Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Δεδικασμένο, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Κληρονομία , Χρησικτησία.
Περίληψη:
Από τη διαθήκη μπορεί να συνάγεται ότι η εγκατάσταση επί δήλου, είναι εγκατάσταση κληρονόμου και μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας κατά το άρθρο 1800 παρ 2 ΑΚ θεωρείται κληροδοσία. Από τις διατάξεις του άρθρου 1801 παρ 2 και 1802 ΑΚ προκύπτει ότι αν ο διαθέτης εγκατέστησε περισσότερους κληρονόμους καθένας από τους οποίους έχει περιοριστεί σε ποσοστό και τα ποσοστά δεν εξαντλούν τον κλήρο, ως προς το υπόλοιπο μέρος επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Μπορεί όμως να προκύπτει από τη διαθήκη θέληση του διαθέτη για ανάλογη αύξηση των ποσοστών. Πότε υπάρχει ανάγκη ερμηνείας της διαθήκης κατά τα άρθρα 173 και 1781 ΑΚ. Από τις διατάξεις 1710 παρ 2 και 1801 ΑΚ προκύπτει ότι κατά τον ΑΚ, σε αντίθεση με το προϊσχύσαν δίκαιο είναι δυνατή η κληρονομική διαδοχή εν μέρει από διαθήκη και εν μέρει εξ αδιαθέτου. Άρθρο 559 αρ. 8 εδ. β’. Οι ισχυρισμοί που δεν αφορούν στα επίδικα δεν ασκούν επιρροή στην έκβαση της δίκης και δεν είναι «πράγματα». Πότε είναι ορισμένος ο λόγος του άρθρου 559 αρ 16. Ο λόγος της παρ. 11 περ. β' δεν στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στα αποδεικτικά μέσα τη βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτά έχουν. Τα αποδεικτικά μέσα αναφέρονται σε απόδειξη ισχυρισμών, αλλά δεν είναι ισχυρισμοί, ήτοι πράγματα, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ 8. Ως αίτηση κατά το άρθρο 559 αρ. 9 θεωρείται η αυτοτελής αίτηση για παροχή έννομης προστασίας που να αναφέρεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης και να προκαλεί εκκρεμοδικία.
Αριθμός 1371/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Κ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Κανελλοπούλου.
Της αναιρεσίβλητης: Σ. Γ. Α., συζ. Ι. Τ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Κούτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/4/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Παμίσου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 9/2009 του ίδιου Δικαστηρίου που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας, 127/2011 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας και 11/2013 Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 4/9/2013 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 19/2/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1800 παρ. 2 ΑΚ, αν έχουν αφεθεί μόνο ειδικά αντικείμενα στον τιμώμενο, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται κληροδόχος, ακόμη και αν ονομάσθηκε κληρονόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι ισχυρή η εγκατάσταση κληρονόμου επί δήλου πράγματος, δηλαδή επί ειδικά καθοριζόμενου στοιχείου της κληρονομιάς, η οποία υπάρχει αν συνάγεται από τη διαθήκη, με τη μνεία του δήλου, να εγκαταστήσει τον τιμώμενο ως κληρονόμο, ως άμεσο δηλαδή καθολικό του διάδοχο σε όλη τη κληρονομιά ή σε ποσοστό της. Μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας αν δηλαδή δεν προκύπτει θέληση του διαθέτη για εγκατάσταση του τιμώμενου ως κληρονόμου, αυτός που τιμήθηκε με το δήλον πράγμα θεωρείται κληροδόχος. Αναγκαία έννομη συνέπεια του χαρακτηρισμού ως κληρονόμου, αυτού που μόνος ή μαζί με άλλους εγκαταστάθηκε επί ειδικού αντικειμένου είναι αφενός ότι η μνεία του δήλου έχει την έννοια του προσδιορισμού του ποσοστού (κλάσματος) της κληρονομιάς, στο οποίο αυτός καλείται και το οποίο προσδιορίζεται κατά το λόγο της αξίας του δήλου σε σχέση προς την αξία της όλης κληρονομιάς και αποτελεί συνάμα (άρθρο 1890 ΑΚ) διάταξη του διαθέτη να περιληφθεί το δήλον στην κατά ποσοστό μερίδα του τιμωμένου (διανεμητική) και αφετέρου ότι, αν πρόκειται για τέτοια εγκατάσταση, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1801 παρ. 2 και 1802 ΑΚ. Οι διατάξεις αυτές ορίζουν ότι αν έχουν εγκατασταθεί περισσότεροι κληρονόμοι, καθένας από τους οποίους έχει περιοριστεί σε ποσοστό και τα ποσοστά δεν εξαντλούν τον κλήρο, ως προς το υπόλοιπο μέρος επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Αν όμως σύμφωνα με τη θέληση του διαθέτη οι εγκατάστατοι γράφηκαν ως οι μόνοι κληρονόμοι και καθένας απ’ αυτούς εγκαταστάθηκε σε ποσοστό και τα ποσοστά δεν εξαντλούν τον κλήρο, επέρχεται ανάλογη αύξηση των ποσοστών. Για να επέλθει δηλαδή παράλληλα και η εξ αδιαθέτου διαδοχή, απαιτούνται δύο προϋποθέσεις, πρώτον ότι ο διαθέτης διέθεσε μόνο ένα μέρος από τον κλήρο, έτσι ώστε αν τα ποσοστά τον εξαντλούν, δεν υπάρχει λόγος για εξ αδιαθέτου διαδοχή και δεύτερον ότι ο διαθέτης εξέφρασε τη θέληση (ή ότι προκύπτει η θέληση) το κληρονομικό δικαίωμα των εγκαταστάτων να περιοριστεί στο ποσοστό. Εφόσον γι’ αυτά είναι σαφής η διαθήκη, εφόσον δηλαδή οι λέξεις που έχει χρησιμοποιήσει ο διαθέτης, μόνες τους και χωρίς άλλο αποδίδουν τη βούλησή του, δεν υπάρχει έδαφος για ερμηνεία της διαθήκης. Διαφορετικά, θα πρέπει να ανευρεθεί η αληθής βούλησή του, η οποία αναζητείται με την ερμηνεία της διαθήκης, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και κατά την υποκειμενική άποψη του διαθέτη, σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 1781 ΑΚ, λαμβάνονται δε υπόψη και περιστατικά που βρίσκονται εκτός της διαθήκης, μεταξύ των οποίων και η σπουδαιότητα των αντικειμένων που έχουν καταληφθεί με τη διαθήκη, σε σχέση με την όλη κληρονομιά, καθώς και οι προσωπικές σχέσεις του διαθέτη. Πιο συγκεκριμένα κατά τον Αστικό Κώδικα, σε αντίθεση με το προϊσχύσαν δίκαιο, είναι δυνατή κληρονομική διαδοχή εν μέρει από διαθήκη και εν μέρει εξ αδιαθέτου. Τούτο προκύπτει από το άρθρο 1710 παρ. 2 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο η κληρονομική διαδοχή από το νόμο επέρχεται όταν δεν υπάρχει διαθήκη ή όταν η διαδοχή από διαθήκη ματαιωθεί ολικά ή μερικά, αλλά συνάγεται και από το άρθρο 1801 ΑΚ του ίδιου κώδικα, το οποίο ρητά ορίζει ότι, αν έχει εγκατασταθεί ένας μόνο κληρονόμος και έχει περιοριστεί σε ποσοστό της κληρονομιάς, ως προς το υπόλοιπο μέρος επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Μπορεί όμως η θέληση αυτή του διαθέτη να προκύπτει σιωπηρά ή έμμεσα. Το τελευταίο ισχύει στις περιπτώσεις του άρθρου 1801 ΑΚ, όταν δηλαδή ο διαθέτης με την διαθήκη του διέθεσε υπέρ ενός ή περισσοτέρων κληρονόμων, περιοριστικώς, ορισμένο μέρος από την περιουσία του, οπότε γι’ αυτό ειδικώς χωρεί η διαδοχή από διαθήκη, ενώ για το υπόλοιπο μέρος χωρεί η διαδοχή εξ αδιαθέτου. Εξάλλου ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο αναιρετικός αυτός λόγος αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006). Εξ ετέρου, κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται όταν η απόφαση του δικαστηρίου περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στην συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας του. Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι, μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και ότι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔικ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάζονται με αυτά κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως, από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε λόγος αναίρεσης από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμιά από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ’ ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ένδικη διεκδικητική κυριότητας ακινήτου με κληρονομική διαδοχή, άλλως με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία αγωγή του αναιρεσείοντος, η οποία και αποτελεί αντικείμενο της αναιρετικής δίκης (καθόσον η σωρευθείσα περί κλήρου έχει απορριφθεί με την πρωτόδικη με μη εκκληθέν κεφάλαιο) τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο Γ. Δ. Κ. (θείος του ενάγοντος) απεβίωσε στην Καλαμάτα, στις 7-3-1986. Μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς άφησε την τότε επιζώσα σύζυγο του, Σ. χήρα Γ. Κ. και τον αδελφό του Χ. Δ. Κ.. Ο ως άνω κληρονομούμενος άφησε την από 23-3-1981 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθμ. 121/15-5-1986 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας. Με βάση αυτή ο διαθέτης εγκαθιστούσε στα αναφερόμενα σε αυτήν περιουσιακά στοιχεία, τα οποία κατά τα αναφερόμενα στο κείμενο της εξαντλούσαν τον κλήρο, τη σύζυγό του, Σ. χήρα Γ. Κ. και δη στην επικαρπία τους, ορίζοντας συγχρόνως ότι μετά το θάνατό της αυτά θα περιέλθουν στον ανιψιό του και ήδη ενάγοντα. Πιο συγκεκριμένα ο άνω διαθέτης ανέφερε ότι με την διαθήκη του αυτή τακτοποιούσε τα της περιουσίας του μετά τον θάνατό του και διέτασσε τα κάτωθι: "η επικαρπία ολοκλήρου της ακινήτου και κινητής περιουσίας του, να περιέρχεται εις την σύζυγό του, Σ. Γ. Κ.. 1) Ελαιοτεμάχιον στη θέση Νέα Κορώνη, συνορεύει κληρονόμων Β. και Γ. και οικία Β. Κ. και Σ. Π., περίπου 5 στρεμμάτων, 2) ελαιοτεμάχιον Μάνδρα, συνορεύει Σ. Φ., οικία Ρ., 3) Θέση Μαυρολιά ρίζες 15, περίπου 2 στρέμματα, 4) Ποτιστικόν συνορεύει με αύλακα με Θ. Κ., 5) Ποτιστικόν συνορεύει Λεμονιές συνορεύει με Δημόσιο Δρόμο και Γ. Μ. και κληρονόμου Χ., 6) 25 % Λεωφορείου ενταγμένου στο 4° ΚΤΕΛ Μεσσηνίας, 7) οικία εις Καλαμάτα, ... Ράχη, 8) Διαμέρισμα διάρι, Αθήνα Παγκράτι, οδός ... 28-30. Και όλα τα ανωτέρω, ανέφερε ο διαθέτης, μετά τον θάνατο της συζύγου μου να περιέρχονται στον αναδεξιμιό μου, Γ. Κ.". Αναφορικά με αυτά τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία ο διαθέτης περιέλαβε στην διαθήκη του, καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για εγκατάσταση περί δήλου κληρονόμου της συζύγου του, την οποία επιθυμούσε ως καθολική διάδοχο, όπως προκύπτει από τη φράση "όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία μου", διότι η εγκατάσταση εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή εξαντλούσε τον κλήρο, ενώ είναι αδιάφορο, εάν μεταγενέστερα απέκτησε άλλη περιουσία, είτε δεν έκανε λόγο για άλλα περιουσιακά στοιχεία, είτε επειδή τα λησμόνησε, τη στιγμή εκείνη. Από δε την εκτίμηση του περιεχομένου της διαθήκης συνάγεται ότι ο διαθέτης ήθελε τους τετιμημένους με αυτήν ως καθολικούς διαδόχους και αυτό προκύπτει από την φράση της διαθήκης ότι όλα τα ανωτέρω, μετά το θάνατο της συζύγου μου να περιέρχονται στον αναδεξιμιό μου. Ειδικότερα δε πρόκειται για εγκατάσταση επί δήλου πράγματος της κληρονομιάς, δηλαδή στην επικαρπία των προαναφερομένων και ειδικώς μνημονευομένων περιουσιακών στοιχείων, στην ουσία επρόκειτο για εγκατάσταση του τετιμημένου με τη διαθήκη στην πλήρη κυριότητα, βεβαρημένου όμως με καταπίστευμα, δηλαδή με απαγόρευση διάθεσης, υπέρ εκείνου, χάριν του οποίου έγινε ο περιορισμός στην επικαρπία. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1923 § 1 ΑΚ ο διαθέτης μπορεί να υποχρεώσει τον κληρονόμο να παραδώσει έπειτα από ορισμένο γεγονός ή χρονικό σημείο την κληρονομίαν που απέκτησε ή ποσοστό της σε άλλο (καταπιστευματοδόχο). Για τη σύσταση του καταπιστεύματος, όπως προκύπτει από την εν λόγω διάταξη, δεν είναι ανάγκη να γίνει χρήση πανηγυρικών φράσεων ούτε καν της λέξεως "καταπίστευμα", μπορεί όμως να γίνει και με έμμεση δήλωση του διαθέτη, αρκεί πάντως να προκύπτει από τη διαθήκη η θέληση του διαθέτη να γίνει κάποιος κληρονόμος του, μόνο για ορισμένο διάστημα και μετέπειτα να γίνει κληρονόμος αυτού άλλος. Εγκατάσταση όμως καταπιστευματοδόχου υπάρχει όταν ο τελευταίος εγκαθίσταται στην κληρονομιά ως άμεσος καθολικός διάδοχος του κληρονομουμένου σε αντίθεση με τον κληροδόχο, που εγκαθίσταται ως ειδικός διάδοχος του κληρονομουμένου με ενοχικό κατά κανόνα δικαίωμα. Πάντως καταπίστευμα δεύτερο, τρίτο κλπ. βαθμού δηλαδή διαδοχικό καταπίστευμα απαγορεύεται, αντίθετη δε τυχόν διάταξη του διαθέτη είναι ανίσχυρη και άκυρη. Εξάλλου όπως προκύπτει από το άρθρο 1967 ΑΚ βεβαρημένος με κληροδοσία μπορεί να είναι, εκτός από τον κληρονόμο, και ο καταπιστευματοδόχος για τον μετά την επαγωγή του καταπιστεύματος χρόνο. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1800 § 2,1801,1923, 1929,1930 και 1935 ΑΚ, αν ο διαθέτης εγκατέστησε κάποιον στην επικαρπία ολόκληρης της περιουσίας του, τούτο αποτελεί κατάλειψη ειδικού αντικειμένου, δηλαδή δήλου πράγματος, γιατί την έννοια αυτή έχει η πρόσκαιρη κάρπωση όλων των περιουσιακών στοιχείων του διαθέτη, σε σχέση με το πλήρες δικαίωμα κυριότητας επί όλης της περιουσίας του. Τότε είναι ζήτημα ερμηνείας, κατά το άρθρο 173 ΑΚ, της διαθήκης, κατά πόσον ο διαθέτης ήθελε με τη μνεία μόνο της επικαρπίας, να συντρέξει και εξ αδιαθέτου διαδοχή ως προς την ψιλή κυριότητα, ή αν σκοπούσε εγκατάσταση μεν του τετιμημένου, ως ειδικού κληρονόμου, βεβαρημένου όμως με καθολικό καταπίστευμα υπέρ εκείνου χάριν του οποίου έγινε ο περιορισμός του τετιμημένου στην επικαρπία. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, κατά την αληθή βούλησή του, ο διαθέτης ήθελε η μεν σύζυγός του να είναι επικαρπώτρια των προαναφερομένων αντικειμένων για όλη τη μετέπειτα ζωή της, βεβαρημένη όμως με καθολικό καταπίστευμα υπέρ του αναδεξιμιού του (ενάγοντος), ο οποίος μετά το θάνατό της θα αποκτούσε τα στη διαθήκη διαλαμβανόμενα περιουσιακά στοιχεία, κατά πλήρη κυριότητα, διατηρώντας ταυτοχρόνως δικαίωμα προσδοκίας, ενώ τυχόν διάθεση της επικαρπίας αυτής μέχρι το θάνατό της (χρόνο επαγωγής του καταπιστεύματος), καθίσταται άκυρη. Περαιτέρω όμως αποδείχθηκε ότι ο διαθέτης Γ. Δ. Κ. άφησε εκτός από τα ακίνητα της ιδιόγραφης διαθήκης του και άλλα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία αφορούν τα επίδικα ακίνητα, όπως περιγράφονται στην αρχή της παρούσας απόφασης, οπότε ανέκυψε το ζήτημα αν για αυτά χωρεί η εκ διαθήκης ή η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή και άρα ως κληρονόμοι του θα εκκαλούντο στη β’ τάξη ο αδελφός του, Χ. Κ. και η επιζώσα σύζυγός του, Σ. ή μήπως ο διαθέτης θέλησε να αποκλείσει την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή και τα εκτός διαθήκης ακίνητα να περιέλθουν στον ενάγοντα, ως αποκλειστικό κληρονόμο. Ο αδελφός του διαθέτη, Χ. Κ., θεωρώντας ότι ως προς τα μη περιλαμβανόμενα στη διαθήκη του θανόντος ακίνητα, επέρχεται η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή προέβη σε δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ως προς το 1/2 των επιδίκων, ενώπιον του συμβολαιογράφου Καλαμάτας Παν. Κορκολιάκου, που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο ... και με αύξοντα αριθμό 28. Ακολούθως, η Σ. χήρα Γ. Κ., θεωρώντας και αυτή ότι ως προς τα μη αναφερόμενα στη διαθήκη ακίνητα επέρχεται η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, προέβη το έτος 1994 σε συμβολαιογραφική αποδοχή κληρονομιάς, ως προς το 1/2 εξ αδιαιρέτου μερίδιό της, δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../2-11-1994 συμβολαιογραφικού εγγράφου της συμβολαιογράφου Καλαμάτας Ελένης Φωτεινοπούλου, που μεταγράφηκε νόμιμα στο τόμο ..., με αύξοντα αριθμό 10 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κορώνης. Εν συνεχεία η Σ. Κ. θεωρώντας ότι είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος στη β’ τάξη (ως επιζώσα σύζυγος) και συγκυρία κατά το ποσοστό του 1/2, με το υπ’ αριθμ. .../7-7-1999 δωρητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Παμίσου Ιφιγένειας Ρουσσάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα στο τόμο 303 και με αριθμούς 36 και 37, μεταβίβασε στη 1η εναγομένη Σ. Α., λόγω δωρεάς την (ψιλή) κυριότητα κατά το 1/2 των επιδίκων ακινήτων, παρακρατώντας για τον εαυτό της την επικαρπία εφόρου ζωής, η οποία απεσβέσθη με το θάνατό της, το 2004. Από το άλλο μέρος ο ενάγων, θεωρώντας, ακόμη και για τα μη αναφερόμενα στη διαθήκη περιουσιακά στοιχεία, κατ’ άρθρο 1802 ΑΚ ότι εγκαταστάθηκε σε όλη την κληρονομιά, ως εκ διαθήκης κληρονόμος προέβη το 2006 σε αποδοχή κληρονομιάς και για αυτά, συνταχθείσης της με αριθμ. .../15-3-2006 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον της συμβολαιογράφου Καλαμάτας Σταυρούλας Μαυρομιχάλη, που μεταγράφηκε νόμιμα στο τόμο ..., με αριθμό 44. Στη συνέχεια δια της από 2-4-2007 αγωγής, ο ενάγων στρέφεται και κατά της πρώτης εναγομένης, ζητώντας από αυτήν να αποδώσει τα ακίνητα τα οποία έλαβε, για το λόγο ότι τα απέκτησε παρά μη κυρίου, εφόσον κύριος ήταν ο ίδιος, δυνάμει της άνω διαθήκης, πράγμα που σημαίνει ότι η Σ. Κ., με το να μεταβιβάσει λόγω δωρεάς στην 1η εναγομένη την ψιλή κυριότητα των επιδίκων ακινήτων, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, παραβίασε τον όρο της διαθήκης, σύμφωνα με τον οποίο δεν έπρεπε να προβεί σε καμία μεταβίβαση, αλλά μετά το θάνατό της η περιουσία να περιέλθει στον ενάγοντα. Επομένως μετά την επαγωγή του καταπιστεύματος η προηγηθείσα διάθεση (μεταβίβαση), λόγω δωρεάς καθίσταται άκυρη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1937 παρ. 2 ΑΚ. Κατά συνέπεια ο ενάγων, λόγω της ακυρότητας της μεταβίβασης θα είναι αποκλειστικός κύριος. Όμως για το άνω ζήτημα, δηλαδή ως προς το εάν η δικαιοπάροχος της 1ης εναγομένης ήταν εξ αδιαθέτου συγκληρονόμος του Γ. Κ., ή ως προς τα μη αναφερόμενα στη διαθήκη ακίνητα επήλθε η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή έχει κρίνει τελεσίδικα η με αριθμ. 40/1997 απόφαση του Ειρηνοδικείου Παμίσου. Πιο συγκεκριμένα με την εν λόγω τελεσίδικη απόφαση αναγνωρίστηκε σε αντιδικία Σ. Κ. και Χ. Κ., που εκδόθηκε ερήμην του τελευταίου, ότι οι τελευταίοι είναι συγκύριοι σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου των επιδίκων ακινήτων, τα οποία περιήλθαν σε αυτούς, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του συζύγου και αδελφού τους Γ. Κ.. Μάλιστα με την άνω απόφαση καταδικάστηκε ο Χ. Κ. σε δήλωση βουλήσεως, με την οποία δηλώνει ότι τα ακίνητα τα οποία περιέχονται στην υπ’ αριθμ. .../3-11-1986 πράξη αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμ/φου Αβίας Παναγιώτη Κορκολιάκου, προέρχονται εξ αδιαθέτου διαδοχής του αδελφού του και συζύγου της Σ., Γ. Κ. και όχι δυνάμει της από 23-3-1981 ιδιόγραφης διαθήκης του ανωτέρω κληρονομουμένου. Επομένως έχει αναγνωριστεί σαφώς ότι η δικαιοπάροχος της 1ης εναγομένης είναι εξ αδιαθέτου συγκληρονόμος-συγκυρία σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου από την κληρονομιά του Γ. Κ. και συνάγεται ευθέως ότι ως προς τα ακίνητα, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στην άνω αναφερομένη ιδιόγραφη διαθήκη επέρχεται η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή και όχι η εκ διαθήκης. Εξάλλου, σύμφωνα με τα όσα ήδη ελέχθησαν, στον ΑΚ, εν αντιθέσει προς το προϊσχύσαν δίκαιο, υπάρχει η δυνατότητα να κληρονομηθεί κάποιος εν μέρει εκ διαθήκης και εν μέρει εξ αδιαθέτου. Ακολούθως, η ως άνω απόφαση του Ειρηνοδικείου Παμίσου, επιδόθηκε στον Χ. Κ. (στη σύνοικο νύφη του), στις 24-9-1997, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 4487/24-9-1997 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Καλαμάτας ... . Έκτοτε κανένα ένδικο μέσον δεν ασκήθηκε εναντίον της απόφασης αυτής, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 8/28-11-1997 πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Παμίσου. Από δε το δεδικασμένο της απόφασης αυτής, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται πιο πάνω δεσμεύονται, κατά τη διάταξη του άρθρου 325 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ όχι μόνο οι αρχικοί διάδικοι, αλλά και οι μετέπειτα καθολικοί και ειδικοί διάδοχοί τους. Επίσης θα πρέπει να λεχθεί ότι η Σ. χήρα Γ. Κ., παρά το γεγονός ότι με την υπ’ αριθμ. .../2-11-1994 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς είχε αποδεχθεί την επαχθείσα σε αυτήν κληρονομιά, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του Γ. Κ., στην οποία μάλιστα δήλωση ανέφερε ότι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του άνω θανόντος είναι η ίδια και ο αδελφός του Χ., εντούτοις μετά την έκδοση της άνω αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Παμίσου και σε εφαρμογή της, προέβη σε διόρθωση της υπ’ αριθμ. .../5-11-1986 πράξης αποδοχής κληρονομιάς, με την οποία εφέρετο ο θανών Γ. Κ. να κληρονομείται μόνο δυνάμει της ιδιόγραφης διαθήκης, κατά την οποία ο ενάγων είχε εγκατασταθεί ως καταπιστευματοδόχος, δυνάμει της υπ’ αριθμ. .../10-3-1998 πράξης της συμβολαιογράφου Καλαμάτας Ελένης Φωτεινοπούλου. Με την άνω διορθωτική πράξη η Σ. Κ., ενεργούσα για τον εαυτό της, αλλά και για λογαριασμό του αδελφού του θανόντος Χ. Κ., ανέφερε ότι τα κληρονομιαία ακίνητα τα οποία περιέχονται στην υπ’ αριθμ. .../5-11-1986 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αβίας Κορκολιάκου προέρχονται εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής του Γ. Κ.. Μετά δε την ολοκλήρωση όλων των διαδικασιών αυτών, η Σ. Κ. προέβη στη μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας των ακινήτων, λόγω δωρεάς, το έτος 1999, δυνάμει του άνω δωρητηρίου συμβολαίου, χωρίς να παραβιάζεται ο σχετικός όρος της διαθήκης, περί μη μεταβίβασης της βεβαρημένης με το καταπίστευμα κληρονομιάς, εφόσον όπως ήδη ελέχθη ο θανών έχει κληρονομηθεί εν μέρει εκ διαθήκης και εν μέρει εξ αδιαθέτου και τα περιουσιακά αντικείμενα, τα οποία κληρονόμησε η Σ., είναι εκτός καταπιστεύματος. Αυτό συνάγεται αβίαστα και από την ερμηνεία της διαθήκης, στην οποία αναφέρεται ρητώς ότι όλα τα ανωτέρω ακίνητα μετά το θάνατο της συζύγου του θανόντος να περιέρχονται στον αναδεξιμιό του, χωρίς να γίνεται κανένας λόγος για το εάν υπάρχουν άλλα ακίνητα εκτός διαθήκης, ούτε να καθορίζεται η τύχη αυτών. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε κατ’ αυτό τον τρόπο ορθά το νόμο εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και αβάσιμα παραπονείται ο εκκαλών με το σχετικό λόγο της έφεσής του, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων άσκησε φυσική εξουσία διάνοια κυρίου, επί των εκτός διαθήκης αναφερομένων πραγμάτων, από το χρόνο του θανάτου του θείου του (έτος 1986) μέχρι το 2006 (θάνατος του πατρός του Χ. Κ.). Αντίθετα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απέκτησε, λόγω εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής από τον πατέρα του, Χ. Κ. (στην α’ τάξη), το 1/3 ιδανικό μερίδιο της ισόγειας αποθήκης, εμβαδού 70 τμ, τα 4/8 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, εμβαδού 120 τμ και τα 4/8 ενός οικοπέδου, συνολικής επιφανείας 630 τμ, όπως ακριβώς προσδιορίζονται στο διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ, για πρώτη φορά δήλωσε συμπεριφορά κυρίου, λόγω κληρονομικής διαδοχής (εκ διαθήκης) το έτος 2006, παρά το γεγονός ότι όπως είναι ήδη γνωστό η διαθήκη του θανόντος δημοσιεύθηκε το έτος 1986, με το υπ’ αριθμ. 121/1986 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας. Το ίδιο έτος ο ενάγων, ενεργώντας ως πληρεξούσιος του πατέρα του Χ. Κ. αποδέχθηκε για λογαριασμό του, την εξ αδιαθέτου κληρονομιά του Γ. Κ., αναγνωρίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο έστω και έμμεσα ότι ο πατέρας του Χ. είναι συγκληρονόμος- με τη θεία του Σ., κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Εξάλλου κατά το ως άνω χρονικό διάστημα 1986-2006 από κανένα αποδεικτικό μέσον δεν προέκυψε ότι ο ενάγων ενεργούσε, ως αποκλειστικός κύριος των επιδίκων ακινήτων. Μόνο η μάρτυράς του, Κ. Κ., σύζυγός του, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Παμίσου, επί της οποίας εκδόθηκε η παραπεμπτική απόφαση, ανέφερε ότι είχε κλειδί για το σπίτι, χωρίς όμως να προσδιορίζει, δυνάμει ποιας εννόμου σχέσεως κατείχε το κλειδί, ώστε να συναχθεί, αν ήταν κάτοχος, δυνάμει αυτής της εννόμου σχέσεως, ή αντιπρόσωπος του θείου του ή ακόμη και της θείας του Σ.. Ειδικότερα, η άνω μάρτυρας ανέφερε ότι η αποθήκη ανήκε στα τρία αδέλφια, τα οποία όμως είχαν συμφωνήσει να την πάρει ο σύζυγός της. Εξάλλου όπως αποδείχθηκε από τα έγγραφα, ούτε ο Χ. Κ. απέκτησε ποτέ την αποκλειστική κυριότητα επί των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία, συμπληρουμένης της 20ετίας, εφόσον αποδείχθηκε ότι νεμόταν τα επίδικα διάνοια συγκυρίου-συγκληρονόμου (ως προς το 1/2) και ουδέποτε αντιποιήθηκε το εξ αδιαθέτου ποσοστό της Σ. Κ., ώστε ο ενάγων στη συνέχεια να αποκτήσει, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του πατέρα του, την αποκλειστική κυριότητα των επιδίκων ή να προσμετρηθεί ο χρόνος χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του στο δικό του χρόνο χρησικτησίας. Αντίθετα η Σ. Κ. προέβη το έτος 1986 σε δήλωση φόρου κληρονομιάς, ακολούθως το 1994 αποδέχθηκε την κληρονομιά του θανόντος συζύγου της, ενώ στη συνέχεια προέβη και στην ήδη γνωστή διαδικασία ενώπιον του Ειρηνοδικείου Παμίσου, προκειμένου να αναγνωριστούν η ίδια και ο Χ. Κ., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Γ. Κ. και συγκύριοι, κατά το 1/2 ιδανικό μερίδιο ο καθένας, των ακινήτων εκτός διαθήκης, να καταδικαστεί ο εναγόμενος σε δήλωση βουλήσεως και μάλιστα να διορθώσει την υπ’ αριθμ. .../5-11-1986 πράξη αποδοχής κληρονομιάς και να δηλώσει ότι τα ακίνητα, που αναφέρονται σε αυτήν τα κληρονόμησε, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος από τον αδελφό του, Γ., κατά το άνω ποσοστό (1/2 εξ αδιαιρέτου) από κοινού με τη νύφη του Σ.. Σε κάθε περίπτωση, από το έτος 2006, κατά το οποίο ο ενάγων εκδήλωσε την πρόθεσή του να νέμεται τα επίδικα, με διάνοια αποκλειστικού κυρίου, μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής (2-4-2007) δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της 10ετούς ή της 20ετούς νομής και δη δια γνωστοποιήσεως προς την ειδική διάδοχο της Σ. Κ., 1η εναγομένη και τους λοιπούς συνεναγομένους της (συγκληρονόμους του Χ. Κ.), ότι νέμεται τα επίδικα αποκλειστικά για λογαριασμό του". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις επικαλούμενες διατάξεις των άρθρων 1802 και 173 ΑΚ, ούτε και τις αυτεπαγγέλτως προστιθέμενες (άρθρ. 564 παρ. 4 ΚΠολΔικ) διατάξεις των άρθρων 1801 παρ. 2, 1923, 1937 παρ. 2, 1041, 1045 και 1051 ΑΚ), αφού υπό τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις αποκτήσεως από τον αναιρεσείοντα της κυριότητας των επιδίκων ακινήτων με κληρονομική διαδοχή, αλλά ούτε και με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Επομένως οι περιεχόμενες στους τρεις λόγους της αναιρέσεως από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις, με τις οποίες υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες (ενώ η επίκληση των διατάξεων των άρθρων 1871, 200 και 281 ΑΚ, προφανώς οφείλεται σε παραδρομή). Περαιτέρω έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού τα πραγματικά περιστατικά που με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχθηκε, ως αποδεικνυόμενα, δεν ήταν αρκετά για την πλήρωση του πραγματικού των προδιαληφθεισών ουσιαστικών διατάξεων και συνακόλουθα για την εφαρμογή τους. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι ως προς τα μη αναφερόμενα στην ένδικη διαθήκη ακίνητα, ήτοι για τα επίδικα ακίνητα, έχει χωρήσει η εξ αδιαθέτου διαδοχή του κληρονομουμένου Γ. Δ. Κ., πράγμα το οποίο, με επάλληλες αιτιολογίες, συνάγεται και από το περιεχόμενο της διαθήκης και ότι η σύζυγος του διαθέτη, νόμιμα μεταβίβασε κατά το ποσοστό της εξ αδιαθέτου διαδοχής της, με δωρητήριο συμβόλαιο, τα επίδικα στην εναγομένη-αναιρεσίβλητη, ως προς τα οποία και κατά το ποσοστό αυτό δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του ενάγοντα-αναιρεσείοντα, ούτε οι προϋποθέσεις της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας. Ενόψει τούτων οι περιεχόμενοι στους ίδιους τρεις πρώτους λόγους, από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις για έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών είναι αβάσιμες. Περαιτέρω οι ίδιοι λόγοι αναιρέσεως κατά το μέρος, που με αυτούς ο αναιρεσείων προβάλλει αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, για τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων, για τη μη αιτιολόγηση ή μη της αποδοχής ή μη των αποδεικτικών μέσων και δη των μαρτυρικών καταθέσεων και εγγράφων, καθώς και για την επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτοι γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και περί την αποδοχή πραγματικών περιστατικών ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου.
Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 8 εδ. β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου εφέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με αιτίαση περιεχόμενη στον πρώτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 εδ. β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη ότι ο αναιρεσείων «με το υπ’ αριθμ. .../7.2.1997 συμβόλαιο γονικής παροχής του συμβ/φου Καλαμάτας Γεωργίου Κων. Μουζάκη, απέκτησε από τον πατέρα του Χ. το 1/3 εξ αδιαιρέτου της ένδικης ισόγειας αποθήκης, μετά του οικοπέδου της και ότι 1/3 ακόμη εξ αδιαιρέτου του ίδιου οικοπέδου απέκτησε, με αγορά, από τη Φ. χα Π. Κ., με το υπ’ αριθμ. 19019/17.1.1997 πωλητήριο συμβόλαιο του ίδιου συμβ/φου». Η αιτίαση αυτή δεν αφορά σε ισχυρισμό που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και συνακόλουθα δεν αποτελεί "πράγμα" υπό την έννοια της επικαλουμένης διατάξεως, τον αναιρετικό λόγο της οποίας δεν στοιχειοθετεί, καθόσον τα επικαλούμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου του ακινήτου, που απέκτησε παραγώγως ο αναιρεσείων δεν είναι επίδικα, αλλά επίδικο είναι το 1/2 εξ αδιαιρέτου του 1/3 του υπολοίπου του ακινήτου αυτού, που κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά από την προσβαλλομένη, με δωρητήριο συμβόλαιο μεταβιβάστηκε στην εναγομένη-αναιρεσίβλητη. Ενόψει τούτων η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Επειδή, για το ορισμένο του αναιρετικού λόγου του αριθμού 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, πρέπει να αναφέρεται με σαφήνεια στο αναιρετήριο, το αντικείμενο της προηγηθείσας δίκης, από την οποία η επίκληση του δεδικασμένου, τα ζητήματα που κρίθηκαν σ’ αυτή με δύναμη δεδικασμένου, αναφορικά με το αντικείμενο της παρούσας δίκης, οι παραδοχές του Εφετείου και τα πραγματικά περιστατικά που προσδιορίζουν την πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης (εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της κρίσιμης διάταξης). Επίσης πρέπει να αναφέρεται ρητά στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός περί δεδικασμένου έχει προταθεί νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας. Με αιτίαση περιεχόμενη στον ίδιο πρώτο λόγο της αναίρεσης, που κατ’ εκτίμηση των αναφερομένων σ’ αυτήν αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, το Εφετείο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων-ενάγων δεσμεύεται από το δεδικασμένο της υπ’ αριθμ. 40/1997 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πύλου, αφού αυτός δεν συμμετείχε ως διάδικος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση. Η αιτίαση αυτή είναι αόριστη και δεν στοιχειοθετεί την επικαλούμενη πλημμέλεια, αφού δεν αναφέρει τα απαραίτητα για το ορισμένο της και προσδιοριζόμενα στη νομική σκέψη στοιχεία, ούτε αναφέρεται ότι ο εν λόγω ισχυρισμός προτάθηκε στο Εφετείο με λόγο εφέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που είχε δεχθεί την ύπαρξη δεδικασμένου μεταξύ των διαδίκων από την προαναφερομένη 40/1997 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πύλου και γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Επειδή ο από τη διάταξη του αριθμού 11 περ. γ’ του ΚΠολΔικ, λόγος αναιρέσεως δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔικ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Εξάλλου η παράβαση της κατά τη διάταξη αυτή υποχρεώσεως του δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, τελεί υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (ΟλΑΠ 14/2005), πλην όμως η μη λήψη υπόψη των περιοριστικά αναφερομένων στο άρθρο 339 ΚΠολΔικ αποδεικτικών μέσων δεν ιδρύει και τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 8 εδ. β’ του άρθρου 559, καθόσον τα αποδεικτικά μέσα πρέπει μεν να αναφέρονται σε απόδειξη ισχυρισμών, αλλά δεν αποτελούν ισχυρισμούς, ήτοι "πράγματα" κατά την απαιτουμένη κατά την εν λόγω διάταξη έννοια. Στην προκειμένη περίπτωση με αιτιάσεις περιεχόμενες στους δεύτερο και τρίτο, από τους λόγους της αναιρέσεως και υπό την επίκληση των παραπάνω διατάξεων τω αριθμών 11γ’ και 8 εδ. β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι εάν λάμβανε υπόψη και δεν εκτιμούσε πλημμελώς τα ακόλουθα έγγραφα, που συνιστούν και "πράγματα" κατά την έννοια της δεύτερης από τις προεκτεθείσες διατάξεις θα κατέληγε σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα ως προς την συγκυριότητα επί των επιδίκων της δικαιοπαρόχου της εναγομένης-αναιρεσίβλητης, ήτοι της Σ. Κ., είναι δε τα αποδεικτικά αυτά μέσα α)η κατάθεση της μάρτυρος του ενάγοντος-αναιρεσείοντος, τα μισθωτήρια της επίδικης αποθήκης, όπου συμβαλλόταν ως εκμισθωτής και η δήλωση εισοδήματος του μισθώματος (αιτιάσεις δεύτερου λόγου) και β)η φορολογική δήλωση του 2006 και το Ε9 που περιείχαν δήλωση των επιδίκων ακινήτων (αιτιάσεις τρίτου λόγου). Οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες, αφενός μεν γιατί αφορούν στο ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα δεν εξετιμήθηκαν όπως ο αναιρεσείων υπολαμβάνει, αφετέρου δε, γιατί κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, τα έγγραφα αυτά ως αποδεικτικά μέσα, αναφέρονται σε απόδειξη ισχυρισμών, αλλά δεν αποτελούν ισχυρισμούς ήτοι "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Εξάλλου η αιτίαση του τρίτου λόγου, κατά την οποία και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι δέχθηκε χωρίς τούτο να έχει ζητηθεί, ότι "ο πατέρας του αναιρεσείοντα δεν απέκτησε ποτέ την κυριότητα των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία, γιατί τα νεμόταν διανοία συγκυρίου-συγκληρονόμου και ότι ουδέποτε αντιποιήθηκε το ποσοστό της συγκυρίας-συγκληρονόμου Σ. Κ., ώστε στη συνέχεια ο ενάγων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του να αποκτήσει την κυριότητα των επιδίκων ή να μπορεί να προσμετρήσει τη νομή του στον δικό του χρόνο χρησικτησίας" δεν ιδρύει τον επικαλούμενο λόγο, καθόσον οι επίμαχες παραδοχές αφορούν σε επιχειρήματα της αποφάσεως και όχι σε "αίτηση" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ήτοι σε αυτοτελή αίτηση του ενάγοντα για την παροχή έννομης προστασίας, που να αναφέρεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης και να προκαλεί αντίστοιχη εκκρεμοδικία. Ενόψει τούτων και η αιτίαση αυτή, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 495 παρ. 1 του ΚΠολΔικ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν.4055/2012. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔικ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4.9.2013 αίτηση του Γ. Κ. του Χ. κατά της Σ. Γ. Α., συζ. Ι. Τ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 11/2013 αποφάσεως του Εφετείου Καλαμάτας.
Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 30η Απριλίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 18η Ιουνίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ