Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίληψη:
Το Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διέλαβε δε στην απόφασή του, σαφείς, επαρκείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, διότι, τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, στο σύνολό τους, θεμελιώνουν, πράγματι, τη διάταξη αυτή και καθιστούν την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας καταχρηστική, στηρίζουν δε επαρκώς το αποδεικτικό πόρισμά του. Εξάλλου, εφόσον η αντίθετη αίτηση αναίρεσης του εναγομένου ασκήθηκε επικουρικά, είναι απορριπτέα, αφού απορρίφθηκε η αίτηση της ενάγουσας.
Αριθμός 973/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος - αναιρεσιβλήτου: Ιδρύματος με την επωνυμία "…", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Βάγια, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 17-3-2014 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται.
Της αναιρεσίβλητης - αναιρεσείουσας: Μ. Τ. του Ν., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Νικολόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-2-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης - αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1404/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 357/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον - αναιρεσίβλητο με την από 16-10-2013 αίτησή του και η αναιρεσίβλητη - αναιρεσείουσα με την από 26-3-2013 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε τις από 6-3-2014 και 9-1-2014 εκθέσεις του, με τις οποίες εισηγήθηκε την απόρριψη και των δύο αιτήσεων αναίρεσης.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ζήτησαν την παραδοχή των αντιστοίχων αιτήσεών τους, την απόρριψη των αντιθέτων, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246 και 573 ΚΠολΔ πρέπει να ενωθούν και συνεκδικαστούν οι, από 26-3-2013 και 16-10-2013, αντίθετες αιτήσεις, για την αναίρεση της 357/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, καθόσον διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων.
ΙΙ. Επί της από 26-3-2013 αίτησης της Μ. Τ. κατά του Ιδρύματος …Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ., το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός των άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησής του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε, δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου δεν αρκεί, αλλ' απαιτείται επιπρόσθετα να συντρέχουν περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και εκείνου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία γεννιέται στον τελευταίο η πεποίθηση, ότι το δικαίωμα δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ' αυτού, έτσι ώστε η, με τη μεταγενέστερη άσκηση, επιδίωξη ανατροπής της κατάστασης που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Η αναιρεσείουσα, από το έτος 1970 έως το έτος 2000, εργαζόταν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως διοικητική υπάλληλος, και από 1-6-1999 έως 30-6-2000 τοποθετήθηκε στην εταιρία του Ιδρύματος "Λαϊκή Ανώνυμη Εταιρία Οργάνωσης Επιχειρήσεων". Τέλος, από 3-7-2000 έως 31-1-2009 παρείχε τις υπηρεσίες της ως διοικητική υπάλληλος - γραμματέας στο Ίδρυμα ... αποκλειστικά, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί επτάωρο ημερησίως 08.30' έως 15.30' και μηνιαίες αποδοχές, κατά το έτος 2008 ύψους 1.520 ευρώ. Είναι απόφοιτος Λυκείου και κάτοχος πτυχίων αγγλικής γλώσσας Lower Certificate in English του Cambridge University (1974) και Diplomat d' Etudes Superieures, option Traduction, de l' Institute Francais d1 Athenes (1970). Κατέχει επάρκεια διδασκαλίας της Γαλλικής σε Φροντιστήρια από το Υπουργείο Παιδείας, έχει παρακολουθήσει σεμινάριο επιμόρφωσης γραμματέων από το ΕΛΚΕΠΑ, το έτος 1973 και χειρίζεται ηλεκτρονικό υπολογιστή. Στο αναιρεσίβλητο και στα ίδια γραφεία εργάζεται και η συνάδελφός της Ι. Α., η οποία προσελήφθη το έτος 1974, και από το έτος 1991 παρέχει τις υπηρεσίες της στο εκκαλούν, ως διοικητική υπάλληλος -γραμματέας. Έχει τα ίδια τυπικά προσόντα με την ενάγουσα, χωρίς να κατέχει πτυχία ξένων γλωσσών και παρέχει τις υπηρεσίες της, κάτω από τις ίδιες συνθήκες εργασίας με αυτήν, στη γραμματειακή υποστήριξη του Ιδρύματος, με το ίδιο αντικείμενο εργασίας. Και η οικογενειακή κατάστασή της είναι παρόμοια με αυτή της Ι. Α., καθ' όσον η τελευταία είναι έγγαμη και μητέρα δύο ενηλίκων τέκνων, ενώ η εφεσίβλητη διαζευγμένη με δύο ενήλικα τέκνα. Κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, από 1-1-2008 έως 31-1-2009, οι μηνιαίες αποδοχές που ελάμβανε η εφεσίβλητη ανέρχονταν σε 1.520 ευρώ, ανώτερες των καθοριζομένων από την Κ.Υ.Α. 12191/25-07-2006, που αφορούσε τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων σε Ιδρύματα και ανέρχονταν σε 1.373,55 ευρώ. Το ίδιο διάστημα, η Ι. Α. ελάμβανε μηνιαίες αποδοχές ύψους 2.550 ευρώ. Η διαφοροποίηση ως προς τις αποδοχές των άνω υπαλλήλων δεν οφείλεται στη συνδρομή ειδικού και σοβαρού λόγου, διότι το γεγονός ότι οι άνω υπάλληλοι προσελήφθησαν από το εκκαλούν Ίδρυμα σε διαφορετικό χρόνο και με διαφορετικό μηνιαίο μισθό, η καθεμία, δεν επηρεάζει τις προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ειδικά δε, ως προς τον συμφωνηθέντα μισθό, αρκεί η παροχή να γίνεται χωρίς νομική υποχρέωση, όπως στην περίπτωση που η εκούσια παροχή είναι αποτέλεσμα κατάρτισης σύμβασης εργασίας του εργοδότη με τον ευνοηθέντα μισθωτό. Δέχθηκε ακόμη το Εφετείο, ότι η ενάγουσα, με την από 10-12-2001 επιστολή της προς το Ίδρυμα, ζήτησε να αναπροσαρμοστούν οι αποδοχές της, στις οριζόμενες από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις, που αφορούσαν τους εργαζομένους σε Ιδρύματα και να ληφθεί υπόψη η προϋπηρεσία της σε άλλους εργοδότες. Το αίτημά της αυτό ικανοποιήθηκε από το εναγόμενο, ενώ στην άνω επιστολή της δεν έθεσε θέμα εξίσωσης των αποδοχών της με αυτές άλλων συναδέλφων της. Για πρώτη φορά έθεσε το ζήτημα αυτό, με την από 18-7-2007, επιστολή της προς τον Πρόεδρο του Ιδρύματος, με την οποία ζητούσε "να εξισωθεί για το έτος 2007, ο μισθός της με το μισθό των άλλων Γραμματέων και να της καταβληθούν οι διαφορές από 1-1-2007, να γίνει καταγγελία της σύμβασής της με ημερομηνία αμέσως μετά την 1-1-2008, ούτως ώστε να επωφεληθεί της ανωτέρω αύξησης του 2007, για τον υπολογισμό της σύνταξης και τον καθορισμό της σε μεγαλύτερη ασφαλιστική κλάση του Ι.Κ.Α., και να της δοθεί πρόσθετο χρηματικό βοήθημα της τάξεως των 50.000 ευρώ, ούτως ώστε να καλύψει τις δαπάνες αυτασφάλισής της μέχρι συμπληρώσεως προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδότησής της στα τέλη του 2008, καθώς και τις ανάγκες διαβίωσης της ιδίας και της θυγατέρας της, που σπουδάζει, μέχρι να πάρει τη σύνταξη". Με την από 12-9-2001 αίτησή της προς το Ίδρυμα, ζήτησε την οικονομική συνδρομή του, για τις μεταπτυχιακές σπουδές του υιού της, διαρκείας περίπου δύο ετών στο Πανεπιστήμιο του Southampton, στην Αγγλία, στο Εμπορικό και Ναυτικό Δίκαιο, με ετήσιο κόστος περίπου 5.400.000 δραχμές. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος, με την από 19-9-2001 ομόφωνη απόφασή του, ενέκρινε την καταβολή στην ενάγουσα, εφάπαξ, ποσού 2.500.000 δραχμών, για την αντιμετώπιση των δαπανών σπουδών του γιου της στο εξωτερικό. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη, με την όλη της προαναφερθείσα συμπεριφορά, δημιούργησε ευλόγως στο εκκαλούν την πεποίθηση ότι ουδόλως διατηρεί αξίωση κατ' αυτού από την άνω αιτία, λαμβάνοντας δε υπόψη και τις λοιπές περιστάσεις και ότι το σχετικό αίτημα υποβλήθηκε τον Ιούλιο του 2007, ενόψει επικείμενης συνταξιοδότησής της, προκειμένου η μισθολογική αύξηση να υπολογισθεί στην σύνταξη, ενώ ουδέποτε στο παρελθόν είχε διαμαρτυρηθεί ή είχε ζητήσει να εξισωθούν οι αποδοχές της με αυτές της Ι. Α., το δε Ίδρυμα την είχε συνδράμει οικονομικά με το ποσόν των 7.336,75 ευρώ, στις μεταπτυχιακές σπουδές του υιού της, δέχθηκε ότι η άσκηση της αγωγής υπερβαίνει τα όρια τα καθοριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ., ήτοι της καλής πίστης, των χρηστών ηθών, του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος και στη συνέχεια, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή, δέχθηκε ως βάσιμο κατ' ουσίαν τον παραδεκτά, από το αναιρεσίβλητο προβληθέντα ισχυρισμό, από το άρθρο 281 Α.Κ, ότι οι αξιώσεις της ενάγουσας (μισθολογικές διαφορές) ασκούνται κατά κατάχρηση δικαιώματος και απέρριψε στο σύνολό της την ένδικη αγωγή, δηλαδή και ως προς το ποσό των 5.533,35 ευρώ, που ζητεί ως διαφορά πλέον του ποσού των 9.341,65 ευρώ, που έλαβε ως αποζημίωση απόλυσης. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε την παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη, διέλαβε δε στην απόφασή του, σαφείς επαρκείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχό της, ως προς την ορθή εφαρμογή της διάταξης αυτής, διότι, τα δεκτά γενόμενα, ως άνω, πραγματικά περιστατικά, στο σύνολό τους 1) θεμελιώνουν, πράγματι, τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και καθιστούν την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας καταχρηστική και 2) στηρίζουν επαρκώς το αποδεικτικό πόρισμά του, ως προς την παραπάνω κρίση του. Επομένως, είναι αβάσιμος, ο, περί του αντιθέτου, μοναδικός λόγος αναίρεσης, από τους αρ. 1 και 19 του ίδιου άρθρου, κατ' ακολουθίαν δε είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί η, από 26-3-2013, αίτηση της αναιρεσείουσας - ενάγουσας, για την αναίρεση της 357/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
ΙΙΙ. Επί της από 16-10-2013 αίτησης του Ιδρύματος ... κατά της Μ. Τ.. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, η, από 16-10-2013, αντίθετη αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντος -αναιρεσίβλητου - εναγόμενου, που νίκησε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ασκήθηκε, επικουρικά, δηλαδή για την περίπτωση που γίνει δεκτή η παραπάνω από 26-3-2013, αίτηση για την αναίρεση της ίδιας (357/2013) απόφασης του Εφετείου Αθηνών, με την οποία, αφού απορρίφθηκε η ένσταση του ίδιου περί παραγραφής, έγινε δεκτή η έφεσή του κατά της οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, κατά παραδοχή, ως βάσιμης, της ένστασής του, περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, ακολούθως δε απορρίφθηκε η αγωγή της αναιρεσείουσας.
Συνεπώς, η αίτηση αυτή, ασκούμενη επικουρικά, πρέπει, να απορριφθεί, αφού απορρίπτεται η αίτηση της αναιρεσείουσας - αναιρεσίβλητης - ενάγουσας. Τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, μετά από ανάλογη προς την εκατέρωθεν έκταση της νίκης και ήττας κατανομή τους (άρθρο 178 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις αναφερόμενες στο σκεπτικό αιτήσεις, για την αναίρεση της 357/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Απορρίπτει αυτές. Και
Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2014. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 6 Μαΐου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ