης επιβολής του αντικειμενικού βάρους της αποδείξεως ως προς τον προταθέντα από τους αναιρεσείοντες-εναγομένους ισχυρισμό, ότι το επίδικο ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας, γιατί ανήκε κατά κυριότητα το Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Ελληνικού Δημοσίου. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο έκρινε ως αναπόδεικτο και απορριπτέο τον ισχυρισμό αυτό και στη συνέχεια έκρινε ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν υπέπεσε στη νομική πλημμέλεια της εσφαλμένης επιβολής του αντικειμενικού βάρους της αποδείξεως, καθόσον ο ισχυρισμός αυτός κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη συνιστά ένσταση και επομένως τις συνέπειες και μη σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποιθήσεως του επικαλουμένου γεγονότος ότι το επίδικο ως δημόσιο κτήμα δεν ήταν επιδεκτικό χρησικτησίας, τις έφεραν οι ενιστάμενοι-αναιρεσείοντες, που ως εναγόμενοι προέβαλαν τον ισχυρισμό και όχι οι αναιρεσίβλητοι -ενάγοντες. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επειδή κατά το άρθρο 1045 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί μία συνεχή εικοσαετία. Νομέας κατά το άρθρο 974 του ίδιου κώδικα είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο ακίνητο αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. ’σκηση της νομής επί ακινήτου αποτελούν οι υλικές και εμφανείς, πάνω σ' αυτό πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να εξουσιάζει το πράγμα ως δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του και εφόσον πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο η αποδοχή της κληρονομίας και η μεταγραφή της, η καταβολή φόρου κληρονομιάς κ.α. χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 649/2012, ΑΠ 991/2012, ΑΠ 210/2011). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 980 ΑΚ η νομή ασκείται αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 983 του ίδιου κώδικα, η νομή, ως δικαίωμα μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους του νομέως, κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 787, 974, 980-984, 994 και 1113 ΑΚ συνάγεται ότι ο κοινωνός, όπως είναι και ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος ακινήτου, αν έχει στη νομή του ολόκληρο το κοινό, λογίζεται ότι κατέχει το κοινό πράγμα στο όνομα και των λοιπών κοινωνών συγκυρίων και επομένως δεν μπορεί να αντιτάξει κατ' αυτών κτητική ή αποσβεστική παραγραφή, προτού καταστήσει γνωστή σ' αυτούς την απόφασή του να νέμεται στο εξής ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του ή ολόκληρο το κοινό πράγμα αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό ως κύριος (ΑΠ 1171/2012, ΑΠ 928/2012). Εξάλλου μετά την έναρξη ισχύος του ΑΝ 431/1968 (23.5.68) "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της εν γένει εποικιστικής νομοθεσίας κλπ", επιτρέπεται η απόκτηση με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία της κυριότητας του κληροτεμαχίου, εφόσον δεν επέρχεται κατάτμηση αυτού, δηλαδή εφόσον αφορά ολόκληρο το κληροτεμάχιο και όχι τμήμα του, συνακόλουθα δε η κτήση κυριότητας με χρησικτησία διαιρετού τμήματος κληροτεμαχίου δεν επιτρέπεται (ΑΠ 785/2008, ΑΠ 960/2008). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στην εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών του ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 481/2013, 495/2013, 568/21013). Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) - ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 193/2013, ΑΠ 197/2013, ΑΠ 567/2013, ΑΠ 568/2013.-
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔικ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων σ' αυτό αποδεικτικών στοιχείων δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτο κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά το έτος 1972 απεβίωσε ο παππούς των δύο πρώτων και πατέρας της τρίτης των εναγόντων Δ. Ζ.. Αυτός κατά το χρόνο του θανάτου του ήταν κύριος μεταξύ άλλων και ενός ακινήτου εκτάσεως 3500 τ.μ. κατά τον κατωτέρω τίτλο, κατά ακριβή δε νεότερη καταμέτρηση 21.231,59 τ.μ., που βρίσκεται στην Κτηματική Περιφέρεια του Δ.Δ. Αναργύρων του Δήμου Πασσαρώνος. Το εν λόγω ακίνητο είχε παραχωρηθεί στον προαναφερόμενο κληρονομικό νομέα (μπασταινούχο) με το υπ' αριθμ. 2748/1932 παραχωρητήριο του Υπουργείου Γεωργίας, που νόμιμα μεταγράφηκε στις 4-12-1941. Δυνάμει της υπ' αριθμ. .../1970 δημόσιας διαθήκης του, που συνετάχθηκε ενώπιον του Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Νικολάου Μαντά και δημοσιεύθηκε νόμιμα στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων (βλ. επικυρωμένο αντίγραφο των υπ' αριθμ. 75/1974 πρακτικών συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου), εγκατέστησε κληρονόμους του μεταξύ άλλων, τους δύο πρώτους ενάγοντες εγγονούς του και κατά ψιλή μόνο κυριότητα, ενώ την επικαρπία την μεταβίβασε στην θυγατέρα του σ' ολόκληρη την ακίνητη περιουσία του, που βρίσκεται στην Περιφέρεια Αναργύρων, μεταξύ της οποίας συμπεριλαμβάνεται και το πιο πάνω ακίνητο. Τούτο βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος Αναργύρων του Δήμου Πασσαρώνος, εμφαίνεται στο από Μαΐου 2002 τοπογραφικό διάγραμμα της Πολιτικού Μηχανικού Β. Μ. με στοιχεία Α1, Α2, A3, Α4, Α5, Α6, Α7, Α8, Α9, Α10, Α11, Α12, Α13, Α14, Α15, Α16, Α17 και Α1 και συνορεύει με ιδιοκτησία των Αδελφών Κ. και πρώην Ι. Ζ., με ιδιοκτησία των αδελφών Κ. και πρώην Μ. Λ., με ιδιοκτησία Γ. Σ., με ιδιοκτησία Γ. Π., με ιδιοκτησία Θ. Β., με ιδιοκτησία Γ. Μ., με ιδιοκτησία Β. Γ. και με αγροτικό δρόμο. Το ανωτέρω ακίνητο άρχισαν να νέμονται με διάνοια ψιλού κυρίου οι δύο πρώτοι των εναγόντων και με διάνοια δικαιούχου επικαρπίας η τρίτη απ' αυτούς αμέσως μετά την κατά τα άνω περιέλευσή του σ' αυτούς (το έτος 1972), διενεργούντες όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και οιονεί νομής αντίστοιχα. Οι διακατοχικές πράξεις που άσκησαν οι ενάγοντες ήταν επίβλεψη, συντήρηση περίφραξης από ξηρολιθιά, καλλιέργεια τμήματος αυτού με σιτάρι, καθώς και εκμίσθωση του σε τρίτους τόσο για βόσκηση ζώων επ' αυτού, όσον και για εξόρυξη μαρμάρων. Η άσκηση της νομής και οιονεί νομής επικαρπίας συνεχίσθηκε μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής. Από τα προαναφερθέντα καθίσταται σαφές ότι το επί του επιδίκου δικαίωμα ψιλής κυριότητας των δύο πρώτων των εναγόντων και επικαρπίας της τρίτης απ' αυτούς στηρίζεται σε αδιάλειπτη νομή και οινεί νομή τους αντίστοιχα από το 1972 μέχρι το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής (21-5-2003). Έτσι οι δύο πρώτοι από τους ενάγοντες έχουν καταστεί ψιλοί συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, η δε τρίτη επικαρπώτρια του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αφού νεμήθηκαν με διάνοια ψιλού κυρίου και δικαιούχου επικαρπίας αντίστοιχα αυτό για χρονικό διάστημα υπέρ την εικοσαετία. Σημειωτέων ότι μετά την ισχύ του Α.Ν 431/1968 (23-5-1968) είναι δυνατόν η χρησιδεσποτεία της μπασταινας και από τρίτους (βλ. Εφ.Ιωαν. 247/1988 αδήμ.). Όμως οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, που έχουν όμορη ιδιοκτησία για πρώτη φορά από τις αρχές Ιουλίου 2001 κατέλαβαν δύο τμήματα της ιδιοκτησίας των εναγόντων ισχυριζόμενοι ότι τα έχουν μισθώσει από το πρώτο εναγόμενο Δημόσιο, στις δε 2-5-2002 κατέλαβαν και τρίτο τμήμα της. Ειδικότερα στις αρχές Ιουλίου 2001 κατέλαβαν εδαφικά τμήματα εμβαδού 520,90 και 1007,39 τ.μ., στις δε 2-5-2002 και άλλο εδαφικό τμήμα εμβαδού 1000 τ.μ. περίπου και προέβησαν σε εξόρυξη μαρμάρων. Ευθύς μετά την πρώτη κατάληψη του ακινήτου τους οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων την από 10-9-2001 αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων νομής, η οποία και έγινε δεκτή. Με την 464/2004 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων, οι ενάγοντες και συγκεκριμένα οι δύο πρώτοι αναγνωρίστηκαν προσωρινά συννομείς, η δε τρίτη οιονεί νομέας των πιο πάνω τμημάτων και διατάχθηκε η αποβολή των εναγομένων απ' αυτά. Με την 68/2002 έκθεση βίαιας αποβολής και εγκατάστασης της δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Ιωαννίνων ... οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων αποβλήθηκαν από τη νομή και οιονεί νομή των επίδικων τότε τμημάτων και εγκαταστάθηκαν οι ενάγοντες. Στη συνέχεια μετά και την δεύτερη κατάληψη οι ενάγοντες με την από 19-6-2002 αίτηση τους ζήτησαν από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ιωαννίνων την προσωρινή ρύθμιση της νομής του τρίτου τότε επίδικου τμήματος των 1000 τ.μ. Ο Εισαγγελέας με την 6/2002 απόφαση του δέχθηκε την αίτηση και διέταξε την απομάκρυνση των τότε καθών και τώρα εναγομένων καθώς και την προσωρινή παύση των λατομικών εργασιών, που εκτελούντο. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησαν οι καθών η αίτηση και ήδη εναγόμενοι ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Ιωαννίνων τις από 11-11-2002 και 20-11-2002 ανακοπές, οι οποίες όμως απορρίφθηκαν με την 4/2003 απόφαση του, με το αιτιολογικό ότι ολόκληρη την επίδικη έκταση κατείχαν οι ήδη ενάγοντες. Οι εναγόμενοι ισχυρίσθηκαν με τις προτάσεις τους στο Πρωτόδικο Δικαστήριο, επαναφέρουν δε τον ισχυρισμό τους αυτό και στο Δικαστήριο τούτο ότι το επίδικο ως δημόσια δασική έκταση ανήκε στο Τούρκικο Δημόσιο, μετά δε την απελευθέρωση της Ηπείρου το έτος 1913, περιήλθε κατά κυριότητα στον διάδοχο αυτού αιτία πολέμου πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο (αρθρ. 2 του ν. 147/1914 και ν. 262/1914). Ο ισχυρισμός αυτός που συνιστά ένσταση (Εφ. Δωδ. 188/2005 Δημ. στη "ΝΟΜΟΣ") πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ειδικότερα οι μάρτυρες των εναγόντων Σ. Γ., (βλ. υπ' αριθμ. 133/2005 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων), και Μ. Λ. (βλ. υπ' αριθμ. .../2001 ένορκη βεβαίωση της Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Σταματίκης Φράγκου - Ζαχαρία), οι οποίοι κατάγονται από την περιοχή όπου βρίσκεται το επίδικο καταθέτουν με λόγο γνώσης ότι ανέκαθεν το επίδικο ήταν καλλιεργήσιμος αγρός, εκαλλιεργείτο δε και από τον ως άνω δικαιοπάροχο των εναγόντων Δ. Ζ.. ’λλωστε κατά των εναγόντων το πρώτο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο εξέδωκε Πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής από το τμήμα του επιδίκου επιφανείας 1043,83 τ.μ., το οποίο όμως ακυρώθηκε. Αντιθέτως οι καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων περί δασικής εκτάσεως κλπ δεν κρίνονται πειστικές και αξιόπιστες. Σημειωτέον ότι οι μάρτυρες Δ. Κ. και Μ. Γ. κατέθεσαν ότι δεν έχουν προσωπική αντίληψη για το επίδικο και επομένως τα όσα καταθέτουν στην κρινόμενη υπόθεση ελέγχονται ως προς την αξιοπιστία τους. Το ότι το επίδικο δεν ήταν δασική έκταση και δεν συνόρευε με δασική έκταση προκύπτει από το υπ' αριθμ. .../1983 προσύμφωνο πώλησης του τότε Συμβολαιογράφου Ιωαννίνων Κ. Τζάλλα και την με αριθμ. 122/1970 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων όπου αναφέρεται ότι τα ακίνητα του Μ. Λ. και Ι. Ζ. και ήδη Αδελφών Κ. συνορεύουν με ακίνητο Δ. Ζ.. Το ίδιο τέλος προκύπτει και από την πραγματογνωμοσύνη, που διενήργησε κατόπιν εκδόσεως της με αριθμ. 424/2007 αποφάσεως αυτού του Δικαστηρίου ο πραγματογνώμονας Γ. Γ., ο οποίος κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα ότι δηλαδή από τα με αριθμούς 2748/1923, 7135/1932, 7116/1932 και 7144/1932 παραχωρητήρια του δικαιοπαρόχου των εναγόντων και των όμορων ιδιοκτητών προκύπτει ότι η επίδικη έκταση δεν συνορεύει σε κανένα σημείο με δημόσια δασική έκταση. Βασικός ισχυρισμός των εναγομένων είναι ότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στον επικαλούμενο από τους ενάγοντες παραχωρητήριο τίτλο (2748/1932) και ότι η ιδιοκτησία τους κείται σε άλλο σημείο που γειτνιάζει με το επίδικο. Τούτο όμως δεν είναι αληθές. Στους υπ' αριθμ. 7116/1932, 7135/1932 και 7144/1932 παραχωρητήριους τίτλους που αφορούν τις όμορες ιδιοκτησίες Μ. Λ., Ι. Ζ. και Β. Γ. αναφέρεται όπως προαναφέρθηκε ότι τα εν λόγω ακίνητα συνορεύουν με ιδιοκτησία Δ. Ζ. δηλαδή του δικαιοπαρόχου των εναγόντων. Με βάση την περιγραφή αυτή και σε συνδυασμό προς τις λοιπές αποδείξεις καθίσταται προφανές και βέβαιο ότι η παραχωρούμενη με το πιο πάνω παραχωρητήριο έκταση ταυτίζεται με το επίδικο. Σ' αυτό οι ενάγοντες και ο δικαιοπάροχος τους Δ. Ζ. ασκούσαν τις προαναφερόμενες πράξεις νομής. Οι εναγόμενοι επιχειρούν να αποδείξουν την μη ταύτιση του επιδίκου με την παραχωρούμενη στον δικαιοπάροχο των εναγόντων έκταση με το γεγονός ότι κατά το παραχωρητήριο η έκταση που παραχωρήθηκε σ' αυτόν (δικαιοπάροχο των εναγόντων) ανέρχεται σε 3.500 τ.μ., ενώ το επίδικο έχει έκταση 21.231,59 τ.μ. Το αληθές όμως είναι ότι με τον 2748/1932 παραχωρητήριο τίτλο, παραχωρήθηκε στον δικαιοπάροχο των εναγόντων έκταση 3.500 τ.μ. εντός των αναφερόμενων ορίων του, τα οποία αναφέρθηκαν παραπάνω και από τα οποία (όρια) προκύπτει ότι η επίδικη έκταση ταυτίζεται με εκείνη που παραχωρήθηκε. Επίσης επιχειρούν να θεμελιώσουν την άνω άποψη τους στο γεγονός ότι η Διεύθυνση Δασών κίνησε τη διαδικασία αποτερματισμού των δημοσίων δασικών εκτάσεων της περιοχής. Η αρμόδια Επιτροπή συνέταξε το από 12-4-1996 πρωτόκολλο οριστικού αποτερματισμού και οροθέτησης με το οποίο αποφάνθηκε ότι το ως άνω (2748/1932) παραχωρητήριο έχει εφαρμογή σε παρακείμενη έκταση εμβαδού 11960 τ.μ. Κατά του εν λόγω πρωτοκόλλου οριστικού αποτερματισμού οι ενδιαφερόμενοι άσκησαν ένσταση. Η κατά το άρθρο 10 παρ. 3 του ν. 998/1979 Επιτροπή επιλύσεων δασικών αμφισβητήσεων απέρριψε την ένσταση με την 1/1997 απόφαση της. Πλην όμως η ως άνω παρεμπίπτουσα κρίση της αρμόδιας Επιτροπής ότι δηλαδή δεν αποδεικνύεται κυριότητα των εναγόντων στη επίδικη έκταση, άλλα σε γειτονική εμβαδού 11.960 τ.μ., αναιρείται από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τα αναμφισβήτητα περιστατικά που αναφέρθηκαν. Η επικαλούμενη από τους εναγόμενους εκμίσθωση λατομικού χώρου δεν αποδεικνύεται βάσιμη ενόψει του ότι πρόκειται περί χώρου κείμενου "εκτός του επιδίκου". Στη συνέχεια το Εφετείο, είχε κρατήσει την υπόθεση (άρθρ. 535 ΚΠολΔικ) με την υπ' αριθμ. 424/2007 παρεμπίπτουσα απόφασή του, μετά την εξαφάνιση της εκκληθείσας υπ' αριθμ. 133/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων που είχε κηρύξει εαυτό αναρμόδιο καθ' ύλην δέχθηκε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά το μέρος που είχε κριθεί νόμιμη και αναγνώρισε τους μεν δύο πρώτους από αυτούς ψιλούς κυρίους της επίδικης εδαφικής εκτάσεως την δε τρίτη επικαρπώτρια αυτής, με έκτακτη χρησικτησία. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις μνημονευθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα όλα τα παραγωγικά, με έκτακτη χρησικτησία περιστατικά της ψιλής κυριότητας επί του επιδίκου, όσον αφορά τους δύο πρώτους αναιρεσίβλητους και της επικαρπίας όσον αφορά την τρίτη από αυτούς, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας των εν λόγω διατάξεων, τις οποίες το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση η συνεχής από τους αναιρεσιβλήτους από το 1972 και μετά, ήτοι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, άσκηση νομής στο επίδικο με τις ανωτέρω διακρίσεις και ότι τη νομή αυτή απέκτησαν από τον άμεσο δικαιοπάροχό τους Δ. Ζ. με κληρονομική διαδοχή, ως μόνοι εκ διαθήκης κληρονόμοι του επί του επιδίκου, την οποία αυτός καθώς και την κυριότητα είχε αποκτήσει με το νόμιμα μεταγεγραμμένο υπ' αριθμ. 2748/1932 παραχωρητήριο του Υπουργείου Γεωργίας. Ακόμη εκτίθενται οι επί μέρους διακατατοχικές πράξεις των αναιρεσιβλήτων επί του επιδίκου, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του και ότι η επ' αυτού χρησικτησία επιτρέπεται μολονότι αφορά μπάσταινα (κλήρο) αφού αναφέρεται σε χρόνο μεταγενέστερο της ισχύος του ΑΝ 431/68 (23.5.68). Περαιτέρω η αιτίαση κατά την οποία το Εφετείο παρέβη ευθέως και εκ πλαγίου τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, γιατί μολονότι δέχθηκε την ύπαρξη και άλλων εκ διαθήκης κληρονόμων επί του επιδίκου και επομένως συννομέων του, δέχθηκε την αγωγή, χωρίς την παραδοχή ότι οι αναιρεσίβλητοι -ενάγοντες νεμόντουσαν το επίδικο εξ ολοκλήρου για δικό τους λογαριασμό, εν γνώσει των λοιπών συγκληρονόμων, συννομέων, είναι απαράδεκτη γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε την ύπαρξη συγκληρονόμων επί των λοιπών ακινήτων του ως άνω διαθέτη-κληρούχου (μπασταινούχου καλλιεργητή) όχι όμως και επί του επιδίκου, δέχθηκε δηλαδή ότι η με διαθήκη του κληρούχου κληρονομική εγκατάσταση επί του επιδίκου, αφορούσε μόνο τους αναιρεσίβλητους, όχι δε και τους λοιπούς κληρονόμους του. Μάλιστα όσο αφορά την τρίτη αναιρεσίβλητη, ρητά αναφέρεται στην απόφαση, ότι αυτή εγκαταστάθηκε με την υπ' αριθμ. .../1970 νόμιμα δημοσιευθείσα και συνταχθείσα ενώπιον του συμβ/φου Ιωαννίνων Νικολαου Μαντά δημοσία διαθήκη του άνω κληρούχου, ως επικαρπώτρια σε ολόκληρη την ακίνητη περιουσία του, επομένως δε και επί του επιδίκου, ως μέρους αυτής. Ενόψει των προεκτεθέντων ο από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ δεύτερος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, κατ' εκτίμηση των εκτιθεμένων στον λόγο αυτό, η ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 3 και 78 του Οθωμανικού Νόμου "Περί Γαιών" της 7ης Ραμαζάν του τούρκικου έτους 1274 (1856), των άρθρων 1248 και 1614 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα, του άρθρου 8 των οδηγιών "περί εγγράφων ταπίων" της 7ης Σαμπάν του 1276, των άρθρων 1 και 2 του Ν.147/1914, του άρθρου 12 της από 1/14 Νοεμβρίου του 1914 της Συμβάσεως Ειρήνης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, του άρθρου 21 του από 16-5-1926 Ν.Δ/τος "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της αεροπορικής αμύνης", του άρθρου 4 παρ.1 του ΑΝ 1539/1938, των άρθρων 1,2 και 3 του Β.Δ/τος της 16-11-1836 "περί ιδιωτικών δασών", του άρθρου 2 του Ν.Δ/τος 2468/20-5-1917 της Προσωρινής Κυβερνήσεως της Θεσσαλονίκης, του άρθρου 49 του Ν.2052/1920, των άρθρων 288 και 290 του Αγροτικού Κώδικα, καθώς και του άρθρου 10 παρ.3 του Ν. 998/1979, γιατί μολονότι η επίδικη εδαφική έκταση, συνολικού εμβαδού 21.231,59 τ.μ. δεν ταυτίζεται, ολικά ή μερικά με την αναφερομένη στο εκδοθέν στο όνομα του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων Δ. Ζ. υπ' αριθμ. 2748/1932 παραχωρητήριο του Υπουργείου Γεωργίας, και βρίσκεται σε διαφορετική θέση, τελούσα, ως δασική μέχρι σήμερα, υπό την κυριότητα, νομή και κατοχή του πρώτου εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και ούσα ως εκ τούτου εξηρημένη της κτητικής ή αποσβεστικής παραγραφής, εν τούτοις το Εφετείο έκρινε ως υποστατό το δικαίωμα συγκυριότητας και επικαρπίας, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, των αναιρεσιβλήτων. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το επίδικο, με την προσβαλλομένη απόφαση θεωρήθηκε δασικό, ενώ τούτο δεν συμβαίνει, καθόσον όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως, το επίδικο θεωρήθηκε μη δασικό και καλλιεργήσιμη έκταση, ταυτιζόμενη με αυτήν που παραχωρήθηκε από το Δημόσιο με το αναφερόμενο παραπάνω παραχωρητήριο στον δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων, με τη δε παραχώρηση αυτή το Ελληνικό Δημόσιο έπαυσε να έχει οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα επί του παραχωρηθέντος και ταυτιζομένου με το επίδικο ακινήτου. Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους στη δικαστική δαπάνη των εχόντων κοινή νομική συμπαράσταση αναιρεσιβλήτων (άρθρ.176 και 183 ΚΠολΔικ), και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-12-2009 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 231/2009 αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Μαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ